Σταθμός διανομής φυσικού αερίου στο Gustorzyn, στην κεντρική Πολωνία, στις 12 Σεπτεμβρίου 2014. (Wojciech Kardas, Agencja Gazeta / Courtesy Reuters)
Τον Απρίλιο, ο πρώην Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ δημοσίευσε [1] ένα άρθρο στην εφημερίδα Financial Times, καλώντας την Ευρώπη να δημιουργήσει μια ενεργειακή ένωση για να προστατευθεί έναντι πιθανού ενεργειακού εκβιασμού από την Ρωσία. Υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες τις διαφορές μεταξύ Μόσχας και Κιέβου για τις τιμές τού φυσικού αερίου το 2006 και το 2009 που οδήγησαν σε προσωρινές ελλείψεις και απότομες αυξήσεις των τιμών στην Ευρώπη, ο Τουσκ υποστήριξε ότι «ένας προμηθευτής με δεσπόζουσα θέση έχει την ευχέρεια να αυξήσει τις τιμές και να μειώσει την προσφορά». Και συνέχισε γράφοντας ότι «ο τρόπος για να διορθωθεί αυτή η στρέβλωση της αγοράς είναι απλός. Η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει την μονοπωλιακή θέση τής Ρωσίας με ένα ενιαίο ευρωπαϊκό όργανο που να είναι επιφορτισμένο να αγοράζει το φυσικό αέριό της» [2].
Ο Τουσκ, ο οποίος σήμερα είναι πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, βάζει μπρος μια πολυπόθητη κοινή ενεργειακή πολιτική, αλλά η πρότασή του θα είναι δύσκολο να εφαρμοστεί για διάφορους λόγους. Κατ’ αρχήν, μια ενεργειακή ένωση θα ξεκινήσει μια διπλωματική ενεργειακή μάχη μεταξύ της Πολωνίας και της Γερμανίας, των οποίων η ενεργειακή πολιτική, Energiewende, παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη από μια άμεση προμήθεια ρωσικού φυσικού αερίου. Δεύτερον, η προτεινόμενη από τον Τουσκ δομή εγκαταλείπει πολλές από τις ιδέες που παρείχαν ένα πλαίσιο για την εξέταση μιας ενεργειακής ένωσης της ΕΕ το 2007 και το 2008, όπως η μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα και η διαφοροποίηση των ενεργειακών προμηθευτών. Τέλος, το φυσικό αέριο είναι πολύ πιο περίπλοκο από όσο οι άλλοι φυσικοί πόροι, όπως το ουράνιο, τους οποίους η Ευρώπη έχει ήδη προσπαθήσει να διαχειριστεί συλλογικά.
ΑΝΙΣΗ ΜΟΧΛΕΥΣΗ
Η Ρωσία προμηθεύει [3] περισσότερο από το ένα τρίτο τού πετρελαίου τής Ευρώπης, και ελαφρώς λιγότερο από το 30% του φυσικού της αερίου, αλλά ορισμένες χώρες εξαρτώνται από τις ρωσικές πηγές περισσότερο από άλλες. Οι χώρες τής Βαλτικής, όπως η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία, για παράδειγμα, καθώς και η Βουλγαρία, η Φινλανδία και η Σλοβακία εξαρτώνται από την Ρωσία για το σύνολο της κατανάλωσης του φυσικού αερίου τους. Η Ελλάδα και η Τσεχική Δημοκρατία εισάγουν το 70% του φυσικού αερίου τους από την Ρωσία, ενώ η Αυστρία, η Γερμανία και η Πολωνία εξαρτώνται από το ρωσικό φυσικό αέριο για το ήμισυ της ετήσιας κατανάλωσής τους. Το Βέλγιο και η Ολλανδία εισάγουν μόνο 5% του φυσικού αερίου τους από την Ρωσία, και η Κύπρος, η Δανία και η Σουηδία δεν εισάγουν καθόλου φυσικό αέριο από την Ρωσία.
Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία μπορεί να υπαγορεύει τις τιμές στις υπερβολικά εξαρτώμενη χώρες όπως η Λετονία και η Λιθουανία, γνωρίζοντας ότι δεν έχουν καμία εναλλακτική λύση (αν και μπορεί να είναι λιγότερο εξαρτημένες τώρα καθώς η Λιθουανία άνοιξε έναν τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στην πόλη Κλαϊπέντα νωρίτερα αυτόν τον μήνα, με αρκετή χωρητικότητα αποθήκευσης για τους γείτονές της στη Βαλτική). Ωστόσο, η Γερμανία ή η Αυστρία θα μπορούσαν να στραφούν σε άλλους προμηθευτές, εάν η Ρωσία επέβαλε παράλογες τιμές. Το 2012, για παράδειγμα, η Gazprom -ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου και μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες φυσικού αερίου στον κόσμο- χρέωνε την Γερμανία 15% λιγότερο από όσο την Λιθουανία. Όπως παρατήρησε ο Günther Oettinger, αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ενέργεια, [4] «Όσο μεγαλύτερο είναι το μονοπώλιο της Gazprom στις επιμέρους χώρες, τόσο υψηλότερη είναι η τιμή που μπορεί να χρεώσει».
Από την πλευρά της, η Γερμανία είναι σε θέση να διαπραγματευθεί ευνοϊκές μακροπρόθεσμες συμβάσεις με την Ρωσία για την προμήθεια του φυσικού αερίου της. Αρκετές μεγάλες γερμανικές εταιρείες, όπως η Wintershall και E.ON Ruhrgas έχουν εξασφαλίσει πρόσβαση στα αποθέματα φυσικού αερίου τής Ρωσίας και ένας ειδικός αγωγός, ο Nord Stream, παρέχει αέριο από την Ρωσία απευθείας στην Γερμανία μέσω τής Βαλτικής Θάλασσας. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις βολικές ρυθμίσεις, η Γερμανία δεν έχει καμία βιασύνη να υποστηρίξει μια σκληρή εκστρατεία για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ εναντίον τής Ρωσίας.
Άλλες μεγάλες κρατικές εταιρείες στον γερμανικό ενεργειακό τομέα επίσης βλέπουν με αμφιθυμία την πρόταση του Τουσκ, ακόμη και αν μια ένωση μπορεί να λειτουργήσει προς όφελός τους δεδομένου ότι ένας μεγάλος ευρωπαϊκός αγοραστής φυσικού αερίου θα επιτρέψει και στην υπόλοιπη Ευρώπη να εξασφαλίσει προμήθειες σε χαμηλότερες τιμές. Όσο η στενή σχέση τους με τους Ρώσους προμηθευτές συνεχίζεται, οι μεγάλες εταιρείες φυσικού αερίου θα αντισταθούν σε όλες τις προτάσεις για το άνοιγμα της αγοράς σε περαιτέρω ανταγωνισμό.
ΓΕΙΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΥΓΑΔΕΣ
Στο εσωτερικό τής ΕΕ, η Γερμανία και η Πολωνία συγκρούονται επίσης όταν πρόκειται για τις εθνικές ενεργειακές πολιτικές τους. Μέσω της πολιτικής τής Energiewende, η οποία εισήχθη επίσημα το 2000, μετά από μια περίοδο 30 ετών διαξιφισμών και συζητήσεων σχετικά με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, η Γερμανία επεδίωξε την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Από τότε, η Γερμανία έχει προσπαθήσει να μειώσει τις εκπομπές CO2 και, μεταξύ 2005 και 2010, το πέτυχε σε ποσοστό 1% το χρόνο. (Δυστυχώς, όμως, οι εκπομπές CO2 φαίνεται να αυξάνονται έκτοτε κάθε χρόνο κατά το ίδιο ποσοστό). Η Γερμανία προσπάθησε επίσης να περιορίσει την εξάρτησή της από τον άνθρακα και να αυξήσει το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές από 16,4% της συνολικής κατανάλωσης το 2010 σε σχεδόν 25% το 2013.
Με την βαθιά ριζωμένη δυσπιστία της για την Ρωσία, η Πολωνία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον άνθρακα –έναν φυσικό πόρο που μπορεί να μαζεύει από τα δικά της ορυχεία- ως κύρια πηγή ενέργειας: Περίπου το 54% [5] της συνολικής κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, οι πολωνικές εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου είναι λιγότερες από το ένα τέταρτο της Γερμανίας.
Λαμβάνοντας υπόψη την εξάρτησή της από τον άνθρακα, η Πολωνία αντιστέκεται ενεργά σε προσπάθειες της ΕΕ για περαιτέρω μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα. Σε αντίθεση με άλλες χώρες τής ΕΕ, κυρίως την Γερμανία, όπου η βιωσιμότητα και η διαφοροποίηση των πηγών κυριαρχούν στις συζητήσεις για την ενεργειακή πολιτική, η Πολωνία επικεντρώνεται στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Η χώρα στηρίζεται σε ξεπερασμένες ενεργειακές υποδομές, ιδιαίτερα στους τομείς τής παραγωγής, μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πολωνικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής δεν είναι μόνο αναποτελεσματικές, στερούνται επίσης τις ικανότητες που απαιτούνται για την κάλυψη των ευρωπαϊκών αυστηρών κανόνων εκπομπών. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, η Πολωνία θα πρέπει να κλείσει τις πιο αναποτελεσματικές ενεργειακές της μονάδες, εγκαταλείποντας παραγωγή 6.000 μεγαβάτ ή σχεδόν το 20% της εγκατεστημένης ισχύος τής χώρας.
Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι καθώς η ΕΕ κάνει την μετάβαση σε πιο βιώσιμες πηγές καυσίμων, οι εκπρόσωποι της Πολωνίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν επανειλημμένα καταψηφίσει τα ενεργειακά σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Έχουν συχνά μείνει μόνοι στην αντίθεσή τους. Τώρα, καθώς η μετάβαση σε ένα ενεργειακό περιβάλλον με χαμηλές εκπομπές άνθρακα γίνεται αναπόφευκτη στην Ευρώπη και σε όλο τον βιομηχανοποιημένο κόσμο, η Πολωνία αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη και εξαιρετικά δαπανηρή πρόκληση να απογαλακτιστεί από την εξάρτησή της από τον άνθρακα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Τουσκ υποστηρίζει ότι η Ευρώπη πρέπει να επωφεληθεί πλήρως από τα διαθέσιμα ορυκτά καύσιμα, όπως ο άνθρακας. Το δικαιολογεί έτσι: «Πρέπει να αγωνιστούμε για έναν καθαρότερο πλανήτη, αλλά πρέπει να έχουμε ασφαλή πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους και θέσεις εργασίας για τον χρηματοδοτήσουμε».
Ακόμη και αν η πρόταση Τουσκ προάγει τα ενεργειακά συμφέροντα της χώρας του, έχει δίκιο ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να επιδιώκει βιωσιμότητα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές επιπτώσεις της. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι προηγούμενες προσπάθειες της Γερμανίας για την μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα έχουν αναιρεθεί κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Περαιτέρω, η Γερμανία κάλυψε το 45,5% των ενεργειακών αναγκών της πέρυσι από τον άνθρακα, το υψηλότερο επίπεδο από το 2007. Επίσης έχασε πυρηνικές πηγές ενέργειας, όταν, σε αντίδραση προς την πυρηνική καταστροφή τής Fukushima στην Ιαπωνία τον Μάρτιο του 2011, η γερμανική κυβέρνηση έκλεισε οκτώ πυρηνικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Σχεδιάζει να κλείσει τους υπόλοιπους 17 μέχρι το 2022. Κατά συνέπεια, η ηλεκτρική ενέργεια από τα γερμανικά πυρηνικά εργοστάσια έχει μειωθεί στο 15,4% της συνολικής κατανάλωσης από 22,5% το 2010.
Ακόμα κι αν η Γερμανία έχει αυξήσει την χρήση των ανανεώσιμων πηγών για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι ασταθείς πηγές που αυξάνουν τον κίνδυνο μπλακ-άουτ. Η μεταβλητότητα στην παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές μπορεί να αντισταθμιστεί με τον άνθρακα και το φυσικό αέριο, αλλά το αέριο έχει γίνει πάρα πολύ ακριβό σε σχέση με την τιμή τής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται. Αν και το αέριο παράγει περίπου το ήμισυ των εκπομπών σε σύγκριση με τον άνθρακα, οι παραγωγοί δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά να βασίζονται σε αυτό, χωρίς σημαντικές επιδοτήσεις. Χρησιμοποιώντας άνθρακα, οι εταιρείες ενέργειας στην Γερμανία κερδίζουν περίπου 5 ευρώ (6,3 δολάρια) ανά μεγαβατώρα και χάνουν 17 ευρώ (21 δολάρια) ανά μεγαβατώρα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο. Ενώ το μερίδιο της γερμανικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές πλησιάζει το 25%, το υπόλοιπο 75% είναι επαχθές για το περιβάλλον, και η αβεβαιότητα της προμήθειας [καυσίμων] σε συνδυασμό με την πρόθεση να κλείσουν οι πηγές πυρηνικής ενέργειας θα αυξήσουν περαιτέρω την εξάρτηση της Γερμανίας από τον άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
ΑΝΤΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
Εκτός από το να αντιμετωπίζει την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική σταθερότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη, η πρόταση Τουσκ αποτελεί επίσης μια ελάχιστα συγκαλυμμένη αντεπίθεση στους τρέχοντες ενεργειακούς και περιβαλλοντικούς στόχους τής Ευρώπης για φέτος και το 2030.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, η ενεργειακή πολιτική τής ΕΕ βασίζεται σε μια Πράσινη Βίβλο του 2006 [6], η οποία καθορίζει μια στρατηγική για την δημιουργία βιώσιμης, ανταγωνιστικής και ασφαλούς ενέργειας με την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς ενέργειας, και την προώθηση της ενεργειακής αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Το 2007, η ΕΕ ψήφισε νομοθεσία που ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία τής Πράσινης Βίβλου.
Ενώ η ΕΕ αναγνωρίζει ότι η υπέρμετρη εξάρτηση από την Ρωσία ως προμηθευτή φυσικού αερίου είναι ένα από τα μεγαλύτερα ενεργειακά προβλήματα, οι πολιτικές της για την μείωση αυτής της ευπάθειας συνέβαλαν στην υστέρηση της Ευρώπης στην βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και απέτυχαν να μειώσουν τις υψηλές τιμές τής ενέργειας.
Για την μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο, το 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε μέτρα για την ενίσχυση των σχέσεών της με παραγωγικά κράτη, ενίσχυσε την ασφάλεια των καναλιών διέλευσης και επιτάχυνε την ανάπτυξη των ενεργειακών υποδομών, ειδικά των αγωγών. Η αποτελεσματικότητα αυτού του σχεδίου εξαρτάται από το επίπεδο της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών τής ΕΕ και την αποδοχή τους από διάφορες πηγές και προμηθευτές ενέργειας, ιδιαίτερα φυσικού αερίου. Για τον σκοπό αυτό, η πολιτική τής ΕΕ έχει επικεντρωθεί στην διασύνδεση με χώρες τής Βαλτικής, στην κατασκευή ενός νότιου διαδρόμου για την μεταφορά φυσικού αερίου από την Κασπία Θάλασσα και την Μέση Ανατολή, στην κατασκευή τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις παραδόσεις αερίου στα λιμάνια τής Μεσογείου από το Ιράν, την Μέση Ανατολή και την υποσαχάρια Αφρική, και σε ένα ενιαίο δίκτυο από βορρά προς νότο για την μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Εν τω μεταξύ, οι εξελίξεις στην τεχνολογία επιτρέπουν πλέον την μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου σε μεγάλες αποστάσεις, κάτι που δίνει στην ΕΕ πρόσβαση στις προμήθειες φυσικού αερίου από την Αυστραλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά το γεγονός ότι τα μέτρα αυτά μπορούν να παρέχουν μια πιθανή λύση στα ενεργειακά προβλήματα της ΕΕ, δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στις τιμές τής ενέργειας, οι οποίες παραμένουν πολύ υψηλότερες στην Ευρώπη από όσο σε άλλα μέρη τού κόσμου. Βιομηχανικοί και οικιακοί καταναλωτές πληρώνουν διπλάσια για την ηλεκτρική ενέργεια στην ΕΕ, για παράδειγμα, από όσο πληρώνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και η τιμή τού φυσικού αερίου είναι τρεις έως τέσσερις φορές υψηλότερη στην ΕΕ από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Ρωσία. Μεταξύ άλλων, οι δαπάνες αυτές θέτουν την ΕΕ σε σημαντικό συγκριτικό μειονέκτημα για την προσέλκυση επενδυτών στον τομέα τής βιομηχανίας που εξαρτάται από την ενέργεια. Οι υψηλές τιμές τής ευρωπαϊκής ενέργειας αντανακλούν όχι μόνο την εξάρτηση της Ευρώπης από τις υπεράκτιες ενεργειακές προμήθειες από την Αλγερία, τη Νιγηρία, τη Νορβηγία, το Κατάρ και την Ρωσία, αλλά και τις φιλόδοξες και δεσμευτικές συμφωνίες τής ΕΕ όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Με αυτή την έννοια, η οικονομική λογική τής πρότασης Τουσκ για έναν κοινό ευρωπαϊκό αγοραστή φυσικού αερίου είναι απλή: Ένας μεγάλος πελάτης μπορεί να διαπραγματευτεί πολύ καλύτερους όρους με έναν προμηθευτή από όσο δεκάδες μικροί πελάτες μόνοι τους. Μια ενιαία οντότητα σχηματισμένη υπό μια ενεργειακή ένωση θα εξισορροπήσει τις κλίμακες απέναντι στην Gazprom, επιτρέποντας στις δύο πλευρές να διαπραγματευθούν επί ίσοις όροις. Μόλις συμβεί αυτό, η Ευρώπη θα μπορούσε να αρχίσει να σπάει το ρωσικό μονοπώλιο στις προμήθειες φυσικού αερίου και να ανοίξει την ενεργειακή αγορά της στον ελεύθερο ανταγωνισμό.
Αλλά η εφαρμογή τής πρότασής του είναι πολύ πιο περίπλοκη. Ο Τουσκ συγκρίνει την ενεργειακή ένωσή του με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom), έναν οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό όλων των χωρών τής ΕΕ για την αγορά ουρανίου για ευρωπαϊκά εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, βοηθά στις διαπραγματεύσεις με τους προμηθευτές, και διασφαλίζει ότι οι πελάτες έχουν ίση πρόσβαση στις προμήθειες, ενώ σέβονται τις αρχές τής ενεργειακής ασφάλειας. Ωστόσο, είναι πολύ πιο δύσκολη η αγορά φυσικού αερίου με κεντρικό τρόπο. Σε αντίθεση με το ουράνιο, η ποσοτικοποίηση της μελλοντικής ζήτησης για το φυσικό αέριο απαιτεί πολύ πιο περίπλοκους υπολογισμούς, και η ασφάλεια της τακτικότητας της παροχής σε μια ανοικτή αγορά εξαρτάται από την πολύ μεγαλύτερη ευελιξία τής αγοράς.
Αυτές οι εγγενείς δυσκολίες στην δημιουργία μιας ενεργειακής ένωσης δεν είναι λόγοι για να απορριφθεί η πρόταση του Τουσκ. Αλλά ένας κεντρικός μηχανισμός αγορών, που λειτουργεί υπό την εποπτεία τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μπορεί να πετύχει μόνο υπό τρεις προϋποθέσεις. Κατ’ αρχήν, ο μηχανισμός δεν πρέπει να αντικαταστήσει αλλά να λειτουργήσει σε συνεργασία με το εμπόριο της ελεύθερης αγοράς σε εικονικούς κόμβους αερίου. Δεύτερον, ο μηχανισμός πρέπει να διαπραγματεύεται μόνο μακροπρόθεσμα συμβόλαια, τα οποία θα προσδώσουν κάποια διαφάνεια στην μεγάλης μυστικότητας διαδικασία εκπόνησης των συμβάσεων παροχής φυσικού αερίου. Η Gazprom εισάγει συχνά μυστικές ρήτρες στις συμβάσεις με πελάτες της όπως η Γερμανία που υπογράφουν 25ετείς συμφωνίες. Τρίτον, ο μηχανισμός δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις ιδιωτικές ευρωπαϊκές εταιρείες να ανταγωνίζονται για μερίδιο αγοράς, ούτε να θέτει σε κίνδυνο την ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά επιτρέποντας πρόσβαση μόνο σε μεγάλους προμηθευτές ενέργειας.
ΜΙΑ ΤΙΜΗ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Κατά την επίσκεψή του στην Πολωνία νωρίτερα φέτος, ο Günther Oettinger, ο Επίτροπος της ΕΕ για την ενέργεια, έδειξε την υποστήριξή του για την δημιουργία μιας ενεργειακής ένωσης. «Θέλουμε μια ενιαία τιμή φυσικού αερίου στην ευρωπαϊκή κοινή αγορά», δήλωσε ο Oettinger [7], μετά την συνάντησή του με τον Τουσκ. Αναγνωρίζοντας ότι τα κράτη-μέλη τής ΕΕ αγοράζουν σήμερα το ρωσικό φυσικό αέριο με βάση διμερείς συμβάσεις με την Μόσχα και πληρώνουν διαφορετικές τιμές, ο Oettinger είπε ότι οι κοινές αγορές θα βελτιώσουν την διαπραγματευτική δύναμη της ΕΕ, θα μειώσουν τις τιμές και θα αποτρέψουν την Ρωσία από την χρήση των τιμών τού φυσικού αερίου για την προώθηση των πολιτικών στόχων της. «Το παιχνίδι του "divide et impera " [διαίρει και βασίλευε] από την Μόσχα δεν μπορεί να είναι και δεν θα γίνει αποδεκτό από τα κράτη-μέλη τής ΕΕ», είπε.
Επιπλέον, παρ’ όλο που η ΕΕ αντιπροσωπεύει το 80% του συνόλου των εξαγωγών φυσικού αερίου τής Ρωσίας, και η Ρωσία εξαρτάται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για την παραγωγή περίπου των μισών συνολικών εσόδων τού προϋπολογισμού της, θα μπορεί να εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο ως πολιτικό όπλο, αν, στο μέλλον, είναι σε θέση να εξασφαλίσει εναλλακτικές αγορές για τους πόρους της στην Κίνα, στην Ιαπωνία και στην Κορέα, και να αυξήσει την ικανότητά της να μεταφέρει φυσικό αέριο με πλοία.
Η πρόταση του Τουσκ θα προωθήσει επίσης την ταχύτερη διασύνδεση της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου και θα προωθήσει την μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των χωρών τής ΕΕ. Μπορεί επίσης να παρέχει περισσότερη μόχλευση σε ό,τι αφορά στην μεγαλύτερη διαφάνεια στην εφαρμογή ενεργειακών συμφωνιών μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Η ΕΕ πρέπει να υιοθετήσει μια σταθερή στάση επιβάλλοντας την ευθύνη τής Ρωσίας να συμμορφώνεται με τις συμφωνίες της να προμηθεύει φυσικό αέριο στην Ουκρανία, μια ευθύνη που ο Πούτιν φαίνεται να έχει παραμελήσει σκόπιμα κατά την διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών. Περαιτέρω, η Ρωσία δεν πρέπει να χρησιμοποιεί τις διμερείς διαφορές της με την Ουκρανία ως δικαιολογία για να διακόπτει τις παραδόσεις φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Μια επίσημη ενεργειακή ένωση, παρότι ενέχει προκλήσεις, είναι δυνατή. Η Ευρώπη έχει συνάψει παρόμοιες συμφωνίες σε τομείς όπως οι πολιτικές εφοδιασμού πυρηνικών καυσίμων και οι τραπεζικές πολιτικές, παρά τις αρχικές ανησυχίες ότι τέτοιες ρυθμίσεις θα ήταν αδύνατες. Αν μη τι άλλο, η πρόταση του Τουσκ καταφέρνει να επιστήσει την προσοχή σε ένα από τα πιο σοβαρά στρατηγικά προβλήματα της Ευρώπης: Την κυριαρχία τού ρωσικού φυσικού αερίου. Και δεν θα μπορούσε να έρθει σε καλύτερη στιγμή.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/70106/petr-polak/pos-tha-nikithei-o-goliath?page=show
Copyright © 2002-2014 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Σύνδεσμοι:
[1] http://www.ft.com/intl/cms/s/0/91508464-c661-11e3-ba0e-00144feabdc0.html axzz38qBBIR6P
[2] http://blogs.ft.com/nick-butler/2014/04/20/how-secure-is-mr-putin/
[3] http://www.theguardian.com/world/2014/sep/09/europe-dependency-russian-g...
[4] http://www.euractiv.com/sections/energy/eu-wants-same-price-russian-gas-...
[5] http://www.BusinessInfo.cz
[6] http://europa.eu/legislation_summaries/energy/european_energy_policy/l27...
[7] http://www.reuters.com/article/2014/05/02/europe-energy-oettinger-idUSW8...
[1] http://www.ft.com/intl/cms/s/0/91508464-c661-11e3-ba0e-00144feabdc0.html axzz38qBBIR6P
[2] http://blogs.ft.com/nick-butler/2014/04/20/how-secure-is-mr-putin/
[3] http://www.theguardian.com/world/2014/sep/09/europe-dependency-russian-g...
[4] http://www.euractiv.com/sections/energy/eu-wants-same-price-russian-gas-...
[5] http://www.BusinessInfo.cz
[6] http://europa.eu/legislation_summaries/energy/european_energy_policy/l27...
[7] http://www.reuters.com/article/2014/05/02/europe-energy-oettinger-idUSW8...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου