Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Ποιος είναι ο Αλί Χαμενεΐ; Η κοσμοθεωρία τού Ανώτατου Ηγέτη τού Ιράν

Τον Ιούνιο, ο Χασάν Ρουχανί εξελέγη πρόεδρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας τού Ιράν. Ο Ρουχανί κατέβηκε στις εκλογές ως μεταρρυθμιστής υποψήφιος, και πολλοί ερμήνευσαν τη νίκη του ως προάγγελο ενός πιθανού ανοίγματος ή εξορθολογισμού τής ιρανικής εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Όμως, η κυρίαρχη φιγούρα στην ιρανική πολιτική δεν είναι ο πρόεδρος, αλλά ο Ανώτατος Ηγέτης, ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ. Το ιρανικό σύνταγμα αποδίδει στον Ανώτατο Ηγέτη τεράστια εξουσία πάνω σε όλους τούς μεγάλους κρατικούς θεσμούς, και ο Χαμενεΐ, ο οποίος κατέχει το αξίωμα από το 1989, έχει βρει πολλούς άλλους τρόπους για να αυξήσει περαιτέρω την επιρροή του. Επισήμως ή όχι, η εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία τής κυβέρνησης, λειτουργούν όλες κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του. Ο Χαμενεΐ είναι επικεφαλής τού κράτους τού Ιράν, αρχιστράτηγος, και κορυφαίος παραγωγός ιδεολογίας. Οι απόψεις του είναι που θα διαμορφώσουν τελικά την πολιτική τού Ιράν, και γι' αυτό αξίζει να εξεταστούν λεπτομερώς.
Δάσκαλος και μαθητής: πορτρέτα των ηγετών τού Ιράν, Τεχεράνη, Νοέμβριος 1997 (Damir Sagolj / Courtesy Reuters).

Ο Χαμενεΐ γεννήθηκε στη βορειοανατολική ιρανική πόλη Μασχάντ, το 1939. Ο πατέρας του ήταν ένας θρησκευτικός λόγιος με λιγοστά μέσα, και ο Χαμενεΐ, ο δεύτερος από οκτώ παιδιά, ακολούθησε την πορεία τού πατέρα του στο θρησκευτικό κατηχητικό (δύο από τα αδέρφια του είναι επίσης κληρικοί). Σπούδασε στην Κόμ, την περίοδο 1958-1964, και ενόσω ήταν εκεί, εντάχθηκε στο αντιπολιτευτικό θρησκευτικό κίνημα του Αγιατολάχ Χομεϊνί, το 1962. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ιρανική επανάσταση του 1979 κι έφθασε να γίνει έως και πρόεδρος του Ιράν, το διάστημα 1981-1989, και στη συνέχεια να διαδεχτεί τον Χομεϊνί ως Ανώτατος Ηγέτης.
Ο Χαμενεΐ ήταν πάντα σε επαφή με τον κόσμο των Ιρανών διανοουμένων, και οι βασικοί άξονες της σκέψης του καθορίστηκαν στα παιδικά του χρόνια και στην αρχή της εφηβείας του, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών τού 1950 και του 1960. Το Ιράν ήταν τότε μια μοναρχία και σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών. Σύμφωνα με την τότε ιρανική αντιπολίτευση, ο Σάχης δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια μαριονέτα των Αμερικανών. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους ισλαμιστές, ο Χαμενεΐ είχε έρθει σε επαφή με τους σημαντικότερους κοσμικούς διανοούμενους της αντιπολίτευσης και αφομοίωσε τον προεπαναστατικό λόγο τους. Αλλά, ήταν επίσης ένας σπουδαστής κατηχητικού, στο επίκεντρο του οποίου ήταν η εκμάθηση της σαρία, του ισλαμικού νόμου. Γνωρίστηκε με τους θεωρητικούς τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας και επηρεάστηκε από τα έργα τού Σαγίντ Κιούτμπ, μερικά από τα οποία μετέφρασε ο ίδιος ο Χαμενεΐ στα περσικά.

Ως νέος άνθρωπος, ο Χαμενεΐ έγινε μάρτυρας της έντασης μεταξύ τής Δύσης και του Τρίτου Κόσμου, και οι απόψεις αυτές χαλυβδώθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την ιρανική επανάσταση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να ανατρέψει την Ισλαμική Δημοκρατία και ότι όλα τα άλλα θέματα που τέθηκαν από αξιωματούχους των ΗΠΑ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από προπετάσματα καπνού. Ακόμα και σήμερα, πιστεύει ότι η αμερικανική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να ανατρέψει το καθεστώς στο Ιράν, είτε μέσω της εσωτερικής κατάρρευσης, της δημοκρατικής επανάστασης, της οικονομικής πίεσης, είτε της στρατιωτικής εισβολής.
Ο Χαμενεΐ υπήρξε πάντοτε επικριτής τής φιλελεύθερης δημοκρατίας και πιστεύει ότι ο καπιταλισμός και η Δύση βρίσκονται σε μια αναπόφευκτη μακροπρόθεσμη παρακμή. Επιπλέον, θεωρεί την Ουάσιγκτον ως εγγενώς ισλαμοφοβική. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν έχει αντιδυτικά ή αντι–αμερικανικά αντανακλαστικά. Δεν πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δύση είναι υπεύθυνες για όλα τα προβλήματα του ισλαμικού κόσμου, ότι πρέπει να καταστραφούν ή ότι το Κοράνι και η σαρία είναι από μόνα τους επαρκή για την κάλυψη των αναγκών τού σύγχρονου κόσμου. Ο ίδιος θεωρεί ότι η επιστήμη και η πρόοδος είναι μια «αλήθεια τού δυτικού πολιτισμού», και θέλει ο λαός τού Ιράν να μάθει αυτή την αλήθεια. Δεν είναι ένας τρελός, παράλογος ή αλόγιστος ζηλωτής που αναζητά ευκαιρίες για επιθετικότητα. Όμως, οι βαθιά ριζωμένες απόψεις του και η αδιαλλαξία του προϊδεάζουν ότι οι οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με την Δύση θα είναι δύσκολες και χρονοβόρες, καθώς και ότι κάθε σοβαρή βελτίωση στις σχέσεις μεταξύ τού Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να είναι μέρος μιας σημαντικής συνολικής συμφωνίας που θα περιλαμβάνει σημαντικές παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές.
Ο ΑΝΩΤΑΤΟΣ ΗΓΕΤΗΣ ΩΣ ΝΕΑΡΟΣ ΑΝΔΡΑΣ
Για να καταλάβουμε την κοσμοθεωρία τού Χαμενεΐ θα ήταν χρήσιμο να ξεκινήσουμε εξετάζοντας την ιστορία τής αμερικανικής επέμβασης στο Ιράν. Το 1953, η κυβέρνηση του Αϊζενχάουερ βοήθησε να οργανωθεί ένα πραξικόπημα κατά της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Μοχάμεντ Μοσαντέκ, και η Ουάσιγκτον ήταν ο κύριος υποστηρικτής τού απολυταρχικού καθεστώτος τού Μοχάμεντ Ρέζα Σάχη Παχλαβί, μέχρι την ανατροπή του το 1979. Αυτό βοήθησε στην διαμόρφωση της ρητορικής όλων των αντιπάλων τού καθεστώτος. Η αντίθεση προς τον Σάχη πήγε χέρι-χέρι με την αντίθεση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι ο Σάχης θεωρήθηκε χωροφύλακας της Ουάσιγκτον.
Ο Χαμενεΐ ήταν 40 ετών όταν συνέβη η επανάσταση. Μέχρι τότε, ήταν σπουδαστής και κληρικός, αλλά ασχολείτο με τον ευρύτερο κόσμο, καθώς και με το στενό θρησκευτικό περιβάλλον του. Όπως είπε σε μια συνάντηση με ουλεμάδες (ulama, Μουσουλμάνους λόγιους) και νεαρούς κληρικούς, τον Μάιο του 2012, «έχω συμμετάσχει σε πνευματικούς κύκλους πριν από την επανάσταση και είχα στενές σχέσεις με πολιτικές ομάδες. Τους γνώρισα όλους και συζήτησα και διαφώνησα με πολλούς από αυτούς». Ήταν άνθρωπος της μουσικής, της ποίησης και του μυθιστορήματος όπως και του θρησκευτικού νόμου. Δεν υπάρχει σήμερα άλλος Marja (ανώτερος αγιατολάχ) ή εξέχων faqih (νομικός τού ισλαμικού νόμου) που να έχει τέτοιο κοσμοπολίτικο παρελθόν.
Οι ευρείες σχέσεις τού Χαμενεΐ με κοσμικούς διανοούμενους στο Ιράν ριζοσπαστικοποίησαν τις απόψεις του για τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεδομένου ότι αυτοί οι κύκλοι έγιναν όλο και πιο αντιαμερικανικοί μετά το πραξικόπημα του 1953 και την υποστήριξη των ΗΠΑ στον Σάχη καθώς και την επακόλουθη καταστολή των αντιφρονούντων. Όπως το έθεσε ένας ποιητής φίλος τού Χαμενεΐ, ο Μεχντί Ακαβάν Σαλές, σε έναν από τους στίχους του, «δεν θα ξεχάσω: ότι ήμασταν μια φλόγα, και μας περιέλουσαν με νερό». Ο Χαμενεΐ μίλησε για τον ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 1953 αρκετές φορές, και οι μνήμες δεν τον έχουν αφήσει ακόμη και σήμερα. Όπως είπε, μόλις τον περασμένο χρόνο, σε μια συνάντηση με φοιτητές τού πανεπιστημίου στην Τεχεράνη:
«Είναι ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε ότι η Αμερική ανέτρεψε την κυβέρνησή του, παρ’ ότι ο Μοσαντέκ δεν είχε δείξει καμία εχθρότητα απέναντί τους. Είχε ξεσηκωθεί απένατι στους Βρετανούς και είχε εμπιστευτεί τους Αμερικανούς. Είχε την ελπίδα ότι οι Αμερικανοί θα τον βοηθούσαν. Είχε φιλικές σχέσεις μαζί τους, εξέφραζε ενδιαφέρον για αυτούς, ίσως [ακόμη] και να ήταν υποτακτικός απέναντί τους. Και [παρά ταύτα] οι Αμερικανοί [ανέτρεψαν] μια τέτοια κυβέρνηση. Δεν ήταν σαν να υπήρχε στην εξουσία στην Τεχεράνη μια κυβέρνηση αντι-αμερικανική. Όχι, ήταν φιλική απέναντί τους. Αλλά τα συμφέροντα της Αλαζονείας (ένας όρος που ο Χαμενεΐ χρησιμοποιεί συχνά για να συμβολίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες) απαιτούσαν μια συμμαχία των Αμερικανών με τους Βρετανούς. Μάζεψαν χρήματα, τα έφεραν εδώ κι έκαναν την δουλειά τους. Στη συνέχεια, όταν πέτυχε το πραξικόπημά τους κι έφεραν πίσω τον Σάχη, ο οποίος είχε φύγει, απέκτησαν τον έλεγχο της χώρας».
Ο Χαμενεΐ είχε ισχυρούς δεσμούς με τον Τζαλάλ Αλ-ε Αχμάντ και τον Αλί Σαριατί, δύο από τους πιο σημαντικούς διανοούμενους της προεπαναστατικής περιόδου. Αυτοί συνέβαλαν σημαντικά στην θεωρία της «Δυτικής τοξικότητας» (Westoxication). Αλλά, ο αντι - ιμπεριαλισμός φαίνεται να ήταν το σκέλος της κοσμικής διανόησης που διαμόρφωσε περισσότερο τον Χαμενεΐ.
Στους προεπαναστατικούς κύκλους τής διανόησης της ιρανικής αντιπολίτευσης, η δυτική κουλτούρα και ο δυτικός πολιτισμός δεν υποτιμώνταν απλώς ως μοντέλο, αλλά θεωρούνταν ότι είναι σε κρίση και παρακμή. Ο Τρίτος Κόσμος ήταν η αναδυόμενη εναλλακτική τους. Όπως το έθεσε ο Ιρανός συγγραφέας Νταριούς Ασουρί, σύγχρονος του Χαμενεΐ, «Ο Τρίτος Κόσμος αποτελείται από τα φτωχά και αποικισμένα έθνη, τα οποία είναι ταυτόχρονα επαναστατικά». Το Ιράν ήταν φαινομενικά ανεξάρτητο, αλλά θεωρήθηκε ότι η αποικιοκρατία είχε λάβει μια νέα μορφή εκεί, με τις αυτόχθονες άρχουσες πολιτικές ελίτ να υπηρετούν ως πράκτορες του ιμπεριαλισμού και να εργάζονται για τη διασφάλιση των συμφερόντων του. Ο δυτικός κόσμος, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξάλλου, θεωρείτο ότι έθετε τα θεμέλια για την πολιτική και οικονομική του ανάπτυξη μέσω της καταστροφής των αυτόχθονων πολιτισμών. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν ήταν δύσκολο να δει κανείς το Ισλάμ όχι απλά ως μια θρησκεία, αλλά και ως ένα πολιτιστικό και ιδεολογικό όπλο στον αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού.
Ως νέος άνθρωπος, ο Χαμενεΐ αγαπούσε τα μυθιστορήματα. Διάβαζε Ιρανούς συγγραφείς όπως τον Μοχάμεντ Αλί Τζαμαλζαντά, τον Σαντέκ Τσουμπάκ και τον Σαντέκ Χενταγιάτ, αλλά αισθανόταν τελικά ότι ωχριούσαν μπροστά στους κλασικούς δυτικούς συγγραφείς από την Γαλλία, την Ρωσία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εξήρε τον Λέοντα Τολστόι και τον Μιχαήλ Σολόχοφ και του άρεσε ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ και ο Μισέλ Ζεβακό, αλλά θεωρούσε ανώτερο όλων τον Βίκτωρα Ουγκό. Όπως είπε σε ορισμένους αξιωματούχους τού κρατικού τηλεοπτικού δικτύου τού Ιράν το 2004, «Κατά τη γνώμη μου, “Οι Άθλιοι” του Βίκτωρος Ουγκώ είναι το καλύτερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί στην ιστορία. Αναμφίβολα, δεν έχω διαβάσει όλα τα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί στην ιστορία, αλλά έχω διαβάσει πολλά που συνδέονται με τα γεγονότα των διαφόρων αιώνων. Έχω διαβάσει κάποια πολύ παλιά μυθιστορήματα. Για παράδειγμα, ας πούμε, έχω διαβάσει την “Θεία Κωμωδία”. Έχω διαβάσει τον [περσικό μύθο] “Αμίρ Αρσαλάν”. Έχω διαβάσει επίσης τις “Χίλιες και Μία Νύχτες” . . . [Αλλά] “Οι Άθλιοι” είναι ένα θαύμα στην ιστορία τού μυθιστορήματος . . . Έχω πει ξανά και ξανά, να πάτε να διαβάσετε μια φορά τους Άθλιους. “Οι Άθλιοι” είναι ένα βιβλίο κοινωνιολογίας, ένα βιβλίο ιστορίας, ένα βιβλίο κριτικής, ένα θεϊκό βιβλίο, ένα βιβλίο για την αγάπη και το συναίσθημα».
Ο Χαμενεΐ αισθανόταν ότι τα μυθιστορήματα τού επέτρεπαν να δει τις βαθύτερες πραγματικότητες της ζωής στην Δύση. «Διαβάστε τα μυθιστορήματα ορισμένων συγγραφέων με αριστερές τάσεις, όπως ο Howard Fast», συμβούλευσε ένα ακροατήριο συγγραφέων και καλλιτεχνών το 1996. «Διαβάστε το διάσημο βιβλίο, Τα σταφύλια της οργής, που γράφτηκε από τον Τζον Στάινμπεκ, . . . και δείτε τι λέει για την κατάσταση της αριστεράς και το πώς την αντιμετώπιζαν οι καπιταλιστές τού λεγόμενου κέντρου τής δημοκρατίας». Είναι επίσης θαυμαστής τής «Καλύβας τού Μπάρμπα Θωμά», βιβλίο το οποίο συνέστησε, τον Μάρτιο του 2002, σε υψηλού επιπέδου διοικητικά στελέχη τού κράτους διότι ρίχνει φως στην ιστορία των ΗΠΑ: «Δεν είναι η κυβέρνηση που σφαγίασε τους πρώτους γηγενείς κατοίκους τής γης τής Αμερικής; Που αφάνισε τους Ινδιάνους τής Αμερικής; Δεν ήταν αυτό το σύστημα και οι πράκτορές του που άρπαξαν εκατομμύρια Αφρικανούς από τα σπίτια τους και τους μετέφεραν μακριά στην σκλαβιά, και απήγαγαν τους γιους και τις κόρες τους για να γίνουν σκλάβοι, και τους έκαναν να ζήσουν για πολλά χρόνια μια υπέρτατη τραγωδία; Σήμερα, ένα από τα πιο τραγικά έργα τέχνης είναι Η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά . . . Αυτό το βιβλίο εξακολουθεί να ζει μετά από σχεδόν 200 χρόνια».
Ο ΕΚΚΟΛΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΙΣΛΑΜΙΣΤΗΣ
Ωστόσο, όσο κι αν ο Χαμενεΐ σύχναζε σε προεπαναστατικούς κύκλους τής κοσμικής διανόησης και υπήρξε μαθητής τού δυτικού πολιτισμού γενικότερα, ήταν πρώτα και κύρια ένας μαθητής κατηχητικών σεμιναριών, αφιερωμένος στην επιδίωξη της κοινωνικής αλλαγής, σύμφωνα με τις διδαχές τής θρησκείας. Και από αυτή την άποψη, ήταν ο Κιούτμπ, ο Αιγύπτιος διανοούμενος, ακτιβιστής και επικεφαλής θεωρητικός τής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ο οποίος έκλεψε την καρδιά τού Χαμενεΐ ως νεαρού άνδρα.
Ο Κιούτμπ, που εκτελέστηκε από το καθεστώς τού προέδρου τής Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, το 1966, προπαγάνδιζε την ιδέα ενός ισλαμικού κράτους. Όπως έγραψε στο βιβλίο του Η μάχη μεταξύ του Ισλάμ και του καπιταλισμού, «Αν θέλετε το Ισλάμ να είναι ένας φορέας σωτηρίας, θα πρέπει να αποφανθείτε και να καταλάβετε ότι αυτή η θρησκεία δεν είναι εδώ για να μένει στους οίκους τής λατρείας. Δεν είναι εδώ για να φτιάξει μια φωλιά στην καρδιά. Αντίθετα , έχει έρθει για να κυβερνήσει και να βάλει την ζωή σε ένα σωστό δρόμο. Έχει έρθει για να οικοδομήσει μια προοδευτική και ολοκληρωμένη κοινωνία . . . . Αν θέλουμε το Ισλάμ να απαντήσει σε κοινωνικά, εθνικά και άλλα προβλήματα, και να επιλύσει τα προβλήματά μας και να δείξει έναν τρόπο για την θεραπεία τους, πρέπει να σκεφτούμε σχετικά με την διακυβέρνηση και την συγκρότησή της, και να εφαρμόσουμε τις αποφάσεις μας . . . Το Ισλάμ χωρίς κυβέρνηση και το μουσουλμανικό έθνος χωρίς το Ισλάμ στερούνται νοήματος».
Οι πυλώνες τής ιδέας τού Κιούτμπ για μια ισλαμική κυβέρνηση ήταν η δικαιοσύνη, η ισότητα και η αναδιανομή τού πλούτου. «Το αληθινό Ισλάμ», έγραψε στο βιβλίο του Η κοινωνική δικαιοσύνη στο Ισλάμ, «είναι ένα απελευθερωτικό κίνημα που ελευθερώνει τις καρδιές των ατόμων και στη συνέχεια των ανθρώπινων κοινωνιών από τον φόβο των δεσμών των ισχυρών».
Οι ιδέες τού Κιούτμπ θα έφθαναν να γίνουν το πρότυπο για το σύγχρονο κίνημα των σαλαφιστών, επηρεάζοντας τελικά ριζοσπάστες ισλαμιστές όπως ο Οσάμα Μπιν Λάντεν και ο Αϊμάν αλ - Ζαουάχρι. Ήταν, επίσης, πολύ ελκυστικές για Ιρανούς φοιτητές θεολογικών σχολών. Ο Χαμενεΐ τις διάβασε, γοητεύτηκε από την προσωπικότητα του Κιούτμπ και από μερικές από τις ιδέες του, και προχώρησε τόσο ώστε να μεταφράσει ο ίδιος κάποια από τα έργα τού δασκάλου του στα περσικά. Όπως έγραψε ο Χαμενεΐ στην εισαγωγή τής μετάφρασης του βιβλίου τού Κιούτμπ, Το μέλλον αυτής της θρησκείας, το 1967, «Αυτός ο αγέρωχος και μεγάλος συγγραφέας έχει προσπαθήσει στα κεφάλαια αυτού του βιβλίου . . . να εισαγάγει για πρώτη φορά την ουσία τής πίστης, όπως είναι, και στη συνέχεια, αφού δείχνει ότι είναι ένα πρόγραμμα ζωής . . . [επιβεβαιώνει] με την ευγλωττία του και την ιδιαίτερη κοσμοαντίληψή του ότι η τελική παγκόσμια διακυβέρνηση θα είναι στα χέρια τής σχολής μας και ότι ‘’το μέλλον ανήκει στο Ισλάμ’’».
Ο Κιούτμπ αναβίωσε τις κλασικές μουσουλμανικές έννοιες τού Οίκου τού Ισλάμ και του Οίκου τού Πολέμου, αλλά τους έδωσε ένα νέο νόημα: «Υπάρχει μόνο ένας Οίκος τού Ισλάμ, και αυτός βρίσκεται ακριβώς εκεί όπου έχει ιδρυθεί ένα ισλαμικό κράτος, και όπου κυβερνά η σαρία του Θεού, και όπου εφαρμόζονται οι θείες τιμωρίες, και όπου οι Μουσουλμάνοι υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον. Από εκεί και πέρα, όλα τα άλλα είναι ο Οίκος τού Πολέμου, και η σχέση των Μουσουλμάνων με αυτόν είναι είτε ο πόλεμος είτε η ειρήνη που βασίζεται σε μια συνθήκη μαζί του».
Ο Κιούτμπ προσέφερε επίσης στον Χαμενεΐ μια οπτική για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια έκφυλη κοινωνία, ιδέες τις οποίες ο Κιούτμπ είχε αντλήσει κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, στα τέλη τής δεκαετίας τού 1940. Ο Κιούτμπ κατέληξε να πιστεύει ότι οι Αμερικανοί ήταν έτοιμοι να δεχθούν το Ισλάμ, αλλά όχι στην αληθινή, την ανώτερη ενσάρκωσή του: «Αυτές τις μέρες, οι Αμερικανοί σκέφτονται το Ισλάμ για μια ακόμη φορά. Χρειάζονται το Ισλάμ για να καταπολεμήσουν τον κομμουνισμό στη Μέση Ανατολή και στις ισλαμικές χώρες τής Ασίας και της Αφρικής . . . . Φυσικά, το Ισλάμ που θέλει η Αμερική και οι δυτικοί ιμπεριαλιστές και οι σύμμαχοί τους στη Μέση Ανατολή δεν είναι το ίδιο με το Ισλάμ που μάχεται τον ιμπεριαλισμό και αγωνίζεται ενάντια στον απολυταρχισμό. Αντ’ αυτού, είναι αυτό το Ισλάμ που αγωνίζεται ενάντια στους κομμουνιστές. Έτσι, δεν θέλουν ένα Ισλάμ που να κυβερνά, και σίγουρα δεν θέλουν μια ισλαμική κυβέρνηση, αφού όταν το Ισλάμ κυβερνά, δημιουργεί μια άλλη ummah (ισλαμική κοινότητα) και διδάσκει στα έθνη ότι είναι υποχρεωτικό να γίνουν ισχυρά, και ότι η απόρριψη του ιμπεριαλισμού είναι μια αναγκαιότητα, και ότι οι κομμουνιστές είναι και αυτοί σαν τα ιμπεριαλιστικά παράσιτα, και ότι και οι δύο είναι εχθροί και επιθετικοί».
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κατά τις πρώτες ημέρες τής Ιρανικής Επανάστασης, αφότου η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε ότι είχε αφήσει τον άρρωστο Σάχη να εισέλθει στις Ηνωμένες Πολιτείες για ιατρική περίθαλψη, μια ομάδα ριζοσπαστών Ιρανών φοιτητών κατέλαβε την αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και κράτησε όμηρους όσους ήταν μέσα, δημιουργώντας μια νέα κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ – Ιράν. Δεν γνώριζαν όλα τα μέλη τής νέας άρχουσας ελίτ για το σχέδιο ούτε είχαν συμφωνήσει με αυτό. Σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο του Ιράν, Αλί Ακμπάρ Χασεμί Ραφσαντζανί, ούτε ο ίδιος ούτε ο Χαμενεΐ υποστήριξαν την κίνηση: «Ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ κι εγώ ήμασταν στη Μέκκα όταν ακούσαμε το βράδυ στο ραδιόφωνο την είδηση της κατάληψης της αμερικανικής πρεσβείας, την ώρα που ήμασταν στον δεύτερο όροφο της κατοικίας μας κι ετοιμαζόμασταν να κοιμηθούμε. Μας συγκλόνισε, δεδομένου ότι δεν περιμέναμε ένα τέτοιο γεγονός. Δεν ήταν η πολιτική μας. Ακόμα και τον πρώτο καιρό μετά τη νίκη τής επανάστασης, όταν οι πολιτικές ομάδες φώναζαν πολύ ακραία αντι-αμερικανικά συνθήματα, οι αξιωματούχοι βοηθούσαν τους Αμερικανούς που ήταν στο Ιράν να επιστρέψουν στην χώρα τους σώοι και αβλαβείς, και πολλοί από αυτούς κουβαλούσαν μαζί τους ακόμη και τα υπάρχοντά τους. Κάποια στιγμή, όταν μια ένοπλη ομάδα επιτέθηκε στην αμερικανική πρεσβεία και την κατέλαβε, ένας εκπρόσωπος ήρθε εξ ονόματος τής προσωρινής κυβέρνησης και διευθέτησε το πρόβλημα. Έτσι, είναι σαφές ότι ούτε το επαναστατικό συμβούλιο ούτε η προσωρινή κυβέρνηση είχαν την πρόθεση να λάβουν τέτοια μέτρα».
Αλλά, αφότου ο Χομεϊνί υποστήριξε την κατάληψη της πρεσβείας, οι υπόλοιποι ηγέτες τής Ισλαμικής Δημοκρατίας ακολούθησαν το παράδειγμά του. Όπως το έθεσε ο Χαμενεΐ, τον Απρίλιο του 1999, «Εγώ, μαζί με τον κ. Χασεμί κι ένα άλλο άτομο, συναντηθήκαμε με τον Ιμάμη [τον Χομεϊνί], αφού ταξιδέψαμε από την Τεχεράνη στην Κομ, και τον ρωτήσαμε, “Τι θα κάνουμε τελικά με αυτούς τους κατασκόπους;”. Πρέπει να μείνουν ή μήπως δεν θα έπρεπε να τους κρατήσουμε, δεδομένου μάλιστα ότι προκλήθηκε φοβερός σάλος στην προσωρινή κυβέρνηση ως προς το τι θα κάνουμε με αυτούς; Όταν συναντηθήκαμε με τον Ιμάμη, και οι φίλοι μας εξήγησαν την κατάσταση και είπαν τι έλεγαν οι [ξένοι] ραδιοφωνικοί σταθμοί, τι έλεγε η Αμερική, τι έλεγαν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, σκέφτηκε και στη συνέχεια απάντησε σε μορφή ερώτησης: “Φοβάστε την Αμερική;”. Είπαμε, “Όχι”. Κι εκείνος είπε, “Τότε κρατήστε τους”».
Στην διάρκεια της θητείας του ως Ανώτατου Ηγέτη, ο Χαμενεΐ υπερασπιζόταν πάντα την κατάληψη. Τα επαναστατικά καθεστώτα συχνά διατηρούν σχέσεις με τις πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις και ως αποτέλεσμα υποφέρουν, υποστήριζε. Στην περίπτωση του Ιράν, η κατάληψη της πρεσβείας βοήθησε να γίνει κάτι τέτοιο αδύνατο: «Το θέμα τής φωλιάς των κατασκόπων (ο όρος των επαναστατών για την πρεσβεία των ΗΠΑ) έκοψε και το τελευταίο πιθανό νήμα που συνέδεε την επανάσταση με την Αμερική», τόνισε σε ομιλία του το 1993. Η κατάληψη της πρεσβείας, είπε, «ήταν μια μεγάλη και πολύτιμη υπηρεσία για την επανάστασή μας».
Ο Χομεϊνί διόρισε τον Χαμενεΐ ως μέλος τού Συμβουλίου τής Ισλαμικής Επανάστασης, και, πριν γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1981 , υπηρέτησε ως αναπληρωτής υπουργός Άμυνας, επικεφαλής τού Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς, ενώ ήταν και εκπρόσωπος του Χομεϊνί στο Ανώτατο Συμβούλιο Άμυνας. Το έργο του σε θέματα ασφάλειας τον έφερε πρόσωπο με πρόσωπο με την ψυχρή realpolitik τής Ουάσιγκτον. Τον Αύγουστο του 1980, ο Σαντάμ Χουσεΐν ξεκίνησε μια στρατιωτική επίθεση εναντίον τού Ιράν, προσπαθώντας να επωφεληθεί από την αταξία στο νέο καθεστώς. Καθώς ακόμη «το φύσαγαν και δεν κρύωνε» από την πτώση τού Σάχη και την συνεχιζόμενη κρίση των ομήρων, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να επικρίνουν τις ενέργειες του Ιράκ, προστατεύοντας αρχικά το Ιράκ από μια καταδίκη στα Ηνωμένα Έθνη και, στη συνέχεια, υποστηρίζοντας ουσιαστικά τον ιρακινό πόλεμο κατά του Ιράν. Μέχρι τα τέλη τής δεκαετίας τού 1980, ο στρατός των ΗΠΑ είχε όλο και πιο άμεση εμπλοκή στο Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της επίθεσης εναντίον ιρανικών εξεδρών άντλησης πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο, το 1987, και της κατάρριψης ενός ιρανικού επιβατικού αεροσκάφους, το 1988.
Το 1987, ο Χαμενεΐ έκανε το μοναδικό ταξίδι του μέχρι σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να συμμετάσχει ως Πρόεδρος του Ιράν σε μια σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Στην ομιλία του, ο ίδιος περιέγραψε την σχέση μεταξύ του Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών: «Η ιστορία τού έθνους μας βρίσκεται σε ένα μαύρο, πικρό και αιματηρό κεφάλαιο, αναμεμειγμένο με πολύ εχθρότητα και εμπάθεια από το αμερικανικό καθεστώς. [Το καθεστώς αυτό] είναι ένοχο για τα 25 χρόνια υποστήριξης της δικτατορίας Παχλαβί, με όλα τα εγκλήματα που διέπραξε κατά του λαού μας. Η λεηλασία τού πλούτου αυτού του έθνους με τη βοήθεια του Σάχη, η έντονη αντιπαράθεση με την επανάσταση κατά τους τελευταίους μήνες τού καθεστώτος τού Σάχη, η ενθάρρυνσή του να συντρίψει τις διαδηλώσεις εκατομμυρίων ανθρώπων, το σαμποτάζ τής επανάστασης με διάφορα μέσα κατά τα πρώτα χρόνια τής νίκης της, οι προκλητικές επαφές τής αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη με τα αντεπαναστατικά στοιχεία, η βοήθεια στους πραξικοπηματίες και στα τρομοκρατικά και αντεπαναστατικά στοιχεία εκτός της χώρας, το μπλοκάρισμα των καταθέσεων και των περιουσιακών στοιχείων τού Ιράν και η άρνηση να μεταβιβαστούν εμπορεύματα για τα οποία η πληρωμή είχε γίνει από καιρό, ή περιουσιακά στοιχεία που ο Σάχης είχε καταχραστεί από τον εθνικό πλούτο και είχε καταθέσει στο όνομά του σε αμερικανικές τράπεζες, η προσπάθεια να επιβληθεί οικονομικό εμπάργκο και η δημιουργία ενός ενιαίου μετώπου τής Δύσης κατά του έθνους μας, η ανοικτή και αποτελεσματική υποστήριξη του Ιράκ στον πόλεμο εναντίον μας, και τέλος, μια παράλογη, βίαιη εισβολή στον Περσικό Κόλπο που απείλησε σοβαρά την ασφάλεια και την ηρεμία τής περιοχής - όλα αυτά είναι μόνο ένα μέρος τού κατηγορητηρίου τού έθνους μας κατά του καθεστώτος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής».
Σε μια δημόσια ομιλία του, το επόμενο έτος, αναφέρθηκε σε μια εμπειρία που είχε κατά την διαμονή του στη Νέα Υόρκη: «Ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μιας ευρωπαϊκής χώρας ήρθε να με συναντήσει και μου είπε: “Θα πρέπει τελικά να λύσετε το πρόβλημά σας με την Αμερική!”. Νόμιζαν ότι [επειδή εγώ] είχα έρθει στη Νέα Υόρκη και βρισκόμουν στην Αμερική, θα μπορούσαν να πετύχουν κάτι με εμένα. Είπα, “Αδύνατον. Το ζήτημα των Ηνωμένων Εθνών είναι μια άλλη ιστορία. Έχω έρθει στον ΟΗΕ για να μιλήσω με τους ανθρώπους του κόσμου, και αυτό δεν έχει να κάνει με την Αμερική. Το ζήτημα της Αμερικής είναι μια άλλη ιστορία”».
ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΟΜΕΪΝΙ ΣΤΟΝ ΧΑΜΕΝΕΪ
Από τότε που έγινε ανώτατος ηγέτης, το 1989, ο Χαμενεΐ έχει οξύνει τις απόψεις του για την πολιτική των ΗΠΑ. Η θέση του είναι πλέον σαφής και απλή: οι δυτικές κυβερνήσεις, υπό την ηγεσία τής Ουάσιγκτον, επιθυμούν να ανατρέψουν την Ισλαμική Δημοκρατία και να καταστρέψουν την ισλαμική επανάσταση, ακριβώς όπως έκαναν στην Σοβιετική Ένωση.
Σε μια συνάντηση με Ιρανούς κυβερνητικούς αξιωματούχους το 2000, το έθεσε με τον εξής τρόπο: «Έχει καταρτιστεί ένα ολοκληρωμένο αμερικανικό σχέδιο προκειμένου να καταρρεύσει το σύστημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας, κι έχουν ζυγιστεί όλες οι πτυχές του. Το σχέδιο αυτό αναδομήθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης . . . . Στις δικές τους φαντασιώσεις, έχουν αναβιώσει το σχέδιο για την κατάρρευση των Σοβιετικών, προσαρμοσμένο στις συνθήκες στο Ιράν». Ο Χαμενεΐ σημείωσε ότι υπήρξαν εγχώριοι παράγοντες που ευθύνονται για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της φτώχειας, της καταστολής, της διαφθοράς, και των εθνοτικών και εθνικιστικών εντάσεων. Αλλά, οι Αμερικανοί τα χρησιμοποίησαν αυτά, υποστήριξε, για να σπρώξουν το σοβιετικό κράτος στην κατάρρευση - εν μέρει με την χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης και την διοργάνωση μιας «πολιτισμικής εισβολής», κι εν μέρει με την χρήση πολιτικής και οικονομικής πίεσης. Ωστόσο, οι προσπάθειες αυτές δεν θα πιάσουν στο Ιράν, υποστήριξε, γιατί η Ισλαμική Δημοκρατία δεν είναι σαν την Σοβιετική Ένωση - αν μη τι άλλο, επειδή, σε αντίθεση με τον κομμουνισμό, το Ισλάμ δεν είναι μια προσφάτως υιοθετημένη ιδεολογία που επιβλήθηκε από το κυβερνών κόμμα μετά τη νίκη του σε έναν εμφύλιο πόλεμο. Το Ιράν, άλλωστε, είχε μια μακρά ιστορία ενιαίας κρατικής υπόστασης. Τα συστατικά του στοιχεία δεν συγκολλήθηκαν χάρη σε μια ιμπεριαλιστική επέκταση και σε κατακτητικούς πολέμους των τελευταίων αιώνων, όπως συνέβη με την ρωσική αυτοκρατορία την οποία κληρονόμησε το σοβιετικό σύστημα. Σημείωσε, επίσης, ότι η Ισλαμική Δημοκρατία ήταν το προϊόν μιας λαϊκής επανάστασης και απολάμβανε σημαντική θρησκευτική νομιμοποίηση.
Ο Χαμενεΐ πιστεύει ότι αρκετά μέτρα μπορούν να διασφαλίσουν πως η Ισλαμική Δημοκρατία δεν θα έχει την τύχη τής Σοβιετικής Ένωσης. Πρώτον, οι δυνητικοί πολιτικοί αντάρτες - οι τοπικές ιρανικές εκδόσεις τού Μπόρις Γιέλτσιν - πρέπει να εντοπίζονται και να ελέγχονται. Δεύτερον, οι ευαίσθητες μεταρρυθμίσεις πρέπει να ανακοινώνονται με σαφήνεια, ώστε να μην παρεξηγούνται ή να διαστρεβλώνονται. Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα θα πρέπει, όπως περιέγραψε, «να καθοδηγούνται από ένα ισχυρό κέντρο με κατασταλτική δύναμη, έτσι ώστε να μην χαθεί ο έλεγχος». Τρίτον, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν θα πρέπει να υπονομεύουν την κυβέρνηση. Και τέταρτον, παρεμβάσεις από εξωτερικές δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ, πρέπει να κρατηθούν μακρυά.
Ο Χαμενεΐ θεωρεί, επίσης, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Δύση γενικότερα, και το Ισραήλ θέλουν να χρησιμοποιήσουν τις εκλογές σε διάφορα ιρανικά αξιώματα (σε δημοτικά συμβούλια, στο νομοθετικό Σώμα, στο δικαστικό Σώμα, στη Συνέλευση των Ειδικών) για να δημιουργήσουν, μέσα από τους «εσωτερικούς τους συμμάχους», μια κατάσταση «διττής κυριαρχίας». Ο στόχος είναι, σύμφωνα με τον Χαμενεΐ , να δημιουργήσουν χάσμα μεταξύ του Ανώτατου Ηγέτη και των εκλεγμένων αξιωματούχων τής κυβέρνησης. Ακριβώς όπως οι Βρετανοί, που είχαν κάποτε απόλυτους κυβερνήτες, τελικά μετέτρεψαν την θέση τού μονάρχη τους σε ένα απλό εθιμοτυπικό αξίωμα, έτσι και οι εχθροί τού Ιράν, πιστεύει ο Χαμενεΐ, θέλουν να μετατρέψουν την απόλυτη κυριαρχία τού faqih ή την «κηδεμονία των νομομαθών», σε ένα κέλυφος δίχως νόημα. Ο κορυφαίος ρεφορμιστής στρατηγιστής τού Ιράν, ο Σαΐντ Χατζαριάν, χρησιμοποίησε την έννοια της διττής κυριαρχίας ως αναλυτικό εργαλείο για να περιγράψει την μεταβαλλόμενη ισορροπία τής εξουσίας στο Ιράν, μετά τη νίκη τού Μοχάμεντ Χαταμί, στις προεδρικές εκλογές τον Μάιο του 1997. Σε απάντηση, οι πιστοί στον Χαμενεΐ προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον Χατζαριάν, τον Μάρτιο του 1999. Επέζησε, αλλά είναι έκτοτε παράλυτος. Ο Χαμενεΐ ανέφερε την έννοια της διπλής κυριαρχίας ως ανατρεπτική ιδέα σε μια δημόσια ομιλία του το 2004, καθώς η κυβέρνηση Χαταμί έφθανε ασθμαίνοντας στο τελευταίο έτος τής θητείας της: «Έχετε ακούσει το σύνθημα περί “διπλής κυριαρχίας”! Μια σειρά από παράλογους ανθρώπους επαναλαμβάνουν ακόμη αυτές τις λέξεις στο εσωτερικό της χώρας . . . . Η διττή κυριαρχία δεν είναι επιθυμητή, είναι επιζήμια κι είναι ένα θανατηφόρο δηλητήριο! Αυτό είναι που θέλουν (οι εχθροί του Ιράν)».
Μετά τις προεδρικές εκλογές στο Ιράν, τον Ιούνιο του 2009, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ξεχύθηκαν στους δρόμους τής Τεχεράνης και πραγματοποίησαν ειρηνικές διαδηλώσεις κατά του νοθευμένου αποτελέσματος. Καθώς οι διαδηλώσεις εξαπλώνονταν, ο Χαμενεΐ, σε ομιλία του στην προσευχή τής Παρασκευής, συνέκρινε τις διαδηλώσεις με τις «έγχρωμες επαναστάσεις», ιδίως με εκείνη στην Γεωργία, την οποία είχαν ξεκινήσει οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, όπως ισχυρίστηκε. Ο Χαμενεΐ τόνισε ότι κατά την διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων, οι ομιλίες των Αμερικανών και Ευρωπαίων πολιτικών είχαν γίνει πιο σκληρές, και ότι μετά τις διαδηλώσεις τής Τεχεράνης, έριξαν τις «μάσκες» και έδειξαν τα «αληθινά τους χαρακτηριστικά».
Σε μια δημόσια ομιλία του, τον Ιούνιο του 2011, ο Χαμενεΐ αποκάλεσε τις διαδηλώσεις, οι οποίες κατέληξαν να είναι γνωστές ως το Πράσινο Κίνημα, ως συνέχεια της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους για ανατροπή τού καθεστώτος, και αντίθετες με μια αληθινή επανάσταση όπως αυτή που οδήγησε στην ίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας: «μια επανάσταση που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε μια εποχή αναστάτωσης, απέναντι σε διάφορες πολιτικές ή στρατιωτικές απόπειρες πραξικοπήματος και άλλες τέτοιες πράξεις, δεν είναι ζωντανή. Αυτή εδώ η επανάσταση είναι ζωντανή, γι' αυτό και υπερασπίζεται τον εαυτό της και μάλιστα επικρατεί και κερδίζει. Αυτό είναι βέβαιο, όπως είδατε να συμβαίνει (μετά τις διαδηλώσεις) το 2009».
Ένα συχνό θέμα του Χαμενεΐ είναι η συνεχής παρουσία ξένων απειλών για την Ισλαμική Δημοκρατία και η ικανότητα του καθεστώτος να τις αντέχει. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το δυτικό μπλοκ, υποστηρίζει, θέλουν να ανατρέψουν το σύστημα στο Ιράν, κι έχουν ξεκινήσει μια σειρά από απόπειρες για να το πράξουν, συμπεριλαμβανομένων της στρατιωτικής εισβολής στο Ιράκ το 1980, της χειραγώγησης των εθνοτικών εντάσεων και των οικονομικών κυρώσεων. Όπως το έθεσε ο ίδιος σε μια άλλη δημόσια ομιλία του, τον Αύγουστο του 2010, «Θέλουν να κατεδαφίσουν την επανάσταση. Ένα από τα σημαντικότερα μέσα που έχουν χρησιμοποιήσει είναι οι οικονομικές κυρώσεις. Λένε ότι [οι κυρώσεις] δεν έχουν ως στόχο τον ιρανικό λαό, αλλά αυτά είναι ψέματα! Οι κυρώσεις έχουν ως στόχο να ακρωτηριάσουν το ιρανικό έθνος. Έχουν σχεδιαστεί να εξαντλήσουν τον ιρανικό λαό και να τον κάνουν να πει, “Είμαστε υπό από την πίεση των κυρώσεων λόγω της [πολιτικής] τού κράτους τής Ισλαμικής Δημοκρατίας”. Θέλουν να αποκόψουν τους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων και του συστήματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Αυτός είναι ο πραγματικός στόχος των κυρώσεων. Ασκούν οικονομική πίεση με όρους κυρώσεων».
Έχει ισχυριστεί κατ' επανάληψη ότι το δεδηλωμένο σκεπτικό τής πολιτικής των ΗΠΑ έχει ως στόχο να καλύψει πιο κακόβουλες προθέσεις. Όπως το έθεσε ο ίδιος σε μια ακόμη δημόσια ομιλία του, τον Αύγουστο του 2011, «Αν και η δικαιολογία για τις κυρώσεις έχει να κάνει με το θέμα τής πυρηνικής ενέργειας, λένε ψέματα . . . . Ίσως θυμάστε ότι οι πρώτες κυρώσεις κατά της χώρας αυτής τέθηκαν σε μια εποχή που το θέμα των πυρηνικών απολύτως δεν υπήρχε . . . . Οπότε, ο στόχος τού εχθρού είναι να κατεδαφίσει την Ισλαμική Δημοκρατία».
Ο Χαμενεΐ στηρίζει τα επιχειρήματα αυτά εν μέρει σε αυτό που θεωρεί ως δύο αποτυχημένες απόπειρες του Ιράν να συμβιβαστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη ήταν κατά την διάρκεια της προεδρίας Χαταμί, όταν η κυβέρνηση ανέστειλε τον εμπλουτισμό ουρανίου για δύο χρόνια, ως ένα μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Ο Χαμενεΐ πιστεύει ότι οι δυτικές κυβερνήσεις δεν ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, αλλά μόνο για να καταστήσουν μόνιμη την παύση εμπλουτισμού. Η διετής αναστολή δεν ωφέλησε καθόλου το Ιράν - δεν υπήρξε άρση των κυρώσεων, ούτε αποδέσμευση των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων τού Ιράν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε οποιοδήποτε άλλο αντάλλαγμα. Σε ομιλία του τον Ιανουάριο του 2008, ο Χαμενεΐ σημείωσε: «Σήμερα, σε όποιον έρχεται σε μας και λέει, "Κύριοι, να το αναστείλετε προσωρινά’’, λέμε, ‘’Είχαμε ήδη μια προσωρινή αναστολή, για δύο χρόνια!’’. Είχαμε μια διετή προσωρινή αναστολή. Ποια θα είναι η ωφέλεια για εμάς; . . . Εμείς, από την πλευρά μας, φανταστήκαμε ότι θα ήταν προσωρινή και φανταστήκαμε ότι ήταν οικειοθελής. Στη συνέχεια, όταν μιλήσαμε για επανέναρξη των εργασιών, ξεκίνησε η φρενίτιδα των μέσων ενημέρωσης και η σύγχυση στους πολιτικούς κύκλους, λέγοντας: ‘’Αλίμονο! Το Ιράν θέλει να τερματίσει την αναστολή!’’ Η αναστολή έγινε ταμπού το οποίο το Ιράν δεν είχε απολύτως κανένα δικαίωμα να αγγίξει . . . . Τελικά, είπαν, ‘’Η προσωρινή αναστολή δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει να σταματήσετε το συνολικό πρόγραμμα ατομικής ενέργειας". Αυτό ήταν πλήγμα για εμάς. [Η κυβέρνηση Χαταμί] αποδέχθηκε την υποχώρηση. Αλλά αυτή η υποχώρηση είχε μια θετική επίδραση για εμάς. Έχουμε πάρει ένα μάθημα από αυτή την εμπειρία. Η παγκόσμια κοινή γνώμη έμαθε από αυτήν την εμπειρία, επίσης. . . . Είπα, αν αυτή η διαδικασία προσθήκης νέων απαιτήσεων συνεχιστεί, θα παρέμβω. Και το έκανα. Είπα . . . θα πρέπει να περάσουμε στην επίθεση [και να συνεχίσουμε τις διαδικασίες εμπλουτισμού].
Ο Χαμενεΐ, εν συνέχεια, υπενθύμισε στο ακροατήριό του ότι παρά την προθυμία τού Χαταμί για συμβιβασμό, τα καλά του λόγια για τους Αμερικανούς, την συνεργασία του για την ανατροπή των Ταλιμπάν και τις επακόλουθες διαπραγματεύσεις στην Βόννη για την εγκατάσταση μιας φιλο-αμερικανικής κυβέρνησης στο Αφγανιστάν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους [ο νεότερος], περιέλαβε και το Ιράν στον δικό του «άξονα του κακού».
Η δεύτερη εμπειρία στην οποία στηρίζεται, έχει να κάνει με την απόφαση της Λιβύης το 2003 να εγκαταλείψει τις πυρηνικές της φιλοδοξίες, κάτι, ωστόσο, που δεν εμπόδισε την βίαιη απομάκρυνση του Μουαμάρ αλ - Καντάφι μέσω της στρατιωτικής επέμβασης του ΝΑΤΟ. «Στη Λιβύη», δήλωσε ο Χαμενεΐ στην ομιλία του για το ιρανικό Νέο Έτος, τον Μάρτιο του 2011, «παρ’ ότι ο Καντάφι είχε μια αντιδυτική τάση τα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, τα επόμενα χρόνια, προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στη Δύση . . . . Αυτός ο κύριος πήρε το πυρηνικό του πρόγραμμα, ... το έδωσε στους Δυτικούς , και είπε: “Πάρτε το!” . . . [Όμως, ανατράπηκε]». Ο Χαμενεΐ υποψιάζεται ότι ακόμη και αν έκλεινε το σύνολο των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, ή αν τις άνοιγε για επιθεωρήσεις και ελέγχους, οι δυτικές κυβερνήσεις απλώς θα ενθυλάκωναν τις παραχωρήσεις και θα ανέσυραν άλλα θέματα - όπως την τρομοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα ή το Ισραήλ - ως δικαιολογίες για την διατήρηση της πίεσής τους και την επιδίωξη της αλλαγής τού καθεστώτος. Στον Χαμενεΐ, όταν πρόκειται για πυρηνικά όπλα, οι περιπτώσεις τού Ιράκ και της Λιβύης διδάσκουν το ίδιο μάθημα. Ο Σαντάμ και ο Καντάφι άνοιξαν τις εγκαταστάσεις τους στις επιθεωρήσεις της Δύσης, και κατέληξαν να μην έχουν κανένα πυρηνικό όπλο, και τελικά τους επιτέθηκαν, τους καθαίρεσαν και τους σκότωσαν. Σημαντικοί συμβιβασμοί από το Ιράν ως προς τα πυρηνικά, χωρίς σημαντικές παραχωρήσεις από τη Δύση, πιστεύει, θα μπορούσαν να καταλήξουν σε παρόμοιες συνέπειες για το ιρανικό καθεστώς.
ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΟΣΙΑ
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα για τον Χαμενεΐ είναι αυτό που θεωρεί ως ενέργειες προσβλητικές για το Ισλάμ. Μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης καύσης τού Κορανίου από έναν πάστορα στην Φλόριντα το 2010, αναρωτήθηκε σε μια από τις δημόσιες ομιλίες του, «Τι και ποιος είναι πίσω από τις σκηνές αυτών των κακών πράξεων;». Και συνέχισε λέγοντας ότι «μια προσεκτική μελέτη αυτού του διαβολικού περιστατικού, που συνέπεσε με εγκληματικές πράξεις στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, την Παλαιστίνη, τον Λίβανο και το Πακιστάν, δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο σχεδιασμός και το επιχειρησιακό πρόσταγμα των πράξεων αυτών βρίσκονται στα χέρια των κέντρων τού Σιωνισμού και του συστήματος της ηγεμονίας του, κέντρα που ασκούν τη μεγαλύτερη επιρροή στην αμερικανική κυβέρνηση και στις υπηρεσίες πληροφοριών και τον στρατό της, όπως και στην βρετανική και ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις». Ομοίως, αφότου κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία, Η αθωότητα των Μουσουλμάνων, το 2012 , δημοσίευσε μια δήλωση αναφέροντας την αμερικανική και την ισραηλινή κυβέρνηση ως «βασικούς υπόπτους για το έγκλημα αυτό». Είπε ότι «αν δεν είχαν υποστηρίξει τους προηγούμενους κρίκους σε αυτή την σάπια αλυσίδα – δηλαδή, τον Σαλμάν Ρουσντί, τον Δανό σκιτσογράφο, τον Αμερικανό πάστορα που θέλει να κάψει το Κοράνι - και δεν είχαν παραγγείλει σειρά δεκάδων αντι -ισλαμικών ταινιών από τις κλίκες που συνδέονται με τους σιωνιστές καπιταλιστές, τα πράγματα δεν θα είχαν φτάσει στο σημείο αυτού του μεγάλου και ασυγχώρητου εγκλήματος».
Την ίδια στιγμή, ο ίδιος προσπαθεί σκληρά να αποφύγει να εκληφθεί αυτό το θέμα ως μια σύγκρουση μεταξύ του Ισλάμ και του Χριστιανισμού. «Ο στόχος αυτών των εξοργιστικών πράξεων [το κάψιμο του Κορανίου]», υποστήριξε σε μια δημόσια ομιλία του τον Σεπτέμβριο του 2010, «είναι να φέρει την αντιπαράθεση με το Ισλάμ και τους Μουσουλμάνους στην καθημερινότητα των χριστιανικών κοινωνιών και να της προσδώσει θρησκευτικό χρωματισμό και ζήλο». Όμως, «θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι», είπε, ότι αυτό «δεν έχει τίποτα να κάνει με τις εκκλησίες και τον Χριστιανισμό, και οι καθοδηγούμενες πράξεις λίγων ηλίθιων και ιδιοτελών κληρικών δεν πρέπει να θεωρηθούν ευθύνη των Χριστιανών και του κλήρου τους. Εμείς οι Μουσουλμάνοι δεν θα διαπράξουμε παρόμοιες πράξεις σε σχέση με τα ιερά και τα όσια άλλων θρησκειών. Ο αγώνας μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών σε ένα γενικό επίπεδο, είναι αυτό που θέλουν οι εχθροί και οι μηχανορράφοι των εν λόγω παράφρονων επιδείξεων, και το Κοράνι μάς διδάσκει να πάρουμε την αντίθετη θέση».
Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Ο Χαμενεΐ δεν αμφισβητεί την εκπληκτική πρόοδο της Δύσης κατά τον τελευταίο αιώνα. Όπως είπε σε μια δημόσια ομιλία του τον Ιούνιο του 2004, «Στην Αμερική, μπορείτε να δείτε το αποκορύφωμα της ανόδου τού υλιστικού πολιτισμού από τη σκοπιά τής επιστήμης, του πλούτου, της στρατιωτικής ισχύος και των πολιτικών και διπλωματικών προσπαθειών. Η Αμερική είναι μια χώρα που έχει θρυλικό πλούτο και στρατιωτική δύναμη καθώς και μια εξαιρετική πολιτική κινητικότητα». Αποδέχεται την δυτική επιστήμη και την τεχνολογία, και θρηνεί για το γεγονός ότι τα δεσποτικά καθεστώτα στο Ιράν και αλλού στον αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπεύθυνα για την υπανάπτυξη των χωρών αυτών. Ο Χαμενεΐ θαυμάζει ορισμένες πτυχές των δυτικών κοινωνιών. Για παράδειγμα, σε συνάντησή του με τη νεολαία και εργαζόμενους στον πολιτιστικό τομέα, στην πόλη Ραστ, στην περιοχή τής Κασπίας, το 2001, είχε σημειώσει ότι «ένα καλό χαρακτηριστικό των Ευρωπαίων είναι η προθυμία τους να αναλάβουν κινδύνους. Αυτή είναι η κύρια πηγή των επιτυχιών τους . . . . Ένα άλλο από τα καλά χαρακτηριστικά τους είναι η επιμονή και η προσήλωση στην σκληρή δουλειά . . . . Οι μεγαλύτεροι και πιο ταλαντούχοι εφευρέτες και επιστήμονες της Δύσης είναι εκείνοι που για πολλά χρόνια ζούσαν μια σκληρή ζωή σε μια σοφίτα πριν να ανακαλύψουν κάτι. Όταν διαβάζει κανείς τις βιογραφίες τους, βλέπει κανείς τι σκληρή ζωή έζησαν. . . . Αυτές είναι οι καλές πλευρές τού δυτικού πολιτισμού».
«Ο δυτικός πολιτισμός», ανέφερε σε μια συζήτηση με Ιρανούς νέους τον Φεβρουάριο του 1999 με την ευκαιρία τής επετείου τής επανάστασης, «είναι ένας συνδυασμός όμορφων και άσχημων πραγμάτων. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι η δυτική κουλτούρα είναι κάτι εντελώς άσχημο. Όχι. Όπως και κάθε άλλος πολιτισμός, έχει σίγουρα όμορφες πλευρές . . . . Ένα λογικό έθνος και μια ομάδα λογικών ανθρώπων θα πάρουν την καλή πλευρά και θα την προσθέσουν στον δικό τους πολιτισμό, εμπλουτίζοντάς τον έτσι, και θα απορρίψουν την κακή». Πιστεύει, ωστόσο, ότι ο ισλαμικός πολιτισμός είναι ανώτερος, επειδή ο δυτικός πολιτισμός είναι υπερβολικά υλιστικός. «Η Δύση κοιτάζει μόνο μια διάσταση, ένα χαρακτηριστικό – την ύλη», είπε κατά τη διάρκεια πρόσφατης συνάντησής του με νέους, αφιερωμένη στο θέμα τής κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Πρόσθεσε ότι η δυτική οπτική θεωρεί «πρόοδο, πρώτα απ’ όλα, την πρόοδο του πλούτου, της επιστήμης, των στρατιωτικών υποθέσεων και της τεχνολογίας . . . . Αλλά στην ισλαμική λογική, η πρόοδος έχει και άλλες διαστάσεις: η πρόοδος στην επιστήμη, στη δικαιοσύνη, στην κοινωνική πρόνοια, στην οικονομία, στο διεθνές μεγαλείο και στο κύρος, στην πολιτική ανεξαρτησία, στην προσευχή και στην προσέγγιση στον δοξασμένο Θεό - με άλλα λόγια, έχει μια πνευματική πτυχή, μια θεϊκή διάσταση».
Ο Χαμενεΐ δεν είναι οπαδός τής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ισχυρίζεται ότι η υποτιθέμενη πλειοψηφική νομιμοποίησή της υπονομεύεται από το γεγονός ότι οι πραγματικές κυβερνήσεις στη Δύση έχουν λάβει τις ψήφους μόνο από ένα μικρό τμήμα τού συνολικού εν δυνάμει εκλογικού σώματος. Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν παραβιάσει κατ' επανάληψη τις δικές τους αρχές, υποστηρίζοντας δεσποτικές κυβερνήσεις αλλού και, μάλιστα, εργάστηκαν για την ανατροπή δημοκρατικών καθεστώτων (όπως με το πραξικόπημα του 1953 στο Ιράν). Θεωρεί ότι οι φιλελεύθερες δημοκρατικές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται γενικότερα να κυβερνήσουν τον κόσμο, προωθώντας την παγκοσμιοποίηση ως έναν δρόμο προς την αμερικανοποίηση, και επιτιθέμενες σε άλλες χώρες κατά βούληση (όπως στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ).
Η Ισλαμική Δημοκρατία έχει την δική της μορφή δημοκρατίας, πιστεύει ο Χαμενεΐ, εκείνη που έχει τις ρίζες της στην θρησκεία. «Τα θεμέλια της θρησκευτικής δημοκρατίας είναι διαφορετικά από εκείνα της δυτικής δημοκρατίας», υποστήριξε τον Ιούνιο του 2005, σε μια ομιλία του για την επέτειο του θανάτου τού Χομεϊνί. «Η θρησκευτική δημοκρατία, η οποία αποτελεί την βάση για την οποία ψηφίσαμε και η οποία προκύπτει από τα θεία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τού ανθρώπου, δεν είναι απλά μια σύμβαση. Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Αυτό είναι που προσδίδει νόημα στις εκλογές στην Ισλαμική Δημοκρατία. [Αυτό που έχουμε εδώ] είναι κάτι πολύ πιο προηγμένο και ουσιαστικό και βαθιά ριζωμένο σε σχέση με την σημερινή δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία».
Στην πράξη, ο Χαμενεΐ πιστεύει ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν παρέχει ελευθερία, αλλά κυριαρχία, επιθετικότητα και ιμπεριαλισμό, και αυτό είναι που την καθιστά απαράδεκτη. «Πιστεύουμε στην δημοκρατία», είπε σε μια συνάντηση με τα μέλη τής πολιτοφυλακής Basij στο βορειοδυτικό Ιράν, τον Οκτώβριο του 2011 . «Πιστεύουμε στην ελευθερία, επίσης. Αλλά δεν δεχόμαστε την φιλελεύθερη δημοκρατία . . . . Δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε αυτή την ονομασία για το δικό μας αυθεντικό, υγιές, δίκαιο και καθαρό νόημα. Εμείς το λέμε ισλαμική λαϊκή δημοκρατία ή Ισλαμική Δημοκρατία». Παρ’ όλες τις επικρίσεις ενάντια στο φιλελευθερισμό, ωστόσο, δεν εμπόδισε τη μετάφραση στα περσικά και την δημοσίευση, κατά την διάρκεια της θητείας του, έργων φιλελεύθερων συγγραφέων, όπως ο Καρλ Πόπερ, ο Μίλτον Φρίντμαν, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν, ο Αζάια Μπερλίν, ο Τζων Ρωλς, ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ, η Μάρτα Νουσμπάουμ, ο Ρόμπερτ Πάτναμ, ο Αμάρτυα Σεν και πολλών άλλων.
Ο Χαμενεΐ πιστεύει ότι οι δυτικές κυβερνήσεις και ο καπιταλισμός γενικά πάσχουν από ανίατα διαρθρωτικά προβλήματα και αντιμετωπίζουν την αναπόφευκτη παρακμή. Τον Ιούνιο του 1992, σε ένα μήνυμα προς τους προσκυνητές στη Μέκκα, είπε: «Το δυτικό καπιταλιστικό σύστημα είναι βυθισμένο μέχρι τον λαιμό στα ανθρώπινα προβλήματα. Παρά τον άφθονο πλούτο που έχει στην διάθεσή του, είναι εντελώς ανίκανο να καθιερώσει την κοινωνική δικαιοσύνη. Οι πρόσφατες εξεγέρσεις των μαύρων στην Αμερική έδειξαν ότι το αμερικανικό σύστημα αντιμετωπίζει με αδικία όχι μόνο τα έθνη τής Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, αλλά και τους δικούς του ανθρώπους, και ότι απαντάει στις διαδηλώσεις με την βία και την καταστολή, όπως ακριβώς και στις παραπάνω χώρες. Είναι αλήθεια ότι το κομμουνιστικό στρατόπεδο κατέρρευσε και εξαφανίστηκε, αλλά ο αντίπαλός του, το καπιταλιστικό στρατόπεδο , . . . ιδιαίτερα βεβαρυμένο από την αλαζονεία που το επηρέασε μετά την εξαφάνιση του ισχυρού ανταγωνιστή του, θα χαθεί επίσης, αργά ή γρήγορα».
Έχει υποστηρίξει ότι η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008, αποτελεί απόδειξη που υποστηρίζει την απαισιόδοξη άποψή του περί των προοπτικών τής Δύσης. Είδε τις διαδηλώσεις του κινήματος Occupy Wall Street ως την αρχή μιας μεγάλης κρίσης τού καπιταλισμού. «Οι άνθρωποι σε αυτές τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις πολλών χιλιάδων στη Νέα Υόρκη», ανέφερε σε μια μεγάλη συγκέντρωση στην πόλη Κερμανσάχ τον Οκτώβριο του 2011, «ύψωσαν μια αφίσα όπου γραφόταν, ‘’Είμαστε το 99 τοις εκατό’’. Με άλλα λόγια, το 99 τοις εκατό του αμερικανικού λαού - η πλειοψηφία του αμερικανικού λαού - κυβερνάται από το κυρίαρχο ένα τοις εκατό . . . . Σήμερα, το καπιταλιστικό σύστημα έχει φτάσει σε πλήρες αδιέξοδο. Ίσως να χρειαστούν χρόνια πριν φανούν οι έσχατες συνέπειες αυτού του αδιεξόδου. Όμως, η κρίση τής Δύσης έχει αρχίσει για τα καλά».
Για τον Χαμενεΐ, η παγκόσμια ιστορία «είναι σε σημείο καμπής», και ξεκινά «μια νέα εποχή σε ολόκληρο τον κόσμο». Οι μαρξιστικές, φιλελεύθερες και εθνικιστικές πεποιθήσεις έχουν χάσει την έλξη τους, και μόνο το Ισλάμ την έχει διατηρήσει. Η Αραβική Άνοιξη – ή, όπως την αποκαλεί ο ίδιος, «η Ισλαμική Αφύπνιση» - είναι ένα προοίμιο για την παγκόσμια εξέγερση εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών και του διεθνούς σιωνισμού. Κατά την άποψή του, το γεγονός ότι οι συνήθεις υλιστικοί υπολογισμοί κάνουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα απίθανο, είναι άνευ σημασίας, διότι θα το επιφέρει η θεία πρόνοια. Θεωρεί ότι η επιβίωση της Ισλαμικής Δημοκρατίας μετά από τρεις και πλέον δεκαετίες διεθνούς αντιπαράθεσης είναι απόδειξη αυτής της θεϊκής υποστήριξης, και υπολογίζει στην συνέχισή της στο μέλλον. Ο Χαμενεΐ πιστεύει ότι η ιστορική στροφή την οποία αναμένει, θα οδηγήσει στη νίκη των πνευματικών και θρησκευτικών αξιών στον κόσμο. Σε αντίθεση με την διάγνωση του Μαξ Βέμπερ ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει απο-γοητεύσει τον κόσμο και την σφαίρα τής εξουσίας, ο Χαμενεΐ εξακολουθεί να βασίζεται σε εσώτερες ιδέες και σε θεϊκά όντα προσεγγίζοντας την πολιτική. Αυτός εισάγει εκ νέου την γοητεία στον κόσμο.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
Τον Αύγουστο του 1989, δύο μήνες μετά την εκλογή του στη θέση τού Ανώτατου Ηγέτη, ο Χαμενεΐ ανακοίνωσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι «Κανείς στην Ισλαμική Δημοκρατία δεν έχει διαπραγματευτεί ποτέ με σας, ούτε θα το κάνει. . . . Όσο η αμερικανική πολιτική βασίζεται στα ψέματα, στην εξαπάτηση και την διπροσωπία, και υποστηρίζει διεφθαρμένα καθεστώτα, όπως αυτό του Ισραήλ, και διαιωνίζει την καταπίεση εναντίον των αδύναμων και φτωχών εθνών, και για όσο τα εγκλήματα και οι παραβάσεις των Αμερικανών κυβερνώντων, όπως η κατάρριψη ενός πολιτικού αεροσκάφους και η κατάσχεση της περιουσίας τού Ιράν, είναι παρόντα στη μνήμη τού έθνους μας, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κυβέρνηση ή για σύναψη διπλωματικών σχέσεων με αυτή. Απορρίπτουμε πλήρως τις μεταξύ μας σχέσεις».
Το επόμενο έτος, σε μια συνάντηση με μια ομάδα φοιτητών για την επέτειο της κατάληψης της πρεσβείας, ανέπτυξε την σκέψη του στην ίδια κατεύθυνση: «Εκείνοι που πιστεύουν ότι πρέπει να διαπραγματευτούμε με την . . . Αμερική είναι είτε αφελείς είτε φοβισμένοι . . . . Τι θα σήμαιναν οι διαπραγματεύσεις; Θα λύνονταν όλα τα προβλήματα μόνο αν πηγαίναμε και καθόμασταν στο τραπέζι με την Αμερική για να μιλήσουμε και να διαπραγματευτούμε; Δεν θα γινόταν έτσι. Διαπραγματεύσεις με την Αμερική σημαίνουν συναλλαγές με την Αμερική. Συναλλαγές σημαίνει ότι κάτι θα πάρεις και κάτι θα δώσεις. Τι θα δώσετε στην Αμερική από την ισλαμική επανάσταση και τι θα πάρετε; . . . Ξέρετε τι θέλει; Μα τον Θεό, ο μόνος λόγος που η Αμερική τα έχει βάλει με το ιρανικό έθνος είναι επειδή είναι μουσουλμανικό, επειδή υποστηρίζει σταθερά το καθαρό Ισλάμ τού Μωάμεθ. Θέλει να πάψετε να είστε τόσο σταθεροί. Θέλει να μην είσαστε υπερήφανοι. Είσαστε έτοιμοι για αυτό;».
Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2007, σε μια συγκέντρωση φοιτητών στο κέντρο τής πόλης Γιαζντ, επανήλθε στο θέμα: «Μια από τις θεμελιώδεις πολιτικές μας είναι η διακοπή των σχέσεών μας με την Αμερική. Ωστόσο, ποτέ δεν έχουμε δηλώσει ότι θα διακόψουμε τις σχέσεις αυτές για πάντα. Όχι, δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακόψουμε τις σχέσεις μας για πάντα με κανένα κράτος . . . . [Αλλά] οι σχέσεις με την Αμερική είναι επιβλαβείς για εμάς. Πρώτον, η καθιέρωση σχέσεων δεν θα μειώσει τον κίνδυνο που θέτει η Αμερική. Η Αμερική επιτέθηκε στο Ιράκ ενόσω οι χώρες είχαν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τους . . . . Δεύτερον, το να έχεις σχέσεις με τους Αμερικανούς είναι ένας τρόπος για να αυξήσουν την επιρροή τους μέσα σε ορισμένα στρώματα . . . στο Ιράν . . . . Χρειάζονται μια βάση την οποία δεν έχουν τώρα. Αυτό είναι που θέλουν. Θέλουν τους αξιωματικούς των υπηρεσιών πληροφοριών τους να μπορούν να ταξιδέψουν στο Ιράν χωρίς περιορισμούς . . . . Μερικοί κομπάζουν για την ζημία που προκύπτει από την απουσία [διπλωματικών] σχέσεων. Όχι, κύριοι ! Το ότι δεν έχουμε σχέσεις με την Αμερική είναι καλό για εμάς. Την ημέρα που οι σχέσεις με την Αμερική θα είναι επωφελείς, θα είμαι ο πρώτος που θα πω ότι θα πρέπει να καθιερωθούν σχέσεις».
Τον Αύγουστο του 2010, σε μια συνάντηση με υψηλόβαθμα στελέχη τής κυβέρνησης υπό τον πρόεδρο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, ο Χαμενεΐ προσέφερε την ερμηνεία των «δύο πρόσφατων περιπτώσεων των διαπραγματεύσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια εκ των οποίων συνδέεται με προβλήματα στο Ιράκ». Αυτό ήταν σε μια εποχή που ο Αχμαντινετζάντ είχε δηλώσει ότι ήταν έτοιμος να διαπραγματευτεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Χαμενεΐ περιέγραψε πώς κατανοούσε το αμερικανικό στυλ διαπραγμάτευσης: «Όταν οι Αμερικανοί δεν έχουν ισχυρά επιχειρήματα, όταν δεν μπορούν να παρουσιάσουν ένα επιχείρημα που θα είναι αποδεκτό και λογικό, καταφεύγουν σε εκφοβισμό. Και δεδομένου ότι ο εκφοβισμός δεν έχει καμία επίδραση στην Ισλαμική Δημοκρατία, δηλώνουν μονομερώς το τέλος των διαπραγματεύσεων! Καλά, τι είδους διαπραγμάτευση είναι αυτή; Αυτή είναι η εμπειρία μας και στις δύο περιπτώσεις. Έτσι, όταν οι άνθρωποι όπως ο κ. Πρόεδρος [Αχμαντινετζάντ ] λέει ότι είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευτούμε, λέω ναι, είμαστε έτοιμοι να διαπραγματευτούμε, αλλά όχι με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο λόγος είναι ότι η Αμερική δεν θα έλθει στο τραπέζι ειλικρινά, σαν ένας κανονικός διαπραγματευτής. Εισέρχεται σε διαπραγματεύσεις ως υπερδύναμη . . . . Ας βάλουν στην άκρη τις απειλές, ας αναιρέσουν τις κυρώσεις, ας μην επιμένουν ότι οι διαπραγματεύσεις πρέπει να καταλήξουν σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα. [Στη συνέχεια μπορεί να υπάρξουν διαπραγματεύσεις]».
Τον Φεβρουάριο του 2013, παρακολουθώντας ένα συνέδριο για θέματα ασφάλειας στο Μόναχο, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζόζεφ Μπάιντεν δήλωσε ότι στην προσπάθειά τους να αποτρέψουν το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν επιβάλει «τις πιο στιβαρές κυρώσεις στην ιστορία» και ότι οι ηγέτες τού Ιράν τιμωρούσαν τους δικούς τους ανθρώπους μέσω τής οικονομικής στέρησης και της διεθνούς απομόνωσης. Ο Μπάιντεν ανέφερε ότι η διπλωματία είχε ακόμα μια ευκαιρία, αλλά οι άμεσες συνομιλίες θα ήταν δυνατές μόνο «όταν η ιρανική ηγεσία, ο ανώτατος ηγέτης, θα είναι σοβαρός».
O Χαμενεΐ αντέδρασε γρήγορα και άμεσα. Σε ομιλία του προς τους διοικητές τής ιρανικής πολεμικής αεροπορίας είπε ότι μετά την εκλογή του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, το 2008, είχε ανακοινώσει ότι η ιρανική ηγεσία θα εξετάσει χωρίς προκαταλήψεις την συμπεριφορά τής νέας κυβέρνησης και στη συνέχεια θα λάβει μια απόφαση. Αλλά ποια ήταν τα αποτελέσματα της πρώτης θητείας τού Ομπάμα; Η Ουάσιγκτον υποστήριξε την «εσωτερική εξέγερση» (το Πράσινο Κίνημα), επέβαλε εξοντωτικές κυρώσεις που, όπως ισχυρίστηκε ο Χαμενεΐ, η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον δήλωσε ότι είχαν ως στόχο να υποδαυλίσουν μια λαϊκή εξέγερση κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας, έκανε τα στραβά μάτια σε δολοφονίες πυρηνικών επιστημόνων τού Ιράν από το Ισραήλ –ίσως, μάλιστα, και να τις στήριξε-, και υποστήριξε στη Συρία τους ίδιους τρομοκράτες που είχαν ανατραπεί στο Αφγανιστάν το 2001. Απάντησε τότε στην έκκληση του Μπάιντεν για συνομιλίες: «Ποιον θέλετε να ακρωτηριάσετε [με τις κυρώσεις]; Μήπως θέλετε να παραλύσετε τον ιρανικό λαό; Υπάρχει κάποια καλή προαίρεση σε αυτό; . . . Δεν είμαι διπλωμάτης. Είμαι ένας επαναστάτης και μιλώ με σαφή και ειλικρινή τρόπο . . . Οι διπλωμάτες λένε κάτι, και εννοούν κάτι άλλο. Εμείς μιλάμε με ειλικρινείς και σαφείς όρους . . . . Οι διαπραγματεύσεις έχουν νόημα όταν η άλλη πλευρά δείχνει την καλή της θέληση. Όταν η άλλη πλευρά δεν δείχνει καμία καλή θέληση, όταν εσείς οι ίδιοι λέτε πίεση και διαπραγματεύσεις, αυτά τα δύο δεν πάνε μαζί. Θέλετε να βάλετε ένα όπλο στον ιρανικό λαό και λέτε “διαπραγματευθείτε αλλιώς θα πυροβολήσω” . . . Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι ο λαός τού Ιράν δεν θα φοβηθεί ως αποτέλεσμα των πράξεων αυτών».
O Χαμενεΐ υποστήριξε ότι η Ισλαμική Δημοκρατία ήταν έτοιμη για άμεσες διαπραγματεύσεις με την Ουάσιγκτον, αλλά ότι υπήρχαν αρκετές απαραίτητες προϋποθέσεις. Θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να εγκαταλείψουν αυτό που βλέπει ως προσπάθειές τους να ανατραπεί η Ισλαμική Δημοκρατία, να εισέλθουν στις διαπραγματεύσεις με πνεύμα αμοιβαίου σεβασμού και ισότητας, και να εγκαταλείψουν τις ταυτόχρονες προσπάθειές τους να πιέσουν το Ιράν, όπως με τις στρατιωτικές απειλές και τις οικονομικές κυρώσεις. Ισχυρίζεται ότι για τα θέματα αυτά, σε αντίθεση με ό, τι είπε ο Μπάιντεν στο Μόναχο, η μπάλα είναι στο γήπεδο της Ουάσιγκτον, όχι της Τεχεράνης.
O Χαμενεΐ απορρίπτει την έννοια ότι οι διαφορές μεταξύ τού Ιράν και των Ηνωμένων Πολιτειών επικεντρώνονται στο πυρηνικό πρόγραμμα. «Αν θέλαμε να κάνουμε πυρηνικά όπλα», είπε σε μια δημόσια συνάντηση με αντιπροσωπεία των ulama και οικογενειών μαρτύρων από την ιρανική περιοχή τού Αζερμπαϊτζάν τον περασμένο Φεβρουάριο, «πώς θα μπορούσαν να το αποτρέψουν; Εάν το Ιράν ήταν αποφασισμένο να έχει πυρηνικά όπλα, η Αμερική δεν θα μπορούσε να το εμποδίσει με κανένα τρόπο. Δεν θέλουμε την κατασκευή πυρηνικών όπλων. Όχι επειδή η Αμερική στενοχωριέται με αυτό, αλλά επειδή είναι δική μας πίστη. Πιστεύουμε ότι τα πυρηνικά όπλα είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και δεν πρέπει να παράγονται και ότι αυτά που ήδη υπάρχουν στον κόσμο πρέπει να εξαλειφθούν. Αυτή είναι η πεποίθησή μας. Δεν έχει σε τίποτε να κάνει με εσάς. Αν δεν είχαμε αυτή την πίστη και αποφασίζαμε να φτιάξουμε πυρηνικά όπλα, καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να μας εμποδίσει, όπως ακριβώς δεν ήταν σε θέση να το αποτρέψει σε άλλα μέρη - ούτε στην Ινδία, ούτε στο Πακιστάν, ούτε στη Βόρειο Κορέα».
Το κλειδί για επιτυχείς διαπραγματεύσεις, ισχυρίζεται, είναι η Ουάσιγκτον να αλλάξει την στάση της και το αίσθημα του δικαιώματος που την διακατέχει. «Οι Αμερικανοί πρέπει να επιβεβαιώσουν τις καλές προθέσεις τους και να δείξουν ότι δεν ενδιαφέρονται να εκφοβίσουν. Αν αποδειχθεί αυτό, τότε θα δείτε ότι το ιρανικό έθνος θα απαντήσει με ευγένεια. Ας μην κάνουν φασαρία, ας μην παρέμβουν, ας μην κάνουν τον νταή, ας αναγνωρίσουν τα δικαιώματα του ιρανικού έθνους. Στη συνέχεια, θα λάβουν μια ανάλογη απάντηση από το Ιράν».
Κάθε χρόνο, ο Χαμενεΐ κάνει την πιο σημαντική ομιλία του στην πόλη Mashhad, την πρώτη ημέρα της άνοιξης, στην έναρξη του ιρανικού Νέου Έτους. Η ομιλία τού τρέχοντος έτους ήταν εντυπωσιακή, όμως, για αυτό που φαινόταν σαν να είναι μια μικρή υποχώρηση από την σκληρή θέση του σχετικά με τις συνομιλίες. Για πρώτη φορά, ακόμη και ενώ εξέφραζε την έλλειψη αισιοδοξίας για άμεσες διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ρητά είπε: «Αλλά εγώ δεν αντιτάσσομαι». Και ενώ σημείωνε ότι η Ουάσιγκτον φαίνεται να μην έχει καμία διάθεση να ολοκληρώσει τις διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά και να επιλύσει το ζήτημα, ο ίδιος επεσήμανε, ωστόσο, ότι η λύση στη σύγκρουση «είναι πολύ κοντά και πολύ απλή». Η μόνη απαίτηση του Ιράν, είπε, είναι η αναγνώριση του δικαιώματός του να εμπλουτίζει ουράνιο για ειρηνικούς σκοπούς, και θα ήταν «πολύ απλό» να εξαλειφθούν οι διεθνείς ανησυχίες. «Μπορούν να εφαρμόσουν τις νομικές ρυθμίσεις της Ατομικής Υπηρεσίας. Από την αρχή, εμείς από την πλευρά μας, δεν είχαμε καμία αντίθεση με την εφαρμογή αυτών των επιβλέψεων και των κανονισμών».
Αυτό που είναι αξιοσημείωτο στην διαδρομή που διένυσε ο ανώτατος ηγέτης κατά την διάρκεια αυτών των ταραγμένων τριών δεκαετιών, είναι η αλλαγή στον τρόπο που μιλά. Έχει μετατοπιστεί μακριά από τα απόλυτα ιδεολογήματα της «Δύσης», της «παγκόσμιας αλαζονείας», και των Ηνωμένων Πολιτειών ως μιας εντελώς ομοιογενούς οντότητας και κινήθηκε προς την αποδοχή μιας πιο λεπτής αντίληψης της Δύσης ως μιας σύνθετης κοινωνικής πραγματικότητας – μιας που δεν έχει μόνο το εγγενές κίνητρο του ανηλεούς ανταγωνισμού τής αγοράς, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της επέκτασης της εξωτερικής πολιτικής, αλλά επίσης δυναμικά καλλιτεχνικά προϊόντα, λογοτεχνία, επιστήμη και τεχνολογία, ανάληψη κινδύνων και θεσμικές καινοτομίες, θρησκευτική και πνευματική πολυμορφία. Η ομιλία που απεικονίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν απόλυτο εχθρό με τον οποίο θα ήταν παράλογο και αφελές να σκεφτεί ακόμη και να διαπραγμευθεί έχει δώσει τη θέση της σε μια συζήτηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έναν πιθανό συνομιλητή με τον οποίο θα μπορούσε να είναι πιθανό να συζητήσει αποδεκτούς διαπραγματευτικούς όρους για θέματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα και η ασφάλεια στο Ιράκ. Φαίνεται ότι για τον Χαμενεΐ, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν απομακρυνθεί από το να είναι το απόλυτο τέρας προς το να είναι μια ισχυρή περιφερειακή παρουσία με ένα εγχώριο πολιτικό σύστημα που μαστίζεται από τις οδυνηρές συνέπειες δύο αποτυχημένων πρόσφατων στρατιωτικών περιπετειών στη Μέση Ανατολή.
ΤΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ;
Λαμβάνοντας υπόψη τον έλεγχο του Χαμενεΐ στην πολιτική τού Ιράν και την βαθιά ριζωμένη καχυποψία του για τις προθέσεις των ΗΠΑ ως προς την Ισλαμική Δημοκρατία, η βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Ιράν και Ηνωμένων Πολιτειών θα είναι δύσκολη, ειδικά αν οι μακροχρόνιες πολιτικές των ΗΠΑ, όπως η διαρκώς κλιμακούμενες κυρώσεις, παραμείνουν στη θέση τους. Ωστόσο, η βελτίωση των σχέσεων δεν είναι αδύνατη, γιατί τα πιο σημαντικά συμφέροντα τόσο της Τεχεράνης όσο και της Ουάσιγκτον μπορούν πράγματι να διευθετηθούν ταυτόχρονα.
Αυτό που ο Χαμενεΐ πρέπει να γνωρίζει είναι ότι η Ουάσιγκτον δεν είναι αποφασισμένη να ακρωτηριάσει ή να ανατρέψει την Ισλαμική Δημοκρατία, και αυτό που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ξέρουν είναι ότι το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα είναι ειρηνικό, ότι το Ιράν δεν θα εμποδίσει την ελεύθερη πρόσβαση σε ενεργειακούς πόρους και στις περιφερειακές θαλάσσιες ζώνες, και ότι το Ισραήλ μπορεί να απολαύσει την ειρήνη και την ασφάλεια εντός των διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων του (τα οποία, κάποιοι εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα πρέπει να καθοριστούν σε μια τελική διευθέτηση με τους Παλαιστινίους). Το Ιράν μπορεί να διαβεβαιώσει τις δυτικές κυβερνήσεις ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα είναι ειρηνικό, καθιστώντας το διαφανές και επικυρώνοντας και θέτοντας σε εφαρμογή τα πρόσθετα πρωτόκολλα της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας για την διασφάλιση της μη διάδοσης, με αντάλλαγμα την εξασφάλιση του δικαιώματος να εμπλουτίζει ουράνιο για ειρηνικούς σκοπούς υπό την Συνθήκη Μη Διασποράς Πυρηνικών. Η Δύση, με τη σειρά της, μπορεί να καθησυχάσει το Ιράν ότι δεν κλίνει προς την ανατροπή τού καθεστώτος λαμβάνοντας συγκεκριμένα πρακτικά μέτρα, με αντάλλαγμα την ιρανική προσήλωση στην ασφάλεια και την ειρήνη στον Περσικό Κόλπο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή - και θα πρέπει να το πράξει ώστε να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στο πυρηνικό μέτωπο.
Η Ουάσιγκτον θα ήταν καλό να άρει τις οικονομικές κυρώσεις, αφού ό, τι κι αν στοχεύουν, οι κυρώσεις προκαλούν βλάβη στους πληθυσμούς σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο ή κυρίως στα κυβερνητικά στελέχη που υποτίθεται ότι είναι ο στόχους τους. Αυτό ισχύει τόσο στο Ιράν όσο και αλλού, και σημαίνει ότι οι ξένες δυνάμεις, και οι Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, είναι σήμερα υπεύθυνες για την εκτεταμένη ανεργία, τον υψηλό πληθωρισμό, και μια τεράστια αύξηση της φτώχειας. Υπό αυτές τις συνθήκες, όλο και περισσότερες οικογένειες της μεσαίας τάξης θα ενταχθούν στις τάξεις των φτωχών, και περισσότερα παιδιά των φτωχών θα πέσουν θύματα υποσιτισμού, ασθενειών και βίας. Τα προβλήματα της καθημερινής επιβίωσης θα γίνουν η κύρια ανησυχία τού πληθυσμού, τα θέματα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα περιθωριοποιηθούν, και ο κοινωνικός ιστός τού Ιράν θα καταστραφεί από μέσα - όπως ακριβώς συνέβη στο Ιράκ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Αυτό δεν είναι κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα θέλουν να δουν για κανέναν λόγο.
Ο Χαμενεΐ, από την πλευρά του, πρέπει να δεχτεί ότι μακροπρόθεσμα, ο μόνος τρόπος για να καταστεί η Ισλαμική Δημοκρατία πραγματικά ισχυρή και βιώσιμη είναι να νομιμοποιήσει το καθεστώς του μέσω της ελεύθερης ψήφου τού λαού. Η Σοβιετική Ένωση είχε τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο και συγκέντρωσε χιλιάδες πυρηνικά όπλα, αλλά τελικά κατέρρευσε. Ακόμη και αν οι δυτικές κυβερνήσεις αρνηθούν ενόρκως τις τυχόν προθέσεις τους για ανατροπή τού καθεστώτος, τα εσωτερικά προβλήματα του Ιράν δεν πρόκειται ποτέ να λυθούν χωρίς δημοκρατία, ελευθερία και ανθρώπινα δικαιώματα.
Αν η κυβέρνηση Ομπάμα είναι σοβαρή σχετικά με την επιδίωξη μιας λύσης στα προβλήματα μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον, θα ήταν καλό να αναπτύξει έναν οδικό χάρτη που να καθορίζει τα εκκρεμή ζητήματα στον ιρανικό πυρηνικό φάκελο, με τρόπο σαφή και να καθορίζει ένα χρονοδιάγραμμα για τη διερεύνηση, την επίλυση και το κλείσιμο των περιπτώσεων, μια προς μια. Η βήμα προς βήμα πρόοδος στο πυρηνικό μέτωπο θα πρέπει να συνδέεται με την πρόοδο βήμα προς βήμα στην άρση των κυρώσεων. Η κυβέρνηση επίσης θα ήταν καλό να αποκτήσει μια συνολική προσέγγιση για την περιοχή και να ενσωματώσει τις συζητήσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο περιφερειακής ασφάλειας, φέρνοντας τους συμμάχους τής Ουάσινγκτον επί του σκάφους και ελαχιστοποιώντας την επιθυμία αυτών των συμμάχων να παίξουν τον ρόλο τού διαλύτη. Αυτό θα σήμαινε να οικοδομήσει μια συναίνεση γύρω από ένα σύνολο κανόνων για την περιφερειακή πολιτική, εγγυώμενη τα σύνορα και αποκηρύσσοντας την ανατροπή καθεστώτων ως πολιτική, επιτυγχάνοντας πραγματικά αποτελέσματα τερματίζοντας το αδιέξοδο στην ισραηλινο-παλαιστινιακή ειρηνευτική διαδικασία, εργαζόμενη προς την ενδεχόμενη απόσυρση των όπλων μαζικής καταστροφής από την περιοχή, και υποστηρίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.
Αυτό είναι προφανώς μια πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να αποφευχθεί η συνέχιση, ή ακόμη και η κλιμάκωση των υφιστάμενων συγκρούσεων στην περιοχή. Η συγκρουσιακή πολιτική από όλες τις πλευρές κατά την τελευταία δεκαετία έχει αποφέρει ελάχιστα, εκτός από αδιέξοδο και δυστυχία. Η εκλογή του Ρουχανί ως προέδρου έδειξε την επιθυμία τού ιρανικού λαού να τεθεί ένα αποφασιστικό τέλος στην εποχή τού Αχμαντινετζάντ, και έχει δημιουργήσει μια ευκαιρία τόσο για το Ιράν όσο και για την διεθνή κοινότητα να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση πιο εποικοδομητικών σχέσεων. Αυτή η ευκαιρία θα πρέπει να αξιοποιηθεί και όχι να αγνοηθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου