Με την ομιλία του στο Μνημείο των Βετεράνων του Βιετνάμ, ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα σφράγισε την πρόσφατη επέτειο για τα 50 χρόνια από την έναρξη του πολέμου του Βιετνάμ. «Ακόμη και σήμερα», είπε, «οι ιστορικοί δεν έχουν συμφωνήσει ως προς το πότε ακριβώς άρχισε ο πόλεμος. Ωστόσο, αν μια χρονιά ... υπήρξε χαρακτηριστική της διαφοροποίησης στην εμπλοκή μας, αυτή ήταν το 1962». Πρόκειται για αμφιλεγόμενη επιλογή. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη αναμιχθεί ενεργά στην καταπολέμηση της κομμουνιστικής εξέγερσης στο Νότιο Βιετνάμ στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και ακόμη νωρίτερα είχαν υποστηρίξει με εφόδια και χρηματοδότηση την καταδικασμένη σε βέβαιη αποτυχία επιχείρηση των Γάλλων κατά των επαναστατικών δυνάμεων του Χο Τσι Μινχ. Συνήθως οι ιστορικοί χρονολογούν την έναρξη του Β΄ πολέμου της Ινδοκίνας (αυτό που οι Βιετναμέζοι αποκαλούν «Αμερικανικό Πόλεμο») το 1959 ή το 1960.
Παρά ταύτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η στρατιωτική εμπλοκή της Ουάσιγκτον αυξήθηκε αισθητά το 1962, όταν τεράστιος αριθμός αμερικανικών όπλων, μαχητικών αεροπλάνων, ελικοπτέρων και τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού, κατέφθασαν στο Νότιο Βιετνάμ μαζί με χιλιάδες επιπλέον στρατιωτικούς συμβούλους. Εκείνη τη χρονιά ήταν που το Πεντάγωνο δημιούργησε τη Διοίκηση Στρατιωτικής Βοήθειας, τη βιετναμέζικη MACV και τοποθέτησε ως επικεφαλής έναν στρατηγό τριών αστέρων, τον Πολ Χάρκινς.
Οι δημοσιογράφοι της εποχής αντιλήφθηκαν τι συνέβαινε. Με τη φράση «οι ΗΠΑ εμπλέκονται στον πόλεμο του Βιετνάμ» ξεκινούσε το πρωτοσέλιδο άρθρο των New York Times τον Φεβρουάριο. Ο έγκριτος στρατιωτικός ανταποκριτής Χόμερ Μπίγκαρτ υπογράμμιζε την «ολόθερμη και αδιάλλακτη» υποστήριξη της Ουάσιγκτον προς τον πρόεδρο του Νοτίου Βιετνάμ, Νγκο Ντιν Ντιέμ και προέβλεπε ότι οι ΗΠΑ είχαν «μάλλον δεσμευθεί άρρηκτα σε έναν μακρύ και ατελέσφορο πόλεμο». Ο δημοσιογράφος επικαλέστηκε, μάλιστα, τον Αμερικανό γενικό εισαγγελέα Ρόμπερτ Κένεντι, ο οποίος σε επίσκεψή του στη Σαϊγκόν τον ίδιο μήνα είχε υποσχεθεί ότι η χώρα του θα παρέμενε στο πλευρό του Ντιέμ «μέχρι την τελική νίκη».
Αυτή η νίκη δεν ήρθε ποτέ. Αν και πάνω από μισό εκατομμύριο Αμερικανοί στρατιώτες εστάλησαν στο Βιετνάμ από τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον και πάνω από οκτώ εκατομμύρια τόνοι βόμβες της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας έπληξαν το Βιετνάμ, το Λάος και την Καμπότζη από το 1962 ως το 1973, η Ουάσιγκτον δεν πέτυχε τον βασικό της στόχο, που ήταν να διατηρήσει επ’ αόριστον ένα ανεξάρτητο μη κομμουνιστικό καθεστώς στο Νότιο Βιετνάμ. Τον Ιανουάριο του 1973, διαπραγματευτές από τις ΗΠΑ και το Βόρειο Βιετνάμ υπέγραψαν στο Παρίσι συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός. Δύο μήνες αργότερα, τα τελευταία αμερικανικά στρατεύματα εγκατέλειπαν το Νότιο Βιετνάμ. Πολύ σύντομα, τόσο οι Βόρειοι όσο και οι Νότιοι παραβίασαν τη συμφωνία και ξανάρχισε ο πόλεμος σε ευρεία κλίμακα. Στις 29 Απριλίου του 1975 κατέρρευσε η κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ και η χώρα ενοποιήθηκε εκ νέου, υπό κομμουνιστική διακυβέρνηση, με έδρα το Ανόι. Μέχρι τη λήξη των εχθροπραξιών, είχαν χαθεί οι ζωές τριών έως τεσσάρων εκατομμυρίων Βιετναμέζων, εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων της Καμπότζης και του Λάος και άνω των 58.000 Αμερικανών. Σήμερα, ένα πρωτότυπο, καινούργιο βιβλίο της ιστορικού Λιεν-Χανγκ Νγκουγιέν, με τίτλο «Ο Πόλεμος του Ανόι», φωτίζει τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων πίσω από την αδυσώπητη αντίσταση των Βορείων, δίνοντας στους αναγνώστες να καταλάβουν γιατί ο αγώνας κράτησε τόσο πολύ και γιατί τόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ
Εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες, επιστήμονες, δημοσιογράφοι και απομνημονευματογράφοι, επιχείρησαν να ερμηνεύσουν αυτόν τον Β΄ Πόλεμο της Ινδοκίνας: τις απαρχές του, την κλιμάκωσή του, τη μακρά διάρκειά του και την έκβασή του. Οι αμερικανοκεντρικές αφηγήσεις, γραμμένες από Αμερικανούς συγγραφείς, κυριάρχησαν στη σχετική φιλολογία. Πολύ προτού ανοίξουν τα αμερικανικά αρχεία, οι ιστορίες αυτές κατέληξαν σε μια πλατιά, ορθόδοξη άποψη των αιτίων της ήττας, που συμφωνούσαν στα εξής σημεία: πρώτον, η αμερικανική εμπλοκή υπήρξε προϊόν της άγνοιας σχετικά με το Βιετνάμ και μιας εσφαλμένης πίστης στην αποτελεσματικότητα του αμερικανικού στρατού, δεύτερον, οι διαδοχικές κυβερνήσεις του Νοτίου Βιετνάμ μετά το 1954 ήταν αυταρχικές και αντιδημοφιλείς, τρίτον, η Ουάσιγκτον διέπραξε ακολούθως το ολέθριο σφάλμα να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Βιετναμέζων, με την αντίπαλη πλευρά να φορά τον μανδύα της εθνικιστικής νομιμότητας. Αν και ο αμερικανικός στρατός πολέμησε γενναία, ο πόλεμος αυτός δεν θα μπορούσε να έχει νικηφόρο έκβαση για τον απλό λόγο ότι δεν ήταν ποτέ δυνατόν να λήξει με στρατιωτική λύση. Ο πόλεμος αυτός θα έπρεπε να κερδηθεί σε πολιτικό επίπεδο ή να μην κερδηθεί καθόλου.
Στο βιβλίο που εξέδωσε το 1972 με τίτλο «Οι Καλύτεροι και οι Εξυπνότεροι», και το οποίο άσκησε τεράστια επιρροή, ο Ντέιβιντ Χάλμπερσταμ κατέδειξε το πώς η ύβρις και η πεποίθηση ότι η νίκη ήταν αναπόφευκτη, ώθησε τους Αμερικανούς ηγέτες, βήμα-βήμα, στο «τέλμα» του Βιετνάμ. Κάπως έτσι, η Φράνσις Φιτζέραλντ, που την ίδια χρονιά εξέδωσε το βιβλίο της «Φωτιά στη Λίμνη» και κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ, υποστήριξε ότι εντελώς απερίσκεπτα οι Αμερικανοί εισέβαλαν στην ιστορία ενός άλλου λαού, με το πλαίσιο της οποίας η στρατιωτική ισχύς των ΗΠΑ ήταν απολύτως άσχετη. Για τους Χάλμπερσταμ και Φιτζέραλντ, είναι λάθος κάθε συζήτηση για εναλλακτική, πιθανόν αποτελεσματικότερη αμερικανική στρατηγική. Και οι δύο συμφωνούν πως δεν υπήρχε καλύτερη επιλογή.
Άλλες αφηγήσεις της εποχής εκείνης διατηρούν ακόμη την αξία τους, όπως, μεταξύ άλλων, των Χανς Μοργκεντάου, Ντάνιελ Έλσμπεργκ, Πολ Κάτενμπουργκ, Τζότζεφ Μπάτιντζερ, Τζορτζ Χέρινγκ και Μπέρναρντ Φολ. Η ποιότητα αυτών των έργων αποδεικνύει ότι οι ιστορίες που γράφονται τόσο κοντά στα γεγονότα, υπό την προϋπόθεση της προσεκτικής επεξεργασίας, διατηρούν διαχρονικά την αξία τους ακόμη και όταν αρθεί το απόρρητο των αρχικών πηγών και αφού άλλοι ιστορικοί καταπιαστούν με τα ίδια θέματα. [Μια πρόβλεψη: το ίδιο θα συμβεί και με τις πρώτες μελέτες σχετικά με τον πόλεμο στο Ιράκ].
Παρ’ όλα αυτά, οι επιστημονικές μελέτες που εκπονήθηκαν μαζικά στη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνων, έθεσαν υπό αμφισβήτηση τις παλαιότερες ερμηνείες και κατέδειξαν την αβασιμότητα ορισμένων εξ αυτών. Για παράδειγμα, δεν είναι πλέον δυνατόν να γίνεται δεκτός ο ισχυρισμός του Χάλμπερσταμ και του ιστορικού Άρθουρ Σλέσινγκερ τζούνιορ, ότι οι Αμερικανοί ηγέτες βήμα-βήμα έπεφταν τυφλοί μέσα σε βάλτο, μέχρι που μια μέρα βούλιαξαν σε κάτι που κανείς τους δεν επιθυμούσε: έναν επίγειο πόλεμο στην Ασία. Το αντίθετο: τα μάτια τους ήταν ανοιχτά και ως επί το πλείστον αντιλαμβάνονταν τον πιθανό αντίκτυπο των επιλογών τους.
Ούτε από τα αρχεία προκύπτουν ικανές ενδείξεις ύβρεως, τουλάχιστον όσον αφορά τις στρατιωτικές δυνατότητες. Από την αρχή κιόλας, ο πρόεδρος Τζον Κένεντι και ο Τζόνσον, μαζί με τους ανώτατους συμβούλους τους, είχαν μια ζοφερά ρεαλιστική άποψη για τον πόλεμο. Αν και δεν ήταν ειδικοί στην ιστορία και τον πολιτισμό του Βιετνάμ, δεν ήταν εντούτοις αδαείς, όπως τους ήθελε το αντιπολεμικό κίνημα της εποχής. Συνειδητοποίησαν ότι οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν περιορισμένες, ακόμη και με στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Κατ’ ιδίαν (και μόνο κατ’ ιδίαν), παραδέχονταν περιστασιακά το απαγορευμένο: ότι η έκβαση του πολέμου στο Βιετνάμ δεν θα είχε καμιά σπουδαία επίδραση στην ασφάλεια των ΗΠΑ και της Δύσης γενικότερα.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ είχαν δώσει μια υπόσχεση στο Νότιο Βιετνάμ, την οποία οι Κένεντι και Τζόνσον δεν μπορούσαν παρά να τιμήσουν. Ανακάλυψαν αυτό που είχαν δει οι προκάτοχοί τους στον Λευκό Οίκο, καθώς και μια σειρά ηγετών της Γαλλίας, κι αυτό που μετά από αυτούς θα ανακάλυπτε ο πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον: ότι ως προς το Βιετνάμ, η επιλογή μιας λιγότερο άμεσης ανάμιξης, ιδιαίτερα με όρους εσωτερικής πολιτικής, θα ήταν η μόνη ελπίδα ότι τα πράγματα με κάποιον τρόπο θα τέλειωναν καλά ή ότι τουλάχιστον θα παραδίδονταν στον επόμενο που είχε σειρά.
ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Νεότερα μελετήματα θέτουν υπό αμφισβήτηση την παλιά ορθοδοξία και σε άλλα σημεία, επίσης. Το ζήτημα του ποιος από τους εμπολέμους Βιετναμέζους ηγέτες διέθετε τη λαϊκή νομιμοποίηση (ένα από τα πλέον ολισθηρά ζητήματα στην πολιτική επιστήμη), αποδείχθηκε πολύ δυσκολότερο να απαντηθεί στα νεότερα χρόνια, καθώς οι επιστήμονες έθεσαν και πάλι στο μικροσκόπιο την κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ, ιδιαιτέρως την κυβέρνηση Ντιέμ, που ανέβηκε στην εξουσία το 1954. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι ο Ντιέμ υπήρξε ένας ευφυής πατριώτης, ο οποίος διέθετε ένα συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον της χώρας του. Ορισμένοι ρεβιζιονιστές συγγραφείς προχωρούν περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι η νομιμοποίηση του Ντιέμ ως ηγέτη του Βιετνάμ ήταν ισάξια ή και υπερέβαινε ακόμη εκείνη του Χο, και ότι ο Ντιέμ ήταν έτοιμος να καταπνίξει την εξέγερση όταν καθαιρέθηκε και δολοφονήθηκε στη διάρκεια πραξικοπήματος που πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1963 με τις ευλογίες των ΗΠΑ.
Αυτή η αντίληψη προχωρεί πολύ μακριά. Με τον καιρό, τα ελαττώματα του Ντιέμ ως ηγέτη, η ισχυρογνωμοσύνη του, η πολιτική μυωπία και η ροπή του προς την καταστολή, γίνονταν όλο και πιο αισθητά στον βιετναμικό λαό. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι είχαν πλήρη επίγνωση αυτών των αδυναμιών, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν κάποιον καλύτερο. Έτσι, προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και η επιρροή τους υποχωρούσε χρόνο με τον χρόνο, παρά την ολοκληρωτική εξάρτηση του καθεστώτος από την αμερικανική βοήθεια. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η κυβέρνηση Ντιέμ έχανε τον πόλεμο όταν ο επικεφαλής της ανατράπηκε, και αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίον οι Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριξαν το πραξικόπημα.
Όσον αφορά την ύστερη φάση του πολέμου, είναι σήμερα σαφές ότι τα πράγματα βελτιώθηκαν για τις αμερικανικές και τις νοτιοβιετναμικές δυνάμεις μετά την κομμουνιστική επίθεση στο Τετ, το 1968, σε αντίθεση με όσα υποστήριζαν με πρώιμες ιστορικές καταγραφές. Οι δυνάμεις των Βιετκόνγκ αποδεκατίστηκαν και, στους μήνες που ακολούθησαν, ο στρατηγός Κρέιτον Έιμπραμς σημείωσε αδιαμφισβήτητη πρόοδο με τη νέα στρατηγική «εκκαθάρισης και διατήρησης», δηλαδή έλεγχο εδαφών και προστασία των κατοίκων τους, σε σχέση με την προηγούμενη στρατηγική «έρευνας και καταστροφής», που εφάρμοζε ο προκάτοχός του στη MACV, στρατηγός Ουίλιαμ Ουεστμόρλαντ.
Παραμένει, όμως, ασαφές το κατά πόσον είχε διάρκεια αυτή η επιτυχία. Μόλις στην εποχή μας αρχίζουν να εμφανίζονται αναλυτικές και βασισμένες σε αρχεία επιστημονικές μελέτες για τον πόλεμο στον Νότο. Ωστόσο, οι υπάρχουσες ενδείξεις δεν αφήνουν περιθώρια να πιστέψουμε ότι η νίκη ήταν προ των πυλών. Αν μη τι άλλο, παρά τις βαριές απώλειες των Βιετκόνγκ στη διάρκεια του Τετ, οι κομμουνιστές διατήρησαν την επιχειρησιακή ικανότητα να διεξάγουν επιθέσεις εθνικής εμβέλειας και, πράγματι, στη μεγαλύτερη διάρκεια του 1969, το Νότιο Βιετνάμ μαστιζόταν από αλλεπάλληλα «μικρά Τετ». Αν και οι επιθέσεις αυτές ποτέ δεν απείλησαν να ανατρέψουν το καθεστώς της Σαϊγκόν, φανέρωναν ωστόσο ότι οι Βιετκόνγκ εξακολουθούσαν να είναι υπολογίσιμη δύναμη. Το Ανόι ανέκαμψε από την επίθεση στο Τετ αντικαθιστώντας τις νότιες δυνάμεις του με βόρειες. Άνδρες και εφόδια από τον Βορρά συνέχισαν να διεισδύουν στον Νότο.
Λίγοι ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι της εποχής εκείνης πίστευαν ότι η στρατιωτική κατάσταση είχε μόνιμα και αδιαμφισβήτητα κλίνει υπέρ αυτών. Πολύ λιγότεροι, μάλιστα, ήταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι η νίκη ήταν κοντά. Καταλάβαιναν ότι τα κέρδη τους στην ύπαιθρο, την επαύριο του Τετ, ήταν περιορισμένα σε συγκεκριμένες περιοχές και δεν συνεπάγονταν ενίσχυση της λαϊκής στήριξης προς την κυβέρνηση της Σαϊγκόν, η οποία παρέμενε ανίκανη, αυταρχική και διεφθαρμένη. Η μαζική χρήση δύναμης πυρός, που θεωρήθηκε απαραίτητη για την εκκαθάριση και τη διατήρηση εδαφικής επικράτειας, δεν συνέβαλε στο να κερδηθεί η συναίνεση των ανθρώπων. Κατ’ επανάληψη οι αμερικανικές οικονομικές εκθέσεις εξέφραζαν δυσφορία για το γεγονός ότι οι αρχές του Νοτίου Βιετνάμ ήταν ανίκανες να εισπράξουν φόρους, πλην ορισμένων αστικών περιοχών και ότι, κατά συνέπεια, η κυβέρνηση δεν είχε πιθανότητες επιβίωσης χωρίς τη στήριξη της Ουάσιγκτον. Οι κομμουνιστές, εν τω μεταξύ, συνέχιζαν να εισπράττουν φόρους, να ανεφοδιάζονται με τρόφιμα και να επιστρατεύουν φαντάρους. Με άλλα λόγια, να κάνουν όλα όσα οφείλει να είναι ικανή να κάνει μια κυβέρνηση που ελέγχει την επικράτειά της.
Η πολιτική του Βορείου Βιετνάμ σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια του πολέμου είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου «Ο Πόλεμος του Ανόι». Το βιβλίο της Νγκουγιέν βασίζεται σε μια ποικιλία υλικού, δημοσιευμένου και αρχειακού, στη βιετναμέζικη γλώσσα, όχι όμως σε πρακτικά από το Πολιτικό Γραφείο του Βορείου Βιετνάμ ή σε άλλες υψηλού επιπέδου πηγές, οι οποίες παραμένουν διαβαθμισμένες. Το βιβλίο εστιάζει στο πώς η ηγεσία του Βορείου Βιετνάμ χειριζόταν τον πόλεμο και, ειδικότερα, τις διπλωματικές διαπραγματεύσεις από την εποχή της επίθεσης στο Τετ μέχρι την υπογραφή της εκεχειρίας, το 1973. Αναμφισβήτητα, «Ο Πόλεμος του Ανόι» αποτελεί μείζον επίτευγμα και μία από τις πλέον σημαντικές επιστημονικές εργασίες πάνω στην ύστερη και μάλλον υποβαθμισμένη σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας φάση του αγώνα.
Η ΘΕΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΟΪ
Βασικός πρωταγωνιστής στην ιστορία της Νγκουγιέν είναι ο Λε Ντουάν, ηγετική, αν και σκοτεινή, φυσιογνωμία στην ιεραρχία των Βορείων κατά τα τελευταία στάδια του πολέμου. Γεννημένος στο κεντρικό Βιετνάμ, ο Λε Ντουάν ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του πολεμώντας τους Γάλλους στα χρόνια που προηγήθηκαν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Νγκουγιέν ακολουθεί τα βήματά του κατά τη σταδιακή άνοδό του στην ιεραρχία του Κομμουνιστικού Κόμματος καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50. Η εικόνα που αναδύεται είναι ενός καταρτισμένου και ανηλεούς γραφειοκράτη πολεμιστή, με κοσμοαντίληψη και στρατηγικές θέσεις που σφυρηλατήθηκαν στο καμίνι του Α΄ Πολέμου της Ινδοκίνας, του ανθρώπου που στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60, μαζί με τον πιστό του σύμμαχο Λε Ντουκ Θο, κατατρόπωσε όποιον απειλούσε την εξουσία του.
Σημαντική είναι η συμβολή του βιβλίου της Νγκουγιέν στην αποκάλυψη της σφοδρότητας των εσωτερικών διαμαχών μεταξύ σκληροπυρηνικών, όπως ο Λε Ντουάν και ο Λε Ντουκ Θο, που επιθυμούσαν επιθετική στρατηγική «ολοκληρωτικού πολέμου» στον Νότο, και μετριοπαθών, με βασικούς εκπροσώπους τον Χο και τον Βο Νγκουγιέν Γκιαπ, που τάσσονταν υπέρ της στρατηγικής «πρώτα ο Βορράς», με προτεραιότητα στην παγίωση του ελέγχου του κομμουνιστικού κόμματος στον Βορρά και την επανένωση της χώρας, χωρίς πόλεμο μεγάλης κλίμακας. Μετά τη ρήξη των σινο-σοβιετικών σχέσεων και την εξάπλωση της εξέγερσης στο Νότιο Βιετνάμ στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το σχίσμα αποτυπώθηκε στις αντιτιθέμενες παρατάξεις που παρουσιάζει η Νγκουγιέν: οι σκληροπυρηνικοί χρησιμοποιούσαν τις αντιιμπεριαλιστικές παραινέσεις του Μάο Τσετούνγκ για να προωθήσουν τις θέσεις τους ενώ οι μετριοπαθείς υιοθέτησαν τις εκκλήσεις του Νικίτα Χρουστσόφ για «ειρηνική συνύπαρξη».
Η ιστορικός δεν εξηγεί ακριβώς το πώς και το πότε ο Λε Ντουάν σταθεροποίησε την εξουσία του, αναμφίβολα λόγω των προφανών εμποδίων υπό τα οποία εργάστηκε: είναι πολύ δύσκολο να καταλήξεις σε οριστικά συμπεράσματα για τις διαμάχες στους κόλπους του Πολιτικού Γραφείου, χωρίς πρόσβαση στα αρχεία του. Σε ποικίλες περιστάσεις η Νγκουγιέν αναγκάζεται να υποθέσει ότι ο Λε Ντουάν «θα πρέπει»να είχε σκεφτεί αυτό ή «μάλλον» ήθελε να κάνει το άλλο. Το βιβλίο της αναφέρεται στην «ανάληψη της εξουσίας» από τον Λε Ντουάν το 1960, αλλά με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, ο Λε Ντουάν δεν απέκτησε τον πλήρη έλεγχο πριν από τα μέσα της δεκαετίας. Ακόμη και τότε, όμως, η εξουσία μετατοπιζόταν από τη μια παράταξη στην άλλη, κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της σύγκρουσης. Όσο για τον Χο, έναν περιέργως περιθωριακό χαρακτήρα του βιβλίου, έπαψε να είναι κεντρικό πρόσωπο στην πολιτική σκηνή στο Ανόι του τέλους της δεκαετίας του ’50, αλλά συνέχισε για μερικά χρόνια μετά να υπηρετεί παρασκηνιακά στα άδυτα της εξουσίας και να παίζει σημαντικό διπλωματικό ρόλο απέναντι στο Πεκίνο και τη Μόσχα. Η Νγκουγιέν δέχεται αυτήν την άποψη αλλά δεν την αναπτύσσει περαιτέρω.
Ίσως κάποιος θα περίμενε από τη συγγραφέα να εξηγήσει περισσότερο τους συχνούς ισχυρισμούς της ότι ο Λε Ντουάν είχε την πρόθεση να διεξαγάγει «ολοκληρωτικό πόλεμο» και να τα «παίξει όλα για όλα» στο Νότιο Βιετνάμ. Αντιθέτως, όμως, είναι μάλλον σαφές ότι και οι δύο παρατάξεις στο Ανόι πάντοτε ευελπιστούσαν ν’ αποφύγουν -ει δυνατόν- τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Όταν μετά τα μέσα του 1959 ενέτειναν τη στρατιωτική εμπλοκή τους, το έπραξαν με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε ν’ αποφύγουν κλιμάκωση των επιχειρήσεων από αμερικανικής πλευράς. Τον Απρίλιο του 1965, όταν ήταν σε εξέλιξη η αμερικανοποίηση του πολέμου, ο Λαϊκός Στρατός του Βιετνάμ διατηρούσε στον Νότο τέσσερα συντάγματα, που αριθμούσαν περίπου 6.000 άνδρες. Πρόκειται, βεβαίως, για υπολογίσιμη δύναμη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση «ολοκληρωτικού πολέμου».
Το βιβλίο, ωστόσο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς τη βασική κατευθυντήρια γραμμή του Ανόι. Οι ηγέτες του Βορείου Βιετνάμ, όσο κι αν είχαν διαφωνίες ως προς τη στρατηγική ή την τακτική, είχαν απολύτως ενιαία αντιμετώπιση όσον αφορά τη δέσμευσή τους για επανένωση της χώρας υπό τον έλεγχό τους, με οποιοδήποτε τίμημα. Κατά συνέπεια, παρότι η Νγκουγιέν δεν κάνει εκτενή αναφορά στην αμερικανική και νοτιοβιετναμική πολιτική των αρχών της δεκαετίας του ’60, η αφήγησή της δεν αφήνει πολλά περιθώρια να πιστέψουμε ότι οι στρατηγιστές της Ουάσιγκτον βρήκαν οποιαδήποτε «ρωγμή» στο Ανόι, όσο κι αν προσπάθησαν.
Ο «Πόλεμος του Ανόι» συμβάλλει τα μέγιστα στην κατανόηση -από πλευράς των ιστορικών- του σχεδιασμού και της εκτέλεσης της επίθεσης του Τετ. Η Νγκουγιέν παρακολουθεί τη διαδικασία με την οποία ο Λε Ντουάν κατέληξε να διατάξει τη μαζική και συντονισμένη επίθεση στις πόλεις του Νοτίου Βιετνάμ, μέσω της οποίας σκόπευε να καταγάγει συντριπτικό πλήγμα κατά του στρατού της Δημοκρατίας του Βιετνάμ και να ξεσηκώσει τον λαό, ωθώντας τον σε ανατροπή της κυβέρνησης Θιέου, με έδρα τη Σαϊγκόν. Η συγγραφέας παρουσιάζει το πώς ο Λε Ντουάν χρειάστηκε να κάμψει τις σφοδρές αντιρρήσεις του Γκιαπ, ο οποίος πίστευε ότι οι επαναστατικές δυνάμεις δεν ήταν ακόμη έτοιμες να εξαπολύσουν μια επίθεση τόσο μεγάλης κλίμακας. (Όταν ο Γκιαπ συνειδητοποίησε ότι η γνώμη του δεν θα εισακουστεί, αυτοεξορίστηκε στην Ουγγαρία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας).
Αλλά και ο Χο είχε ταχθεί εναντίον μιας μεγάλης εφόδου σε αστικές περιοχές καθώς επίσης και οι Κινέζοι, οι οποίοι έβλεπαν σε μια επιχείρηση τέτοιας τάξης μεγέθους την αποκήρυξη της στρατηγικής του Μάο, που προέβλεπε παρατεταμένη και μικρής κλίμακας σύρραξη. Οι Κινέζοι φοβούνταν, εξάλλου, και την ενίσχυση της εξάρτησης του Βορείου Βιετνάμ από τη σοβιετική βοήθεια και τα σοβιετικά όπλα, πράγμα που βεβαίως θα υπέσκαπτε τη δική τους επιρροή στο Ανόι. Η στρατηγικός ελιγμός του Λε Ντουάν για μια αποφασιστική νίκη απέτυχε. Ο λαός δεν εξεγέρθηκε και η κυβέρνηση της Σαϊγκόν επιβίωσε ενώ οι δικές του δυνάμεις υπέστησαν τεράστιες απώλειες στο πεδίο της μάχης. Εντούτοις, ο ίδιος διατηρήθηκε στην εξουσία. Και απέναντι στους σκεπτικιστές συναδέλφους του, που εμφανίζονταν αναστατωμένοι από τη στρατιωτική ήττα, ο Λε Ντουάν μπορούσε να αντιτάξει ότι πέτυχε ένα σημαντικό πολιτικό αποτέλεσμα: η επίθεση στο Τετ έστρεψε την αμερικανική κοινή γνώμη κατά του πολέμου και στέρησε την εξουσία από τον Τζόνσον.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θα συμφωνούσαν με τον Λε Ντουάν ότι η επίθεση στο Τετ υπήρξε μεγάλη πολιτική ήττα για τις ΗΠΑ. Εκ των υστέρων, δυσκολεύεται κανείς να τη χαρακτηρίσει διαφορετικά. Όπως, ωστόσο, ευφυώς επισημαίνει η Νγκουγιέν, το Τετ δεν λειτούργησε ως αποφασιστική καμπή της αμερικανικής πολιτικής στον βαθμό που θα αναμενόταν, επειδή η επελθούσα κυβέρνηση Νίξον ανέτρεψε τις προσπάθειες που ο Τζόνσον κατέβαλε το 1968 να περισταλεί η κλιμάκωση της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Όπως ο Λε Ντουάν και ο Λε Ντουκ Θο», έτσι και ο Νίξον με τον σύμβουλό του επί θεμάτων ασφαλείας Χένρι Κίσινγκερ, «είχαν την πεποίθηση ότι θα επετύγχαναν εκεί που οι προκάτοχοί τους είχαν αποτύχει». Η συγγραφέας εκθέτει λεπτομερώς το πώς οι δύο άνδρες έθεσαν σε εφαρμογή μια στρατηγική τριών σημείων για να ξανακερδίσουν τη στρατιωτική, διπλωματική και εσωτερική πρωτοβουλία στο Βιετνάμ.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΝΙΚΗ
Η Νγκουγιέν κάνει εξίσου διεισδυτικές παρατηρήσεις όσον αφορά τη χάραξη στρατηγικής από πλευράς του Βορείου Βιετνάμ το 1972, φωτίζοντας τη μέθοδο με την οποία ο Νίξον πραγματοποίησε άνοιγμα προς την Κίνα και επεδίωξε την εκτόνωση της έντασης στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Και οι δύο αυτές κινήσεις προκάλεσαν αμηχανία στην ηγεσία του Ανόι. Αυτές οι επιλογές των ΗΠΑ ώθησαν τους Βορειοβιετναμέζους να επιχειρήσουν τη φιλόδοξη, αλλά μόνο μερικώς επιτυχημένη «επίθεση του Πάσχα». Το Ανόι κέρδισε μεν κάποια εδάφη, έστω και λίγα, αλλά δεν κατόρθωσε να ανατρέψει τον Θιέου ούτε μετέβαλε τη συνολική στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων.
Όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το 1968 και εν τέλει κατέληξαν στις ειρηνευτικές συμφωνίες του Παρισιού τον Ιανουάριο του 1973, η Νγκουγιέν αποσαφηνίζει διεξοδικά τους διαπραγματευτικούς ελιγμούς των Βορείων. Η συγγραφέας καταδεικνύει το πώς οι πικρές αναμνήσεις από τη Διάσκεψη της Γενεύης το 1954 που σφράγισαν τη λήξη του Α΄ Πολέμου της Ινδοκίνας και δίχασαν το Βιετνάμ, άσκησαν ισχυρή επίδραση στον Λε Ντουάν και τους συναδέλφους του. Το 1954, η κυβέρνηση του Χο ενέδωσε σε πιέσεις που της ασκήθηκαν από το Πεκίνο και τη Μόσχα, προκειμένου ν’ αποδεχθεί μια συμφωνία που καταστρατηγούσε την ενδεδειγμένη ισορροπία στρατιωτικών δυνάμεων. Το 1972, οι διαπραγματευτές από το Ανόι ήταν αποφασισμένοι ν’ αποφύγουν μια τέτοια εξέλιξη και να καθορίσουν οι ίδιοι την ακολουθητέα πολιτική. (Η Νγκουγιέν θα έπρεπε να υπογραμμίσει ότι οι αναμνήσεις τους ήταν επιλεκτικές: στις αρχές του 1954, ο Χο και ο Γκιαπ είχαν τους λόγους τους να θέλουν τον συμβιβασμό. Ο στρατός τους ήταν ρημαγμένος και εξαντλημένος. Τους ανησυχούσε, επίσης, η πιθανότητα αμερικανικής στρατιωτικής επέμβασης, σε περίπτωση κατάρρευσης των συνομιλιών). Οι Βορειοβιετναμέζοι είχαν μόνο μερικώς επιτύχει να διατηρήσουν την αυτονομία τους, καθώς τόσο οι Κινέζοι όσο και οι Σοβιετικοί τούς πίεζαν και πάλι κατ’ ιδίαν να «τα βρουν» με την Ουάσιγκτον.
Η μελέτη της Νγκουγιέν εκθέτει λεπτομερώς τις συναρπαστικές διακυμάνσεις στις «δύσκολες» σινο-σοβιετικές σχέσεις, που λειτουργούσαν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά για τους ηγέτες του Βορείου Βιετνάμ. Οι τελευταίοι ήταν ειδικοί στο να στρέφουν τον έναν προστάτη εναντίον του άλλου, αλλά κατά περιόδους περιθωριοποιούνταν, χάνοντας την προστασία και των δύο. Σκιαγραφώντας αυτές τις σχέσεις, η μελέτη της Νγκουγιέν ανταποκρίνεται στον αυτοπροσδιορισμό της ως «διεθνής ιστορία του πολέμου για την ειρήνευση του Βιετνάμ». Εντούτοις, ο υπότιτλος αυτός προϋποθέτει ένα βιβλίο με ευρύτερο πεδίο από εκείνο που δίνει η Νγκουγιέν. Παρά το γεγονός ότι η εισαγωγή υπόσχεται προσεκτικό χειρισμό στο ζήτημα του Νοτίου Βιετνάμ και των ηγετών του, η κυβέρνηση της Σαϊγκόν αναδύεται ως βασικός παράγων μόνο προς το τέλος του δράματος. Ομοίως, η Νγκουγιέν θα έπρεπε ίσως να κάνει μια πληρέστερη αξιολόγηση της δημοτικότητας της κυβέρνησης ή της ευρύτερης δυναμικής κράτους-κοινωνίας στον Νότο.
Αφηγούμενη την αμερικανική οπτική γωνία της ιστορίας, η Νγκουγιέν βασίζεται κυρίως σε δημοσιευμένες πηγές, στις οποίες περιλαμβάνεται η εξαίρετη σειρά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Foreign Relations of the United States και ένας επιλεγμένος αριθμός σημαντικών δευτερευουσών αφηγήσεων. Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι ερμηνείες της για τις πολιτικές του Νίξον και του Κίσινγκερ ακολουθούν τα χνάρια προηγούμενων ιστορικών καταγραφών.
Γι’ αυτόν τον λόγο, εν μέρει, είναι αμφίβολο αν αυτό το βιβλίο θα μεταβάλει ριζικά τον εξελισσόμενο στις ΗΠΑ δημόσιο διάλογο σχετικά με τον πόλεμο. Όπως και οι κομμουνιστικές πηγές στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, εργασίες σαν αυτή της Νγκουγιέν που επικεντρώνονται στους Βιετναμέζους επαναστάτες, ενισχύουν τους αναλυτές να συνεχίζουν με την ίδια επιχειρηματολογία (όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους αρχικά οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στο Βιετνάμ, γιατί αποφάσισαν να διεξαγάγουν πόλεμο μεγάλης κλίμακας εκεί και τελικά γιατί απέτυχαν στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα ανεξάρτητο μη κομμουνιστικό Νότιο Βιετνάμ), αν και σε ένα επίπεδο πιο εξεζητημένο.
Γι’ αυτόν τον λόγο, εν μέρει, είναι αμφίβολο αν αυτό το βιβλίο θα μεταβάλει ριζικά τον εξελισσόμενο στις ΗΠΑ δημόσιο διάλογο σχετικά με τον πόλεμο. Όπως και οι κομμουνιστικές πηγές στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, εργασίες σαν αυτή της Νγκουγιέν που επικεντρώνονται στους Βιετναμέζους επαναστάτες, ενισχύουν τους αναλυτές να συνεχίζουν με την ίδια επιχειρηματολογία (όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους αρχικά οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στο Βιετνάμ, γιατί αποφάσισαν να διεξαγάγουν πόλεμο μεγάλης κλίμακας εκεί και τελικά γιατί απέτυχαν στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα ανεξάρτητο μη κομμουνιστικό Νότιο Βιετνάμ), αν και σε ένα επίπεδο πιο εξεζητημένο.
Ως εκ τούτου, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι «Ο Πόλεμος του Ανόι» αφήνει στενά περιθώρια για ρεβιζιονιστικές αναλύσεις της σύγκρουσης, ενώ εξακολουθεί να διατηρεί τις βασικές ορθόδοξες θέσεις. Η Νγκουγιέν ξεκαθαρίζει ότι οι πολιτικοί του Ανόι έχουν ευθύνη για κακούς υπολογισμούς, εσωτερικές διχογνωμίες και, όπως συμβαίνει στις απανταχού πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες, για καριερισμό και -σε ένα βαθμό- για επιδίωξη προσωπικών συμφερόντων. Η συγγραφέας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η ηγεσία αντιμετώπισε περιόδους μεγάλης έντασης και αβεβαιότητας, κυρίως μετά την επίθεση στο Τετ, και σε διάφορες περιπτώσεις αντιμετώπισε σημαντικά ηθικά προβλήματα, τόσο με τις ένοπλες δυνάμεις όσο και με τις λαϊκές τάξεις του Βορρά, αλλά και με τη δυσαρέσκεια στους κόλπους της διανόησης.
Ωστόσο, τίποτα εν τέλει σ’ αυτό το βιβλίο δεν απειλεί να κλονίσει την επικρατούσα άποψη ότι οι ΗΠΑ και οι Νοτιοβιετναμέζοι σύμμαχοί τους δεν είχαν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας σ’ αυτόν τον πόλεμο. Η σκληροτράχηλη φύση των αντιπάλων τους, η πεισματική επιμονή τους και η πολεμική τους ικανότητα, ήταν από τη αρχή ως το τέλος αξιοσημείωτες, εξίσου εντυπωσιακές με κάθε εμπλεκόμενο σε σύγχρονες πολεμικές αναμετρήσεις. Η κυβέρνηση της Σαϊγκόν, εξάλλου, εξαρχής καταδυναστευόταν από τρία βασικά μειονεκτήματα, που με καμιά αμερικανική βοήθεια δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν: χαμηλό επίπεδο επαγγελματικού στρατού, ενδημική διαφθορά και ανεπαρκή λαϊκή υποστήριξη.
Πράγματι, η ανάμιξη της Ουάσιγκτον ήταν μέρος του προβλήματος, επειδή έθεσε στους μη κομμουνιστές εθνικιστές του Νότου ένα εξωφρενικό δίλημμα: δεν μπορούσαν να νικήσουν χωρίς τους Αμερικανούς αλλά ούτε και με αυτούς. Η μαζική αμερικανική βοήθεια ήταν ουσιώδης για την καταστολή της εξέγερσης αλλά ακύρωσε κάθε ελπίδα για εξασφάλιση ευρείας λαϊκής αποδοχής. Ο Μπούι Ντιέμ, πρώην πρεσβευτής του Νοτίου Βιετνάμ στις ΗΠΑ, θα έγραφε αργότερα σχετικά: «Παγιδευμένοι ανάμεσα σ’ αυτές τις ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, οι εθνικιστές του Βιετνάμ αντιμετώπισαν σειρά επικίνδυνων καταστάσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις υποχρεώθηκαν να επιλέξουν μεταξύ δυσάρεστων λύσεων και είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά δεν είχαν καν τη δυνατότητα επιλογής. Επειδή διακυβευόταν η επιβίωσή τους, αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε δυσάρεστους συμβιβασμούς, που λίγο-λίγο υπέσκαψαν τη νομιμότητά τους».
Ίσως αυτό εξηγεί το γιατί, όταν έφθασε η στιγμή της αλήθειας, η πλειοψηφία των αξιωματικών, των στρατιωτών και των απλών ανθρώπων δεν θέλησε να υπερασπιστεί το Νότιο Βιετνάμ μέχρι τέλους. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του στρατηγού Τσάο Βαν Βιέν, του τελευταίου αρχηγού του στρατού του Νοτίου Βιετνάμ, προς το τέλος «όλο το έθνος έδινε την εικόνα ενός σάπιου φρούτου, έτοιμου να πέσει στο πρώτο αεράκι».
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69188/fredrik-logevall/ti-pragmatika-synebi-sto-bietnam?page=show
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου