Παρά τις αρχικές προβλέψεις ότι το καθεστώς θα κατέρρεε με ταχύτατους ρυθμούς, εντoύτοις σήμερα, 19 μήνες μετά, φαίνεται ότι διατηρεί αξιοθαύμαστη συνοχή αλλά και αποτελεσματικότητα εξανεμίζοντας οποιαδήποτε άμεση προοπτική κατάρρευσης του. Σε περίπτωση όμως κατάρρευσης του η πιθανότητα ενός παρατεταμένου εμφυλίου πολέμου και η δημιουργία χαοτικού περιβάλλοντος, όπως στο γειτονικό Ιράκ μετά της ανατροπή του Σαντάμ Χουσείν, είναι αυξημένη. Επιπλέον, ανατροπή του Άσαντ με παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο θα σηματοδοτήσει γεωπολιτικό κενό στη Μέση Ανατολή, εξέλιξη που θα καταστήσει γόνιμο το έδαφος για την εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων στη Συρία.
Η Τουρκία
Η ανάμειξη της Τουρκίας στη συριακή κρίση έγινε στη βάση δύο παραγόντων: α) ότι η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ θα συντελείτο με ταχύτατους ρυθμούς, οπότε η υποστήριξη που θα παρείχε η Άγκυρα προς την αντιπολίτευση θα μετετρέπετο αυτομάτως σε πολιτική επιρροή με την νέα τάξη πραγμάτων στη Συρία, και β) η υποστήριξη προς τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό, αποτελεί στρατηγική ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ και κατ’ επέκταση η Τουρκία ευελπιστεί ότι θα αναβαθμιστεί ο ρόλος της στη Μέση Ανατολή, αν ανατραπεί ο Άσαντ. Η αντοχή που επιδεικνύει το συριακό καθεστώς σε συνδυασμό με την απουσία προοπτικής διεθνούς επέμβασης, δημιουργεί στρατηγικά αδιέξοδα για την Τουρκία. . Όσο θα περνά ο καιρός και οι αντοχές του Άσαντ θα αποδεικνύονται ισχυρές, η Τουρκία θα επικεντρώνεται περισσότερο στην στρατιωτική αντιμετώπιση του Κουρδικού, το οποίο αναζωπυρώθηκε στο έδαφός της, παρά στην προσπάθεια ανατροπής του συριακού καθεστώτος.
Αυτή η πραγματικότητα ωθεί την τουρκική κυβέρνηση να αυξήσει τα στρατεύματά της στα νότια σύνορα της. Η αναζωπύρωση του Κουρδικού στη Νοτιοανατολική Τουρκία αποτελεί υποπροϊόν της ανάμειξης της Τουρκίας στο συριακό εμφύλιο πόλεμο, η οποία υπαγορεύτηκε από το νεοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό στη Μέση Ανατολή («δόγμα του στρατηγικού βάθους»). Το αποτέλεσμα είναι να βαλτώσει η Τουρκία σε αδιέξοδα, με κίνδυνο για την δικής της εθνική ασφάλεια και εδαφική ακεραιότητα και συνεπώς να οδηγηθεί σε γεωστρατηγική ακύρωση.
Οι ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ, παρά το ότι υποστηρίζουν την ανατροπή του καθεστώτος, εντούτοις δεν μπορούν να επαναλάβουν το εγχείρημα της διεθνούς επέμβασης στην Λιβύη, για μία σειρά από λόγους. Πρώτον, τέτοια απόφαση θα πρέπει να νομιμοποιηθεί μέσα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, κάτι το οποίο δεν μπορεί να επαναληφθεί λόγω αντιδράσεων της Ρωσίας και της Κίνας. Δεύτερον, πολλοί σήμερα στις ΗΠΑ θεωρούν ότι η στρατιωτική εισβολή στο Ιράκ το 2003 υπήρξε ανεπιτυχής, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται απρόθυμοι να επαναλάβουν το ίδιο ρίσκο, γιατί οι συνέπειες θα είναι δυσμενέστατες για την αμερικανική εξωτερική πολιτική. Τρίτον, η ηγεσία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων θεωρεί ότι το στράτευμα είναι ήδη ταλαιπωρημένο από τις αποστολές στη Μέση Ανατολή και μια στρατιωτική επέμβαση στη Συρία θα έχει να αντιμετωπίσει πιο ισχυρή αντίσταση από το συριακό στρατό, απ’ ό,τι στη Λιβύη. Ανασταλτικός παράγοντας,σε σχέση με αυτό είναι και το γεγονός ότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να καταλάβει έδαφος και να δημιουργήσει τη δική του εδαφική βάση ισχύος, όπως έκαναν οι δυνάμεις που πολεμούσαν τον Καντάφι πολύ νωρίς από την έναρξη της κρίσης στη Λιβύη. Τέταρτον, μία διεθνής στρατιωτική επέμβαση στη Συρία πιθανόν, λόγω της αντίστασης που θα έχει να αντιμετωπίσει, θα έχει παρατεταμένο χρονικά χαρακτήρα και λόγω των μακρών σε μήκος της Συρίας με το γειτονικό Ιράκ, το οποίο είναι ήδη βυθισμένο στο χάος, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τα αμερικανικά στρατεύματα να έχουν να αντιμετωπίσουν μία ανεξέλεγκτη κατάσταση από τον Κόλπο μέχρι τη Μεσόγειο. Επιπλέον, σε αυτή την περίπτωση το Ιράν θα γίνει καθοριστικός παράγοντας της κρίσης, αν ληφθεί υπόψη ότι σήμερα είναι το κράτος που έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στα εσωτερικά του Ιράκ. Τέλος, η αμερικανική κοινή γνώμη, σύμφωνα με έρευνες, παρουσιάζεται κουρασμένη από τις αμερικανικές στρατιωτικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή από το 2001 και εντεύθεν και δεν ευνοεί σήμερα τέτοια εγχειρήματα, θεωρώντας ότι τα λάθη στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ δεν θα πρέπει να επαναληφθούν.
Ρωσία – Κίνα
Η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες μέχρι τώρα στηρίζουν το καθεστώς Άσαντ, κάτι που τίς αναβάθμισε διπλωματικά έναντι των ΗΠΑ, έχουν διακριτές ανησυχίες: ναυτικές βάσεις και πηγές ενέργειας αντιστοίχως. Συνεπώς, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι το ευνοϊκό πεδίο δράσης αμφοτέρων των χωρών. Δεν θέλουν να επαναλάβουν το σενάριο της διεθνούς επέμβασης στη Λιβύη και στη Συρία γιατί αυτό θα σημαίνει ακύρωση των πλεονεκτημάτων που απεκόμισαν από το καθεστώς Άσαντ. Μπορεί να μην διατηρούν οποιαδήποτε ιδιαίτερη προτίμηση για τον Άσαντ, όμως προσδοκούν, σε γεωστρατηγικά οφέλη, σε περίπτωση επιβίωσής του.
Ειδικά η Ρωσία θα συνεχίσει να στηρίζει τον Άσαντ ενισχύοντας τη διαπραγματευτική της θέση έναντι των ΗΠΑ. Έχει όμως και εναλλακτικό σχέδιο στην περίπτωση που καταρρεύσει το καθεστώς, όπου η Ρωσία θα θέλει να παραμείνει στο γεωστρατηγικό παιγνίδι. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Μόσχα άρχισε να διαπραγματεύεται με κύκλους της αντιπολίτευσης προκειμένου, όποια και να είναι η έκβαση του εμφυλίου πολέμου, να έχει δύο επιλογές.
Το διεθνές παιγνίδι που παίζεται σήμερα στη Συρία στηρίζεται σε πολύ λεπτές ισορροπίες όπου η μία δύναμη εξουδετερώνει γεωστρατηγικά την άλλη, με αποτέλεσμα καμία να μην έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει καθοριστικά την έκβαση της κρίσης. Ως εκ τούτου, αυτή η γεωστρατηγική αλληλοεξουδετέρωση προκαλεί μία ισορροπία όπου οι εσωτερικοί παράγοντες της κρίσης να μην μπορούν να έχουν καθοριστική εξωτερική βοήθεια και συνεπώς να παρατείνεται χρονικά ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία.
Χρήστος Ιακώβου, Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου