Η παρακαθήμενη Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel είχε κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένη – καθώς ο όλο και μεγαλύτερος πολιτικός και οικονομικός συντονισμός με την Πολωνία αποτελεί το κλειδί για τη νέα “ανατολική πολιτική” του Βερολίνου, που προορίζεται να αλλάξει τις ευρωπαϊκές ισορροπίες, μειώνοντας περαιτέρω το ειδικό βάρος της Γαλλίας και του Μεσογειακού Νότου και βάζοντας τα θεμέλια μιας περισσότερο ανταγωνιστικής σχέσης με τη Μόσχα.
Από τις 10 ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. το 2004 και 2007, η Σλοβενία, η Σλοβακία και η Εσθονία έχουν ήδη προσχωρήσει στη ζώνη του κοινού νομίσματος, ενώ η Λετονία πρόκειται να ακολουθήσει το 2015. Όμως η Πολωνία αποτελεί πολύ σημαντικότερη περίπτωση, εφόσον πληθυσμιακά ισούται με όλες τις άλλες χώρες της διεύρυνσης μαζί.
Αλλά και οικονομικά, η χώρα του Donald Tusk, αποτελεί, συγκριτικά, μιαν όαση σταθερότητας, εφόσον η πολωνική οικονομία υπήρξε η μόνη στην Ευρώπη που δεν συρρικνώθηκε καμία χρονιά από την κατάρρευση της Lehman Brothers και μετά, αλλά αναπτύχθηκε συνολικά κατά 15,8% την περίοδο 2008-2011. Η σώφρων νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, το χαμηλό επίπεδο δημοσίου χρέους (όπως εν γένει ισχύει για τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ) και η μεγάλη εσωτερική αγορά, που μειώνει την εξάρτηση από τις διακυμάνσεις της ζήτησης στο εξωτερικό, θεωρούνται τα μυστικά αυτού του πολωνικού μίνι-θαύματος. Κυρίως όμως η νομισματική ανεξαρτησία, επέτρεψε την απορρόφηση των κραδασμών με την διολίσθηση του ζλότι – εξ ου και ο νομπελίστας καθηγητής Paul Krugman δηλώνει δημοσίως ότι “θέλει να χτυπά το κεφάλι του στον τοίχο” με την προθυμία των Πολωνών ιθυνόντων να εγκαταλείψουν αυτό το πλεονέκτημα, προσχωρώντας στην “παγίδα του ευρώ”.
Όμως οι λόγοι αυτής της προθυμίας είναι, όπως ομολογείται ανοιχτά, περισσότερο πολιτικοί παρά οικονομικοί. Η Πολωνία έχει δώσει μάχη για τη συμμετοχή της στις συνόδους κορυφής της ευρωζώνης (μολονότι δεν συμμετέχει στο κοινό νόμισμα), φοβούμενη τη δυναμική της θεσμικής παγίωσης δύο διαφορετικών ταχυτήτων στην Ε.Ε., ενώ υπερασπίζεται παγίως την “κοινοτική μέθοδο” (με κεντρικό τον ρόλο της Κομισιόν και του Ευρωκοινοβουλίου),ανησυχώντας για την όλο και πιο έντονη τάση λήψης των αποφάσεων σε διακυβερνητικό επίπεδο, όπου κυριαρχούν οι “εθνικοί εγωισμοί”. Ήδη την 1η Μαρτίου ο Πολωνός υπουργός Οικονομικών Jacek Rostowski προειδοποίησε ότι η χώρα του κινδυνεύει με “δραματική περιθωριοποίηση”, αν κρατηθεί εκτός του κοινού νομίσματος.
Τα ιστορικά τραύματα μιας χώρας που είδε πολλές φορές την τύχη της να καθορίζεται από τρίτους, εξηγούν αυτή την επιμονή. Ωστόσο, κάποια από αυτά τα τραύματα μοιάζουν για πρώτη φορά να έχουν επουλωθεί – αν κρίνει κανείς από το νέο κλίμα εμπιστοσύνης στις γερμανο-πολωνικές σχέσεις. Το γεγονός πάντως ότι τα παραδοσιακά αντίβαρα της Πολωνίας απέναντι στην γερμανική και ρωσική ισχύ έχουν ουσιαστικά εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή σκηνή είναι ένας καθοριστικός παράγοντας. Η εποχή που οι χώρες της, κατά Donald Rumsfled, “Νέας Ευρώπης” αποκήρυσσαν δημοσίως τον γαλλογερμανικό άξονα, συντασσόμενες με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία ως προς την εισβολή στο Ιράκ, φαντάζει εξαιρετικά μακρινή: όχι μόνο διότι γαλλογερμανικός άξονας πρακτικά δεν υπάρχει πια, αλλά και διότι η επιδίωξη του Βρετανού πρωθυπουργού Danid Cameron να διεξαγάγει δημοψήφισμα επί της ευρω-βρετανικής σχέσης σημαίνει, σύμφωνα με τον (σπουδασμένο στην Οξφόρδη) Πολωνό υπουργό Εξωτερικών Radek Sikorski ότι το Λονδίνο χάνει τη θέση του στην “ηγετική τριάδα” της Ε.Ε., την οποία θα πρέπει να διεκδικήσει η Πολωνία, μένοντας συνδεδεμένη στον “Λατινικό πολιτισμό”...
Η Βαλτική αποτελεί τον χώρο γύρο από τον οποίο διαμορφώνεται ένας νέος ευρωπαϊκός “πυρήνας”, όπως μεταξύ πολλών άλλων φανερώνει και η κοινή πρωτοβουλία που ανέλαβαν τον Ιανουάριο η Γερμανία, η Πολωνία, η Τσεχία και η Σουηδία, προτείνοντας τη μελλοντική δημιουργία με τις έξι πρώην σοβιετικές χώρες της “Ανατολικής Εταιρικής Σχέσης”(Αζερμπαϊτζάν, Αρμενία, Γεωργία, Λευκορωσία, Μολδαβία και Ουκρανία) ενός χώρου ελεύθερων συναλλαγών σαν αυτόν που συνδέει ήδη την Ε.Ε. με την Ελβετία, την Ισλανδία, το Λίχνενσταϊν και τη Νορβηγία.
Έχοντας διαδεχθεί τη δεξιά ευρωσκεπτικιστική λαϊκιστική διακυβέρνηση Kaczynski, o Tusk έχει δώσει αποφασιστική ώθηση στο νέο, λιγότερο φοβικό έναντι της Γερμανίας, προσανατολισμό της πολωνικής πολιτικής. Ωστόσο, όπως ο ίδιος ομολογεί, η ένταξη στο ευρώ δεν συναντά την συναίνεση του μεγαλύτερου τμήματος του πολωνικού πληθυσμού. Μπορεί η επιχειρηματική τάξη να αναγνωρίζει απολύτως τι σημαίνει το γεγονός ότι η Γερμανία είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα εμπορικός εταίρος της Πολωνίας, ότι το 70% του πολωνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος ελέγχεται από τράπεζες της ευρωζώνης και ότι η κρίση έχει οδηγήσει σε σαφές ψαλίδισμα των ρυθμών ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, όμως η πλειοψηφία των Πολωνών ούτε έχει διάθεση για εμπλοκή σε περιπέτειες, ούτε ενθουσιάζεται με τον στόχο που προβάλλει ο Tusk για μείωση του δημόσιου χρέους από το 55% στο 40%. Ωστόσο, με βάση την συνταγματική πρόβλεψη ότι ο εκδότης του εθνικού νομίσματος είναι η Τράπεζα της Πολωνίας, αυτή ακριβώς η πλειοψηφία θα πρέπει να τοποθετηθεί σε δημοψήφισμα, αν πρόκειται να ενταχθεί η χώρα στο ευρώ. Εξ ου και ο Rostowski σχετικοποιεί τους στόχους δηλώνοντας ότι αυτό που επείγει είναι όχι η ίδια η ένταξη στο ευρώ, αλλά η προετοιμασία της οικονομίας για αυτό. Όσο για τον Tusk, θα πρέπει με κάποιον τρόπο να εξασφαλίσει στις βουλευτικές εκλογές του 2015 την αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται για την συνταγματική αναθεώρηση.
Του Κώστα Ράπτη
Πηγή:www.capital.gr
Πηγή:www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου