Του Θανου Π. Ντοκου*
Σε μια ιδιαίτερα κακή οικονομική συγκυρία, υπήρξε και μια ευχάριστη εξέλιξη: η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία/ΕΑΒ (η μόνη, δυστυχώς, βιώσιμη κρατική ελληνική αμυντική βιομηχανία) υπέγραψε μια συμφωνία συνεργασίας με την αμερικανική Lockheed Martin για τη συνέχιση συμπαραγωγής τμημάτων των αεροσκαφών F-16 και C-130J, δυνητικής αξίας 250 εκατομμυρίων δολαρίων, σε μια περίοδο 5-7 ετών. Προφανώς η Lockheed Martin στοχεύει στο να αυξήσει με τον τρόπο αυτό τις πιθανότητες λήψης απόφασης για τον εκσυγχρονισμό των F-16 (ή και τη μελλοντική απόκτηση αεροσκάφους επόμενης γενιάς), αλλά αυτό δεν είναι αθέμιτο. Μακάρι να υπήρχε αντίστοιχο ενδιαφέρον και διάθεση για συνεργασία και επενδύσεις και από άλλους παραδοσιακούς προμηθευτές οπλικών συστημάτων της χώρας μας. Από τα αξιοπερίεργα: λόγω συνταξιοδότησης εξειδικευμένων τεχνιτών και ουσιαστικής απαγόρευσης προσλήψεων, η ΕΑΒ αντιμετωπίζει πρόβλημα ανθρωποδύναμης. Ασφαλώς υπάρχει κάποιος στην τρόικα που μπορεί να κατανοήσει το ζήτημα και να δώσει μια λύση.
Σε μια ιδιαίτερα κακή οικονομική συγκυρία, υπήρξε και μια ευχάριστη εξέλιξη: η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία/ΕΑΒ (η μόνη, δυστυχώς, βιώσιμη κρατική ελληνική αμυντική βιομηχανία) υπέγραψε μια συμφωνία συνεργασίας με την αμερικανική Lockheed Martin για τη συνέχιση συμπαραγωγής τμημάτων των αεροσκαφών F-16 και C-130J, δυνητικής αξίας 250 εκατομμυρίων δολαρίων, σε μια περίοδο 5-7 ετών. Προφανώς η Lockheed Martin στοχεύει στο να αυξήσει με τον τρόπο αυτό τις πιθανότητες λήψης απόφασης για τον εκσυγχρονισμό των F-16 (ή και τη μελλοντική απόκτηση αεροσκάφους επόμενης γενιάς), αλλά αυτό δεν είναι αθέμιτο. Μακάρι να υπήρχε αντίστοιχο ενδιαφέρον και διάθεση για συνεργασία και επενδύσεις και από άλλους παραδοσιακούς προμηθευτές οπλικών συστημάτων της χώρας μας. Από τα αξιοπερίεργα: λόγω συνταξιοδότησης εξειδικευμένων τεχνιτών και ουσιαστικής απαγόρευσης προσλήψεων, η ΕΑΒ αντιμετωπίζει πρόβλημα ανθρωποδύναμης. Ασφαλώς υπάρχει κάποιος στην τρόικα που μπορεί να κατανοήσει το ζήτημα και να δώσει μια λύση.
Το ζήτημα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας είναι ευρύτερο. Μετά το 1974 ξεκίνησε μια φιλόδοξη προσπάθεια απόκτησης μιας εθνικής βιομηχανικής ικανότητας για την παραγωγή αμυντικού υλικού. Η προσπάθεια αυτή δεν ήταν δυστυχώς επιτυχημένη, για μια σειρά από λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν. Δεν έφθανε όμως που η κοντόφθαλμη, αλλοπρόσαλλη κυβερνητική πολιτική οδήγησε σε μαρασμό και χρεοκοπία τις κρατικές βιομηχανίες, έπληξε και τον ιδιωτικό τομέα, αντιμετωπίζοντάς τον συχνά ως αντίπαλο και όχι ως συνεργάτη. Οι απολεσθείσες ευκαιρίες, ιδέες και πατέντες που κατέληξαν στα χέρια ξένων εταιρειών, για να μεταπωληθούν στη συνέχεια πανάκριβα στις Ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ), είναι δυστυχώς πολλές. Οι δε προσπάθειες σύνδεσης της αμυντικής βιομηχανίας με τον χώρο του πανεπιστημίου και της έρευνας αποτελούν μια άλλη θλιβερή ιστορία. Θλιβερή είναι και η κατάσταση στη ναυπηγική βιομηχανία, όπου μια χώρα με τη ναυτική παράδοση, την εμπειρία και τους ικανότατους επιστήμονες και αξιωματικούς της Ελλάδας κατέληξε με μια περιορισμένων δυνατοτήτων και χρεοκοπημένη ναυπηγική βιομηχανία.
Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα σοβαρά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, αλλά και οι ανάγκες της εθνικής άμυνας, επιβάλλουν στρατηγικές επιλογές και επώδυνες αποφάσεις με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της [κρατικοδίαιτης] ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Προφανώς η μόνη βιώσιμη επιλογή για την επιβίωση τμήματος έστω της αμυντικής βιομηχανίας μιας μεσαίας χώρας, με μικρή εγχώρια αγορά και σχετικά περιορισμένη τεχνολογική εξέλιξη είναι η συμμετοχή σε πολυεθνικά προγράμματα -με τη στήριξη ξένου στρατηγικού επενδυτή- και είναι αναγκαία η άμεση λήψη αποφάσεων αναφορικά με πιθανές διεθνείς συνεργασίες με τη συμμετοχή και συνεργασία ελληνικών πανεπιστημίων και κέντρων ερευνών. Εχουμε ήδη αργήσει πολύ, αλλά ίσως να υπάρχουν ακόμη πιθανές επιλογές. Αλλά οι ρεαλιστικές ελπίδες για -έστω και μικρής κλίμακας- εξαγωγές και τεχνολογικά οφέλη για τις ΕΕΔ βρίσκονται αποκλειστικά, με την εξαίρεση της ΕΑΒ, στις διάφορες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα που σε αρκετές περιπτώσεις παράγουν τεχνολογίες αιχμής.
* Ο κ. Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου