της Αλεξάνδρας Γκίτση
Η εποχή που ως χώρα εισάγαμε ακόμη και ελαιόλαδο από τη Γερμανία(!), λευκό τυρί το οποίο «βαπτιζόταν» στα μενού των εστιατορίων ως φέτα και ντομάτες από την Ολλανδία, θα σας απογοητεύσουμε, δεν έχει παρέλθει.
Τι και αν δύο στους τρεις Έλληνες προσέχουν να αγοράζουν εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζαν στο παρελθόν και οι αίθουσες των σούπερ μάρκετ, όπως και οι τηλεοπτικοί δέκτες έχουν κατακλυστεί από γαλανόλευκες σημαίες.
Η απόσταση από τις καλές προθέσεις για στήριξη της ελληνικής παραγωγής και απασχόλησης, μέχρι την αγορά του προϊόντος, απέχει σημαντικά και σίγουρα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο, χειμαζόμενο από την οικονομική κρίση, ευρωπαϊκό Νότο, όπου το αίσθημα στήριξης των τοπικών προϊόντων είναι πολύ πιο ισχυρό.
Για του λόγου το αληθές, μόνο το 36% των Ελλήνων είναι έτοιμο να πληρώσει περισσότερο για την αγορά ντόπιων προϊόντων όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία αγγίζει το 63%! Απόκλιση η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει και με την εν γένει καταναλωτική συμπεριφορά των δύο λαών, όχι μόνο εν μέσω κρίσης, αλλά διαχρονικά.
Εν αντιθέσει με τους Ιταλούς, όπου το branding, η ιστορία πίσω από το προϊόν και η συσκευασία αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό κορμό στήριξης των τοπικών προϊόντων, στην Ελλάδα ακόμη και σε επίσημα έγγραφα, όπως π.χ. στο Πρόγραμμα του Κοινωνικού Τουρισμού του 2011, στις προδιαγραφές που θα έπρεπε να έχει ένα γεύμα, προτιμήθηκαν προϊόντα όπως η ιταλική παρμεζάνα! Kαι αυτό σε μια χώρα η οποία μπορεί να μην παράγει πολλά, αλλά αν μη τι άλλο παράγει πληθώρα τυροκομικών προϊόντων.
Πλέον με το χρήμα να είναι είδος προς εξαφάνιση, την ανεργία να καλπάζει και τα χρέη να έχουν χτυπήσει κόκκινο, η ανάγκη για... επίδειξη έχει περάσει σε δεύτερη και τρίτη μοίρα (εξαιρούνται τα προϊόντα της κινητής τηλεφωνίας και της τεχνολογίας, που αντιστέκονται σθεναρά).
Δύο στους τρεις Έλληνες προσέχουν να αγοράζουν ελληνικά προϊόντα
Η στροφή προς τα ελληνικά προϊόντα πάντως (προσδιορισμός ο οποίος σηκώνει μεγάλη κουβέντα) έχει αρχίσει να φαίνεται δειλά και στο ταμείο. Σύμφωνα με έρευνα της Boston Consulting, δύο στους τρεις Έλληνες προσέχουν να αγοράζουν εγχώρια προϊόντα περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζαν στο παρελθόν, ενώ οκτώ στους δέκα δήλωσαν ότι σε αντίστοιχη ποιότητα και τιμή προτιμούν τα εγχώρια είδη.
Μόνο όμως το 36% είναι έτοιμο να πληρώσει περισσότερο γι' αυτά όταν, όπως προαναφέρθηκε, το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία είναι 63% όπως και στη Γαλλία, στο 52% φθάνει στη Γερμανία και στο 45% στην Ισπανία!
Η άσκηση είναι απλή. Μεταξύ ενός κιλού ελληνικές πατάτες που κοστίζουν 95 λεπτά (σημερινές τιμές που απέχουν από το περσινό κίνημα της πατάτας) και εισαγόμενες που στοιχίζουν 50 λεπτά, η πλάστιγγα θα γείρει προς τις φθηνότερες.
Ακόμη πιο απογοητευτική είναι η απάντηση στην ερώτηση «σε αντίστοιχη τιμή και ποιότητα προτιμώ τα εγχώρια προϊόντα»: οι Έλληνες βρίσκονται στην προτελευταία θέση, πίσω από τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Γερμανούς και τους Ισπανούς. Αυτό αποτυπώνει το ότι η καταναλωτική νοοτροπία δεκαετιών είναι πολύ δύσκολο να αλλάξει από τη μία μέρα στην άλλη. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε τι μάρκες ρούχων φοράμε και τι τρόφιμα προτιμούμε.
Παρ’ όλα αυτά, η στροφή, έστω και κάποιων μοιρών προς τα προϊόντα που είτε παράγονται στην Ελλάδα από ελληνικές επιχειρήσεις, από πολυεθνικές, είτε οι επιχειρήσεις που τα διαθέτουν δίνουν δουλειά σε Έλληνες, πληρώνουν φόρους και στηρίζουν την εθνική οικονομία, έχει αρχίσει να φαίνεται δειλά-δειλά.
Το επικοινωνιακό οπλοστάσιο των εταιρειών
Είναι αυτό το οποίο έχουν διακρίνει οι επιχειρήσεις, τα επιτελεία marketing και φυσικά οι διαφημιστικές, οι οποίες τον τελευταίο κυρίως χρόνο έχουν στηρίξει την επικοινωνιακή τους στρατηγική στη γαλανόλευκη σημαία. Τόσες σημαίες μέσα στις αίθουσες των σούπερ μάρκετ και στις οθόνες των τηλεοπτικών μας δεκτών ούτε στις εθνικές επετείους δεν βλέπουμε. Πέρα από την εικόνα, οι δηλώσεις τύπου «μένουμε Ελλάδα», «Στηρίζουμε τη χώρα», «πληρώνουμε φόρους» εντάσσονται σε αυτήν ακριβώς τη στρατηγική.
Ακόμη και αν η πλειονότητα των καταναλωτών συνεχίζει να αγοράζει με βάση την τιμή, στο υποσυνείδητό τους αρχίζει να κτίζεται μια εικόνα για τις εταιρείες εκείνες που βοηθούν τη χώρα στα δύσκολα πληρώνοντας φόρους (δηλαδή το αυτονόητο για όλο τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο), δημιουργώντας θέσεις εργασίας και πραγματοποιώντας επενδύσεις.
Πέρα από το επικοινωνιακό κομμάτι, το γεγονός ότι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποφασίζουν να ξεκινήσουν εκ νέου την παραγωγή προϊόντων για να καλύψουν τις ανάγκες της εσωτερικής αγοράς έχει δύο όψεις: αφενός, στήριξη της εγχώριας παραγωγής, δουλειά σε ελληνικά εργοστάσια και σε εργαζόμενους και αφετέρου οικονομικό και άμεσο όφελος για τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, λοιπόν, η απόφαση για μεταφορά της παραγωγής στην Ελλάδα προϊόντων που καταναλώνονται στη χώρα είναι συχνά πιο οικονομική επιλογή από την εισαγωγή τους.
Είτε για ίδιον όφελος, είτε από αγνές προθέσεις, το σίγουρο είναι ότι σε μια εποχή αποβιομηχάνισης, επενδυτικής άπνοιας και παραγωγικής, και όχι μόνο, εξόδου αρκετών εταιρειών από τη χώρα, τέτοιες κινήσεις είναι θετική εξέλιξη και στέλνουν μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση.
Έρχεται και το σήμα ελληνικής προέλευσης
Από τις αλλαγές που συντελούνται δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και η κρατική μηχανή. Έτσι με τον ν. 4072/2012, θεσπίστηκε η δημιουργία σήματος ελληνικής προέλευσης, το οποίο θα φέρουν προαιρετικά στην επισήμανσή τους τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που παράγονται και μεταποιούνται στην Ελλάδα.
Το σήμα θα απονέμεται, σύμφωνα με ειδικούς, για κάθε κατηγορία με βάση κανονισμούς που θα καταρτίσει η Επιτροπή Ελληνικού Σήματος σε συνεργασία με κλαδικούς φορείς.
Πηγή http://www.euro2day.gr/specials/topics/135/articles/737477/Article.aspx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου