Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Γιατί «υποβαθμίζουμε» την Ελλάδα σε αναδυόμενη αγορά

Γιατί «υποβαθμίζουμε» την Ελλάδα σε αναδυόμενη αγορά

Της Ελευθερίας Κούρταλη ekourt@kerdos.gr 

Η Russell Investments, η οποία είναι σύμβουλος σε κορυφαία διεθνή funds συνολικών assets 2,4 τρισ. δολαρίων, δηλώνει μέσα σε 10σέλιδη έκθεσή της ότι μεταφέρει/υποβαθμίζει την Ελλάδα από ανεπτυγμένη σε αναδυόμενη αγορά, σε μια πρωτοφανή κίνηση που αντικατοπτρίζει την «ατυχή οικονομική δίνη» της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει απειλήσει το μέλλον του ευρώ. 


Η ανακατάταξη της Ελλάδας ως μια αναδυόμενη αγορά δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως η απομάκρυνση του «κακού μήλου» από το καλάθι, όπως εξηγεί η Russell. Πολλές αναπτυγμένες αγορές βρέθηκαν κάτω από σημαντική πίεση τα τελευταία χρόνια, και κάποιες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τον δρόμο της Ελλάδας. Επίσης, ορισμένες αναδυόμενες αγορές μπορεί ακόμη και να αποτελέσουν παραδείγματα σταθερότητας, έτσι ώστε να αναβαθμιστούν σε ανεπτυγμένες αγορές.

Όπως σημειώνει, η ελληνική οικονομία αποτελεί μια παγκόσμια ανησυχία, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Από τότε που η χώρα άρχισε να αποκαλύπτει μη βιώσιμα επίπεδα του δημόσιου χρέους το 2009, βρέθηκε σε μία ατυχής οικονομική δίνη που κατά καιρούς έχει απειλήσει να διαλύσει ολόκληρη την ευρωζώνη. Για να περιορίσουν την ελληνική κρίση χρέους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχουν παρέμβει μέσα από μια σειρά διασώσεων και διαγραφών χρέους. Οι ενέργειες της τρόικας φαίνεται να έχουν αφαιρέσει τυχόν επικείμενες απειλές από μια ολοκληρωτική ελληνική χρεοκοπία ή εξόδου από το ευρώ. Δυστυχώς όμως, οι δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας έχουν μεγαλώσει το ρίσκο έκθεσης στη χώρα για τους διεθνείς επενδυτές.

Η μεθοδολογία της Russell Investments περιγράφει μια τριετή πορεία προς την ενδεχόμενη ανακατάταξη μίας χώρας – με τον τρόπο που η Russell κατατάσσει μία αγορά ως ανεπτυγμένη, αναδυόμενη ή frontier market – ως προς το εάν έχει γίνει περισσότερο ή λιγότερο επικίνδυνη για τους επενδυτές. Στο πλαίσιο της ανασκόπησης των κινδύνων της αγοράς, η Russell αναλύει τόσο το μακροοικονομικό όσο και το λειτουργικό προφίλ κινδύνου των χωρών στους δείκτες Russell Global Index και Russell Frontier Index . Η μεθοδολογία αυτή απαιτεί ότι οι ανεπτυγμένες αγορές πρέπει να είναι, σε γενικές γραμμές, οι λιγότερο ριψοκίνδυνες και πιο αποτελεσματικές για trading.

H Ελλάδα, την οποία η Russell χαρακτήρισε ως ανεπτυγμένη αγορά το 2001, ήταν σε μια πορεία προς επαναταξινόμηση ως αναδυόμενη αγορά, από το 2010, έχοντας αποτύχει στο σκορ των λειτουργικών και / ή μακρο κινδύνων της μεθοδολογίας που χρησιμοποιεί, κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ετών. Κατά τη διάρκεια του 2013, όταν αξιολογήθηκαν και πάλι τα δύο προφίλ κινδύνου, η Ελλάδα απέτυχε και στα δύο τεστ, όπως τονίζεται για αυτό από τον Ιούνιο του 2013, με την ανασύσταση του δείκτη, η Russell θα επαναταξινομήσει Ελλάδα ως μια αναδυόμενη αγορά.

Αν και το μέγεθος της ελληνικής αγοράς έχει μειωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία τρία έτη, εξακολουθούν να υπάρχουν κόστη που συνδέονται με αυτή την αλλαγή στις κατηγορίες των ανεπτυγμένων και των αναδυόμενων αγορών. Επιπλέον, ένα αρνητικό στίγμα μπορεί να αποδοθεί σε οποιοδήποτε ανεπτυγμένη αγορά που χάνει την κατάταξή της. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό είναι ήδη εκδηλωθεί με την επανένταξη και το relisting της χρηματιστηριακής τιμής της Coca-Cola. H Coca-Cola Hellenic, η μεγαλύτερη εισηγμένη εταιρεία στην Ελλάδα, έχει «μεταφερθεί» στη Ελβετία και βρίσκεται στη διαδικασία της υποβολής προσφορών για τις εισηγμένες στην Αθήνα μετοχές της, σε αντάλλαγμα για νέες μετοχές, με premium εισαγωγή στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η εταιρεία πιστεύει ότι η έξοδος από την ελληνική αγορά θα ενισχύσει τον όγκο των συναλλαγών και θα αυξήσει την έκθεσή της σε μεγαλύτερο αριθμό διεθνών επενδυτών.

Η ανακατάταξη της Ελλάδας ως μια αναδυόμενη αγορά μπορεί να προκαλέσει ερωτήματα στους πελάτες της Russell και στο κοινό, όπως επισημαίνει, όπως για παράδειγμα, γιατί δεν θα συμβεί αυτό και για την Πορτογαλία ή την Ισπανία. Το fund απαντά πως ενώ και οι δύο αυτές τις χώρες είχαν επίσης προβλήματα, και αν και δεν είναι απρόσβλητες από μια ενδεχόμενη αλλαγή στον κίνδυνο της αγοράς, δεν έχουν σημειώσει τον ίδιο βαθμό επιδείνωσης, όπως αυτός που παρατηρείται στην Ελλάδα, ούτε την ίδια αύξηση του κινδύνου.

Ένα δεύτερο ερώτημα θα μπορούσε να είναι «Γιατί να περάσει μια ταραγμένη χώρα στις αναδυόμενες αγορές και όχι να βγει εντελώς από τους δείκτες;». Η Russell απαντά πως η Ελλάδα δεν θεωρείται μία «μη-επενδύσιμη» αγορά, απλά έχει γίνει σταθερά πιο επικίνδυνη παραμένοντας ωστόσο ικανή για οικονομική ανάκαμψη, κι έτσι είναι πιο σωστό να χαρακτηριστεί ως αναδυόμενη αγορά.

Η Russell εξηγεί τα κριτήρια που χρησιμοποίησε για αυτήν την κίνησή της:

1)Το ακαθάριστο κατά κεφαλήν εθνικό εισόδημα (ΑΕΕ) 
Το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα (κατά κεφαλήν) είναι ένας σημαντικός δείκτης του οικονομικού μεγέθους της χώρας και του επιπέδου της ανάπτυξης. Η Russell μέτρα το κατά κεφαλήν ΑΕΕ, με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ως ένα από τα μέτρα για την εκτίμηση του κινδύνου μίας χώρας. Στην Ελλάδα αν και παραδοσιακά ήταν χαμηλότερο από ό, τι στις περισσότερες άλλες αναπτυγμένες αγορές, κατά την τελευταία δεκαετία ακολουθούσε την εικόνα των ανεπτυγμένων αγορών, σε μέσο όρο. Ωστόσο, από το 2009, έχει μειωθεί ενώ το μέσο ΑΕΕ των ανεπτυγμένων αγορών συνέχισε να αυξάνεται. Μια διαρκής πτωτική τάση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική σε μια αναπτυγμένη αγορά, όπου, σε γενικές γραμμές, οι επενδυτές αναμένουν περισσότερη σταθερότητα και λιγότερη μεταβλητότητα.

Επίσης, η Ελλάδα έχει βιώσει τις πιο επίμονες ετήσιες μειώσεις του κατά κεφαλήν ΑΕΕ και στο γκρουπ των χωρών της περιφέρειας.

2) Κίνδυνος χώρας σύμφωνα με το Economist Intelligence Unit 
Το τεστ του EIU είναι ένα σύνθετο μέτρο που λαμβάνει υπόψη των κρατικό, τον χρηματοπιστωτικό και τον συναλλαγματικό κίνδυνο μίας χώρας. Η Russell χρησιμοποιεί το σκορ του EIU ως μέτροτου μακροοικονομικού κινδύνου μίας αγοράς. Ένα σκορ του EIU στο 55 ή μεγαλύτερο για μία ανεπτυγμένη ή αναδυόμενη αγορά καταλήγει σε αποτυχία σε ότι αφορά τον δείκτη μακροοικονομικού κινδύνου της Russell. Ιστορικά, μία ανεπτυγμένη αγορά παρουσιάζει σκορ κάτω από το 40. Το σκορ της Ελλάδας έχει αυξηθεί σημαντικά, από 46 το 2010, 64 το 2011 στο 66 το 2012, με αποτέλεσμα να αποτύχει στο τεστ μακροοικονομικού κινδύνου της Russell το 2012 και ξανά το 2013 (με τα στοιχεία της προηγούμενης χρήσης).

3) Η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς

Η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς είναι ένα σημαντικό όργανο μέτρησης της οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Μια ισχυρή και καλά διαφοροποιημένη αγορά κεφαλαίων μπορεί να είναι ενδεικτική μιας προηγμένης οικονομίας.

Εκτός από το ότι έχει το μικρότερο μέγεθος αγοράς μεταξύ όλων των ανεπτυγμένων χωρών, η Ελλάδα βίωσε επίσης την πιο σημαντική απώλεια κεφαλαιοποίησης την τριετία 2010-2012. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχασε σχεδόν το ήμισυ της κεφαλαιοποίησης της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου - την πιο απότομη συρρίκνωση μεταξύ των αναπτυγμένων αγορών. Η μείωση της κεφαλαιοποίησης στα σημερινά επίπεδα υποδηλώνει ότι η ελληνική αγορά έχει γίνει πιο επικίνδυνη από ό, τι οι άλλες ανεπτυγμένες αγορές.

Οπως προσθέτει, επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών, η Ελλάδα έχει χάσει σχεδόν το 85% της αξίας της από το 2007.


4) Το μίγμα small caps και large caps στην αγορά

Το μέγεθος της κεφαλαιαγοράς μιας χώρας είναι άμεσα συνδεδεμένο με τους τύπους των εταιρειών που είναι διαθέσιμες για τους επενδυτές. Οι ανεπτυγμένες αγορές αναμένεται να έχουν μεγαλύτερο βάθος αγοράς μέσα από ένα ευρύ μίγμα των μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων. Η ανάλυση της εικόνας αυτής της ελληνικής αγοράς, είναι χρήσιμη στην ανάδειξη των διαφορών ανάμεσα στην Ελλάδα και άλλων ανεπτυγμένων αγορών. Η Ελλάδα γνώρισε μια σημαντική πτώση στο μίγμα μεγάλων και μικρών εταιρειών. Εξαιρουμένης της Coca-Cola, η Ελλάδα έχει μόνο δύο μετρίου μεγέθους εταιρείες που θεωρούνται «μεγάλη κεφαλαιοποίηση».Αντίθετα, η Πορτογαλία, ενώ ξεκίνησε από μια μικρότερη βάση εταιρειών συνολικά, έχει διατηρήσει περίπου 50:50 το συνδυασμό των μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων.


5) Ρευστότητα
Η ρευστότητα διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο στην παγκόσμια ικανότητα των επενδυτών να πετύχουν αποτελεσματικό trading σε μάι αγορά. Η μεγαλύτερη ρευστότητα δείχνει ότι η διαπραγμάτευση σε μια αγορά μπορεί να συμβεί γρήγορα και με σχετικά χαμηλό κόστος - όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας ανεπτυγμένης αγορά. Η ρευστότητα στην Ελλάδα σε σχέση με τη ρευστότητα στις άλλες αγορές της περιφέρειας και στις μεσαίου μεγέθους χώρες του δείκτη των ανεπτυγμένων αγορών, είναι σημαντικά χαμηλότερη και επιπλεόν σημείωσε σημαντική πτώση το 2012 πάνω από 50% από τα ήδη χαμηλά επίπεδα του 2010. Η τρέχουσα ρευστότητα στην Ελλάδα δίνει ένα υψηλότερο προφίλ λειτουργικού κινδύνου, και συμβαδίζει περισσότερο με τις αναδυόμενες αγορές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου