Στις 9 Δεκεμβρίου του 2014, στην έδρα ενός από τους πιο ισχυρούς φορείς της Αιγύπτου για την καταπολέμηση της διαφθοράς, την Διοικητική Αρχή Ελέγχου (Administrative Control Authority, ACA), ο πρωθυπουργός Ibrahim Mehleb συγκέντρωσε κρατικούς αξιωματούχους για να εγκαινιάσει την πρόσφατα συνταχθείσα τετραετή εθνική στρατηγική της Αιγύπτου για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Η συγκυρία ήταν ευοίωνη˙ ήταν η Παγκόσμια Ημέρα κατά της Διαφθοράς.
Τιμητικό άγημα Βεδουίνων παρελαύνει πριν την άφιξη του Αιγύπτιου προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι στο Αμμάν, στις 11 Δεκεμβρίου 2014. MUHAMMAD HAMED / REUTERS
Οι αξιωματούχοι συναντήθηκαν σε ένα μεγάλο, λευκό δωμάτιο γεμάτο με γαλάζιες καρέκλες. Ο υπουργός Εσωτερικών Μοχάμεντ Ιμπραήμ (έκτοτε απολυθείς) ήταν εκεί, μαζί με τον πρόεδρο της ACA Muhammad Amr Heiba (πλέον αντικατασταθέντα και νυν σύμβουλο του προέδρου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι), τον σύμβουλο του υπουργού Δικαιοσύνης Azzat Khamis, και τον Khalid Saeed, τον πρόεδρο της τεχνικής γραμματείας του σώματος που τώρα είναι γνωστό ως η Εθνική Συντονιστική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (National Coordinating Committee for Combating Corruption).
Το φως του ήλιου έπεφτε από τα παράθυρα επάνω στους λευκούς τοίχους. Ο Mehleb υπερηφανευόταν για την επιτυχία του Σίσι στο να ανεβάσει την Αίγυπτο κατά 20 θέσεις στον πιο πρόσφατο Δείκτη Παγκόσμιας Αντιληπτής Διαφθοράς που καταρτίζει η Διεθνής Διαφάνεια – από την 114η θέση στην 94η μεταξύ περισσότερων από 170 χώρες. Προφανώς, είναι μια οικογενειακή υπόθεση. Ένας από τους γιους του Σίσι, ο Μουσταφά, είναι αξιωματούχος στην ACA και μέρος της ομάδας διαλεύκανσης δωροδοκιών. Τον Απρίλιο, ο ίδιος υποστήριξε ότι βοήθησε την Υπηρεσία Ασφάλειας «Amn el-Dawla», να δομήσει μια υπόθεση εναντίον επτά εργολάβων του δημοσίου και υπαλλήλων οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί για την απαίτηση και την καταβολή συνολικά 170.000 δολαρίων σε δωροδοκίες στο πλαίσιο του Εκτελεστικού Οργανισμού Πόσιμου και Αποχετευτικού Νερού του κυβερνείου της Ερυθράς Θάλασσας.
Αλλά η έρευνά μας που διήρκεσε ένα έτος, βασισμένη σε έγγραφα που διέρρευσαν και εσωτερικούς λογαριασμούς, αποκαλύπτει μεγάλο αριθμό πρακτικών διαφθοράς και μια αξιοθρήνητη αποτυχία στην καταπολέμηση της διαφθοράς ακριβώς από αυτές τις ομάδες που ισχυρίζονται ότι την καταπολεμούν. Κατ’ αρχήν, Αιγύπτιοι αξιωματούχοι έκρυψαν τουλάχιστον 9,4 δισ. δολάρια κρατικών κεφαλαίων [1] σε χιλιάδες μη ελεγχθέντες λογαριασμούς της Κεντρικής Τράπεζας της Αιγύπτου, καθώς και σε κρατικές εμπορικές τράπεζες, και τα ξόδεψαν περί την λήξη του οικονομικού έτους 2012-13. Γνωστοί ως «ειδικά κεφάλαια», πολλοί από αυτούς τους λογαριασμούς λειτουργούν από φορείς όπως το Υπουργείο Εσωτερικών και την ACA.
Από τότε που ο στρατός της Αιγύπτου ανέτρεψε τον πρώην πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι το 2013 και πήρε την εξουσία ακριβώς όταν έληγε το οικονομικό έτος, είναι πιθανό ότι ένα μέρος της βοήθειας από τον Κόλπο που είχε εισρεύσει στην χώρα στοιβάχτηκε σε λογαριασμούς ειδικών ταμείων του στρατού. Νωρίτερα φέτος, το κανάλι Mekameleen στην Κωνσταντινούπολη μετέδωσε σειρά ηχογραφημένων συνομιλιών μεταξύ του Σίσι και του Αρχηγού του Επιτελείου Ahmed Kamel που διέρρευσαν, όπου προφανώς συζητούν την κίνηση των 30 δισεκατομμυρίων της βοήθειας από τον Κόλπο σε λογαριασμούς του στρατού. Άλλες συνομιλίες μεταξύ του Kamel, του Σίσι και διάφορων προσωπικοτήτων του Κόλπου που διέρρευσαν, αποκαλύπτουν τα σχέδια για την μεταφορά της βοήθειας του Κόλπου σε διάφορες προσωπικότητες του στρατού μέσω τραπεζικών λογαριασμών που λειτουργούσαν από το ακτιβιστικό κίνημα Tamarod, το οποίο βοήθησε στην καθοδήγηση των διαμαρτυριών εναντίον του Morsi τον Ιούνιο του 2013.
Αυτοί οι ειδικοί λογαριασμοί κεφαλαίων φαίνεται επίσης να συνδέονται με τον πρόεδρο της ACA επί Μουμπάρακ, τον στρατηγό Mohamed Farid al Tohamy, έναν άνθρωπο που θεωρείται από πολλούς ως μέντορας του Σίσι. (Οι δύο πρώτοι συναντήθηκαν όταν ο al Tohamy ήταν διευθυντής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και της Μονάδας Αναγνωρίσεων της Αιγύπτου). Κατά την διάρκεια του οικονομικού έτους 2010-11, αυτοί οι λογαριασμοί ειδικών κεφαλαίων περιείχαν σχεδόν 900 εκατομμύρια δολάρια, μερικά από τα οποία χρησιμοποιήθηκαν από την ACA, αν και δεν είναι σαφές πόσα. Εκείνο επίσης το έτος καθαιρέθηκε ο Χόσνι Μουμπάρακ. Λίγο μετά, ο τότε πρόεδρος Morsi απομάκρυνε τον al Tohamy από την ACA ύστερα από δημόσιες καταγγελίες ενός υφισταμένου ερευνητή ότι ο al Tohamy είχε σαμποτάρει ενοχοποιητικά στοιχεία για να προστατεύσει μέλη του καθεστώτος Μουμπάρακ. Ο al Tohamy διώχθηκε ποινικά με κατηγορίες όπως η απόκρυψη αποδεικτικών στοιχείων που εμπλέκουν επιχειρηματίες που συνδέονται με τους κορυφαίους στρατηγούς του Ανώτατου Συμβουλίου των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF), οι οποίοι είχαν πουλήσει παράνομα επιδοτούμενα καύσιμα και χρησιμοποίησαν τα κεφάλαια του προϋπολογισμού της ACA για να αγοράσουν δώρα για τον τότε επικεφαλής του SCAF, τον μάχιμο στρατάρχη Μοχάμεντ Χουσεΐν Ταντάουι. Αλλά όταν ο Σίσι ανέλαβε την εξουσία, η υπόθεση εξαφανίστηκε μυστηριωδώς και διόρισε τον al Tohamy (ο οποίος πρόσφατα συνταξιοδοτήθηκε) να ηγηθεί της συνδεδεμένης με τν στρατό Αιγυπτιακής Γενικής Διεύθυνσης Πληροφοριών ή Mukhabarat, η οποία υπάγεται απευθείας στο Γραφείο του Προέδρου.
Ο πρόεδρος της Αιγύπτου Abdel Fattah al-Sisi στο Κάιρο, στις 3 Ιουνίου 2015. Fabrizio Bensch/Reuters
-------------------------------------
-------------------------------------
Ο λόγος για τον οποίο η δωροδοκία είναι ακόμα τόσο διάχυτη, παρά το μεγάλο αριθμό των δημόσιων Υπηρεσιών που έχουν οριστεί για την καταπολέμησή της, είναι ότι αυτές οι Υπηρεσίες δεν είναι υπόλογες σε κανέναν. Αυτή την στιγμή, η στρατηγική της καταπολέμησης της διαφθοράς αναθέτει στους φορείς που εκπροσωπήθηκαν σε μια συνάντηση τον Δεκέμβριο (μαζί με μια ομάδα άλλων που συμπεριλαμβάνει την Mukhabarat) την εφαρμογή μιας σειράς κριτηρίων, μια διαδικασία που ξεκίνησε πέρυσι και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το 2018. Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν εξωστρεφή καλοπροαίρετα μέτρα, όπως «η θέσπιση ειδικών δικαστηρίων για την αντιμετώπιση ζητημάτων διαφθοράς την περίοδο 2015 - 16», «την ψήφιση ενός νέου νόμου για την κοινωνία των πολιτών» και «την δημιουργία ενός επίσημου μέσου για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών, του σώματος της γραφειοκρατίας, και των φορέων καταπολέμησης της διαφθοράς» (ωστόσο με έναν τρόπο που δεν θα «βλάπτουν την εθνική ασφάλεια»).
Η πρόοδος έπρεπε να μετρηθεί με διάφορους δείκτες απόδοσης. Οι πιο κοινοί μεταξύ αυτών είναι «εκθέσεις» που θα συντάσσονταν, αόριστα, «με την γνώση» της Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς. Δεν είναι σαφές ποιος φορέας θα συντάξει τις εκθέσεις ή εάν το έργο αυτό θα εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής, η οποία είναι ο κύριος φορέας που είναι επιφορτισμένος για την εφαρμογή και την παρακολούθηση αυτής της νέας στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Συντονισμού περιλαμβάνουν εκπροσώπους από διάφορους αμφισβητήσιμους φορείς, όπως Υπουργεία που δεν έχουν μεταρρυθμιστεί και αιγυπτιακές ομάδες κατά της διαφθοράς, όπως η ACA, η Μονάδα Ξεπλύματος Χρήματος, ο Εισαγγελέας, το Υπουργείο Εσωτερικών, η μυστική Υπηρεσία Mukhabarat και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Πολλοί από τους οργανισμούς αυτούς είτε έχουν εμπλακεί σε πράξεις διαφθοράς είτε βρίσκονται ενεργά υπό διερεύνηση από τον Κεντρικό Ελεγκτικό Οργανισμό (Central Auditing Organisation, CAO), ένα κρατικό σώμα ελέγχων και [ενέργειες] κατά της διαφθοράς υπό την προεδρία του Hisham Genena, και ως εκ τούτου, μεταξύ των φορέων που ενδιαφέρονται περισσότερο να σαμποτάρουν την επιτροπή καταπολέμησης της διαφθοράς. (Το Υπουργείο Εσωτερικών είναι επίσης διαβόητο για μια σειρά παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένης της σφαγής της Raba'a al -Adawiya των υποστηρικτών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας μετά το αντι-ισλαμιστικό στρατιωτικό πραξικόπημα της Αιγύπτου, την οποία η Mukhabarat υπό τον al Tohamy επίσης φέρεται να βοήθησε να σχεδιαστεί και να οργανωθεί). Είναι πιθανό ότι αυτές οι διεφθαρμένες ομάδες έχουν αρχίσει να μετατρέπουν την Εθνική Συντονιστική Επιτροπή σε τόπο παρασκηνιακών συμφωνιών.
Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι αμφότεροι ο CAO και η ACA εκπροσωπούνται στην Εθνική Συντονιστική Επιτροπή, οι έρευνες του CAO έχουν τεθεί σε διαμάχη με μια σειρά από άλλους φορείς. Ειδικότερα, κατά το τελευταίο έτος, ο Genena έχει πετάξει πολύ λάσπη στο Υπουργείο Εσωτερικών, κατηγορώντας δημοσίως μέλη του ότι μετάγγισαν κρατικά κεφάλαια σε ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Έχει επίσης τείνει το δάχτυλο σε μεμονωμένα μέλη της Γενικής Εισαγγελίας και της ACA ότι έχουν συμμετάσχει στην αγορά κρατικής γης σε υποτιμημένες τιμές, και εργάστηκαν ενεργά για να σαμποτάρουν τις δικές της περιπτώσεις καταπολέμησης της διαφθοράς με το να βαλτώνουν εκείνες που ο CAO στέλνει στα δικαστήρια. Ο Genena έχει επίσης στοχεύσει εξέχοντα μέλη του δικαστικού σώματος. Αυτοί οι δικαστές περιλαμβάνουν το νεοδιορισθέντα Υπουργό Δικαιοσύνης Ahmed Zind και συνεργάτες του, οι οποίοι ζητούν την κεφαλή του Genena επί πίνακι – επιδιώκουν την αποπομπή του καθώς τον κατηγορούν για «προσβολή» των μελών του δικαστικού σώματος. Η υπόθεση εξετάζεται από το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος βρίσκεται κοντά στην αστυνομία, τον στρατό και το δικαστικό σώμα με επικεφαλής τον Zind. Φαίνεται όλο και πιο πιθανό ότι η δικαστική εξουσία θα εμποδίσει οποιαδήποτε εισαγγελική προσπάθεια προωθήθηκε από τον Genena.
Μπορεί να φαίνεται ότι ο Genena είναι ένα μοναχικό ψάρι σε νερά γεμάτα αλιγάτορες, αλλά είναι εν μέρει προστατευμένος από την αχαλίνωτη υποστήριξή του για τον Σίσι και το ισχύον στρατιωτικό καθεστώς της Αιγύπτου. Σε μια εμφάνισή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο Genena ισχυρίστηκε ότι ο Σίσι του είχε δώσει προσωπικά το πράσινο φως για να ξεριζώσει την διαφθορά από τα κρατικά θεσμικά όργανα, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Εσωτερικών. Συχνά υποστήριξε ότι τόσο ο στρατός όσο και το Γραφείο της Προεδρίας της Αιγύπτου είναι απαλλαγμένοι από την διαφθορά, και δεν έχουν κρατήσει τίποτα πίσω από την ελεγκτική ομάδα του.
Η νομιμοφροσύνη του Genena έχει, μέχρι στιγμής, αποδώσει. Τον περασμένο μήνα, ένας εξέχων τηλεπαρουσιαστής καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλάκιση μετά από κατηγορίες που περιλαμβάνουν ότι προσέβαλε τον Genena «στον αέρα» και ότι τον κατηγόρησε πως είναι μέλος της (πλέον παράνομης) Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Στην συνέχεια, τον Νοέμβριο του περασμένου έτους, ο Genena υπέβαλε υπόμνημα τόσο στον Mehleb όσο και στον Σίσι κατηγορώντας την αστυνομία ότι διέρρηξε ένα δωμάτιο που είχαν χρησιμοποιήσει οι ελεγκτές του κατά την διάρκεια μιας έρευνας για το Υπουργείο Εσωτερικών. Η αστυνομία ειπώθηκε ότι είχε κλέψει στοιχεία της έρευνας και σημειωματάρια. Και όμως, ο Genena εργάζεται τώρα μαζί τους στην Εθνική Συντονιστική Επιτροπή για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς.
Αιγύπτιοι δικαστικοί σε έκτακτη συνεδρίαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στο κέντρο του Καΐρου, στις 24 Απριλίου 2013. AMR ABDALLAH DALSH / REUTERS
-----------------------
-----------------------
Η υποστήριξη του Σίσι και του στρατού στον Genena είναι μόνο μια ένδειξη της δυνητικής διολίσθησης της αποστολής: Το ότι οι δυνάμεις ασφαλείας και πληροφοριών της Αιγύπτου θα μπορούσαν κάλλιστα να διαδραματίσουν έναν διευρυμένο ρόλο σε υποθέσεις διαφθοράς. Στο κάτω-κάτω, ένα παρόμοιο σενάριο παίχτηκε στην Αλγερία. Πριν τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο της χώρας στην δεκαετία του 1990, η Υπηρεσία πληροφοριών, το Département du Renseignement et de la Sécurité (DRS), επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό σε θέματα ασφάλειας και καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Στην συνέχεια, δόθηκε η εξουσία να ερευνήσει την εσωτερική διαφθορά στα κρατικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των Υπουργείων και των κρατικών επιχειρήσεων, και ενεπλάκη στενά με τον ιστό των βασικών décideurs (στμ: αυτών που αποφασίζουν) στην Αλγερία, τον πυρήνα των μεσιτών της εξουσίας και των φορέων λήψης αποφάσεων στο le pouvoir (στμ: την εξουσία).
Από τον εμφύλιο πόλεμο, το DRS έχει επικεφαλής τον εκπαιδευμένο από την KGB αντιστράτηγο Mohammed "Toufik" Medienne που τώρα πιστεύεται ότι εμπλέκεται σε μια πάλη για την εξουσία με τον πρόεδρο Αμπντελαζίζ Μπουτεφλίκα. Ο Medienne έχει έκτοτε ρίξει την ματιά του σε σχεδόν όλες τις κρατικές υποθέσεις, συχνά με την χρήση και την διαρροή στοιχείων ώστε να εκβιάσει, διαπομπεύσει, ή να εξαλείψει πολιτικούς αντιπάλους –περίπου όπως και τα μέσα ενημέρωσης της Αιγύπτου, μερικά με στενούς δεσμούς με τον στρατό, ίσως να έχουν ήδη κάνει. «Οι κρατικοί θεσμοί είναι η πιο ισχυρή και επικίνδυνη αντιπολίτευση στον Σίσι», έγραψε η εφημερίδα Al-Maqal σε ένα άρθρο του Ibrahim Eissa αυτόν τον μήνα, μια άλλη υψηλού προφίλ προσωπικότητα στα μέσα ενημέρωσης, ευρέως γνωστού για την στενή συνεργασία του με τις ένοπλες δυνάμεις.
Οι λεπτομέρειες της πρόσφατα δημοσιοποιηθείσας 32 σελίδων στρατηγικής για την καταπολέμηση της διαφθοράς [2] είναι απελπιστικά μπερδεμένες. Δεν προσδιορίζει ή οριοθετεί καν τον ρόλο ή την επιρροή που μπορεί να έχει κάθε μέλος της Εθνικής Συντονιστικής Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Δωροδοκίας. Οι τελευταίες έξι σελίδες, οι οποίες θέτουν αυτά τα σημεία αναφοράς για την καταπολέμηση της διαφθοράς που η αστυνομία και οι Υπηρεσίες πληροφοριών της Αιγύπτου θα έχουν τον ρόλο να εποπτεύουν, και το χρονοδιάγραμμα στο οποίο πρόκειται να υλοποιηθεί, είναι εμφανώς απούσες από την περικεκομμένη 20σέλιδη αγγλική [3] και την 23σέλιδη γαλλική [4] μετάφραση που δημοσιοποίησε η επιτροπή. Αυτές οι εκδοχές περιλαμβάνουν την δημιουργία μιας «τροποποιημένης» δομής αμοιβών για τους γραφειοκράτες, ψηφίζοντας μέτρα προστασίας για τους πληροφοριοδότες [επί παρανομιών], νόμους για την ελευθερία των πληροφοριών, και τροποποίηση των νόμων για τις πλειοδοσίες και τις προσφορές.
Οι συντάκτες πρέπει να έχουν εξαιρέσει αυτά τα σημεία αναφοράς για να αποφύγουν την λογοδοσία. Παρότι η εθνική στρατηγική κατά της διαφθοράς της Αιγύπτου κάνει προσπάθεια για να δημιουργηθεί χώρος για την κοινωνία των πολιτών, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και άλλους παράγοντες για να λάβουν μέρος στην παρακολούθηση της διαφθοράς και την εφαρμογή των κριτηρίων αξιολόγησης της στρατηγικής, αυτοί οι «φύλακες» έχουν σε μεγάλο βαθμό προεπιλεγεί ή απογυμνωθεί από την ικανότητά τους να λειτουργούν ελεύθερα. Για παράδειγμα, ένα σχέδιο νόμου που διέρρευσε τον Νοέμβριο του 2014, επιδιώκει να ποινικοποιήσει την διάδοση των πληροφοριών που σχετίζονται με τον στρατό, τις οποίες θεωρεί «από την φύση τους μυστικές και αφορώσες την εθνική ασφάλεια». Αν και ο νόμος δεν έχει ακόμη ψηφιστεί, έχει ήδη ανατριχιαστικά αποτελέσματα. Οι συνομιλίες μεταξύ του Σίσι και του Αρχηγού του Επιτελείου Kamel νωρίτερα φέτος που διέρρευσαν, ουσιαστικά δεν έχουν τύχει σημασίας από τον αιγυπτιακό Τύπο.
Αν και λίγοι τόλμησαν να αναφερθούν στις διαρροές, η αστυνομία ξεκίνησε μια καταστολή των ΜΜΕ, με στόχο ακριβώς τους δημοσιογράφους που είχαν δείξει αυτοσυγκράτηση στο να αναφέρονται στον στρατό. Αντ’ αυτού, αυτοί οι συντάκτες δημοσίευσαν ιστορίες για το Υπουργείο Εσωτερικών. Κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών, η αστυνομία κλήτευσε έναν αριθμό δημοσιογράφων από την ιδιωτική καθημερινή Al-Masry Al-Youm και την φιλο-καθεστωτική καθημερινή Al-Dostour, και τους παρέπεμψε στην Εισαγγελία Κρατικής Ασφάλειας αμέσως μόλις κάθε εφημερίδα δημοσίευσε ρεπορτάζ σχετικά με καταγγελίες για διαφθορά μέσα στο Υπουργείο Εσωτερικών. Αρκετά ειρωνικά, η εφημερίδα Dostour ισχυρίστηκε ότι το ίδιο το Υπουργείο Εσωτερικών είχε συστήσει τον δημοσιογράφο ο οποίος ηγείται της σελίδας για τα εγκλήματα, ο οποίος κυκλοφόρησε την αμφιλεγόμενη ιστορία διαφθοράς. Όμως, κανείς δεν κρατήθηκε στην φυλακή, και αυτόν τον μήνα, το Υπουργείο είπε ότι απέσυρε τις νόμιμες κατηγορίες κατά της εφημερίδας Αλ-Masry Al-Youm, ως μέρος της «προσπάθειας να ενισχύσει την σχέση του με τα διάφορα τμήματα της χώρας και τα διάφορα μέσα ενημέρωσης».
Ένα άλλο σχέδιο νόμου, που κυκλοφόρησε λίγο αφότου ο Σίσι ανήλθε στο ύπατο αξίωμα, θα δώσει στην κυβέρνηση την εξουσία να κλείνει, να παγώνει περιουσιακά στοιχεία, να εμποδίζει την χρηματοδότηση, να δημεύει την περιουσία, και να απορρίπτει τα διοικητικά συμβούλια των οποιωνδήποτε μη-κυβερνητικών οργανώσεων, απογυμνώνοντάς τες από κάθε δυνατότητα να επιβάλλουν τα κριτήρια αξιολόγησης που έχει θέσει η Αίγυπτος για τον εαυτό της στο πλαίσιο της στρατηγικής κατά της διαφθοράς. Παρόμοια με την εποχή της διακυβέρνησης από τον Μουμπάρακ, ο Σίσι έχει μάθει πώς να εδραιώνει την εξουσία του. Αλλά η δική του είναι μια διαφορετική στρατηγική εξυγίανσης: Εν μέσω της έντονης αντιπαλότητας μεταξύ των Ενόπλων Δυνάμεων και του Υπουργείου Εσωτερικών, ο Μουμπάρακ ευνόησε την αστυνομία λόγω του φόβου του για ένα πιθανό στρατιωτικό πραξικόπημα, χρησιμοποιώντας την συχνά για να κατασκοπεύει και να περιορίζει τις εξουσίες του στρατού. Ως ένα βαθμό, ο Μουμπάρακ προσπάθησε να βασιλεύει στην επιρροή εδραιωμένων στρατιωτικών προσωπικοτήτων, περίπου όπως ο Μπουτεφλίκα της Αλγερίας επιδίωξε να επιτύχει στα τέλη του 2013 με τον αντίπαλό του, τον Medienne (σύμφωνα με αναφορές, παίρνοντας από το DRS στρατιωτικές μονάδες καταπολέμησης της διαφθοράς και αντικατασκοπείας και παραδίδοντάς τις σε έναν εκλαμβανόμενο ως νομιμόφρονα στο Υπουργείο Άμυνας της Αλγερίας). Ο Σίσι έχει, όμως, γείρει περισσότερο προς το στρατό και τις Υπηρεσίες πληροφοριών του στρατού και επικράτησε στις μη-στρατιωτικές Υπηρεσιών ασφαλείας.
Οι ενέργειες του Σίσι θυμίζουν την ιστορία του Αλή Μπαμπά, και πώς ξεγέλασε τους 40 κλέφτες για τον χρυσό τους, μαθαίνοντας τον κωδικό πρόσβασης στην σπηλιά του θησαυρού τους: «Άνοιξε σουσάμι!». Σε αυτή την περίπτωση, η φράση-κλειδί είναι «καταπολέμηση της διαφθοράς».
ΠΗΓΗ; http://www.foreignaffairs.gr/articles/70405/nizar-manek-kai-jeremy-hodge/o-sisi-kai-oi-40-kleftes?page=show
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου