Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Το παράδειγμα του Μεξικό Μετασχηματισμός στην κοινωνία, την οικονομία και τη διοίκηση

Τέσσερις τόνοι κοκαΐνης που κατασχέθηκαν από τις αμερικανικές αρχές στα ανοιχτά των ακτών της Καλιφόρνιας. Τριανταπέντε πτώματα πεταμένα μέρα μεσημέρι στην άκρη του πολυσύχναστου αυτοκινητοδρόμου της Βέρα Κρουζ. Επίθεση ενόπλων σε πάρτι γενεθλίων στη Σιουδάδ Χουάρες με 14 νεκρούς, εκ των οποίων πολλοί έφηβοι. Τραγωδίες σαν αυτές, όλες μέσα στα τελευταία δύο χρόνια και με εκτεταμένη κάλυψη από τα ΜΜΕ, είναι συνηθισμένες σήμερα στο Μεξικό. Έγκριτοι δημοσιογραφικοί οργανισμοί και αναλυτές στη χώρα εκτιμούν ότι στη διάρκεια της εξαετούς θητείας του τελευταίου προέδρου του Μεξικού, Φελίπε Καλντερόν, περισσότεροι από 60.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε βίαια επεισόδια σχετιζόμενα με τη διακίνηση ναρκωτικών. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, ο αριθμός αυτός ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες ακόμη. Τα ποσοστά εγκληματικότητας στο Μεξικό είναι από τα χειρότερα στο δυτικό ημισφαίριο. Σύμφωνα με την ετήσια δημοσκόπηση με την ονομασία Latinobarómetro, πάνω από το 40% των Μεξικανών αναφέρουν ότι οι ίδιοι ή μέλη της οικογένειάς τους έχουν -κάποια στιγμή της περυσινής χρονιάς- πέσει θύματα εγκληματικής ενέργειας.
Ο νέος πρόεδρος του Μεξικό Ενρίκε Πένα Νιέτο χειρονομεί στο συνέδριο του κόμματός του. Ο αγώνας του κατά της διαφθοράς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Handout/Reuters

Ωστόσο, πίσω από τα ανησυχητικά πρωτοσέλιδα, κρύβεται ένα άλλο πιο ευοίωνο Μεξικό, αυτό που βρίσκεται σε διαδικασία κοινωνικού, πολιτικού και οικονομικού μετασχηματισμού. Ναι, το Μεξικό εξακολουθεί να δέχεται σοβαρές απειλές κατά της ασφάλειάς του, αλλά επίσης προωθεί μια διεθνώς ανταγωνιστική αγορά, μια αναπτυσσόμενη μεσαία τάξη και μια αυξανόμενης επιρροής δημοκρατική εκλογική βάση. Επιπλέον, οι δεσμοί του Μεξικού με τις ΗΠΑ μεταβάλλονται. Τα κοινά συμφέροντα των δύο χωρών στους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας και της ασφάλειας, καθώς και στο ζήτημα της ύπαρξης πολυάριθμης κοινότητας εκατομμυρίων μικτών οικογενειών, έχουν καταστήσει την πορεία προόδου του Μεξικού πολύ σημαντική για τον βόρειο γείτονά της.

Στο μεγαλύτερο διάστημα του περασμένου αιώνα, οι σχέσεις ΗΠΑ-Μεξικού κρατήθηκαν σε απόσταση ασφαλείας. Όμως, η κατάσταση αυτή άρχισε ν’ αλλάζει κατά τη δεκαετία του 1980 και, ακόμη περισσότερο, μετά το Βορειοαμερικανικό Σύμφωνο Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA) του 1994, με το οποίο προωθήθηκαν περαιτέρω οι διμερείς οικονομικές δεσμεύσεις και η συνεργασία. Η μετάβαση του Μεξικού στη δημοκρατία συνέτεινε στο να καμφθούν οι επιφυλάξεις ορισμένων σκεπτικιστών στην Ουάσιγκτον. Βεβαίως, απαιτούνται νέες διμερείς πολιτικές, ιδιαιτέρως για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας προσώπων και εμπορευμάτων μέσω των συνόρων των δύο χωρών. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό: οι ΗΠΑ θα πρέπει ν’ αρχίσουν να βλέπουν το Μεξικό ως εταίρο και όχι ως πρόβλημα.
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Πριν από τρεις δεκαετίες, το Μεξικό είχε μια εσωστρεφή οικονομία, στην οποία κυριαρχούσε το πετρέλαιο. Το Θεσμικό Επαναστατικό Κόμμα (PRI), που κυβέρνησε τη χώρα επί 71 χρόνια, κράτησε σε ασφυκτικό κλοιό την οικονομία και τη χώρα συνολικά. Οι προερχόμενοι από αυτό το κόμμα πρόεδροι προστάτευσαν τις εγχώριες βιομηχανίες με υψηλούς δασμούς, γενναιόδωρες εγχώριες επιδοτήσεις και ποσοστώσεις στις εξαγωγές και στην παραγωγή. Αυτές οι πολιτικές περιόρισαν το εμπόριο του Μεξικού στο εξής σχήμα: εισαγωγές, κυρίως μηχανημάτων, χημικών προϊόντων και μετάλλων - εξαγωγές πετρελαίου (τρία στα τέσσερα δολάρια εξαγομένων προϊόντων). Οι κρατικές επιχειρήσεις έλεγχαν μια πλειάδα τομέων της οικονομίας, όπως τις τηλεπικοινωνίες, τη ζάχαρη, τις αερογραμμές, τα ξενοδοχεία, τον χάλυβα και την κλωστοϋφαντουργία. Αυτά τα επιχορηγούμενα από το κράτος μονοπώλια έδιναν δουλειά σε πάνω από ένα εκατομμύριο Μεξικανούς, καθώς επίσης και πολιτική προστασία σε κομματικούς αξιωματούχους και συνδικαλιστικές ηγεσίες. Όμως, συνέθλιψαν την οικονομία της χώρας με υπερτιμημένα προϊόντα, αναποτελεσματικές πολιτικές και διαφθορά, προκαλώντας επανειλημμένους κλυδωνισμούς.
Σήμερα το Μεξικό έχει απομακρυνθεί από αυτό το ασταθές παρελθόν και έχει γίνει μια από τις πιο ανοιχτές και παγκοσμιοποιημένες οικονομίες. Έχει συνάψει σύμφωνα ελεύθερου εμπορίου με περισσότερες από 40 χώρες. Το εμπόριο της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ (ένας χρήσιμος δείκτης της ανοιχτής οικονομίας) είναι στο 65%. Αντίστοιχα, στην Κίνα είναι 59%, στις ΗΠΑ 32%, στη Βραζιλία 25%. Η οικονομία του Μεξικού δεν είναι πια εξαρτημένη από το πετρέλαιο και στις εξαγωγές της χώρας κυριαρχεί η βιομηχανία, κυρίως αυτοκινήτων, ηλεκτρονικών υπολογιστών και ηλεκτρικών συσκευών. Η μετάβαση από τα βασικά αγαθά και τη γεωργία στις υπηρεσίες και τη μεταποίηση, έχει εκτοξεύσει τη χώρα προς τα εμπρός, με αποτέλεσμα το Μεξικό να έχει ξεπεράσει άλλες χώρες με αναδυόμενες αγορές, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Ρωσία, στην υλοποίηση αυτής της οικονομικής μετάβασης.
Αυτές οι θεμελιώδεις αλλαγές ξεκίνησαν το 1982, την εποχή έναρξης της κρίσης χρέους της Λατινικής Αμερικής. Υπό το βάρος της ανόδου των επιτοκίων και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου, η μεξικανική κυβέρνηση διέκοψε τις πληρωμές ξένων υποχρεώσεων ύψους 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων, κυρίως προς αμερικανικές εμπορικές τράπεζες. Η οικονομική κρίση που επακολούθησε, έπληξε περαιτέρω την οικονομία και τη διαβίωση εκατομμυρίων ανθρώπων. Υποχρέωσε, όμως, και την κυβέρνηση να σχεδιάσει δραστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Ο πρόεδρος Μιγκέλ ντε λα Μαντρίντ ηγήθηκε της προσπάθειας μετά το 1982, προβαίνοντας σε μείωση των δημοσίων δαπανών, περικοπή των επιδοτήσεων και υπογραφή της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (πρόδρομος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου), με την οποία το Μεξικό δεσμεύθηκε να μειώσει τους δασμούς και τους περιορισμούς στο εμπόριο. Ο διάδοχος του ντε λα Μαντρίντ, Κάρλος Σαλίνας, υπήρξε ακόμη πιο δυναμικός. Διέλυσε το παραδοσιακό σύστημα κοινοτικής γαιοκτησίας (ejido), ιδιωτικοποίησε εκατοντάδες δημόσιες επιχειρήσεις και διαπραγματεύθηκε με τις ΗΠΑ και τον Καναδά τη NAFTA, μια συνθήκη που, στην εποχή της, ήταν η πιο ολοκληρωμένη και φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στον κόσμο.
Αυτές οι πολιτικές βοήθησαν, βεβαίως, αλλά το 1994 το Μεξικό σκόνταψε και πάλι. Το υπερτιμημένο πέσο, ο αδύναμος τραπεζικός τομέας, η συρρίκνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων και οι αυξημένες προεκλογικές δαπάνες του PRI, προκάλεσαν και πάλι οικονομικό αδιέξοδο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το πέσο έχασε τη μισή αξία του, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 7%, ο πληθωρισμός σκαρφάλωσε σε τριψήφιο αριθμό και πάνω από ένα εκατομμύριο Μεξικανοί έχασαν τη δουλειά τους. Ευτυχώς, χάρη στην ασφάλεια των εμπορικών συναλλαγών που εξασφάλιζε η NAFTA, και χάρη στις παλαιότερες μεταρρυθμίσεις με τις οποίες είχε επιτευχθεί το άνοιγμα της οικονομίας, η ύφεση υπήρξε σχετικά σύντομη και η ανάκαμψη επανήλθε το 1996. Και κάτι ακόμη καλύτερο: το Μεξικό καθιέρωσε ένα ισχυρό σύστημα δημοσιονομικής διοίκησης, στο οποίο συμπεριέλαβε μια ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα με βασική αποστολή τη συγκράτηση του πληθωρισμού, και ένα υπουργείο Οικονομικών δεσμευμένο στην εξισορρόπηση του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
Ο συνδυασμός του υποτιμημένου νομίσματος και της μόνιμης -μέσω NAFTA- πρόσβασης στη μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά του κόσμου, έκανε τις μεξικανικές επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές στο εξωτερικό και οδήγησε σε μια έκρηξη της παραγωγής και τετραπλασιασμό των εξαγωγών, κατά την περίοδο των ετών 1990 - 2000. Βιομηχανίες που κατασκεύαζαν ανταλλακτικά αυτοκινήτων, ηλεκτρονικά και είδη ένδυσης, αύξησαν κατά 800.000 τις θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα ν’ ανέβει πολύ πάνω από ένα εκατομμύριο ο συνολικός αριθμός των βιομηχανικών εργατών. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν ραγδαία και, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, έφθασαν στον ετήσιο μέσο όρο των 11 δισ. δολαρίων.
Εκείνα τα χρόνια πραγματοποιήθηκαν και άλλες μεταβολές στην οικονομία. Περίπου δύο εκατομμύρια αγρότες έμειναν χωρίς δουλειά, καθώς η μικρής κλίμακας αγροτική δραστηριότητα κατέστη ασύμφορη μπροστά στις επιδοτούμενες αγροτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ. Αυτή είναι μια από τις σκληρές επιπτώσεις της NAFTA. Αποτελεί, όμως, τάση κοινή σε πολλές βιομηχανοποιούμενες οικονομίες, στις οποίες η μεταποίηση και οι υπηρεσίες υποκαθιστούν τον αγροτικό τομέα και γίνονται πυλώνες της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης. Επιπλέον, η σημασία του πετρελαίου για την οικονομία μειώθηκε αισθητά. Βεβαίως, το πετρέλαιο εξακολουθεί να χρηματοδοτεί σχεδόν το ένα τρίτο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, αλλά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, μειώθηκε στο 6% περίπου, από το μέγιστο 20%, που ήταν το 1981.
ΟΙ ΜΕΣΑΙΟΙ ΤΟΥ ΜΕΞΙΚΟΥ
Αυτές τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις συνόδευσαν και σημαντικές κοινωνικές αλλαγές και ιδιαίτερα η άνοδος της μεσαίας τάξης. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η μεσαία τάξη του Μεξικού εκπροσωπούσε περί το ένα τρίτο του πληθυσμού, χάρη στα μέτρα που είχε λάβει το κυβερνών κόμμα για πρόσβαση στην εκπαίδευση και επέκταση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα. Όμως, η οικονομική κρίση του 1982 και οι συνακόλουθες μεταρρυθμίσεις του τέλους της δεκαετίας του 1980 και των αρχών της δεκαετίας του 1990, έπληξαν την κρατικοδίαιτη μεσαία τάξη, λόγω της περικοπής θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα και της μείωσης των κρατικών επιδοτήσεων και της εν γένει γενναιοδωρίας του δημοσίου.
Ταυτόχρονα, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας διαφοροποιημένης μεσαίας τάξης, λιγότερο εξαρτημένης από το κυβερνών κόμμα PRI. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία της οικονομικής σταθερότητας βελτιώθηκε η ζωή πολλών Μεξικανών, των οποίων οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις δεν υπέστησαν τις παλαιότερες επανειλημμένες καταστροφές, λόγω οικονομικών κρίσεων. Η NAFTA πέτυχε να αυξήσει τις επενδύσεις στην οικονομία, αλλά και να μειώσει το κόστος για τον μέσο Μεξικανό. Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Ανάπτυξη και το Περιβάλλον του Πανεπιστημίου Tufts, η NAFTA επέφερε πτώση κατά 50% στις τιμές των βασικών αγαθών στο Μεξικό, επιτρέποντας παράλληλα αυξήσεις στους μισθούς, πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Επιπλέον, η αυξημένη πρόσβαση των Μεξικανών στον δανεισμό έδωσε τη δυνατότητα σε εκατομμύρια πολίτες να αγοράσουν δικό τους σπίτι και να ξεκινήσουν ή να επεκτείνουν μια δική τους επιχείρηση.
Επομένως, σήμερα το Μεξικό είναι χώρα με κυρίαρχη τη μεσαία τάξη. Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι περίπου το 95% του μεξικανικού πληθυσμού ανήκει στη μεσαία ή στην ανώτερη τάξη. Ο ΟΟΣΑ τοποθετεί επίσης τον μεξικανικό πληθυσμό στα ανώτερα στρώματα, κάνοντας λόγο για μεσαία τάξη σε ποσοστό 50% και για ανώτερη τάξη σε ποσοστό 35% επί του συνολικού πληθυσμού. Ακόμη και με τις πλέον αυστηρές μετρήσεις, με αντιπαραβολή των εισοδημάτων και της πρόσβασης στην περίθαλψη, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση, τη στέγαση και τα τρόφιμα, γίνεται φανερό ότι ένα ποσοστό μόλις πάνω από το 45% των Μεξικανών θεωρούνται φτωχοί, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδόν το 55% δεν είναι.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, πάνω από τα τρία τέταρτα των Μεξικανών κατοικούν σε πόλεις, καθώς η ανερχόμενη μεσαία τάξη αποτελεί αναμφισβήτητα ένα αστικό φαινόμενο. Οι ανήκοντες στη μεσαία τάξη Μεξικανοί της εποχής μας είναι πολύ λιγότερο εξαρτημένοι από το κράτος σε σύγκριση με τους γονείς τους, δεδομένου ότι η πλειοψηφία τους εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Τα συνήθη επαγγέλματα που ασκούν είναι λογιστές, δικηγόροι, μηχανικοί, επιχειρηματίες, ειδικευμένοι βιομηχανικοί εργάτες, οδηγοί ταξί ή μεσαίου επιπέδου στελέχη στους ανερχόμενους τομείς των υπηρεσιών και της μεταποίησης.
Επιπλέον, στο εργατικό δυναμικό του Μεξικού περιλαμβάνονται περισσότερες γυναίκες από οποτεδήποτε στο παρελθόν. Σήμερα το 40-50% των Μεξικανών γυναικών εργάζονται. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με εκείνο προ 30 χρόνων. Αν και, σε σύγκριση με πολλές άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, τα μεξικανικά νοικοκυριά με διπλό εισόδημα είναι λιγότερα, εντούτοις απαντώνται ολοένα και συχνότερα. Η τάση αυτή σχετίζεται με την αλλαγή στο μέσο μέγεθος της οικογένειας, πράγμα που επέτρεψε στις γυναίκες ν’ ακολουθήσουν δική τους επαγγελματική σταδιοδρομία. Στη δεκαετία του 1970, η τυπική μεξικανική οικογένεια είχε επτά παιδιά. Σήμερα, οι περισσότερες Μεξικανές δεν γεννούν πάνω από δύο παιδιά, ακολουθούν δηλαδή τον μέσο όρο της τυπικής αμερικανικής οικογένειας. Τα παιδιά των Μεξικανών απασχολούνται πολύ περισσότερες ώρες στο σχολείο, σε σύγκριση με το παρελθόν. Το 1990, τα περισσότερα παιδιά σταματούσαν τη φοίτηση στο δημοτικό σχολείο. Σήμερα, η πλειοψηφία παραμένει στην εκπαίδευση μέχρι και το λύκειο.
Η αύξηση του αριθμού των Μεξικανών με υψηλότερα εισοδήματα οδηγεί και σε αύξηση της κατανάλωσης. Δεδομένου ότι το ετήσιο ατομικό εισόδημα των πολιτών της μεσαίας τάξης εκτιμάται κάπου ανάμεσα στα 7.000 και στα 85.000 δολάρια, γίνεται φανερό ότι τα μεξικανικά νοικοκυριά κερδίζουν τόσα ώστε να μπορούν ν’ αγοράσουν σύγχρονες συσκευές, όπως ψυγείο, τηλεόραση και πλυντήριο. Περίπου το 80% του συνόλου των Μεξικανών διαθέτει κινητό τηλέφωνο, ενώ οι μισοί είναι ιδιοκτήτες αυτοκινήτου και σχεδόν το ένα τρίτο διαθέτει υπολογιστή. Μπορεί τα ΜΜΕ να παρουσιάζουν το Μεξικό σαν πεδίο μάχης εγκληματικών οργανώσεων, αλλά η χώρα είναι σε θέση να υπερηφανεύεται για την μεσαίου εισοδήματος αναδυόμενη οικονομία της αγοράς που πλέον διαθέτει.
ΟΧΙ ΤΟ PRI ΤΩΝ ΓΟΝΙΩΝ ΣΑΣ
Με την αλλαγή της οικονομίας και της κοινωνίας, άλλαξε και η πολιτική στο Μεξικό. Εδώ και δεκαετίες, το PRI διατηρούσε τον πολιτικό έλεγχο μέσω αυτού που ο Περουβιανός συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα αποκάλεσε «τέλεια δικτατορία»: εξαγορά ψήφων, σύμπλευση της αντιπολίτευσης, πάταξη των αντιφρονούντων. Οι σπόροι της δημοκρατίας φυτεύτηκαν στη δεκαετία του 1980, όταν οι ψηφοφόροι, απογοητευμένοι από την καθεστηκυία τάξη, άρχισαν να υποστηρίζουν υποψηφίους της αντιπολίτευσης στις περιφερειακές εκλογές. Η πολιτική αλλαγή επιταχύνθηκε μετά την οικονομική κρίση του 1994, όταν κλιμακώθηκε η δυσαρέσκεια προς το καθεστώς. Η κυριαρχία του PRI υπέστη περαιτέρω καθίζηση μετά την εκλογική μεταρρύθμιση του 1996, που κατέστησε δυσκολότερη την εκλογική νοθεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ανερχόμενη μεσαία τάξη εγκατέλειψε εντελώς το PRI, πρώτα στις εκλογές του 1997 για την ανανέωση του Κογκρέσου και ύστερα στις προεδρικές εκλογές του 2000, επιλέγοντας τον Βισέντε Φοξ, του Κόμματος Εθνικής Δράσης.
Το 2012, οι ψηφοφόροι, ανήσυχοι από την κάμψη στον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και τον ατελείωτο κύκλο βίας γύρω από τα ναρκωτικά, έδωσαν και πάλι την εκτελεστική εξουσία στο PRI. Ορισμένοι μίλησαν για ταφόπλακα στη δημοκρατία του Μεξικού. Είναι αλήθεια ότι στην κυβέρνηση του προέδρου Ενρίκε Πένια Νιέτο περιλαμβάνονται και πολιτικοί της παλιάς φρουράς, γνωστοί για τα μη δημοκρατικά φρονήματά τους. Όμως, το πολιτικό σύστημα του Μεξικού έχει αλλάξει από την εποχή που το PRI κατείχε και πάλι την εξουσία. Τόσο το νομοθετικό όσο και το δικαστικό σώμα αποτελούν αντίβαρο στην προεδρική εξουσία. Άλλοτε, η πλειοψηφία των βουλευτών του PRI ήταν μόνιμη στο Κογκρέσο και η αμφισβήτηση των προεδρικών διαταγμάτων ήταν φαινόμενο σπανιότατο. Σήμερα, το PRI διαθέτει σχετική και όχι απόλυτη πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα, πράγμα που σημαίνει ότι το κυβερνών κόμμα οφείλει να διαπραγματεύεται με την αντιπολίτευση για να ψηφίζει τους νόμους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελεί τον έτερο παράγοντα ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας. Τον παλιό καιρό, οι δικαστές ευλογούσαν κάθε νόμο που έπεφτε στα χέρια τους. Όμως, χάρη στη γενική αναμόρφωση της δικαιοσύνης που υλοποίησε ο πρόεδρος Ερνέστο Ζεντίλο στα μέσα της δεκαετίας του 1990, το δικαστήριο έγινε ένας ανεξάρτητος και τελικός κριτής για πολλά επίμαχα ζητήματα. Τα δικαστήρια έχουν αποφανθεί για ποικίλα ζητήματα, όπως η συνταγματικότητα των νέων νόμων, η εκλογική νομοθεσία και η υπαγωγή των στρατοδικείων στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια ήταν, επίσης, εκείνα που το 2006 ανέτρεψαν τον ψηφισμένο από το Κογκρέσο αμφιλεγόμενο νόμο «Televisa», με τον οποίο εξασφαλιζόταν η συνέχιση της απόλυτης κυριαρχίας δύο μόνο τηλεοπτικών δικτύων στην αγορά των ΜΜΕ της χώρας.
Από το 2000 και μετά, η εξουσία αποκεντρώθηκε σταδιακά και μεταβιβάστηκε στις περιφέρειες. Άλλοτε, ο πρόεδρος μπορούσε να απολύσει τους μισούς κυβερνήτες του Μεξικού χωρίς καμία αντίδραση, όπως έκανε ο Σαλίνας στη διάρκεια της θητείας του, από το 1988 έως το 1994. Σήμερα, οι πολιτείες και οι εκλεγμένοι ηγέτες τους γίνονται όλο και πιο ανεξάρτητοι, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Ορισμένοι εκφράζουν επιφυλάξεις μήπως η αποκέντρωση ενισχύσει τον τοπικό αυταρχισμό, αλλά στην πραγματικότητα η αποκέντρωση αποτρέπει την επάνοδο του παλιού πολιτικού μοντέλου. Επειδή τα περιφερειακά στελέχη είναι σήμερα πιο αυτόνομα, μπορούν να υψώνουν το ανάστημά τους απέναντι στους ομοσπονδιακούς πολιτικούς.
Άλλες εξελίξεις, ιδιαίτερα η εξάπλωση του ανεξάρτητου τύπου, έχουν εμπλουτίσει περισσότερο τη δημοκρατία στο Μεξικό. Πριν από μερικές δεκαετίες, αν η ηγεσία του PRI ήταν δυσαρεστημένη από την κάλυψη της ειδησεογραφίας, μπορούσε στην κυριολεξία να αναστείλει τις εκδόσεις, επειδή το κόμμα διατηρούσε το μονοπώλιο του δημοσιογραφικού χαρτιού. Ωστόσο, μετά τις οικονομικές κρίσεις και τη συρρίκνωση της πολιτικής του εξουσίας, ο έλεγχος του PRI στα ΜΜΕ χαλάρωσε. Το Μεξικό έχει σήμερα έναν ζωντανό και σθεναρά ανεξάρτητο τύπο, όπου πρωταγωνιστούν οι εκδόσεις El Universal, Reforma και La Jornada. Χάρη στη διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στην πληροφόρηση, που είναι σήμερα διαθέσιμη στο κοινό με βάση τον νόμο του 2002 για την ελευθερία της πληροφορίας, οι οργανώσεις της μεξικανικής κοινωνίας πολιτών αλλά και οι πολίτες-ψηφοφόροι, μπορούν να ασκούν κριτική και να καταγγέλλουν τους διεφθαρμένους γραφειοκράτες και πολιτικούς. Οχυρωμένη πίσω από τέτοιες βασικές αρχές, όπως τον έλεγχο που εγγυάται ο ανεξάρτητος τύπος, και την εξισορρόπηση που προσφέρει η κοινωνία των πολιτών, η δημοκρατία στο Μεξικό φαίνεται πως ήρθε για να μείνει.
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Εντούτοις, υπάρχουν πολλά προβλήματα που ανακόπτουν την πορεία του Μεξικού. Το Μέξικο Σίτι δεν έχει κάνει όσα θα έπρεπε για να σπάσει τα μονοπώλια και τα ολιγοπώλια που φρενάρουν την ανάπτυξη της χώρας. Αντιθέτως, σε κάποιες περιπτώσεις, τα έχει ενισχύσει. Εκτός από τον έλεγχο που διατηρεί το κράτος στον τομέα της ενέργειας, μόλις μια ή ελάχιστες εταιρείες εξακολουθούν να κυριαρχούν στην παραγωγή αγαθών όπως το τσιμέντο, το γυαλί, τα αναψυκτικά, το αλεύρι, η ζάχαρη, το ψωμί. Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι τα μονοπώλια αυτά αυξάνουν το βασικό κόστος διαβίωσης των μεξικανικών οικογενειών κατά 40% περίπου. Η κυβέρνηση Πένια Νιέτο έχει υποσχεθεί το άνοιγμα του ενεργειακού τομέα και κάποια πρώτα βήματα έχουν γίνει από τις ρυθμιστικές αρχές και το Ανώτατο Δικαστήριο κατά της συγκέντρωσης οικονομικής ισχύος αυτής της μορφής. Ωστόσο, πολλά ακόμη πρέπει να γίνουν για να ομαλοποιηθεί ο οικονομικός στίβος.
Οι χαμηλής στάθμης υποδομές υποσκάπτουν επίσης την πρόοδο του Μεξικού. Από τους δρόμους του, μόνο το ένα τρίτο είναι ασφαλτοστρωμένοι, ενώ οι σιδηρόδρομοι, τα λιμάνια και τα αεροδρόμια δεν ανταποκρίνονται στις αυξημένες ανάγκες της χώρας. Η κατάσταση αυτή δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα. Παρά τις υποσχέσεις διαδοχικών κυβερνήσεων και ηγετικών στελεχών του PRI αλλά και της αντιπολίτευσης, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι οι δημόσιες δαπάνες στη χώρα κυμαίνονται μόλις στο ήμισυ των όσων απαιτούνται για τη συντήρηση και μόνο του βασικού δικτύου μεταφορών, και όχι για τις απαραίτητες αναβαθμίσεις. Παλαιότερα σχέδια για αύξηση των δαπανών είχαν αποτύχει, πρώτον γιατί δεν υπήρχε γραφειοκρατία με τεχνικές γνώσεις, ικανή ν’ αναλάβει και να υλοποιήσει τα σχετικά προγράμματα, και ύστερα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ως αποτέλεσμα, αν και στην ετήσια Έκθεση για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, το Μεξικό εμφανίζει πρόοδο ως προς τη λήψη μέτρων που διευκολύνουν τη χρηματοδότηση και την τεχνολογία, παραμένει στάσιμο ως προς την κατάταξή του στον τομέα των υποδομών.
Το εκπαιδευτικό σύστημα στο Μεξικό είναι, επίσης, κατώτερο των περιστάσεων. Ναι μεν τα παιδιά έχουν πλέον πιο μακροχρόνια παραμονή στο σχολείο, αλλά μάλλον δεν αξιοποιούν σωστά τον χρόνο τους. Στα τεστ του Διεθνούς Προγράμματος Αξιολόγησης Μαθητών, με το οποίο ο ΟΟΣΑ ερευνά τις ακαδημαϊκές επιδόσεις στις χώρες-μέλη του, οι μαθητές του Μεξικού κατατάσσονται στη χαμηλότερη θέση, σε σύγκριση με κάθε άλλη χώρα, στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες. Οι εργοδότες και οι πτυχιούχοι διαμαρτύρονται για την αναντιστοιχία ανάμεσα στην κατάρτιση και τις επαγγελματικές ευκαιρίες: πολλοί πολιτικοί επιστήμονες, για παράδειγμα, και λίγοι μηχανικοί. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Ένωσης Πανεπιστημίων του Μεξικού και των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, το 40% των Μεξικανών πτυχιούχων ανωτάτων σχολών της τελευταίας δεκαετίας είναι σήμερα άνεργοι ή εργάζονται σε άλλον τομέα από εκείνον τον οποίο σπούδασαν. Το Μεξικό θα πρέπει να αναπτύξει ένα κατάλληλα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό, εάν θέλει να εξασφαλίσει τη μελλοντική ευημερία του.
Ακόμη πιο επείγον είναι το ζήτημα της αντιμετώπισης της εγκληματικότητας στο Μεξικό. Εκβιασμοί, απαγωγές και κλοπές, για να μην αναφέρουμε τις εκτεταμένες βίαιες επιθέσεις και τις δολοφονίες, πλήττουν την οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, εκείνων, δηλαδή, που στις περισσότερες οικονομίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν ιδιωτική ασφάλεια. Η βία αποθαρρύνει τις εγχώριες και τις ξένες επενδύσεις, αποτρέπει την ίδρυση νέων εργοστασίων, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και να τονώσουν τις τοπικές οικονομίες. Εκτιμήσεις της μεξικανικής κυβέρνησης αλλά και επενδυτών του ιδιωτικού τομέα, όπως η J.P. Morgan, φανερώνουν ότι η ανασφάλεια ψαλιδίζει πάνω από το 1% του ΑΕΠ της χώρας, σε ετήσια βάση.
Τραυματισμένο από τη διαφθορά και την ατιμωρησία, το κράτος δεν κατορθώνει να παρέχει τη στοιχειώδη ασφάλεια σε πολλούς πολίτες. Σε πολλά μέρη της χώρας λείπει η αποτελεσματική αστυνομική δύναμη και το αξιόπιστο δικαστικό σύστημα. Νέα μέσα, όπως ο νόμος για την ελευθερία της πληροφορίας και η αυξημένη κάλυψη από τον τύπο, συνέβαλαν στην αποκάλυψη αδικιών. Ωστόσο, η χρήση αυτών των ελευθεριών συχνά γίνεται με σπασμωδικό τρόπο, κυρίως σε πολιτειακό και σε τοπικό επίπεδο, όπου αντιδρούν οι πολιτικοί και τα κατεστημένα συμφέροντα. Μέχρι τώρα ελάχιστες εξόφθαλμες περιπτώσεις έχουν επιτυχώς παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη. Η ισχύουσα στο Μεξικό απαγόρευση επανεκλογής κάθε αξιωματούχου, από τον δήμαρχο μέχρι τον πρόεδρο, κάνει τους πολιτικούς να αναλώνονται στο να γίνονται ευχάριστοι στους ηγέτες των κομμάτων (για να πετύχουν τον διορισμό τους σε κάποια άλλη θέση), παρά στο να υπηρετούν τους εκλογείς τους. Ηγετικές προσωπικότητες της κοινωνίας των πολιτών έχουν ζητήσει αναθεώρηση του συντάγματος, αλλά οι μέχρι τώρα προσπάθειές τους έχουν αποτύχει.
Τα τελευταία χρόνια, η Πόλη του Μεξικού έχει λάβει ορισμένα διορθωτικά μέτρα, με αποτέλεσμα τα ποσοστά της βίας να παρουσιάζουν κάμψη σε επικίνδυνα μέρη όπως η Σιουδάδ Χουάρες, και σταθεροποίηση σε εθνικό επίπεδο. Εντούτοις, η διαδικασία για την εκ βάθρων μεταρρύθμιση της επιβολής του νόμου και της δικαιοσύνης στο Μεξικό, είναι ακόμη σε εξέλιξη. Η χώρα θα πρέπει να βελτιώσει την εκπαίδευση στον χώρο της αστυνομίας και να επεκτείνει τις μεταρρυθμίσεις πέρα από το εθνικό επίπεδο, ώστε να έχει απτά αποτελέσματα και στο πολιτειακό -αλλά και στο τοπικό- επίπεδο. Θα πρέπει, επίσης, να ολοκληρώσει τον εκσυγχρονισμό της δικαιοσύνης, αποκτώντας δικαστήρια που θα τιμωρούν τους ενόχους και θα αφήνουν ελεύθερους τους αθώους. Αν και η κυβέρνηση έχει δώσει υποσχέσεις και για τα δύο προαναφερθέντα, μένει να αποδειχθεί αν ο Πένια Νιέτο θα κάνει ό,τι είναι αναγκαίο, διοχετεύοντας όλες τις δυνάμεις της κυβέρνησής του για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Αν το Μεξικό κατορθώσει ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις, θα αναδυθεί ως ισχυρός παίκτης στο διεθνές προσκήνιο. Ένα δημοκρατικό και ασφαλές Μεξικό θα προσελκύσει δισεκατομμύρια δολάρια ξένων επενδύσεων και θα ανεβεί τα ψηλότερα σκαλοπάτια της παγκόσμιας οικονομικής κλίμακας. Μια ισχυρή ανάπτυξη θα συμβάλει στη μείωση της μετανάστευσης αλλά και στην αύξηση του εμπορίου με τις ΗΠΑ, πράγμα που θα είναι ευεργετικό για τους Αμερικανούς εργοδότες αλλά και για τους εργαζομένους. Το Μεξικό, που έχει ήδη αυξήσει την επιρροή του στο G-20 και σε άλλους πολυμερείς οργανισμούς, θα μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο από μεσάζων εξουσίας στους διεθνείς οργανισμούς κι έτσι να συμβάλει στη δημιουργία νέων συμφωνιών στον χώρο της οικονομίας, του εμπορίου και της κλιματικής αλλαγής.
Ύστερα από τρεις δεκαετίες μεταρρυθμίσεων, το Μεξικό σφυρηλατεί ακόμη τη γεωπολιτική, οικονομική και κοινωνική ταυτότητά του. Αν συνεχίσει στον δρόμο που το οδηγεί στις πρώτες δέκα θέσεις της παγκόσμιας οικονομίας, μπορεί να γίνει μια ισχυρή δημοκρατία με κοινωνικό κέντρο βάρους τη μεσαία τάξη και ένας αξιόπιστος παγκόσμιος παίκτης. Ειδάλλως, μπορεί να χαθεί μέσα στα προβλήματά του, τη βία, το έγκλημα, τις ρημαγμένες υποδομές, το ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα, τους οικονομικούς περιορισμούς και την επίμονη διαφθορά. Είτε έτσι είτε αλλιώς, το μέλλον του Μεξικού θα επηρεάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες.
ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ
Από τότε που εφαρμόστηκε η NAFTA, το εμπόριο ΗΠΑ- Μεξικού υπερτριπλασιάστηκε. Εμπορεύματα αξίας μεγαλύτερης του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων μεταφέρονται καθημερινώς μέσω των συνόρων ΗΠΑ-Μεξικού, καθώς και 3.000 άνθρωποι, 12.000 φορτηγά και 1.200 βαγόνια τραίνων. Μόνο ο Καναδάς ξεπερνά το Μεξικό ως προορισμός για τα αμερικανικά προϊόντα. Οι πωλήσεις αμερικανικών προϊόντων στο Μεξικό υποστηρίζουν θέσεις εργασίας για περίπου έξι εκατομμύρια Αμερικανούς, σύμφωνα με έκθεση του Μεξικανικού Ινστιτούτου του Διεθνούς Κέντρου Γούντροου Γουίλσον. Αλλά και η σύνθεση αυτού του διμερούς εμπορίου έχει αλλάξει μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Περίπου το 40% των προϊόντων που σήμερα κατασκευάζονται στο Μεξικό, έχουν ανταλλακτικά προερχόμενα από τις ΗΠΑ. Πολλά καταναλωτικά αγαθά, όπως αυτοκίνητα, τηλεοράσεις και υπολογιστές, διέρχονται περισσότερες από μια φορά τα σύνορα κατά τη διάρκεια της παραγωγής τους.
Βεβαίως, αυτή η διαδικασία σημαίνει ότι κάποιες αμερικανικές θέσεις εργασίας έχουν χαθεί προς όφελος του Μεξικού. Πλην όμως, αυτός ο διασυνοριακός τρόπος παραγωγής είναι γενικά καλός για την απασχόληση στις ΗΠΑ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις που διατηρούν δραστηριότητα και στο εξωτερικό, είναι πιθανότερο να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας στην εγχώρια αγορά, σε σύγκριση με εκείνες που έχουν ως αποκλειστική βάση τους το αμερικανικό έδαφος. Βασιζόμενοι σε στοιχεία που συνέλεξαν σε εμπιστευτική βάση από χιλιάδες μεγάλες αμερικανικές βιομηχανίες, οι επιστήμονες Μιχίρ Ντεσάι, Σ.Φριτς Φόλεϊ και Τζέιμς Χάινς ανέτρεψαν τη μέχρι τότε συμβατική γνώση με μια μελέτη τους το 2008, σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις που επεκτείνουν σε διεθνές επίπεδο τις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας, επενδύουν περισσότερα και προσλαμβάνουν περισσότερους και στο ίδιο το εσωτερικό της χώρας τους. Το άνοιγμα των επιχειρήσεων στο εξωτερικό τις κάνει πιο παραγωγικές και ανταγωνιστικές. Έτσι, με τα βελτιωμένα προϊόντα τους, τις χαμηλότερες τιμές τους, και τις υψηλότερες πωλήσεις τους, καθίστανται ικανές να δημιουργούν θέσεις εργασίας οπουδήποτε. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επικροτεί την εξάπλωση των αμερικανικών εταιρειών στο Μεξικό, επειδή η αύξηση της διασυνοριακής παραγωγής και των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών, θα ενισχύσει την αμερικανική απασχόληση και την ανάπτυξη. Το Μεξικό είναι ένας έτοιμος, πρόθυμος και οικονομικά ισχυρός εταίρος, με τον οποίον οι ΗΠΑ διατηρούν δεσμούς στενότερους παρά με οποιαδήποτε άλλη χώρα με αναδυόμενη αγορά.
Οικογενειακοί και κοινωνικοί δεσμοί ενώνουν επίσης τις ΗΠΑ με το Μεξικό. Ο αριθμός των Μεξικανών μεταναστών στις ΗΠΑ διπλασιάστηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και κατόπιν διπλασιάστηκε και πάλι μέσα στη δεκαετία του 1990. Κυνηγημένοι από τις κακές οικονομικές συνθήκες και από την ανεργία στο Μεξικό, αλλά και δελεασμένοι από τη ζήτηση εργατικού δυναμικού και από συμπατριώτες τους που είχαν ήδη μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, περίπου δέκα εκατομμύρια Μεξικανοί πέρασαν τα βόρεια σύνορα της χώρας τους ως μετανάστες, μέσα στα τελευταία 30 χρόνια. Πρόσφατα, αυτή η ροή παρουσίασε επιβράδυνση, χάρη στη μεταβολή δημογραφικών δεδομένων αλλά και στην οικονομική πρόοδο που επιτελέστηκε στο Μεξικό, σε συνδυασμό με την εξασθένιση της αμερικανικής οικονομίας. Ωστόσο, περισσότεροι από 12 εκατομμύρια Μεξικανοί και πάνω από 30 εκατομμύρια Αμερικανο-μεξικανοί αποκαλούν πατρίδα τους τις ΗΠΑ.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι ΗΠΑ θα πρέπει να εντείνουν τις σχέσεις με τον γείτονά τους, αρχίζοντας από τη νομοθεσία για τη μετανάστευση, με την οποία θα παρέχεται στήριξη σε πολίτες με διπλή υπηκοότητα και σε κοινότητες που ήδη υπάρχουν στις ΗΠΑ, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη νόμιμη μετανάστευση των Μεξικανών εργατών και των οικογενειών τους. Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα έχει υποσχεθεί να προωθήσει στο Κογκρέσο νομοθεσία με αυτό το περιεχόμενο. Εντούτοις, μια ισχυρή αντιμεταναστευτική πτέρυγα μέσα στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα, αλλά και η βραδεία ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας θέτουν ουσιαστικά εμπόδια σε ένα ολοκληρωμένο και μακρόπνοο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.
Παρ’ όλα αυτά, οι ΗΠΑ και το Μεξικό χρειάζονται επειγόντως επενδύσεις σε συνοριακές υποδομές, θέσπιση κριτηρίων για τη λειτουργία των τελωνείων και συνεργασία για τη διευκόλυνση του μεταξύ τους νομίμου εμπορίου. Ακόμη, επίπονος αγώνας θα είναι και το να πεισθούν οι Αμερικανοί για τα οφέλη της διασυνοριακής παραγωγής, αλλά πάντως ο αγώνας αυτός αξίζει τον κόπο, αν το αποτέλεσμα θα είναι ν’ αυξηθούν οι αμερικανικές εξαγωγές, οι θέσεις εργασίας και η συνολική οικονομική ανάπτυξη.
Στο μέτωπο της ασφάλειας, οι προσπάθειες των ΗΠΑ θα πρέπει να υπερβούν το επίπεδο της πάταξης της διακίνησης ναρκωτικών και να βοηθήσουν το Μεξικό να καταπολεμήσει την εγκληματικότητα στο σύνολό της. Οι δεσμοί των δύο χωρών σε θέματα που αφορούν την ασφάλεια διευρύνθηκαν από το 2007, όταν η Ουάσιγκτον και το Μέξικο Σίτι άρχισαν να συνεργάζονται στο θέμα της διακίνησης ναρκωτικών. Σήμερα, ο Ομπάμα θα πρέπει μάλλον να στηρίξει τη στρατηγική του Πένια Νιέτο για την πάταξη της βίας παρά να προσπαθεί να εξαλείψει το πρόβλημα των ναρκωτικών. Η Ουάσιγκτον θα πρέπει, επίσης, να επεκτείνει τα εκπαιδευτικά προγράμματα των σωμάτων ασφαλείας, που επί του παρόντος διεξάγονται κατεξοχήν σε ομοσπονδιακό επίπεδο, στις πολιτειακές και τοπικές αστυνομικές δυνάμεις του Μεξικού και στη δικαιοσύνη. Η Ουάσιγκτον και το Μέξικο Σίτι θα πρέπει ακόμη να επενδύουν από κοινού σε προγράμματα που αφορούν τις μεθοριακές κοινότητες και σε μεταρρυθμίσεις που θα στηρίζουν την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη σε συχνά παραμελημένες περιοχές, που μαστίζονται από την εγκληματικότητα.
Και στις δύο χώρες, νέες κυβερνήσεις ανέλαβαν πρόσφατα την εξουσία. Στο Μεξικό, ο Πένια Νιέτο έχει μπροστά του έξι χρόνια για να ξεπεράσει τους υπόλοιπους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς περιορισμούς. Ο Ομπάμα έχει την ευκαιρία να ενισχύσει την αμερικανική βιομηχανία, την παραγωγή και την ασφάλεια, συνεργαζόμενος με την ολοένα και πιο ευημερούσα γειτονική του χώρα. Είναι προς το συμφέρον και των δύο χωρών να δημιουργήσουν τώρα μια συνεργασία διαρκείας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου