Με το απόσπασμα αυτό, από το περιοδικό Spiegel, ο Mark Hallerberg, καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης και Πολιτικής Οικονομίας του Hertie School of Governance και ο Joachim Wehner, καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης του London School of Economics, επανέρχονται σε ένα ζήτημα με το οποίο έχουν ασχοληθεί συστηματικά στο παρελθόν: την επιστημονική κατάρτιση των πολιτικών προσώπων, σε σχέση με τα καθήκοντα που αναλαμβάνουν.
Οι διορισμοί των κκ. Παπαδήμου και Monti στην Ελλάδα και στην Ιταλία αντίστοιχα το 2011, είναι παραδείγματα αλλαγής ηγεσίας που είχε στόχο να φέρει πιο ικανούς ανθρώπους στην κυβέρνηση, αναφέρουν οι Hallerberg και Wehner.
Οι δύο καθηγητές έχουν συλλέξει στοιχεία για το εκπαιδευτικό υπόβαθρο πολιτικών (πρωθυπουργών και υπουργών οικονομικών) και διοικητών Κεντρικών Τραπεζών από 40 χώρες (27 χώρες-μέλη της Ε.Ε. και 13 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ που δεν είναι μέλη της Ε.Ε.), για την περίοδο 1973-2010: 427 πρωθυπουργοί ή πρόεδροι, 540 υπουργοί οικονομικών, 216 διοικητές Κεντρικών Τραπεζών.
Οι Hallerberg και Wehner καταλήγουν σε ένα αποτέλεσμα που μάλλον προκαλεί έκπληξη: τρεις χώρες του ευρωπαϊκού νότου που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης της Ευρωζώνης, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, είχαν καλύτερα καταρτισμένους υπουργούς Οικονομικών σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης. Σε κάθε μία από τις τρεις αυτές χώρες, σχεδόν οι μισοί υπουργοί Οικονομικών διέθεταν πτυχίο ή διδακτορικό στα οικονομικά…
Χωρίς να δίνουν (ή να επιδιώκουν να δώσουν) απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο είναι απαραίτητη η επιστημονική κατάρτιση στα οικονομικά (σε αντιπαραβολή με την πολιτική εμπειρία ή επιδεξιότητα) για το πολιτικό προσωπικό που αναλαμβάνει θέσεις αντίστοιχης ευθύνης, σχολιάζουν ότι το συγκεκριμένο ζήτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία σε περιόδους κρίσης.
«Μία πιθανή αιτία για τις κρίσεις είναι ότι ανίκανοι άνθρωποι λαμβάνουν λανθασμένες αποφάσεις. Αν κάποιος αντικαθιστούσε αυτούς τους ηγέτες με άλλους, πιο ικανούς στη χάραξη πολιτικής, τότε η κρίση θα μπορούσε να τερματιστεί και πιθανότατα να μην υπάρξει άλλη κρίση στο μέλλον» σχολιάζουν, τονίζοντας παράλληλα ότι «αυτού του είδους η επιχειρηματολογία μπορεί να εξηγήσει τον ενθουσιασμό, τόσο μεταξύ των ειδικών όσο και στον ευρύτερο πληθυσμό, για τον διορισμό τεχνοκρατικών κυβερνήσεων». Όπως εξηγούν, οι αυξημένες προσδοκίες αφορούν την ικανότητα των υπουργών με εξειδικευμένες τεχνικές δεξιότητες να παράγουν «καλύτερη πολιτική», σε σχέση με προκατόχους τους οι οποίοι διέθεταν πιο γενική κατάρτιση.
Προσφορά - ζήτηση
Οι δύο καθηγητές επεξεργάζονται τα στοιχεία που συγκέντρωσαν προκειμένου να καταλήξουν σε συμπεράσματα στατιστικής φύσης. Όπως εξηγούν, η ανάλυσή τους προσεγγίζει τα στοιχεία από την πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης.
Ως προς τη ζήτηση, διαπιστώνουν ότι οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις έχουν πράγματι επίδραση στο αν ο πρωθυπουργός ή πρόεδρος μιας χώρας (ανάλογα με το πολίτευμα) έχει επαγγελματική εμπειρία ή σπουδές στα οικονομικά, ενώ αυξάνουν και την πιθανότητα ο υπουργός Οικονομικών ή ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας να είναι κάτοχο διδακτορικού τίτλου στα οικονομικά.
Σε αντίθεση με τις αρχικές τους προσδοκίες, αναφέρουν, αποδεικνύεται ότι χώρες που συμμετέχουν ως μέλη στην Ευρωζώνη είναι λιγότερο πιθανό να έχουν πρωθυπουργούς καταρτισμένους στα οικονομικά, σε σχέση με χώρες μη-μέλη. Δεν ισχύει ωστόσο το ίδιο για τους ΥΠΟΙΚ και τους διοικητές Κεντρικών Τραπεζών.
Από την πλευρά της προσφοράς, επιβεβαιώνεται αφενός ότι στις προεδρικές δημοκρατίες οι ηγέτες έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν υπουργούς Οικονομικών μέσα από ένα μεγαλύτερο εύρος υποψηφίων, αφετέρου ότι σε χώρες όπου το κοινοβούλιο διαθέτει αυξημένες αρμοδιότητες αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες να οριστεί ως υπουργός Οικονομικών ένα πρόσωπο με αρτιότερη κατάρτιση στα οικονομικά.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα άλλο εύρημα των δύο ερευνητών: το επίπεδο της κατάρτισης των προσώπων που αναλαμβάνουν χρέη υπουργού Οικονομικών τείνει να υποχωρεί, όσο περισσότερο παραμένει στην εξουσία μία κυβέρνηση.
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου