Παρά την απώλεια του ενός τετάρτου, περίπου, των εδρών του στις εκλογές της Τρίτης, το «Λικούντ - Yisrael Beiteinu» του πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου, θα παραμείνει η μεγαλύτερη παράταξη στην επόμενη Κνεσέτ. Και παρόλο που ο ίδιος έχει αποδυναμωθεί, είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Νετανιάχου θα διατηρήσει την πρωθυπουργία. Παρόλα αυτά, τις επόμενες μέρες θα αγωνιστεί για να δημιουργήσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό – η ραγδαία ανάπτυξη του Yesh Atid, του κόμματος υπό την ηγεσία του Yair Lapid, του λαϊκιστή εκφωνητή ειδήσεων που στράφηκε στην πολιτική, άφησε την Κνεσέτ σχεδόν ισοδύναμα διαιρεμένη μεταξύ ενός δεξιού και ενός κεντρώου συνασπισμού. Ο πρωθυπουργός ίσως θα πρέπει να επιλέξει πιο κεντρώους εταίρους απ΄ ότι θα προτιμούσε.
Στιγμιότυπο μετά την υπογραφή του συμφώνου ειρήνης Ισραήλ – Παλαιστινίων στις 13 Σεπτεμβρίου 1993 στον Λευκό Οίκο. Από αριστερά ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν, ο Μπιλ Κλίντον και ο Γιάσερ Αραφάτ. Gary Hershorn / Reuters
Μια τέτοια έκβαση αντανακλά τις πραγματικότητες του πολιτικού διαλόγου στο Ισραήλ: ο Νετανιάχου δεν είναι πλέον τόσο δημοφιλής όσο ήταν κάποτε, αλλά η κεντροαριστερά έχει επίσης αποτύχει να βρει μια βιώσιμη εναλλακτική λύση. Όποιες κι αν είναι οι ελλείψεις του Νετανιάχου, υπό την ηγεσία του, το Ισραήλ, ως επί το πλείστον, απέφυγε να επηρεαστεί από το παγκόσμιο οικονομικό τέλμα και η κατάσταση της ασφάλειάς του σταθεροποιήθηκε, παρά το αδιέξοδο της ειρηνευτικής διαδικασίας. Κανένας κεντροαριστερός ηγέτης δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει τέτοια επιτεύγματα. Ο νέος αρχηγός του εργατικού Κινήματος, ο Shelly Yachimovich, ανανέωσε το κόμμα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Η πολλά υποσχόμενη πρώην επικεφαλής του Καντίμα, η Τζίπι Λίβνι, η οποία ανέλαβε την ηγεσία ενός νέου κόμματος, δεν είχε πολλά να δείξει για τον εαυτό της, εκτός από μια σειρά αποτυχιών τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην αντιπολίτευση.
Την ίδια στιγμή, το εκλογικό σώμα γνωρίζει ότι η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις πέρα από τις σχέσεις με τους Παλαιστινίους και οι περισσότεροι Ισραηλινοί, εξέφρασαν αμφιβολίες ως προς το αν ο Νετανιάχου θα μπορούσε να τις χειριστεί μόνος του, γιατί η κυβέρνηση του απέτυχε να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα τα τελευταία χρόνια. Το Ισραήλ πρέπει να πάρει, επίσης, σοβαρές αποφάσεις για την οικονομική πολιτική του. Η απερχόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει για τον προϋπολογισμό του επόμενου έτους, ο οποίος θα πρέπει να συνεπάγεται τόσο τεταμένες περικοπές στον τομέα των υπηρεσιών όσο και επιβολή φόρων. Η επόμενη κυβέρνηση πρέπει, επίσης να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη απογοήτευση, λόγω της κοινωνικής και οικονομικής ανισότητας. Ομοίως, θα πρέπει να ληφθούν κάποιες δύσκολες αποφάσεις που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ του ανερχόμενου μαχητικού θρησκευτικού τμήματος της χώρας και της κοσμικής πλειοψηφίας του, οι οποίες έχουν εξελιχθεί δυσάρεστα λόγω των ριζοσπαστικών αιτημάτων των υπερορθοδόξων. Και τέλος, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη αποξένωση των αράβων πολιτών του Ισραήλ, σχεδόν του 20% του πληθυσμού της χώρας, που μποϊκοτάρουν όλο και περισσότερο τις εθνικές εκλογές.
Με άλλα λόγια, αν ο έξω κόσμος βλέπει συνήθως το Ισραήλ σχεδόν αποκλειστικά από το πρίσμα των ισραηλινο- παλαιστινιακών σχέσεων και της ειρηνευτικής διαδικασίας, οι πολίτες της χώρας έχουν πολλές άλλες ανησυχίες. Εντάσσοντας μερικά από τα κεντρώα κόμματα στον συνασπισμό του και αποκλείοντας τα ακραία εθνικιστικά θρησκευτικά κόμματα, ο Νετανιάχου θα μπορούσε να βρίσκεται σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτές τις ανησυχίες και έτσι να ανακτήσει την αξιοπιστία που είχε χάσει πρόσφατα και η οποία επέφερε σημαντικές εκλογικές απώλειες στο κόμμα.
Παρ’ όλα αυτά, η ειρηνευτική διαδικασία εξακολουθεί να απασχολεί, γιατί η σημερινή στασιμότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί. Το ερώτημα, ωστόσο, είναι το πώς θα προχωρήσει. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης Νετανιάχου συνέβαλαν στο αδιέξοδο, αλλά το ίδιο έκαναν και οι παλαιστινιακές απόπειρες να θέσουν τις προϋποθέσεις σχετικά με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Το χάσμα μεταξύ των Παλαιστινίων στην Δυτική Όχθη και της Γάζας, εν τω μεταξύ, έχει πλήξει το αίτημα των Παλαιστινιακών Αρχών για την νομιμότητα και έκανε τις διαπραγματεύσεις ακόμα πιο δύσκολες. Όλα αυτά βοήθησαν να εξηγηθεί το γιατί οι Ισραηλινοί σε αυτές τις εκλογές ήταν επικεντρωμένοι στο παλαιστινιακό ζήτημα λιγότερο απ΄ ό,τι συνήθως.
Όμως, οι εμπειρίες από τις πιο φιλειρηνικές ισραηλινές κυβερνήσεις που προηγήθηκαν του Νετανιάχου, παραπέμπουν σε ακόμα πιο βαθιά εμπόδια για την ειρήνη. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, υπό την κεντροαριστερή κυβέρνηση του Εχούντ Ολμέρτ, το Ισραήλ διαπραγματευόταν με την Παλαιστινιακή Αρχή για περισσότερο από δύο χρόνια. Και οι δύο πλευρές ξεκίνησαν διάλογο με ειλικρινές ενδιαφέρον για την επίτευξη μιας λύσης δύο κρατών. Αν αυτό είχε επιτευχθεί, ο Ολμέρτ θα μπορούσε να είναι ακόμα πρωθυπουργός και ο Μαχμούντ Αμπάς, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής, θα είχε ένα ατού απέναντι στην πιο ριζοσπαστική και φονταμενταλιστική Χαμάς. Αλλά μόλις οι διαπραγματεύσεις μετακινήθηκαν από τις αρχικές τελετουργικές θέσεις στον πυρήνα των ζητημάτων της σύγκρουσης - τα σύνορα, την μοίρα των Εβραίων εποίκων στην Δυτική Όχθη, την Ιερουσαλήμ, το πρόβλημα των Παλαιστινίων προσφύγων, καθώς και τις ανησυχίες για την ασφάλεια του Ισραήλ - κατέστη σαφές ότι το χάσμα μεταξύ των πιο μετριοπαθών θέσεων του Ισραήλ και των πιο μετριοπαθών θέσεων των Παλαιστινίων ήταν πολύ μεγάλο για να γεφυρωθεί εύκολα.
Αυτό δεν έχει αλλάξει. Στην πραγματικότητα, τώρα υπάρχουν περισσότεροι Εβραίοι έποικοι στην Δυτική Όχθη απ΄ ό,τι υπήρχαν τέσσερα χρόνια πριν, γεγονός που καθιστά την σύναψη μιας συμφωνίας ακόμα πιο δύσκολη από ό,τι ήταν επί των ημερών του Ολμέρτ. Και ο συνεχής έλεγχος της Χαμάς στην Λωρίδα της Γάζας σημαίνει ότι ακόμα και αν πραγματοποιείτο μια συμφωνία μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής δεν θα σήμαινε το τέλος της σύγκρουσης. Η τρέχουσα αναταραχή στον αραβικό κόσμο, είναι ανησυχητική για την ειρηνευτική διαδικασία, καθώς μια Αίγυπτος που κυβερνάται από την Μουσουλμανική Αδελφότητα και μια Συρία που εμπλέκεται σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο δεν ενθαρρύνουν ούτε τους μετριοπαθείς Ισραηλινούς να πάρουν ρίσκα με τους Παλαιστινίους.
Όλα ατά σημαίνουν ότι η επόμενη κυβέρνηση του Ισραήλ πρέπει να έχει μια φρέσκια οπτική σε ό, τι είναι εφικτό, με το βλέμμα στραμμένο στα διδάγματα από παρόμοιες συγκρούσεις, όπως αυτές στην Κύπρο, την Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και το Κασμίρ. Όπως και η σύγκρουση μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων, οι συγκρούσεις αυτές είναι πολύπλευρες: Όχι μόνο για την περιοχή, αλλά και για την κυριαρχία, την νομιμότητα και την εθνική αυτοδιάθεση. Έχουν επιδεινωθεί από θρησκευτικές διαφορές και έφεραν κατοχή, αντίσταση στην εν λόγω κατοχή και τρομοκρατία. Καμία από αυτές τις συγκρούσεις δεν έχει διευθετηθεί πλήρως, επειδή τα αντίπαλα μέρη δεν ήταν πρόθυμα να εγκαταλείψουν τις βασικές απαιτήσεις τους, αλλά τις μετρίαζαν σταδιακά. Σε κάθε περίπτωση, ένα πολύπλοκο σύνολο από επιμέρους συμφωνίες, μέτρα διαχείρισης της σύγκρουσης, μονομερείς αποφάσεις και στρατηγικές ανοικοδόμησης της εμπιστοσύνης έχουν διατηρήσει την αιματοχυσία. Στην Κύπρο, η απόφαση της Τουρκίας να ανοίξει διαβάσεις στην Λευκωσία, για παράδειγμα, βοήθησε την σταθεροποίηση της κατάστασης, όπως έγινε και με τις διεθνώς επιβλεπόμενες συνοριακές συμφωνίες μεταξύ Σερβίας και Κοσσυφοπεδίου. Παρόμοιες επί μέρους συμφωνίες έχουν επιτύχει τον ίδιο σκοπό στην Βοσνία και το Κασμίρ, αν και τα βαθύτερα ζητήματα δεν έχουν επιλυθεί ακόμα.
Σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήταν σε θέση να κινητοποιήσουν τις εμπλεκόμενες πλευρές προς μια συμφωνία τελικού καθεστώτος παρά την θέλησή τους, αλλά μπόρεσαν να βοηθήσουν ώστε να τους πείσουν να δεχθούν ημίμετρα που δεν συνεπάγονται την εγκατάλειψη των θεμελιωδών τους απαιτήσεων. Μια τέτοια προληπτική διαχείριση των συγκρούσεων μπορεί να είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική για την ειρήνη μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων. Και θα μπορούσε να είναι αποδεκτή σε μια νέα κυβέρνηση του Νετανιάχου, που κατά πάσα πιθανότητα περιλαμβάνει κεντρώα κόμματα. Μια τέτοια προσέγγιση θα σήμαινε την κίνηση προς τα εμπρός με αργά βήματα, που θα μπορούσε να κάνει πιο εύκολη και για τις δύο πλευρές την «πώληση» τέτοιας τμηματικής προόδου στις εκλογικές τους περιφέρειες, δεδομένου ότι δεν θα πρέπει να ξεπεράσουν κάποιες από τις ιδεολογικές τους κόκκινες γραμμές. Μια τέτοια στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται σε αυτά που έχουν ήδη επιτευχθεί μεταξύ του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος, που έχει παραβλεφθεί κατά πολύ, ότι η συνεργασία σε θέματα ασφαλείας μεταξύ των δύο πλευρών έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, παρά την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις.
Μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ως αποτέλεσμα την σιωπηρή αποδοχή του Ισραήλ στο να απέχει από την επέκταση του σχεδίου εποικισμού (ένα βήμα στο οποίο συμφώνησε το Ισραήλ στο παρελθόν, ακόμα και κάτω από την επιθετική κυβέρνηση του Αριέλ Σαρόν), διευκολύνοντας τις συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων μέσω οικονομικών παραχωρήσεων, της περαιτέρω κατάργησης σημείων ελέγχου στην περιοχή και της ενθάρρυνσης ίδρυσης παλαιστινιακών θεσμών. Από την παλαιστινιακή πλευρά, η συμφωνία θα απαιτήσει μετριοπαθέστερη δημόσια διπλωματία και βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, τα οποία πρόκειται να είναι λόγοι αντιπαράθεσης. Αυτό μπορεί επίσης, να ενθαρρύνει την ενίσχυση της σιωπηρής κατάπαυσης του πυρός μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς και αν και τίποτα περισσότερο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στην Γάζα λόγω του ότι η Χαμάς απορρίπτει ακόμα και την ίδια την ύπαρξη του Ισραήλ, θα μπορούσε να ενθαρρύνει περισσότερο μετριοπαθή στοιχεία εκεί, αν δουν ότι η συνεργασία αποδίδει.
Ένα βασικό πρόσωπο σε αυτό το σχέδιο θα είναι ο επόμενος υπουργός Άμυνας του Ισραήλ, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη την αδύναμη θέση του Νετανιάχου, μάλλον δεν θα είναι κάποιος από το Λικούντ. Ο Νετανιάχου θα είναι κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης ώστε να διορίσει ένα πρόσωπο που θα μπορεί να παίξει τον ρόλο του «υπεύθυνου ενηλίκου». Αυτό σημαίνει ότι ο σημερινός υπουργός Άμυνας, Εχούντ Μπαράκ, κατά πάσα πιθανότητα θα παραμείνει στην θέση του. Αν ο Μπαράκ διατηρήσει την θέση του, η παρουσία του θα διαβεβαιώσει σε μεγάλο βαθμό τόσο τους Ισραηλινούς όσο και την διεθνή κοινότητα ότι στην νέα κυβέρνηση του Ισραήλ θα επικρατήσει ο ρεαλισμός και όχι η ιδεολογία.
Η κοινή άποψη στην διεθνή κοινότητα είναι ότι μπορεί κανείς να επιστρέψει στην προ 20ετίας διαδικασία του Όσλο. Αλλά μέχρι τώρα, αυτό δεν έφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα – μια λύση δύο κρατών – και δεν θα είναι πολύ χρήσιμο στο να ωθήσει τις δύο πλευρές σε περισσότερες διευθετήσεις. Οι πρόσφατες εκλογές στο Ισραήλ δεν το άλλαξαν αυτό, οπότε οι πιο μετριοπαθείς στόχοι είναι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος για να οδηγηθούν οι σχέσεις του Ισραήλ με την Παλαιστίνη μακριά από τους κινδύνους της αντιπαράθεσης, προς κάποια στοιχειώδη συμφιλίωση. Οτιδήποτε άλλο έχει ήδη αποτύχει.
ΤΟΥ Shlomo Avineri
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου