Η 9η Μαΐου ήταν Ημέρα της Ευρώπης, για την ΕΕ. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, όμως, καθόρισε την 5η Μαΐου ως τη μέρα που γιορτάζει τη μέρα Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι, όπως φαίνεται, δεν μπορούν καν να συμφωνήσουν σχετικά με το πότε να γιορτάσουν την ενότητά τους. Ακόμη χειρότερα, η ΕΕ ειδικότερα έχει ακόμη μια κρίση ταυτότητας που περιλαμβάνει την αμφιβολία προς τον εαυτό της και τις εσωτερικές αντεγκλήσεις της. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα φαίνονται να είναι διαφορετικά. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση του Pew Research Centre προειδοποιεί ότι η υποστήριξη προς την ΕΕ έχει μειωθεί από το 60% στο 45%. Ίσως οι περισσότεροι πολίτες της ΕΕ να έχουν συνειδητοποιήσει πως τα πράγματα είναι πιο σοβαρά αυτή τη φορά, επειδή αυτά που διακυβεύονται είναι περισσότερα. Η δημιουργία της ζώνης του ευρώ έχει κλειδώσει ένα υποσύνολο χωρών της ΕΕ σε μια δύσκολη και άνιση, μεταξύ τους σχέση, ενώ ταυτόχρονα οδηγεί κάποια κράτη μη-μέλη του ευρώ αλλά μέλη της ΕΕ, να αμφισβητούν τη μελλοντική τους ένταξη στη συμφωνία αυτή.
Έτσι, προς τα πού πάμε από εδώ; Κατά τη γνώμη μου, η ΕΕ πρέπει να αντικαταστήσει τους ευσεβείς πόθους με έναν «έλεγχο της πραγματικότητας». Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν αντιμετωπίσει έξι κρίσιμες πραγματικότητες. Τρεις από αυτές τις πραγματικότητες αφορούν τις εξωτερικές της σχέσεις. Οι άλλες τρεις αφορούν την εσωτερική πολιτική της ΕΕ. Κι αυτά, σε μεγάλο βαθμό, συμπεριλαμβάνουν συγκρίσεις μεταξύ του αμερικανικού ονείρου και αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί το ευρωπαϊκό όνειρο.
Η πρώτη κρίσιμη πραγματικότητα είναι ότι περισσότερη συνεργασία στην Εξωτερική πολιτική/ πολιτική ασφαλείας της ΕΕ δεν είναι η απάντηση στην τρέχουσα δυσφορία της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, το θέμα αυτό αποτελεί μέρος του προβλήματος, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι το πολιτικό κεφάλαιο που δαπανάται για να ενισχυθεί η παγκόσμια εικόνα της ΕΕ δεν παρέχει μια αποτελεσματική απόδοση όσον αφορά την πραγματική επιρροή. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, παρόλο που οι πολίτες της ΕΕ υποστηρίζουν τη συνεργασία για λόγους εξωτερικής πολιτικής/ πολιτικής ασφαλείας, η υποστήριξη αυτή δεν αντισταθμίζει τις ανησυχίες τους περί οικονομικής ευημερίας. Επιπλέον, όπως αποκάλυψε το European Foreign Policy Scorecard, από το 2010 η συνοχή στην εξωτερική πολιτική υπονομεύεται πολύ εύκολα από τις εσωτερικές κρίσεις. Με απλά λόγια, η συνεργασία εξωτερικής πολιτικής / πολιτικής ασφαλείας της ΕΕ (για να μη μιλήσουμε για την άμυνα, βλ. παρακάτω) γίνεται όλο και περισσότερο μια πολυτέλεια που η ΕΕ δεν μπορεί να είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά, εκτός από την περιφέρεια της ΕΕ. Οι αληθινές προτεραιότητες θα πρέπει να είναι η συνοριακή / θαλάσσια ασφάλεια και η συνεργασία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος / της τρομοκρατίας και όχι η μετατροπή της ΕΕ σε ένα υποκατάστατο για τις ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ ή σε έναν «παγκόσμιο χωροφύλακα».
Η δεύτερη κρίσιμη πραγματικότητα είναι ότι μια κοινή πολιτική άμυνας της ΕΕ είναι η «γέφυρα που πάει πάρα πολύ μακριά» στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Και πάλι, εδώ παίζουν ρόλο πολλαπλοί παράγοντες. Ο ένας είναι ότι η άμυνα της ΕΕ αποτελεί μέρος των διατλαντικών σχέσεων, μια κατάσταση που θα διαρκέσει ακόμη και αν οι ΗΠΑ μειώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη. Όπως επιβεβαίωσε η Γερμανία πρόσφατα (και πάλι), το ΝΑΤΟ θα παραμείνει ο πυρήνας της άμυνάς της για το άμεσο μέλλον. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι ότι κράτη μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να διαφωνούν για το κύριο σκεπτικό μιας κοινής αμυντικής πολιτικής - ως ένα υποκατάστατο (ή ενισχύσεις) για το ΝΑΤΟ, ως «ευρωπαϊκό σκέλος» του ΝΑΤΟ, ως ανθρωπιστική ή ειρηνευτική δύναμη, ή κάποιος συνδυασμός των παραπάνω. Ένας τρίτος παράγοντας είναι ότι, ακόμη και αν τα κράτη μέλη της ΕΕ συμφωνούσαν σε μια κοινή αμυντική πολιτική, θα εξακολουθούσαν να διαφωνούν σχετικά με το σχεδιασμό ενός αμυντικού δόγματος όσον αφορά την ισορροπία συμβατικών και πυρηνικών δυνάμεων. Τέλος, οι πολιτικοί και οι πολίτες της ΕΕ δεν έχουν καμία επιθυμία να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες σε βάρος άλλων προτεραιοτήτων. Υπάρχει ένας απλός λόγος για αυτό: ότι δεν αισθάνονται πως απειλούνται αρκετά από οποιοδήποτε εξωτερικό παράγοντα για να δικαιολογήσουν μια τέτοια αλλαγή των δαπανών. Έτσι, με τη στασιμότητα των αμυντικών δαπανών και χωρίς κάποιο δόγμα άμυνας, στην ΕΕ θα υπάρχει πάντα έλλειψη αξιοπιστίας ως ένας σημαντικός στρατιωτικός παράγων, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, ακόμα και με ορισμένα κράτη μέλη της ίδιας της ΕΕ.
Μια τρίτη κρίσιμη πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ δεν είναι και ποτέ δε θα γίνει, μια ομοσπονδιακή ένωση όπως οι ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, η φράση «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» θα πρέπει να διαγραφεί από το λεξικό. Από νομική άποψη, η ΕΕ είναι και θα είναι πάντα μια διαπραγματεύσιμη, με βάση τη συνθήκη, τάξη, μεταξύ κυρίαρχων εθνών-κρατών, ανεξαρτήτως με το πόσο μεγάλη δύναμη έχει μετατοπιστεί στα κοινά ιδρύματα. Σε κοινωνικο-πολιτισμικούς όρους, οι πολίτες της ΕΕ διατηρούν ένα πολύ υψηλό βαθμό αφοσίωσης στα κράτη τους, χωρίς να έχει σημασία πόσοι από αυτούς μετακινούνται στην ΕΕ για να βρουν νέες ευκαιρίες. Επιπλέον, το κοινωνικό συμβόλαιο της ΕΕ διαφέρει από εκείνο των ΗΠΑ και η ΕΕ θα πρέπει να πανηγυρίζει για αυτές τις διαφορές παρά να μιμηθεί το αμερικανικό μοντέλο. Με πολλούς τρόπους, ο κόσμος χρειάζεται ένα φιλελεύθερο αντίβαρο ενάντια στην αμερικανική ηγεμονία και η ΕΕ μπορεί να το προσφέρει αυτό. Για το λόγο αυτό η ΕΕ συνέχισε τις δικές της πολιτικές σε μια σειρά θεμάτων, ακόμη και στο πρόσωπο της αμερικανικής αντιπολίτευσης: στην αλλαγή του κλίματος, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τους τραπεζικούς κανονισμούς, τον ανταγωνισμό στην αγορά και ούτω καθεξής. Η ΕΕ προσπαθεί επίσης να βρει μια πιο λειτουργική ισορροπία μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της ισότητας, γεγονός το οποίο διαφέρει από τις αμερικανικές προτεραιότητες. Στις ΗΠΑ, το 40% του πλούτου ανήκει μόνο στο 1% του πληθυσμού, συγκλονιστική είδηση και για πολλούς από τους ίδιους τους Αμερικανούς. Οι ΗΠΑ, επίσης, έχουν πολύ χαμηλό σκορ σε μια σειρά από κοινωνικοοικονομικούς δείκτες του ΟΟΣΑ: στην ποιότητα της εκπαίδευσης, την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την παιδική θνησιμότητα, τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, την κοινωνική κινητικότητα και ούτω καθεξής. Γιατί να θέλει η ΕΕ να μιμηθεί αυτό το «μοντέλο»;
Το προφανές πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι η ΕΕ δεν έχει πετύχει από την άποψη της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή είναι η τέταρτη κρίσιμη πραγματικότητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: η ενιαία αγορά και το πρόγραμμα του ευρώ έχουν φτάσει στα όριά τους όσον αφορά στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Για χρόνια, η ΕΕ έχει χρησιμοποιήσει οικονομικές πολιτικές για την επίτευξη πολιτικής ενοποίησης, αλλά η στρατηγική αυτή έχει ξεθυμάνει. Ακόμα χειρότερο είναι το ότι οι δύο αυτές πολιτικές έχουν σε κάποιο βαθμό υπερπουληθεί από την ελίτ της ΕΕ στον μέσο Ευρωπαίο. Η ΕΕ μπορεί να είναι σε θέση να σώσει το ευρώ σε μακροπρόθεσμη βάση με την υιοθέτηση μιας πιο ισχυρής δημοσιονομικής ένωσης μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, αλλά αυτό από μόνο του δε θα επιφέρει την οικονομική ανάπτυξη που η ΕΕ θέλει να προσφέρει. Και δεδομένου ότι η κινητικότητα εντός της ΕΕ θα παραμείνει πάντα πολύ περιορισμένη λόγω των γλωσσικών και πολιτιστικών παραγόντων, οι πλουσιότερες χώρες εντός της ζώνης του Ευρώ πρέπει να είναι προετοιμασμένες για την σε τακτά διαστήματα δημοσιονομική μεταβίβαση προς τα φτωχότερα κράτη μέλη, μέχρι ή εκτός εάν μπορούν να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους αρκετά για να εξασφαλίσουν σταθερή οικονομική ανάπτυξη από μόνα τους. Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει επίσης να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, αφού τα μέτρα λιτότητας χαλάρωσαν επιτέλους.
Πέμπτον, δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ θα νιώθουν άβολα με τις ιδέες της δημοσιονομικής ένωσης και την ανάγκη για συνεχή μεταφορά χρημάτων σε φτωχές χώρες της ΕΕ, η ΕΕ θα πρέπει να θεσμοθετήσει επισήμως κι ενδεχομένως, να τροποποιήσει, τις διάφορες κατηγορίες των μελών που ήδη υπάρχουν. Θα περιλάμβανε την επιλογή μέλους «πυρήνα» (δηλαδή, αυτό που γίνεται από τη σημερινή Ευρωζώνη, με τη Γερμανία να είναι πάντα στο κέντρο της), το option «first class» της ενιαίας αγοράς (προς το παρόν μη μέλη της ευρωζώνης, κράτη μέλη της ΕΕ, η οποία θα περιλαμβάνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων), την επιλογή «δεύτερης κατηγορίας» της ενιαίας αγοράς (επί του παρόντος οι χώρες EFTA/EEA, στις οποίες μπορεί να περιληφθεί το Ηνωμένο Βασίλειο σε κάποιο σημείο), τους εταίρους της Ευρωπαϊκής Γειτονίας (σε μερικούς από τους οποίους μπορεί τελικά να επιτραπεί η ένταξη στην ενιαία αγορά) και οι εταίροι «ειδικής σχέσης» (κυρίως η Ρωσία και η Τουρκία). Μια πλήρης à la carte προσέγγιση για την ένταξη θα είναι μη εφαρμόσιμη, αλλά η ΕΕ θα μπορούσε σίγουρα να καθορίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις για τα κράτη που επιθυμούν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Έκτον, η ΕΕ πρέπει να ενθαρρύνει την πανευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού από κάτω προς τα πάνω και όχι το αντίθετο. Η ΕΕ είναι σίγουρα ένας πολύ δημοκρατικός διεθνής οργανισμός, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι τακτικές Ευρωεκλογές δεν κάνουν τους Ευρωπαίους. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της προπαγάνδας κατά της ΕΕ που εξαπλώνεται αυτήν τη στιγμή (ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο), η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει σε μια «επίθεση γοητείας» για το πώς θα ενισχύσει πραγματικά την καθημερινή ζωή των 500 εκατομμυρίων πολιτών της. Την ίδια στιγμή, όλοι οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναγνωρίσουν πως η ΕΕ εξακολουθεί να είναι ένας διεθνής οργανισμός που αποτελείται από κυρίαρχα κράτη και απλά δε μπορεί να συγκριθεί με τις δημοκρατικές πρακτικές στα κράτη αυτά. Μπορεί, ωστόσο, να δώσει το παράδειγμα στις χώρες του ΟΟΣΑ τα κράτη μέλη, ή εντός της «ζώνης των φιλελεύθερων δημοκρατιών», αλλά μόνο με το να βάλει τα του οίκου της σε τάξη και διδάσκοντας στη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων να εκτιμήσουν πραγματικά την ΕΕ ως κάτι περισσότερο από ένα αναγκαίο κακό για τη διαχείριση του οικονομικού και πολιτικού χώρου της Ευρώπης.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι προϋποθέσεις για την επιτυχία της ΕΕ: η εκ νέου εστίαση της εξωτερικής πολιτικής / πολιτικής ασφάλειας πιο κοντά στο σπίτι της, η εκ νέου εξέταση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η απόρριψη του αμερικανικού ονείρου υπέρ ενός ευρωπαϊκού, η προστασία της ευρωζώνης, η επισημοποίηση των διαφόρων κατηγοριών μελών και η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών από κάτω προς τα πάνω. Με την αποκλιμάκωση των παγκόσμιων φιλοδοξιών της, η ΕΕ μπορεί να διατηρήσει επίσης την εσωτερική νομιμότητα και την εξωτερική της αξιοπιστία χωρίς να αναγκάζει τους πολίτες της να υποκλιθούν στην «από πάνω προς τα κάτω» πολιτική διαδικασία ενοποίησης που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Με αυτούς τους τρόπους, η ΕΕ μπορεί να ισορροπήσει τα συχνά ασύμβατα πρότυπά της, την ενότητα εναντίον της διαφορετικότητας, την ανάπτυξη έναντι της ισότητας, τη συγκέντρωση εναντίον της αποκέντρωσης, την ελευθερία εναντίον της ασφάλειας, για την προστασία του πιο σημαντικού Ευρωπαϊκού στόχου: την πρόληψη της επιστροφής του αιματηρού παρελθόντος της Ευρώπης. Του Michael E. Smith
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.ecfr.eu/blog/entry/time_to_get_real_about_the_european_dream_and_the_american_one
Έτσι, προς τα πού πάμε από εδώ; Κατά τη γνώμη μου, η ΕΕ πρέπει να αντικαταστήσει τους ευσεβείς πόθους με έναν «έλεγχο της πραγματικότητας». Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να προχωρήσει αν δεν αντιμετωπίσει έξι κρίσιμες πραγματικότητες. Τρεις από αυτές τις πραγματικότητες αφορούν τις εξωτερικές της σχέσεις. Οι άλλες τρεις αφορούν την εσωτερική πολιτική της ΕΕ. Κι αυτά, σε μεγάλο βαθμό, συμπεριλαμβάνουν συγκρίσεις μεταξύ του αμερικανικού ονείρου και αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί το ευρωπαϊκό όνειρο.
Η πρώτη κρίσιμη πραγματικότητα είναι ότι περισσότερη συνεργασία στην Εξωτερική πολιτική/ πολιτική ασφαλείας της ΕΕ δεν είναι η απάντηση στην τρέχουσα δυσφορία της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, το θέμα αυτό αποτελεί μέρος του προβλήματος, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι το πολιτικό κεφάλαιο που δαπανάται για να ενισχυθεί η παγκόσμια εικόνα της ΕΕ δεν παρέχει μια αποτελεσματική απόδοση όσον αφορά την πραγματική επιρροή. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, παρόλο που οι πολίτες της ΕΕ υποστηρίζουν τη συνεργασία για λόγους εξωτερικής πολιτικής/ πολιτικής ασφαλείας, η υποστήριξη αυτή δεν αντισταθμίζει τις ανησυχίες τους περί οικονομικής ευημερίας. Επιπλέον, όπως αποκάλυψε το European Foreign Policy Scorecard, από το 2010 η συνοχή στην εξωτερική πολιτική υπονομεύεται πολύ εύκολα από τις εσωτερικές κρίσεις. Με απλά λόγια, η συνεργασία εξωτερικής πολιτικής / πολιτικής ασφαλείας της ΕΕ (για να μη μιλήσουμε για την άμυνα, βλ. παρακάτω) γίνεται όλο και περισσότερο μια πολυτέλεια που η ΕΕ δεν μπορεί να είναι σε θέση να αντέξει οικονομικά, εκτός από την περιφέρεια της ΕΕ. Οι αληθινές προτεραιότητες θα πρέπει να είναι η συνοριακή / θαλάσσια ασφάλεια και η συνεργασία για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος / της τρομοκρατίας και όχι η μετατροπή της ΕΕ σε ένα υποκατάστατο για τις ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ ή σε έναν «παγκόσμιο χωροφύλακα».
Η δεύτερη κρίσιμη πραγματικότητα είναι ότι μια κοινή πολιτική άμυνας της ΕΕ είναι η «γέφυρα που πάει πάρα πολύ μακριά» στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Και πάλι, εδώ παίζουν ρόλο πολλαπλοί παράγοντες. Ο ένας είναι ότι η άμυνα της ΕΕ αποτελεί μέρος των διατλαντικών σχέσεων, μια κατάσταση που θα διαρκέσει ακόμη και αν οι ΗΠΑ μειώσουν την παρουσία τους στην Ευρώπη. Όπως επιβεβαίωσε η Γερμανία πρόσφατα (και πάλι), το ΝΑΤΟ θα παραμείνει ο πυρήνας της άμυνάς της για το άμεσο μέλλον. Ένας δεύτερος παράγοντας είναι ότι κράτη μέλη της ΕΕ εξακολουθούν να διαφωνούν για το κύριο σκεπτικό μιας κοινής αμυντικής πολιτικής - ως ένα υποκατάστατο (ή ενισχύσεις) για το ΝΑΤΟ, ως «ευρωπαϊκό σκέλος» του ΝΑΤΟ, ως ανθρωπιστική ή ειρηνευτική δύναμη, ή κάποιος συνδυασμός των παραπάνω. Ένας τρίτος παράγοντας είναι ότι, ακόμη και αν τα κράτη μέλη της ΕΕ συμφωνούσαν σε μια κοινή αμυντική πολιτική, θα εξακολουθούσαν να διαφωνούν σχετικά με το σχεδιασμό ενός αμυντικού δόγματος όσον αφορά την ισορροπία συμβατικών και πυρηνικών δυνάμεων. Τέλος, οι πολιτικοί και οι πολίτες της ΕΕ δεν έχουν καμία επιθυμία να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες σε βάρος άλλων προτεραιοτήτων. Υπάρχει ένας απλός λόγος για αυτό: ότι δεν αισθάνονται πως απειλούνται αρκετά από οποιοδήποτε εξωτερικό παράγοντα για να δικαιολογήσουν μια τέτοια αλλαγή των δαπανών. Έτσι, με τη στασιμότητα των αμυντικών δαπανών και χωρίς κάποιο δόγμα άμυνας, στην ΕΕ θα υπάρχει πάντα έλλειψη αξιοπιστίας ως ένας σημαντικός στρατιωτικός παράγων, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, ακόμα και με ορισμένα κράτη μέλη της ίδιας της ΕΕ.
Μια τρίτη κρίσιμη πραγματικότητα είναι ότι η ΕΕ δεν είναι και ποτέ δε θα γίνει, μια ομοσπονδιακή ένωση όπως οι ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα, η φράση «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» θα πρέπει να διαγραφεί από το λεξικό. Από νομική άποψη, η ΕΕ είναι και θα είναι πάντα μια διαπραγματεύσιμη, με βάση τη συνθήκη, τάξη, μεταξύ κυρίαρχων εθνών-κρατών, ανεξαρτήτως με το πόσο μεγάλη δύναμη έχει μετατοπιστεί στα κοινά ιδρύματα. Σε κοινωνικο-πολιτισμικούς όρους, οι πολίτες της ΕΕ διατηρούν ένα πολύ υψηλό βαθμό αφοσίωσης στα κράτη τους, χωρίς να έχει σημασία πόσοι από αυτούς μετακινούνται στην ΕΕ για να βρουν νέες ευκαιρίες. Επιπλέον, το κοινωνικό συμβόλαιο της ΕΕ διαφέρει από εκείνο των ΗΠΑ και η ΕΕ θα πρέπει να πανηγυρίζει για αυτές τις διαφορές παρά να μιμηθεί το αμερικανικό μοντέλο. Με πολλούς τρόπους, ο κόσμος χρειάζεται ένα φιλελεύθερο αντίβαρο ενάντια στην αμερικανική ηγεμονία και η ΕΕ μπορεί να το προσφέρει αυτό. Για το λόγο αυτό η ΕΕ συνέχισε τις δικές της πολιτικές σε μια σειρά θεμάτων, ακόμη και στο πρόσωπο της αμερικανικής αντιπολίτευσης: στην αλλαγή του κλίματος, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τους τραπεζικούς κανονισμούς, τον ανταγωνισμό στην αγορά και ούτω καθεξής. Η ΕΕ προσπαθεί επίσης να βρει μια πιο λειτουργική ισορροπία μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της ισότητας, γεγονός το οποίο διαφέρει από τις αμερικανικές προτεραιότητες. Στις ΗΠΑ, το 40% του πλούτου ανήκει μόνο στο 1% του πληθυσμού, συγκλονιστική είδηση και για πολλούς από τους ίδιους τους Αμερικανούς. Οι ΗΠΑ, επίσης, έχουν πολύ χαμηλό σκορ σε μια σειρά από κοινωνικοοικονομικούς δείκτες του ΟΟΣΑ: στην ποιότητα της εκπαίδευσης, την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την παιδική θνησιμότητα, τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, την κοινωνική κινητικότητα και ούτω καθεξής. Γιατί να θέλει η ΕΕ να μιμηθεί αυτό το «μοντέλο»;
Το προφανές πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι η ΕΕ δεν έχει πετύχει από την άποψη της απασχόλησης και της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή είναι η τέταρτη κρίσιμη πραγματικότητα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: η ενιαία αγορά και το πρόγραμμα του ευρώ έχουν φτάσει στα όριά τους όσον αφορά στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών για τη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Για χρόνια, η ΕΕ έχει χρησιμοποιήσει οικονομικές πολιτικές για την επίτευξη πολιτικής ενοποίησης, αλλά η στρατηγική αυτή έχει ξεθυμάνει. Ακόμα χειρότερο είναι το ότι οι δύο αυτές πολιτικές έχουν σε κάποιο βαθμό υπερπουληθεί από την ελίτ της ΕΕ στον μέσο Ευρωπαίο. Η ΕΕ μπορεί να είναι σε θέση να σώσει το ευρώ σε μακροπρόθεσμη βάση με την υιοθέτηση μιας πιο ισχυρής δημοσιονομικής ένωσης μεταξύ των μελών της Ευρωζώνης, αλλά αυτό από μόνο του δε θα επιφέρει την οικονομική ανάπτυξη που η ΕΕ θέλει να προσφέρει. Και δεδομένου ότι η κινητικότητα εντός της ΕΕ θα παραμείνει πάντα πολύ περιορισμένη λόγω των γλωσσικών και πολιτιστικών παραγόντων, οι πλουσιότερες χώρες εντός της ζώνης του Ευρώ πρέπει να είναι προετοιμασμένες για την σε τακτά διαστήματα δημοσιονομική μεταβίβαση προς τα φτωχότερα κράτη μέλη, μέχρι ή εκτός εάν μπορούν να διαφοροποιήσουν τις οικονομίες τους αρκετά για να εξασφαλίσουν σταθερή οικονομική ανάπτυξη από μόνα τους. Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει επίσης να επενδύσουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους, κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, αφού τα μέτρα λιτότητας χαλάρωσαν επιτέλους.
Πέμπτον, δεδομένου ότι ορισμένα κράτη μέλη της ΕΕ θα νιώθουν άβολα με τις ιδέες της δημοσιονομικής ένωσης και την ανάγκη για συνεχή μεταφορά χρημάτων σε φτωχές χώρες της ΕΕ, η ΕΕ θα πρέπει να θεσμοθετήσει επισήμως κι ενδεχομένως, να τροποποιήσει, τις διάφορες κατηγορίες των μελών που ήδη υπάρχουν. Θα περιλάμβανε την επιλογή μέλους «πυρήνα» (δηλαδή, αυτό που γίνεται από τη σημερινή Ευρωζώνη, με τη Γερμανία να είναι πάντα στο κέντρο της), το option «first class» της ενιαίας αγοράς (προς το παρόν μη μέλη της ευρωζώνης, κράτη μέλη της ΕΕ, η οποία θα περιλαμβάνει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων), την επιλογή «δεύτερης κατηγορίας» της ενιαίας αγοράς (επί του παρόντος οι χώρες EFTA/EEA, στις οποίες μπορεί να περιληφθεί το Ηνωμένο Βασίλειο σε κάποιο σημείο), τους εταίρους της Ευρωπαϊκής Γειτονίας (σε μερικούς από τους οποίους μπορεί τελικά να επιτραπεί η ένταξη στην ενιαία αγορά) και οι εταίροι «ειδικής σχέσης» (κυρίως η Ρωσία και η Τουρκία). Μια πλήρης à la carte προσέγγιση για την ένταξη θα είναι μη εφαρμόσιμη, αλλά η ΕΕ θα μπορούσε σίγουρα να καθορίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις για τα κράτη που επιθυμούν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Έκτον, η ΕΕ πρέπει να ενθαρρύνει την πανευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού από κάτω προς τα πάνω και όχι το αντίθετο. Η ΕΕ είναι σίγουρα ένας πολύ δημοκρατικός διεθνής οργανισμός, αλλά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι τακτικές Ευρωεκλογές δεν κάνουν τους Ευρωπαίους. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της προπαγάνδας κατά της ΕΕ που εξαπλώνεται αυτήν τη στιγμή (ιδίως στο Ηνωμένο Βασίλειο), η ΕΕ πρέπει να προχωρήσει σε μια «επίθεση γοητείας» για το πώς θα ενισχύσει πραγματικά την καθημερινή ζωή των 500 εκατομμυρίων πολιτών της. Την ίδια στιγμή, όλοι οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναγνωρίσουν πως η ΕΕ εξακολουθεί να είναι ένας διεθνής οργανισμός που αποτελείται από κυρίαρχα κράτη και απλά δε μπορεί να συγκριθεί με τις δημοκρατικές πρακτικές στα κράτη αυτά. Μπορεί, ωστόσο, να δώσει το παράδειγμα στις χώρες του ΟΟΣΑ τα κράτη μέλη, ή εντός της «ζώνης των φιλελεύθερων δημοκρατιών», αλλά μόνο με το να βάλει τα του οίκου της σε τάξη και διδάσκοντας στη συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων να εκτιμήσουν πραγματικά την ΕΕ ως κάτι περισσότερο από ένα αναγκαίο κακό για τη διαχείριση του οικονομικού και πολιτικού χώρου της Ευρώπης.
Αυτές είναι, λοιπόν, οι προϋποθέσεις για την επιτυχία της ΕΕ: η εκ νέου εστίαση της εξωτερικής πολιτικής / πολιτικής ασφάλειας πιο κοντά στο σπίτι της, η εκ νέου εξέταση μιας κοινής αμυντικής πολιτικής, η απόρριψη του αμερικανικού ονείρου υπέρ ενός ευρωπαϊκού, η προστασία της ευρωζώνης, η επισημοποίηση των διαφόρων κατηγοριών μελών και η οικοδόμηση της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών από κάτω προς τα πάνω. Με την αποκλιμάκωση των παγκόσμιων φιλοδοξιών της, η ΕΕ μπορεί να διατηρήσει επίσης την εσωτερική νομιμότητα και την εξωτερική της αξιοπιστία χωρίς να αναγκάζει τους πολίτες της να υποκλιθούν στην «από πάνω προς τα κάτω» πολιτική διαδικασία ενοποίησης που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Με αυτούς τους τρόπους, η ΕΕ μπορεί να ισορροπήσει τα συχνά ασύμβατα πρότυπά της, την ενότητα εναντίον της διαφορετικότητας, την ανάπτυξη έναντι της ισότητας, τη συγκέντρωση εναντίον της αποκέντρωσης, την ελευθερία εναντίον της ασφάλειας, για την προστασία του πιο σημαντικού Ευρωπαϊκού στόχου: την πρόληψη της επιστροφής του αιματηρού παρελθόντος της Ευρώπης. Του Michael E. Smith
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.ecfr.eu/blog/entry/time_to_get_real_about_the_european_dream_and_the_american_one
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου