Μια νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε πριν από δύο ημέρες από το ελεγκτικό συνέδριο της ΕΕ, παρέχει μια ενδιαφέρουσα υπενθύμιση των αδυναμιών που συνδέονται με την τρέχουσα περιφερειακή πολιτική της ΕΕ, όπου το χρήμα ανακυκλώνεται μεταξύ κάθε περιοχής και κάθε κράτους-μέλους, ανεξαρτήτως πόσο πλούσιο είναι, μέσω των διαρθρωτικών ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΕΕ έχει διαθέσει περίπου 65 δισ. ευρώ για τη συγχρηματοδότηση της κατασκευής και ανακαίνισης των δρόμων στο διάστημα μεταξύ 2000-2013, και η έκθεση του ελεγκτικού συνεδρίου επικεντρώνεται σε 24 projects στη Γερμανία, στην Ελλάδα, στην Πολωνία και στην Ισπανία, με συνολικό κόστος 3 δισ. ευρώ. Τα καλά νέα είναι ότι, σε αντίθεση με μια συγκεκριμένη αρνητική περίπτωση στη Νότια Ιταλία, τα χρήματα όντως χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ή την αναβάθμιση δρόμων «που εξοικονόμησαν ταξιδιωτικό χρόνο και βελτίωσαν την οδική ασφάλεια».
Ωστόσο, η έκθεση προχωράει ακόμη περισσότερο δηλώνοντας ότι «υπήρξε ανεπαρκής προσοχή για τη διασφάλιση της αποδοτικότητας του κόστους. Τα περισσότερα από τα ελεγχθέντα projects επηρεάστηκαν από τις ανακριβείς προβλέψεις για την κίνηση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο τύπος του δρόμου που είχε επιλεγεί, συνήθως δεν ήταν ο καταλληλότερος για την κίνηση που δέχεται. Επιλέχθηκαν αυτοκινητόδρομοι ενώ οι δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας θα μπορούσαν να είχαν λύσει τα κυκλοφοριακά προβλήματα. Στα 14 από τα 19 projects παρατηρήθηκε λιγότερη κυκλοφορία από ό,τι αναμενόταν».
Επίσης, «εξαιτίας της έλλειψης των κατάλληλων δεικτών (όπως η πραγματική απασχόληση που δημιουργήθηκε, το μερίδιο των νέων διαμετακομιστικών μεταφορών, ο αριθμός των νέων επιχειρήσεων στην περιοχή) δεν είναι πιθανό να αξιολογηθεί εάν τα χρηματοδοτούμενα projects στην πραγματικότητα δημιούργησαν την αναμενόμενη οικονομική επίδραση».
Αυτός είναι ένας μικρόκοσμος των ευρύτερων προβλημάτων με την περιφερειακή πολιτική της ΕΕ. Όπως υποστηρίξαμε το 2012 για το θέμα, «υπάρχουν ακόμη αρκετά προβλήματα με τα κεφάλαια αυτά, συμπεριλαμβανομένου και ενός μη ικανοποιητικού συσχετισμού μεταξύ της χρηματοδότησης και των αποτελεσμάτων». Επίσης αναδείξαμε ότι, σε αντίθεση με ορισμένους από τους πιο αλαζονικούς ισχυρισμούς της Κομισιόν, εξαιτίας της αδυναμίας να εξεταστούν επιμέρους δείκτες μεμονωμένα, ήταν σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθούν αντικειμενικά οι οικονομικές επιπτώσεις των διαρθρωτικών ταμείων.
Ουσιαστικά, η επιλογή των έργων σε όλη την ΕΕ προκύπτει περισσότερο από το γεγονός ότι υπάρχει ένα δοχείο με λεφτά που πρέπει να δαπανηθούν, και λιγότερο από την ύπαρξη μιας πραγματικής οικονομικής υπόθεσης ή από την επιδίωξη της μεγιστοποίησης της προστιθέμενης αξίας.
Η έκθεση εμφανίζει επίσης ότι το κόστος της κατασκευής δρόμων ποικίλει σημαντικά μεταξύ των κρατών, όσο και στο εσωτερικό αυτών. Είναι ενδιαφέρον ότι τα γερμανικά projects ήταν τα φθηνότερα, και ακολουθούσαν αυτά της Ελλάδας και της Πολωνίας, με τα ισπανικά να είναι τα πιο ακριβά.
Βασικά, αυτό αναδεικνύει άλλο ένα σημείο που αναδείξαμε στην έκθεση –ότι δηλαδή τα διαρθρωτικά κεφάλαια έρχονται με σημαντικό κόστος ευκαιρίας- δηλαδή, με τις δαπάνες να οδηγούν απευθείας στο να πάνε «χαμένες» άλλες, πιο παραγωγικές οικονομικά ευκαιρίες. Για παράδειγμα, τα κεφάλαια που δαπανώνται στο project La Herradura στην Ισπανία –όπου η πραγματική κίνηση ήταν 50% μικρότερη από ό,τι προβλεπόταν- θα μπορούσαν να είχαν δαπανηθεί σε ένα διαφορετικό project με υψηλότερες οικονομικές αποδόσεις ή να μην είχαν συγκεντρωθεί μέσω φόρων και να είχαν σταλεί στις Βρυξέλλες μέσω των εθνικών κυβερνήσεων από την αρχή.
Αυτό επίσης υπογραμμίζει άλλη μια κριτική που αναφέρεται στην έκθεση. Ότι πάρα πολύ χρήμα από τα διαρθρωτικά ταμεία έχει διοχετευθεί στην κατασκευή υποδομών (κάποιες από τις οποίες δεν ανταποκρίνονται ξεκάθαρα σε μια πραγματική οικονομική ανάγκη) στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν μια σειρά από «white elephants» projects.
Στις πλουσιότερες χώρες της ΕΕ –και επίσης εκείνες που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση- τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ είναι απλώς το λάθος εργαλείο για την τόνωση της περιφερειακής ανάπτυξης. Ενώ πρέπει πραγματικά τα ασθενέστερα κράτη να συνεχίσουν να δέχονται στήριξη μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ, τα πιο εύπορα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να επιτύχουν την αναγκαία εξοικονόμηση χρημάτων αλλά επίσης να ανακτήσουν την ικανότητά τους να προσαρμόζονται στους κανόνες που ταιριάζουν καλύτερα στη δική τους περίπτωση, αντί να περιορίζονται από το μοντέλο των Βρυξελλών «ένα μέγεθος για όλους».
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια τέτοια κίνηση πιθανώς θα τύγχανε μεγάλης υποστήριξης από τα κόμματα και θα μπορούσε να εξοικονομήσει στην κυβέρνηση περί τις 4 δισ. στερλίνες σε επτά χρόνια. Μήπως θα έπρεπε να αποτελεί στόχο για τον Cameron (ή μήπως για τον Milband) στη διάρκεια της μεσοπρόθεσμης αναθεώρησης του 2016 της μακροπρόθεσμης στρατηγικής του προϋπολογισμού της ΕΕ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου