Υπήρξαν πολλά νέα για τη Συρία την τελευταία –περίπου- εβδομάδα. Μέλη της ένοπλης αντιπολίτευσης της Συρίας κατέλαβαν την αεροπορική βάση al Jarrah στην επαρχία Χαλέπι, ενώ οι αντάρτες και οι κυβερνητικές δυνάμεις ήταν απασχολημένες σε μια μάχη στην ανατολική πλευρά της Δαμασκού, που κατά μία έννοια (μαζί με άλλα ξεσπάσματα βίας στη συριακή πρωτεύουσα) φαίνεται ότι είναι ένα πρελούδιο του συριακού «end game». Ακριβώς πριν από αυτό, ο πρόεδρος του Εθνικού Συνασπισμού των Δυνάμεων της Αντιπολίτευσης της Συρίας, Mouaz al Khatib, δήλωσε πως είναι έτοιμος για συνομιλίες με εκπροσώπους του καθεστώτος Assad, μια δήλωση που ακολουθήθηκε από συναντήσεις με τους υπουργούς Εξωτερικών της Ρωσίας και του Ιράν στο Μόναχο. Δεν φαίνεται ότι ο Εθνικός Συνασπισμός είναι ακριβώς τέτοιος, και είναι ασαφές ποιών ηγείται ο al Khatib από τη στιγμή που άλλα τμήματα της αντιπολίτευσης έσπευσαν να διαψεύσουν κατηγορηματικά την προθυμία τους για τέτοιου είδους συνομιλίες με την κυβέρνηση. Αυτές οι εξελίξεις έρχονται καθώς ο ρυθμός με τον οποίο οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη Συρία έχει αυξηθεί σημαντικά. Υπάρχουν τώρα 374.000 πρόσφυγες στην Ιορδανία, 180.000 έχουν καταφύγει στο Λίβανο, περίπου 185.000 Σύριοι στην Τουρκία, 90.000 έχουν εκτοπιστεί στο Ιράκ, και 16.000 στην Αίγυπτο. Με άλλα λόγια, περίπου το 4% του πληθυσμού της Συρίας. Ας μην ξεχνάμε ότι κάπου εκεί γύρω, 70.000 Σύριοι έχουν χάσει τη ζωή τους στον εμφύλιο πόλεμο. Θα πρέπει να περιμένουμε ότι ο αριθμός των προσφύγων και των θανάτων θα αυξηθεί.
Οι παρατηρητές φαίνεται να τα έχουν χαμένα σχετικά με το τι θα μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση στη Συρία. Μέχρι πρόσφατα, υπήρχαν ακόμη άστοχες ελπίδες για μια διπλωματική λύση, τις οποίες συνεχίζει η αξιοθρήνητη αποστολή του απεσταλμένου των Ηνωμένων Εθνών, Lakhdar Brahimi. Υπήρχαν επίσης προσδοκίες ότι οι άνθρωποι γύρω από τον Bashar al Assad, ιδιαίτερα οι επικεφαλής για την ασφάλειά του, θα τον ανέτρεπαν με αντάλλαγμα ένα ρόλο στη «νέα Συρία». Πιο πρόσφατα, κάθε νίκη της αντιπολίτευσης στα πεδία της μάχης, κάθε μάχη στη Δαμασκό ή κοντά της, κάθε αξιωματούχος που αυτομολεί αποτελούσε, σύμφωνα με τους δημοσιογράφους, μια δελεαστική ένδειξη της «διάβρωσης» στον πυρήνα του καθεστώτος του Assad. Είναι αλήθεια ότι ο συνδυασμός της ανικανότητας και της πίεσης από τις δυνάμεις των ανταρτών έχει καταφέρει ένα σημαντικό πλήγμα στις κυβερνητικές δυνάμεις, αλλά ο συριακός στρατός δεν φαίνεται να έχει χάσει τη βούληση ή την ικανότητά του να πολεμήσει. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι οι άτακτες δυνάμεις, όπως η shabiha, οι ταξιαρχίες της Χεζμπολάχ και τμήματα της Ιρανικής Επαναστατικής Φρουράς, συμμετέχουν σε αυτό τον αγώνα που διακυβεύονται πολλά. Εκτός από τους ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να αγωνίζονται, εάν όχι για τον ίδιο τον Bashar, τότε για τα συμφέροντά τους που είναι συνδεδεμένα με το καθεστώς του οποίου ηγείται ο Σύριος πρόεδρος, η Δαμασκός έχει δύο πλεονεκτήματα: 1) η αντιπολίτευση δεν έχει παρουσιαστεί ως μια αξιόπιστη εναλλακτική έναντι του Assad, και αυτό το ξέρει ο τελευταίος. Όταν ο Lakhdar Brahimi ανέφερε το ενδεχόμενο μετάβασης (της εξουσίας) στο Σύριο ηγέτη, αυτός φέρεται να δήλωσε: «σε ποιόν;», γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο απεσταλμένος του ΟΗΕ δεν είχε τίποτα, 2) επειδή η αντιπολίτευση δεν είναι αξιόπιστη, δεν υπάρχει διεθνής συναίνεση για το τι πρέπει να γίνει στη Συρία.
Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι νέο, αλλά είναι μάλλον ένας μακρύς δρόμος μέχρι να ξαναέρθει η πρόσφατη συζήτηση για το ότι «πρέπει να εξοπλίσουμε τους Συρίους», που βρίσκεται σε εξέλιξη στο εσωτερικό της Ουάσιγκτον. Οι πρόσφατες αποκαλύψεις ότι η πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Hillary Clinton, ο ντροπιασμένος πρώην διευθυντή της CIA, David Patreaus, ο υπουργός Άμυνας Leon Panetta και ο πρόεδρος των Αρχηγών του Γενικού Αμυντικού Επιτελείου Martin Dempsey «υποστήριζαν εννοιολογικά» όλοι τους –κάτι που στην Ουάσιγκτον σημαίνει ότι υποστηρίζουμε μια τακτική ακόμη και εάν έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για αυτή- τον εξοπλισμό της εξέγερσης της Συρίας, έχουν δώσει νέες ελπίδες στους υποστηρικτές της παρέμβασης. Η Washington Post κατηγόρησε τον πρόεδρο Obama ότι παρακάμπτει την ομάδα εθνικής ασφάλειας. Η Post, οι Γερουσιαστές John McCain και Lindsay Graham, και κάποιοι πολιτικοί αναλυτές έχουν ένα ισχυρό επιχείρημα για την παροχή όπλων στους Σύριους αντάρτες, με ηθική και στρατηγική βάση, αν και έχουν την τάση να συγχέουν το δίκαιον του αγώνα τους με τη βεβαιότητα του αποτελέσματος. Παρόλα αυτά, υπάρχει ένας λόγος που η υποστήριξη της Clinton και των υπολοίπων για μια πιο ισχυρή πολιτική στη Συρία ήταν «εννοιολογική». Προσφάτως, ένας πρώην υψηλόβαθμος κυβερνητικός αξιωματούχος –ο οποίος διαφωνεί πλήρως με τις προ-παρέμβασης (με επιφυλάξεις) απόψεις μου- συνόψισε το συριακό δίλημμα αρκετά καλά όταν τόνισε με έμφαση, «η παρέμβαση δημιουργεί προβλήματα και η μη παρέμβαση δημιουργεί άλλα προβλήματα». Επομένως η πολιτική θα πρέπει να καθοδηγείται από το ποια προβλήματα μπορεί η Ουάσιγκτον να επιλύσει, να διαχειριστεί ή αλλιώς να ζήσει μαζί τους.
Σαφώς, ο πρόεδρος Obama έχει αποφασίσει ότι οποιαδήποτε προβλήματα θα πρέπει να αντιμετωπίσει η Ουάσιγκτον ως αποτέλεσμα της αδράνειάς της στη Συρία, ωχριούν σε σχέση με αυτά που συνδέονται από το να πάρει το μέρος κάποιου σε έναν εμφύλιο πόλεμο που δεν είναι δικός της. Αυτό δεν αποτελεί τρομερή έκπληξη για έναν πρόεδρο ο οποίος αγωνίστηκε για να ανακουφιστεί η Ουάσιγκτον από τα φορτία των ξένων πολέμων και παρεμβάσεων, κάτι που σαφώς είχε απήχηση σε πολλούς Αμερικανούς τον περασμένο Νοέμβριο. Ωστόσο, είναι απίθανο να λήξει η συζήτηση για τη Συρία, ιδίως όσο οι ποταμοί αίματος συνεχίζουν να ρέουν. Εξάλλου, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ισχυριστούν με αξιοπιστία ότι είναι στο πλευρό αυτών που ζητούν ελευθερία ή ότι είναι ένας παράγοντας περιφερειακής σταθερότητας εάν παραμένει στο περιθώριο όσο η Συρία φλέγεται.
Του Steven A. Cook
Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο εδώ:http://blogs.cfr.org/cook/2013/02/15/syrian-dilemmas-neither-freedom-nor-stability/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου