Παντελής Καψής
Ένας Γερμανός καθηγητής Οικονομικών είχε εκφράσει πρόσφατα μια πολύ απλή απορία για την Ελλάδα. Πώς είναι δυνατόν, είπε, να είστε στον πέμπτο χρόνο της ύφεσης και να εξακολουθείτε να έχετε τόσο μεγάλο έλλειμμα στις εισαγωγές σας; Πώς είναι δυνατόν δηλαδή για μια χώρα που βρίσκεται σε τόσο σκληρή λιτότητα να έχει χρήματα για τόσο πολλές εισαγωγές; Ολες οι άλλες χώρες που πέρασαν ανάλογη περιπέτεια, βλέπετε, κατάφεραν μέσα σε ένα-δυο χρόνια να ισορροπήσουν. Από την Αργεντινή και την Ισλανδία έως τις χώρες της Βαλτικής.
Και βέβαια έκαναν πολύ πιο εύκολη την επιστροφή τους στις διεθνείς αγορές. Γιατί ένα ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο -όπως το ελληνικό- σημαίνει ότι μια χώρα έχει συνεχώς ανάγκη νέου δανεισμού. Προφανώς υπάρχουν πολλές διαφορές. Για παράδειγμα η συμμετοχή μας στο ευρώ σημαίνει ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα υποτίμησης, που θα έκανε πιο ακριβές τις εισαγωγές και πιο φτηνές τις εξαγωγές. Κι ακόμα το μεγάλο μέγεθος της μαύρης οικονομίας σημαίνει ότι υπάρχουν κρυφά εισοδήματα που χρηματοδοτούν ένα υψηλό επίπεδο κατανάλωσης.
Ολοι όμως ξέρουμε ότι δεν είναι μόνο αυτά. Το βασικό μας πρόβλημα είναι το (αντι)παραγωγικό μας μοντέλο. Με δυο λόγια δεν παράγουμε αρκετά προϊόντα για να εξάγουμε. Κι έχουμε ανάγκη τις εισαγωγές και τα δανεικά για να συντηρήσουμε ακόμα και το σημερινό μας βιοτικό επίπεδο! Την ώρα όμως που οι παραγωγικοί μας τομείς εμφανίζουν αυτή τη φτώχεια, η Ελλάδα μπορεί να παρουσιάσει μοναδικά παγκόσμια ρεκόρ σε δείκτες που υποδηλώνουν κοινωνική ευμάρεια.
Για παράδειγμα, η χώρα μας έχει αναλογικά τους περισσότερους γιατρούς ανά κάτοικο σε όλη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα αναλογούν περίπου 6 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους όταν ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι μόλις 3,3 γιατροί. Εχουμε τους διπλάσιους γιατρούς ανά κάτοικο από την Αγγλία, τρεισήμισι φορές περισσότερους αξονικούς τομογράφους και 30% περισσότερες νοσοκομειακές κλίνες! Παραμένοντας στον χώρο της υγείας να προσθέσουμε ότι έχουμε παγκόσμιο ρεκόρ φαρμακείων ανά κάτοικο με διπλάσια φαρμακεία από ό,τι στο Βέλγιο που έχει περίπου τον ίδιο πληθυσμό και με μεγαλύτερο αριθμό φαρμακείων από πολύ μεγαλύτερες χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία και η Γαλλία!
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τους δικηγόρους. Με 44.000 περίπου να διακονούν τη νομική επιστήμη έχουμε περισσότερους δικηγόρους από ό,τι 5 άλλες χώρες μαζί, η Σουηδία, η Ολλανδία, η Ελβετία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία! Μόνο στη Θεσσαλονίκη έχουμε περισσότερους δικηγόρους από όλη τη Σουηδία. Το ίδιο φυσικά ισχύει για τους συμβολαιογράφους με έναν ανά 3.500 κατοίκους στην Ελλάδα, την ώρα που στη Γαλλία αντιστοιχεί ένας ανά 7.000 κατοίκους και στην Αυστρία ένας ανά 17.000. Και βέβαια έχουμε παγκόσμιο ρεκόρ και δικαστών, που όλως παραδόξως συμβαδίζει και με παγκόσμιο ρεκόρ καθυστερήσεων στις δίκες.
Δεν είναι αδικημένος φυσικά και ο χώρος της δευτεροβάθμιας παιδείας, όπου με έναν καθηγητή ανά 8 μαθητές είμαστε πολύ καλύ-τερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης που είναι ένας καθηγητής ανά 11 μαθητές και βέβαια από τη Γερμανία όπου αντιστοιχεί ένας καθη-γητής ανά 15 μαθητές! Οσο για τις ώρες πρα-γματικής απασχόλησης, στην Ελλάδα αντι-στοιχούν περίπου 600 ώρες για κάθε καθηγη-τή, στη Γερμανία 700 και στους εργασιομανείς Αμερικανούς 1.100! Παρ' όλα αυτά το σύστημα στηρίζεται στους αναπληρωτές!
Ας μη θεωρήσουμε όμως ότι όλα αυτά γίνο-νται σε βάρος των κοινωνικών δαπανών. Αντι-θέτως και εκεί έχουμε πρωτιές - ή τουλάχιστον είχαμε ωσότου ξέσπασε η κρίση. Για παράδειγμα η φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση στις χώρες του ΟΟΣΑ με ρυθμό μεγαλύτερο του 10% στην περίοδο 2000-2009, την ώρα που στις υπόλοι-πες χώρες ο μέσος όρος ήταν 3,4%. Μεταξύ του 2004 και του 2009 η δαπάνη για φάρμακα υπερδιπλασιάστηκε από 2,4 δισ. ευρώ σε 5,2 δισ.! Τον ίδιο χρόνο -πριν από την κρίση δηλαδή- οι συντάξεις στην Ελλάδα βρίσκονταν στο 80% του μισθού, παρουσίαζαν δηλαδή τον υψηλότερο ρυθμό αναπλήρωσης στην Ευρώπη.
Συνηθίζεται να λέμε πως ο πλούτος μιας χώρας είναι οι άνθρωποι. Κι έτσι είναι. Το δυναμικό της χώρας μας είναι τεράστιο. Αντί να απασχολείται παραγωγικά ωστόσο, συσσω-ρεύεται σε δραστηριότητες και επαγγέλματα που θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες της χώρας με τους μισούς ή και λιγότερους από όσους σήμερα απασχολούνται. Χαμένοι βγαίνουν τελικά και οι ίδιοι, καθώς τα εισοδή-ματά τους συμπιέζονται λόγω της υπερπρο-σφοράς. Κυρίως όμως επιβαρύνεται η οικονο-μία, εμείς όλοι δηλαδή, που καλούμαστε να τους χρηματοδοτήσουμε με χίλιους δυο τρό-πους. Από την υπερσυνταγογράφηση και το φακελάκι έως τις άχρηστες και ακριβές ιατρι-κές εξετάσεις, τα ιδιαίτερα μαθήματα, τη γρα-φειοκρατία, την υπερτιμολόγηση υπηρεσιών και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί.
Το πρόβλημα το καταλαβαίνουν όλοι. Μέχρι σήμερα όμως οι προσπάθειες επίλυσής του είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα. Κράτος και σωματεία βάζοντας εμπόδια και περιορισμούς -π.χ. μην αναγνωρίζοντας πτυχία από το εξωτε-ρικό- και εξασφαλίζοντας μικροπρονόμια που αυξάνουν το εισόδημά τους -π.χ. υποχρεωτικές παραστάσεις δικηγόρων- το μόνο που κατάφερναν είναι να κάνουν τα επαγγέλματα αυτά πιο ελκυστικά. Είναι μάλιστα χαρακτηρι-στική η μελέτη του ΙΟΒΕ, του Ινστιτούτου Μελετών των βιομηχάνων, σύμφωνα με την οποία το όφελος από μια απελευθέρωση των επαγγελμάτων φτάνει το 13% του ΑΕΠ σε μια πενταετία. Το μισό από αυτό αν πήγαινε σε εξαγωγές, θα είχαμε λύσει τα προβλήματά μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου