Η νέα κυβέρνηση της Ελλάς υπό τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα –που έχει αναλάβει το πόστο εδώ και μόλις 2 εβδομάδες- είχε μια βόλτα με τρενάκι του τρόμου. Διακήρυξε μονομερώς ότι δεν θα σεβαστεί τη συμφωνία μεταξύ της προηγούμενης κυβέρνησης της Ελλάδας και των πιστωτών της χώρας, ότι θα αυξήσει τις κρατικές δαπάνες και την ίδια στιγμή θα είναι αφερέγγυα. Η απάντηση ήταν προβλέψιμη: η υπόλοιπη ευρωζώνη και ιδίως η ΕΚΤ και η Γερμανία αισθάνθηκαν ότι εκβιάζονται και η ΕΚΤ κατέστησε πιο δύσκολη για τις ελληνικές τράπεζες την πρόσβαση στην ρευστότητά της, ενώ η κυβέρνηση Merkel έχει αφήσει να εννοηθεί ότι μια έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη, θεωρείται διαχειρίσιμη.
Αναμφίβολα, αυτό ήταν μια αναγκαία αλλά ανεπαρκής απάντηση. Ήταν αναγκαία διότι ένα νομισματικό σύστημα δεν μπορεί να λειτουργεί αξιόπιστα εάν ένα μικρό τμήμα της ένωσης μπορεί να κρατά όμηρο τον πυρήνα του συστήματος για λύτρα. Μια χώρα δεν μπορεί μονομερώς να αποφασίζει να αυξάνει τις δαπάνες της εις βάρος άλλων τμημάτων της ένωσης και να ελπίζει να λαμβάνει χρηματοδότηση για αυτό. Δεν μπορεί επίσης να ακυρώνει μονομερώς τις συμφωνίες μεταξύ των προηγούμενων κυβερνήσεων και των ευρωπαϊκών εταίρων.
Ωστόσο, η απάντηση μέχρι τώρα ήταν ανεπαρκής. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει πάρει ισχυρή εντολή για να αλλάξει την πορεία τόσο της εγχώριας οικονομικής πολιτικής όσο και σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με τους εταίρους της. Το να αγνοηθούν αυτές οι εκλογές, δεν είναι επιλογή. Οι Έλληνες χρειάζονται μια ρεαλιστική προοπτική ότι η καθημερινή τους ζωή θα βελτιωθεί. Αυτή η προοπτική δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα παζαριών, μονομερών ενεργειών ή εκβιασμών. Αντιθέτως, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα σοβαρών εσωτερικών ενεργειών και μιας συμφωνίας με τους εταίρους στο Eurogroup. Επομένως ποια είναι τα βασικά συστατικά μιας συμφωνίας;
Πρώτον, η νέα ελληνική κυβέρνηση πρέπει να είναι σοβαρή με τις υποσχέσεις της αναφορικά με την αντιμετώπιση των εσωτερικών προβλημάτων. Όπως το έθεσε ο νέος υπουργός Οικονομικών στη συνέντευξη Τύπου στο Βερολίνο, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς είναι κρίσιμη και δεν μπήκε σε σωστή προτεραιότητα από την προηγούμενη κυβέρνηση. Ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και η επιτυχημένη εφαρμογή του θα έδινε μια τεράστια ώθηση στην αξιοπιστία της νέας κυβέρνησης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ένα πρόγραμμα για να καλυφθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στους επόμενους μήνες. Ένα τέτοιο πρόγραμμα είναι αναγκαίο διότι διαφορετικά η ελληνική κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσει το ΔΝΤ και την ΕΚΤ εγκαίρως ούτε να καλύψει άλλες δαπάνες. Είναι επίσης απαραίτητο να κλείσει το κενό των εσόδων που έχει ανοίξει τους τελευταίους μήνες εξαιτίας μιας κατάρρευσης των πληρωμών φόρων. Η Ελλάδα θα πρέπει να εκπληρώσει τις προϋποθέσεις για να έχει ένα πρόγραμμα, διαφορετικά θα συναντήσει προβλήματα. Ωστόσο, οι όροι θα μπορούσαν να έρθουν χωρίς επίσημη τρόικα.
Τρίτον, οι εταίροι θα πρέπει να συζητήσουν το αίτημα για το πρωτογενές πλεόνασμα. Ένα πολύ χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα θα αύξανε το βάρος για τους φορολογούμενους και αλλού. Αλλά ένα πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο του 4%, δεν είναι ρεαλιστικό. Την ίδια στιγμή, η κοινωνική κατάσταση είναι τρομακτική σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας και σε άλλες χώρες που υποφέρουν από την κρίση. Η ΕΕ θα μπορούσε επομένως να συμφωνήσει σε ένα ειδικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών δυσχερειών, όπου χρειάζεται περισσότερο.
Τέταρτον, το βάρος του χρέους χρειάζεται προσοχή. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή δεν πληρώνει τόκους στο χρέος της. Το 2% που πληρώνει ως τόκο, είναι αντίστοιχο του 1,8% που πληρώνει η Γερμανία και του 2,3% στη Γαλλία. Αυτό το χαμηλό τωρινό επιτόκιο, είναι δυνατό μόνο επειδή οι επίσημοι πιστωτές έχουν επιτρέψει στην Ελλάδα μια οκταετή «ανάπαυλα» προτού πληρώσει τους τόκους. Επομένως δεν είναι δυνατό να μειωθεί το βάρος του χρέους για τον σημερινό ελληνικό προϋπολογισμό.
Είναι δυνατό ωστόσο να αφαιρεθεί η αβεβαιότητα για την αποπληρωμή του χρέους της Ελλάδας που διαμορφώνεται στο 175% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το βασικό υποθετικό σενάριο, η Ελλάδα θα είναι σε θέση να ξεπεράσει με επιτυχία την διαρθρωτική της αδυναμία, η ανάπτυξη να ανακάμψει και η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ θα υποχωρούσε λόγω της αύξησης του επιπέδου του ΑΕΠ. Ωστόσο, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αναπτυχθεί λιγότερο. Αυτή η αβεβαιότητα από μόνη της αποτελεί εμπόδιο για την Ελλάδα διότι οι επενδυτές αποφεύγουν χώρες των οποίων η φερεγγυότητα είναι αβέβαια. Μια λύση θα ήταν να αναπροσαρμόσει τα επίσημα δάνεια με την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης θα πρέπει να το εξετάσουν σοβαρά αυτό. Όχι μόνο θα αφαιρούσε μια μεγάλη αβεβαιότητα για την Ελλάδα, αλλά θα καταργούσε επίσης μια μεγάλη αβεβαιότητα για όλη την Ευρώπη. Μια συμφωνία μπορεί ακόμη να είναι δυνατή, αλλά η ελληνική πλευρά θα πρέπει να κάνει τα περισσότερα βήματα.
Του Guntram B. Wolff
© Copyright Bruegel. Η μετάφραση του κειμένου έγινε από το Capital.gr. Η δημοσίευση της ελληνικής μετάφρασης δεν αποτελεί προϊόν επίσημης συνεργασίας
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.bruegel.org/nc/blog/detail/article/1569-a-new-start-for-greece/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου