Η Χρυσή Αυγή είναι ένα ολότελα καινούργιο φαινόμενο στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στον μεσοπόλεμο η οργάνωση «Τρία Έψιλον» υπήρξε το πλησιέστερο προς τα ολοκληρωτικά κόμματα της ευρωπαϊκής ηπείρου με τον αντισημιτισμό και τις ακραίες πεποιθήσεις. Δημιουργήθηκε στην Θεσσαλονίκη από μικρασιάτες πρόσφυγες οι οποίοι ανταγωνίζονταν με τους Εβραίους της πόλης για τα εναπομείναντα σπίτια μετά τη μεγάλη φωτιά τού 1917.
Υποστηρικτές τής Χρυσής Αυγής διαδηλώνουν έξω από την Γενική Ασφάλεια Αθηνών όπου κρατούνται οι ηγέτες της, φέτος τον Οκτώβριο. John Kolesidis / Reuters
Η «Τετάρτη Αυγούστου» παρουσίαζε κάποια φασιστικά χαρακτηριστικά, όπως ο χαιρετισμός και η οργανωμένη νεολαία, αλλά σε γενικές γραμμές ο Μεταξάς ήταν φιλικός προς τους Εβραίους και έφερε την Ελλάδα στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Μετά τον πόλεμο, η οδυνηρή εμπειρία τής κατοχής απομάκρυνε κάθε πιθανότητα ακροδεξιάς με φασιστικά-ναζιστικά χαρακτηριστικά. Τέλος, η ίδια η δομή τής οικογενειοκρατικής ελληνικής κοινωνίας, τεμαχισμένης σε ομάδες ημετέρων και αντιπάλων, αποκλείει την οριζόντια οργάνωση και την παράδοση στην πειθαρχία μιας ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Όπως σημειώνει ο Έρνεστ Γκέλλνερ, «η κατακερματισμένη κοινωνία αντιστρατεύεται τόσο τις ολοκληρωτικές τάσεις όσο και την κοινωνία των πολιτών» [1]. Πώς εξηγείται η ξαφνική προτίμηση του 7% των ψηφοφόρων για τη Χρυσή Αυγή;
Η πιο εύκολη ερμηνεία τού φαινομένου οφείλεται στον καταγγελτικό της λόγο εις βάρος τού Μνημονίου και των ξένων, την συσπείρωση γύρω από την σημαία και την ελληνική ιστορία αλλά όχι αναγκαστικά την Ορθοδοξία, αφού αρχικά η ηγεσία υμνούσε το Δωδεκάθεο. Άλλα απωθητικά προς το μεγάλο κοινό χαρακτηριστικά τής οργάνωσης είναι οι αναφορές στον φασισμό-ναζισμό και ο βίαιος χαρακτήρας των μελών της. Φτάνει, όμως, ο θυμός που κυριαρχεί στα περισσότερο δοκιμαζόμενα στρώματα για να τα στρέψει σε μια αλλόκοτη και αντιπαθητική οργάνωση;
Πιστεύω ότι η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να γίνει υποκατάστατο του πατερναλιστικού κράτους το οποίο υπονομεύει η κρίση. Η εχθρότητα προς τους πολιτικούς και η σημερινή αδυναμία τού κράτους-τροφού σπρώχνει τους ορφανούς τού συστήματος σε αναπαραγωγή μιας οργισμένης ομάδας που υπόσχεται προστασία από την περιρρέουσα αβεβαιότητα. Ο θυμός συνεπώς και η προετοιμασία για την σύγκρουση αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά τού κινήματος. Η συμπεριφορά τού συνόλου τής δεξιάς και αριστεράς στην Βουλή δεν συνεισφέρει σε μια συνεννόηση των κομμάτων σε κάποιες βασικές αρχές οι οποίες να αποκλείουν την παρουσία τής Χρυσής Αυγής.
Το ευπαθέστερο στοιχείο τής Χ.Α. είναι η χρήση τής βίας και η επαφή με τον υπόκοσμο. Έτσι, πέρα από τις δολοφονίες με ιδεολογικά κίνητρα θα βγουν σύντομα στην δημοσιότητα ιστορίες διαφθοράς και χρηματισμού. Οργανώσεις τού είδους αυτού, αργά ή γρήγορα επενδύουν προσοδοφόρα το κεφάλαιο της βίας που διαθέτουν.
Ο Στέλιος Ράμφος τοποθετεί την άνοδο της οργάνωσης στην ανάγκη τού κάθε ανθρώπου να ενισχύσει μέσα του μια ταυτότητα. «Ήταν αναμενόμενο τα λαϊκά στρώματα με περιορισμένες παραστάσεις και ατροφική αυτοσυνείδηση, από την στιγμή που δεν νιώθουν την ανάγκη δικής τους αλήθειας και ψάχνουν να βρουν αλλού τους υπαίτιους για τη σημερινή κρίση, να γοητευθούν από εθνοπαραληρήματα και σχήματα αυτού του είδους [2].
Όπως ήδη αναφέραμε, η αδυναμία των πολιτικών κομμάτων να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την Χ.Α. προσέκρουσε σε αμοιβαίες καχυποψίες. Τις ημέρες των συλλήψεων για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, βουλευτής τής Χ.Α. προειδοποιούσε τους συναδέλφους του τού ΣΥΡΙΖΑ ότι «όταν νομίσουν ότι θα τελειώσουν με εμάς θα αρχίσουν με εσάς» [3]. Η κριτική εξάλλου για την μέθοδο των συλλήψεων προήλθε και από το ΣΥΡΙΖΑ, όπως άλλωστε και η επανάληψη της απειλής τής Χ.Α. για την μεθοδευμένη κρατική προπαγάνδα εναντίον όλων των αντιμνημονιακών δυνάμεων. Παρά το γεγονός ότι τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες προσπαθούν να αποστασιοποιηθούν από τον καταγγελτικό λόγο τής Χ.Α. εναντίον του Μνημονίου και της ξένης επιρροής, στους τομείς αυτούς και οι τρεις συγκλίνουν.
Σύμφωνα με τον πρόσφατα αποδημήσαντα καθηγητή τού Πανεπιστημίου Yale, Juan Linz, συγγραφέα τής έννοιας της «ασταθούς Δημοκρατίας», το πολιτικό κλίμα σε περιόδους κρίσης χαρακτηρίζεται από τον «πολωμένο πλουραλισμό». Η σημερινή Ελλάδα με τον πολωμένο πολυκομματισμό θυμίζει το φαινόμενο που περιγράφει ο Linz, μολονότι αυτό αφορά κυρίως στις ασταθείς δημοκρατίες τής Λατινικής Αμερικής[4].
Η ΟΡΦΑΝΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΗ ΨΗΦΟΣ
Η δημοσιονομική κρίση και η απώλεια εμπιστοσύνης στα στελέχη τού δικομματισμού ευνόησαν τις ψήφους διαμαρτυρίας και πολλαπλασίασαν τα καταγγελτικά κόμματα στην ελληνική Βουλή. Η πελατειακή ψήφος αποδυναμώθηκε καθώς το κράτος αδυνατεί πια να λειτουργήσει ως προστάτης και συγκεντρώνει την οργή των ψηφοφόρων. Έτσι, η Δημοκρατία έχασε την προηγούμενη ρασιοναλιστική της βάση και οδηγείται από το θυμικό που δρα αποσταθεροποιητικά.
Το φαινόμενο της ανομίας – δηλαδή της μη λειτουργίας των νόμων – είναι από τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα που μας κατατρύχουν. Η κατακερματισμένη μας κοινωνία που κάθε θραύσμα της υπακούει στις οικογενειακές προτεραιότητες, τους φίλους, τους κουμπάρους και τους πελάτες, αδυνατεί να αποδεχθεί το κράτος δικαίου και αδιαφορεί για την παραβατικότητα που θίγει τους άλλους. Μόνο όταν η παραβατικότητα φτάσει στο σπίτι μας αισθανόμαστε ξαφνικά θύματά της.
Τα παιδιά αντιδρούν γιατί όλοι και όλα τούς λένε ότι είναι τα θύματα αυτής της κοινωνίας και ότι το μέλλον τους είναι υπονομευμένο. Με την ηχηρή τους διαμαρτυρία επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες των γονέων και δασκάλων τους. Το μέλλον τους είναι υπονομευμένο αλλά η οργή τους αντί να στρέφεται κατά του ευάλωτου γείτονα θα έπρεπε να επιτεθεί στην βάση τής κατακερματισμένης κοινωνίας που είναι η διαπαιδαγώγηση την οποία έλαβαν από τότε που κατάλαβαν τον εαυτό τους. Ωστόσο, λίγα παιδιά (εκτός από τα απολύτως αποξενωμένα) καταστρέφουν το μοναδικό σύστημα πρόνοιας στο οποίο μπορούν να υπολογίζουν, αυτό που τα συντηρεί σήμερα και θα τα στηρίξει αν αργότερα βρεθούν χωρίς εργασία: την οικογένεια και τους ημέτερους.
Η δεξιά ασκούσε τον κοινωνικό κατακερματισμό αλλά επαγγελόταν την ενιαία μέριμνα για το έθνος. Η αριστερά τού Ανδρέα Παπανδρέου επαγγελόταν την κοινωνική αλληλεγγύη αλλά νομιμοποιούσε την αυθαιρεσία του μικρομεσαίου. Η ευρύτερη αριστερά επαγγέλλεται την κοινωνική αλληλεγγύη δια της κατάργησης του αστικού κράτους δικαίου. Καθώς, όμως, δεν έχουμε άλλο κράτος, βρισκόμαστε και πάλι στην κατακερματισμένη ανομική μας κατάσταση.
Φέτος, παρακολουθήσαμε δύο διαλέξεις για το πολιτικό παρόν τής χώρας μας από δύο γνώστες και φίλους τής Ελλάδας. Τον ιστορικό τού Πανεπιστημίου Columbia της Νέας Υόρκης, Mark Mazower, και τον ανθρωπολόγο τού Πανεπιστημίου Harvard, Michael Herzfeld. Και οι δύο ομιλητές επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στο φαινόμενο της Χ.Α. και σε ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει: τον σωβινισμό, την ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία, την απομόνωση και την βία. Ο Mazower ακολούθησε το παράδειγμα του Eric Hobsbawm ο οποίος θεώρησε την ταύτιση Κομμουνισμού και Ναζισμού ως ηθικό ατόπημα, αφού ο πρώτος αποσκοπεί στην απελευθέρωση των καταπιεσμένων ενώ ο δεύτερος στις παράφορες και απάνθρωπες επιδιώξεις του. Βέβαια, ο Μαρξισμός είναι παιδί τού διαφωτισμού και του ρασιοναλισμού, ενώ ο Φασισμός – Ναζισμός, απότοκος του ρομαντισμού και του αντιδιαφωτισμού. Ωστόσο, και οι δύο ιδεολογίες τρέφουν μια από κοινού περιφρόνηση για την φιλελεύθερη Δημοκρατία. Χωρίς τον έλεγχο που ασκεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα και το κράτος δικαίου, οποιοδήποτε καθεστώς μπορεί να εκτραπεί σε πράξεις ολοκληρωτισμού και βαρβαρότητας, ανεξαρτήτως δηλωμένων προθέσεων. Οι μεν στα Γκουλάγκ, οι δε στα στρατόπεδα του θανάτου.
Η Ελλάδα με την κατακερματισμένη κοινωνία της, δεν υπήρξε ποτέ ευεπίφορη στις μαζικές ιδεολογίες. Τόσο ο κομμουνισμός όσο και ο ελάχιστος στην Ελλάδα φασισμός, ήταν προϊόντα των εκτάκτων συνθηκών που προκάλεσε η μικρασιατική καταστροφή. Το ΚΚΕ απέκτησε ερείσματα στα αστικά κέντρα που έγιναν καταφύγιο για τους ενδεείς πρόσφυγες.
Πέρα, όμως, από τις έκτακτες συγκυρίες που εξηγούν την γένεση των μαζικών ιδεολογιών, οι παραδοσιακές δομές τής ελληνικής κοινωνίας αντιστρατεύονταν τις οριζόντιες συσπειρώσεις των ιδεολογικών άκρων. Από το τέλος τού Αγώνα, το ελληνικό κράτος παρέλαβε μια κατακερματισμένη κοινωνία φατριών. Κάθε φατρία διέθετε την δική της ηγεσία και ιεραρχία και όλες μαζί πολιορκούσαν το κράτος για ρουσφέτια και παροχές.
Η ασφαλέστερη εκδήλωση αντίθεσης προς το κράτος υπήρξε πάντα η περιφρόνηση των νόμων. Όταν το κράτος χάνει την ενότητά του, ενδίδει ευκολότερα στην παρανομία. Η έξαρση της ανομίας συνοδεύει περιόδους όπως του διχασμού, της κατοχής και του εμφυλίου. Οι πολιτικές ηγεσίες προκαλούν, με την φοβισμένη ανοχή τους προς τους ανομούντες, την επιδείνωση του φαινομένου.
Πέρα, όμως, από τις έκτακτες συγκυρίες που εξηγούν την γένεση των μαζικών ιδεολογιών, οι παραδοσιακές δομές τής ελληνικής κοινωνίας αντιστρατεύονταν τις οριζόντιες συσπειρώσεις των ιδεολογικών άκρων. Από το τέλος τού Αγώνα, το ελληνικό κράτος παρέλαβε μια κατακερματισμένη κοινωνία φατριών. Κάθε φατρία διέθετε την δική της ηγεσία και ιεραρχία και όλες μαζί πολιορκούσαν το κράτος για ρουσφέτια και παροχές.
Η ασφαλέστερη εκδήλωση αντίθεσης προς το κράτος υπήρξε πάντα η περιφρόνηση των νόμων. Όταν το κράτος χάνει την ενότητά του, ενδίδει ευκολότερα στην παρανομία. Η έξαρση της ανομίας συνοδεύει περιόδους όπως του διχασμού, της κατοχής και του εμφυλίου. Οι πολιτικές ηγεσίες προκαλούν, με την φοβισμένη ανοχή τους προς τους ανομούντες, την επιδείνωση του φαινομένου.
Με τη μεταπολιτευτική νομιμοποίηση του ΚΚΕ αρχίζει περίοδος διεκδικήσεων και εκδηλώσεων κατά της νομιμότητας. Παράλληλα, γεννιούνται νέοι αριστεροί σχηματισμοί, οι οποίοι θεωρούν την περιφρόνηση των νόμων κορωνίδα τής ιδεολογίας τους. Χαρακτηριστικά φαινόμενα είναι το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο τού εργάτη», οι πολλές καταλήψεις τού πανεπιστημίου και οι επιδρομές τού ΠΑΜΕ σε λιμάνια και Υπουργεία. Όμως, και η αξιωματική αντιπολίτευση δεν υστερεί σε δηλώσεις ότι θα εμποδίσει τον νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που πέρασε στη Βουλή με 80% ψήφους υπέρ. Ακολουθούν οι «αρματολοί» πρυτάνεις με δηλώσεις ότι θα πολεμήσουν τον νόμο, ενώ εξίσου μαχητικοί εμφανίζονται οι αξιοθρήνητοι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» και βέβαια η «Χρυσή Αυγή». Βλέπουμε, συνεπώς, την ανομία ως γενεσιουργό αιτία τής παράλυσης που ακολουθεί. Η «Χρυσή Αυγή» δεν είναι παρά επιφαινόμενο της κρίσης αλλά και της κρατικής ανοχής προς την ανομία.
Όταν το κράτος δικαίου δοκιμάζεται, η Δημοκρατία παραμερίζει για να περάσει η αυθαιρεσία. Ως γνωστόν, τα μεγαλύτερα θύματα της αυθαιρεσίας είναι οι πιο ευάλωτοι πολίτες και όχι, βέβαια, οι ισχυροί. Αυθαιρεσίες άφθονες γνωρίζουμε από τους συνδικαλιστές των συγκοινωνιών και των πλοίων. Η ανομία εύκολα προάγεται σε εγκληματική πράξη. Η δολοφονία τριών νέων ανθρώπων στη Marfin Bank από μασκοφόρους τής αριστεράς μάς θυμίζει πόσο λίγο απέχουμε από το έγκλημα, όταν περιφρονούνται οι νόμοι. Απορώ πώς οι φίλοι μας του εξωτερικού δεν σκέφτηκαν αυτή την πρωταρχική απειλή για κάθε δημοκρατία, αντί των επιφαινομένων;
Ο συντονισμός των αδυναμιών μας: χρέος, έλλειμμα, και έλλειψη ανταγωνιστικότητας, μας καθιστούν το πιο ευάλωτο μέλος τής Ευρωζώνης.
Η κρίση μας δεν είναι μόνο ζήτημα δημοσιονομικού, αλλά ευρύτερου ελλείμματος, στην εφαρμογή των νόμων, στην ποιότητα των εκπροσώπων μας και βέβαια στην αρετή μας.
ΔΥΟ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ
Για την σημερινή κρίση υπάρχει μια διαχρονική και μια συγχρονική ερμηνευτική προσέγγιση.
Η διαχρονική ή συστημική προσέγγιση αφορά στα δομικά στοιχεία τής ελληνικής κοινωνίας που την κατατρύχουν πριν από την γένεση του ελληνικού κράτους. Η «κατακερματισμένη» κοινότητα είναι το αποτέλεσμα κάθετων τομών επί των κοινωνικών στρωμάτων, ώστε να προκύπτουν πολλά παράλληλα και αντιμέτωπα τμήματα με εκπροσώπηση πολλών βαθμίδων τής κοινωνικής κλίμακας στο καθένα. Από την Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου έως σήμερα, η κατακερματισμένη κοινότητα υιοθέτησε το ένδυμα των δυτικών θεσμών – του κράτους δικαίου, του κοινοβουλευτισμού και της συνταγματικής νομιμότητας, κρύβοντας με επιμέλεια από μέσα την κατακερματισμένη, πελατειακή φουστανέλα. Όσο ο έξωθεν ελληνισμός διέθετε ισχυρά ερείσματα επικοινωνίας με τη μητέρα χώρα, το δυτικότροπο κράτος με τους θεσμούς του απολάμβανε την αποκλειστική νομιμότητα, και η κρατική ιθύνουσα τάξη διατηρούσε τον εκσυγχρονιστικό της χαρακτήρα.
Η συγχρονική με την σημερινή κρίση ερμηνεία εστιάζεται στην έκρηξη του πολιτικού λαϊκισμού κατά την δεκαετία τού 1980. Εισαγωγέας τής αμερικανικής, κατά βάση, ιδεολογίας αυτής, υπήρξε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, αλλά στις μεθόδους του μαθήτευσε αργότερα και η Νέα Δημοκρατία τού 2004-2009. Σύμφωνα με την λαϊκιστική αντίληψη διακυβέρνησης, κάθε λαός αναλώνει χωρίς περίσκεψη τους πόρους που διαθέτει, ή δημιουργεί η κυβέρνησή του νέους, δια του δανεισμού. Η διανεμητική αυτή αντίληψη της εξουσίας, αποβλέπει στην άμεση ικανοποίηση κομματικών φίλων, αλλά και την άγρευση νέων οπαδών ώστε να εξασφαλίζεται η διαρκής εκλογή. Πρόκειται για μέθοδο εξαγοράς των ψηφοφόρων σε κλίμακα που ξεπερνάει κατά πολύ τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις.
Η ελληνική καινοτομία ως «προστιθέμενη αξία» στον επείσακτο λαϊκισμό, ήταν η παροχή ασυλίας και νομιμοποίησης στην κατακερματισμένη κοινωνία. Ο αμερικανικός λαϊκισμός χαρακτηρίζεται μεν από την εμπιστοσύνη τού συστήματος στον μικρό άνθρωπο, ο οποίος όμως δεν είναι απαλλαγμένος από υποχρεώσεις προς το κοινωνικό σύνολο. Στην ελληνική εκδοχή τού λαϊκισμού, οι πελατειακές σχέσεις παύουν να αποτελούν παράβαση κανόνων. Η παραβατικότητα δικαιώνεται σαν λαϊκή διεκδίκηση και ο «λαός» γίνεται ο αυθεντικός ερμηνευτής τής νομιμότητας. Λιμάνια και ξενοδοχεία καταλαμβάνονται από αυτοδικούντες συνδικαλιστές, χωρίς το κράτος να προστατέψει την κοινωνία από τις αυθαιρεσίες των ολίγων αλλά και χωρίς η όποια κοινωνία των πολιτών να υψώσει το ανάστημά της.
Εξάλλου, η λαϊκιστική επαγγελία να γίνει το κράτος τροφός τού λιγότερο αποδοτικού τμήματος της κοινωνίας, μεταλλάχτηκε σταδιακά σε απαράγραπτο λαϊκό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό, ο αριστερός λαϊκισμός φιλοδοξούσε να επανασυγκολλήσει την κατακερματισμένη κοινότητα και να την μεταμορφώσει από πληθώρα ανταγωνιστικών ομάδων, σε μια ενιαία κρατικοδίαιτη οντότητα.
Εξάλλου, η λαϊκιστική επαγγελία να γίνει το κράτος τροφός τού λιγότερο αποδοτικού τμήματος της κοινωνίας, μεταλλάχτηκε σταδιακά σε απαράγραπτο λαϊκό δικαίωμα. Με τον τρόπο αυτό, ο αριστερός λαϊκισμός φιλοδοξούσε να επανασυγκολλήσει την κατακερματισμένη κοινότητα και να την μεταμορφώσει από πληθώρα ανταγωνιστικών ομάδων, σε μια ενιαία κρατικοδίαιτη οντότητα.
Αναξιοκρατική επιλογή δημοσίων υπαλλήλων δια του κομματικού διορισμού, μελών τού υπουργικού συμβουλίου με κύριο κριτήριο την εμπιστοσύνη τού αρχηγού και την υποταγή στα κελεύσματά του, αναθέσεις στους κρατικούς μειοδοτικούς διαγωνισμούς με στόχο την ευκαιρία χρηματισμού των υπευθύνων και χαριστικές παροχές στους κομματικούς συνδικαλιστές, υπήρξαν μερικές από τις πηγές τής κακοδαιμονίας τού δημόσιου τομέα. Τα στρεβλά κριτήρια που επηρεάζουν τον καθημερινό βίο προκάλεσαν σε όλους μας και τον ηθικό μιθριδατισμό.
Η διεθνής κρίση έβαλε τέλος στην αμέριμνη μεγέθυνση του ελλείμματος και των χρεών μας και μας έθεσε ενώπιον της πραγματικότητας.
Η ταξινόμηση των πολιτικών παρατάξεων στην σημερινή Ελλάδα είναι έργο δύσκολο. Υπάρχουν βέβαια δεξιά και αριστερά κόμματα και κάποιες δυνάμεις τού κέντρου, αλλά με ποιό ιδεολογικό περιεχόμενο να κατατάξουμε όλους αυτούς; Αν εφαρμόζαμε το παραδοσιακό κριτήριο προτεραιότητας της «κοινωνίας» «έναντι του ατόμου» που χαρακτηρίζει τα συντηρητικά και αριστερά κόμματα, σε αντίθεση με τα κεντρώα φιλελεύθερα τα οποία υπήρξαν φορείς του ατομοκεντρικού διαφωτισμού, η ταξινόμηση θα ήταν αδύνατη.
Η μεν κοινωνία από την γένεση του ελληνικού έθνους κράτους υπήρξε κατακερματισμένη σε οικογενειακές φατρίες και πελατειακά δίκτυα, ενώ η ατομική συνείδηση δεν χειραφετήθηκε από την κρατική εποπτεία. Το άτομο εντάσσεται σε φατρίες και χωράει σε όλους τούς πολιτικούς σχηματισμούς. Ο ταξικός χαρακτήρας τής αριστεράς την προσανατολίζει μεν προς την εργατική τάξη, αλλά χωρίς να εξασφαλίζει την εκλογική επιτυχία μόνο με την υποστήριξη αυτού του τμήματος των ψηφοφόρων. Η αριστερά, συνεπώς, προσβλέπει σε συνθήκες κατάρρευσης που ελπίζει ότι θα δημιουργήσουν επαναστατική ατμόσφαιρα. Έτσι κι αλλιώς, η δυσαρέσκεια των έκπτωτων του συστήματος, οι οποίοι πολλαπλασιάζονται σε εποχή λιτότητας σαν την σημερινή, αναπτερώνει τις επαναστατικές προσδοκίες τής αριστεράς η οποία διατηρεί χαλαρούς δεσμούς με την κοινοβουλευτική νομιμότητα. Δεξιοί ριζοσπάστες διατηρούν ανάλογες απόψεις περί της νομιμότητας της δημοκρατίας μας, αλλά δεν αποτελούν ακόμη οργανωμένη δύναμη στην Ελλάδα. Η οικονομική κατάρρευση, όχι αυτή που νομίζει ο κ. Τσίπρας ότι έχει ήδη συντελεστεί, αλλά η πραγματική – της στάσης πληρωμών και της αδυναμίας εισαγωγής ειδών πρώτης ανάγκης- αν προκύψει, σίγουρα θα εκβράσει και δεξιούς επαναστάτες. Η αριστερά, πάντως, παίζει με τη φωτιά όταν απαξιώνει θεσμούς τού αντιπροσωπευτικού μας συστήματος που εγγυώνται την ασφάλεια των μειοψηφιών.
ΟΙ ΑΠΟΥΣΕΣ ΓΝΗΣΙΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ
Η πιο φανερή απουσία, τελικά, στον ελληνικό πολιτικό κόσμο είναι εκείνη μιας γνήσιας συντηρητικής ιδεολογίας με ανάλογο κομματικό φορέα. Αν υπήρχε, θα αποτελούσε πρόκριμα για την δημιουργία και ενός πραγματικού φιλελεύθερου κόμματος, μιας σωστής σοσιαλδημοκρατίας και μιας έγκυρης αριστεράς. Να επαναληφθεί δηλαδή η εξέλιξη του κομματικού συστήματος όπως έλαβε κάποτε χώρα στην δυτική Ευρώπη. Ότι η Νέα Δημοκρατία απώλεσε τα όποια συντηρητικά της ανακλαστικά όταν προσπάθησε να μιμηθεί τον λαϊκισμό τού Ανδρεϊκού σοσιαλισμού, το φανερώνει η σημερινή της κατάσταση. Ανίκανη να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο και συνεπώς να αναζητήσει ψήφους στην δεξιά των αστικών συνοικιών, η Νέα Δημοκρατία αγρεύει ψήφους από τους απογοητευμένους τού ΠΑΣΟΚ και τους δεξιούς τής επαρχίας. Ο συνδυασμός τής μέριμνας για τη διατήρηση των επικουρικών συντάξεων με την λεβέντικη επίκληση της ελληνικής αξιοπρέπειας στο εξωτερικό θυμίζουν έντονα τον Ανδρέα Παπανδρέου όταν λοιδορούσε εκ του ασφαλούς τούς εταίρους μας και παράλληλα άρμεγε ό,τι μπορούσε από τα κοινοτικά ταμεία. Οι εταίροι μας έκτοτε έπαψαν να χρειάζονται την Ελλάδα σαν ανάχωμα κατά των κομμουνιστικών Βαλκανίων, και ενοχλούνται από τον αριστερό λαϊκισμό τής ελληνικής δεξιάς. Η ελληνική συντηρητική παράταξη μεταλλάχτηκε, δυστυχώς, όταν έλειψαν στελέχη όπως ο Παπαληγούρας, ο Ράλλης, ο Αβέρωφ, ο Τσάτσος και βέβαια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ο εκ των απολογητών τής συντηρητικής ιδεολογίας Edmund Burke, υποστήριζε ότι αυτό που διαχωρίζει τους επαναστάτες από τους συντηρητικούς τού 18ου αιώνα, δεν ήταν η πίστη ή μη προς τον Θεό, ή η σχέση δημοκρατίας και αριστοκρατίας, αλλά δύο τελείως διαφορετικές αντιλήψεις για την ανθρώπινη φύση. Ο Burke θεωρούσε ότι το άτομο είναι δημιούργημα της κοινωνίας και ότι συνεπώς η κοινωνία και όχι το άτομο είναι η βασική μονάδα τού πολιτικού γίγνεσθαι. Η ρήση τού Mark Lilla (“Republicans for Revolution”, New York Review of Books, Jan 12- Feb 8, 2012) αποτελεί ίσως την πιο περιεκτική περιγραφή τής σχέσης κοινωνίας και συντηρητισμού: «Οι συντηρητικοί πάντοτε θεωρούσαν την κοινωνία σαν πολύτιμη κληρονομιά την οποία οφείλουμε να διαφυλάξουμε. Η υποχρέωση προς όσους προηγήθηκαν και εκείνους που έπονται, είναι πιο δεσμευτική από τα ατομικά δικαιώματα». Οι σημερινοί ψηφοφόροι τής Νέας Δημοκρατίας δεν φαίνεται να εμφορούνται από ανάλογες αντιλήψεις με εκείνες των παραδοσιακών συντηρητικών. Αν η Νέα Δημοκρατία άλλαζε γραμμή πλεύσης ίσως επανέφερε στις τάξεις της το χαμένο επίκεντρο της ιδεολογίας της.
Ο ρόλος τού κομμουνιστικού κόμματος και των δυνάμεων που προήλθαν από αυτό υπήρξε κάποτε εκσυγχρονιστικός παράγων σε μια κοινωνία οικογενειακών και πελατειακών δικτύων. Ακόμα και αν δεν συμφωνεί κανείς με το σύνολο μιας μαρξιστικής ανάλυσης, θα πρέπει να παραδεχθεί ότι η οργάνωση της κοινωνίας με οριζόντιες και όχι κάθετες τομές, αποτελεί αίτημα της νεωτερικότητας.
Ο εμφύλιος σήμανε το διαζύγιο ανάμεσα στο δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό σύστημα και το ΚΚΕ, όμως ο εξωκοινοβουλευτικός ρόλος του ως διωκόμενο τμήμα της κοινωνίας και οι επικλήσεις του στα ανθρώπινα δικαιώματα και τις παραβιάσεις τους προκάλεσαν την αναγκαία κακή συνείδηση της αστικής Δημοκρατίας. Έκτοτε πέρασε πολύ νερό κάτω από τη γέφυρα της εθνικής συμφιλίωσης. Η λειτουργία τού νομιμοποιημένου ΚΚΕ στη Βουλή των Ελλήνων χαρακτηρίζεται κυρίως από την συντήρηση παλαιών δογμάτων και την προβλέψιμη επανάληψη επιθέσεων κατά της κοινής γνώμης όπως εκφράζεται από τα δύο μεγάλα κόμματα. Έτσι, είναι ίσως το μόνο κόμμα που πιστεύει στην ιακωβινική αντίληψη ότι η αντιπροσωπευτικότητα δεν είναι υπόθεση αριθμών αλλά εγκυρότητας της έκφρασης υπέρ των λαϊκών συμφερόντων. Μια «πεφωτισμένη» μειοψηφία μετράει πολύ περισσότερο από τις εκλογικές πλειοψηφίες. Την αντίληψη αυτή διατύπωνε και ο ΣΥΡΙΖΑ όταν αναφερόταν απορριπτικά στην κοινή απόφαση ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για τις μεταρρυθμίσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η πορεία τού ΚΚΕ Εσωτερικού και οι μεταλλάξεις του ώσπου να μετεξελιχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει αντικείμενο πολλών μελετών όταν ο χρόνος λειάνει τις αιχμές τής επικαιρότητας. Με αρχική πορεία σχετική με εκείνη του ιταλικού ΚΚ και σημαντικούς πολιτικούς ηγέτες, με επιφανέστερους τον Κύρκο και τον Παπαγιαννάκη, το κόμμα αυτό πέρασε στους Αλαβάνο και Τσίπρα. Απέκτησε έτσι την αντιπροσωπευτικότητα των φοιτητικών σχηματισμών που αναπτύχθηκαν μέσα στο θερμοκήπιο των ΑΕΙ και ερήμην τού εκπαιδευτικού τους έργου. Με τις εξωπραγματικές του προτάσεις (να προσληφθούν 100.000 νέοι κρατικοί υπάλληλοι) ο κ. Τσίπρας επιδόθηκε σε λαϊκισμό που θυμίζει το παλιό ΚΚΕ.
Το ΚΚΕ αντιλαμβάνεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το συγγενέστερο ιδεολογικά κόμμα που το ανταγωνίζεται. Έτσι, το ΚΚΕ επιχειρεί φυγή προς τους λαϊκιστές τού ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΛΑΟΣ, υιοθετώντας ένα είδος λαϊκού εθνικισμού. Με τον τρόπο αυτό εκφράζει την αντίθεσή του προς την παγκοσμιοποίηση, η οποία όμως ευνοεί μέγιστο τμήμα τού παλαιού τρίτου κόσμου, εις βάρος των εργατών τής Δύσης. Ο παραδοσιακός διεθνισμός τής Τρίτης Διεθνούς αντικαθίσταται από τον φοβικό εθνικισμό τής σήμερον ο οποίος περίπου χαρακτηρίζει όλα τα κόμματα, πλην του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι θέσεις τής αριστεράς έναντι του Μνημονίου και της Τρόικας δεν διαφέρουν ριζικά από τις απόψεις των άλλων κομμάτων τής αντιπολίτευσης. Όλοι αγρεύουν σε έδαφος ψηφοφόρων οι οποίοι παρακολουθούν με δέος την μείωση των εισοδημάτων τους και την ανεργία να πλήττει τα νεώτερα ιδίως μέλη των οικογενειών τους. Παρ’ όλ’ αυτά, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων, σύμφωνα με τις σφυγμομετρήσεις, φαίνεται ότι συντάσσεται ακόμα με την παραμονή τής χώρας στην Ευρωζώνη και τρέμει την επιστροφή στην δραχμή.
Η πορεία τού κοινοβουλευτισμού μας φαίνεται να παρασύρεται από την θύελλα της κρίσης. Η αντιπολιτευόμενη αριστερά έχει προ πολλού εγκαταλείψει την πολιτική τής περιόδου 1950-74 και παίζει το ψηφοθηρικό παιχνίδι με τους δικούς της ιδιότυπους όρους. Καθώς, μάλιστα, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ πιστεύουν στο αλάνθαστο του λαού (ακόμα και όταν αυτός αντιπροσωπεύεται από μειοψηφίες ψηφοφόρων), εντάσσονται με μεγαλύτερη ιδεολογική συνέπεια στην κακοφωνία τού λαϊκισμού. Ούτε λόγος, βέβαια, για «Κοινωνία Πολιτών» αφού υποτίθεται ότι αποτελεί παρακολούθημα του ταξικού κράτους.
Η ΒΑΪΜΑΡΗ ΣΗΜΕΡΑ
Ακούμε από τα ΜΜΕ να γίνεται λόγος για την σχέση τής περιόδου κρίσης που διέρχεται η Ελλάδα με τις συνθήκες που επέτρεψαν την κατίσχυση του ναζισμού στην Δημοκρατία τής Βαϊμάρης (1918-1933). Ποια τα κοινά στοιχεία των δύο παραδειγμάτων;
1. H κυβέρνηση του «Μεγάλου Συνασπισμού» το 1928-1932 ανάμεσα στους Σοσιαλδημοκράτες και το Λαϊκό κόμμα (και μερικά μικρότερα) της Γερμανίας, θυμίζει την εικόνα τής ελληνικής κυβέρνησης σήμερα. Αν, μάλιστα, λογαριάσουμε το Κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας (13,1%) και το ναζιστικό εθνικοσοσιαλιστικό (18,3%) μετά τις εκλογές του 1931, θα πλησιάσουμε τους αντιπολιτευόμενους στην σημερινή ελληνική Βουλή.
2. Η οικονομική κρίση τού 1929-30 υπήρξε ο άνεμος στα πανιά τού ναζισμού και βέβαια η κυριότερη εξήγηση για την άνοδο της Χρυσής Αυγής στα καθ’ημάς.
3. Η έκπτωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας τού μεσοπολέμου πραγματοποιήθηκε κυρίως από την υπονόμευση που απεργάζονταν τα άκρα, το ΚΚΓ και οι αριστερές επαναστατικές του ομάδες πρώτα, κι έπειτα τα ναζιστικά τάγματα εφόδου. Στο σημερινό μας κοινοβούλιο, η απαξίωση του «καπιταλιστικού» κοινοβουλευτισμού από το ΚΚΕ, είναι μια πραγματικότητα που όλα τα κόμματα αποδέχονται. Η ίδια περιφρόνηση εκφράζεται σποραδικά και από τους βουλευτές τού ΣΥΡΙΖΑ (διάκριση ανάμεσα σε δεξιά και αριστερή βία, προτροπές σε ανατροπή τής έννομης τάξης). Η επίκληση της Δημοκρατίας δεν αποτελεί αναγκαστικά τεκμήριο δημοκρατικότητας αφού ο όρος σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικά μεταξύ τους καθεστώτα. Άλλη η αντίληψη της Δημοκρατίας στις χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλη στις πρώην Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες τού Ανατολικού Συνασπισμού.
4. Η προσπάθεια φιλελεύθερων διανοούμενων όπως ο Τόμας Μαν, να δημιουργηθεί κοινή γραμμή πλεύσης ανάμεσα στους συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες κοινοβουλευτικούς τού 1930, θυμίζει σημερινές εκκλήσεις προς την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση να συμφωνήσουν σε ορισμένες αρχές για να απομονώσουν την Χρυσή Αυγή. Ο Πρώσος πρωθυπουργός Όττο Μπράουν επικαλέστηκε τότε τον συνασπισμό των λογικών ανθρώπων.
5. Η επίκληση του λαού (volk) υπήρξε κοινό στοιχείο τής δεξιάς και της αριστεράς και στις δύο περιπτώσεις, και χρησιμοποιείται και σήμερα εις βάρος τής ισχύος τού νόμου. Ο λαϊκισμός ο οποίος μαστίζει το πολιτικό φάσμα –δεξιό και αριστερό- παραπέμπει στη νομιμοποίηση της βίας και της αυθαιρεσίας τις οποίες επέβαλε ο Χίτλερ και οι οπαδοί του.
Μένει να εξακριβώσουμε αν οι Έλληνες ψηφοφόροι είναι εξίσου αμετροεπείς με τους Γερμανούς των εκλογών τής 5ης Μαρτίου 1933 που έδωσαν στον Χίτλερ το 44% των ψήφων. Η λεπτομέρεια διέφυγε της προσοχής τού αρχηγού τού ΣΥΡΙΖΑ όταν δήλωνε ότι «η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Αν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη θα ανακάλυπτε ότι το δημοκρατικό σύστημα είναι το ευπαθέστερο απ’ όλα και προϋποθέτει ενάρετους ψηφοφόρους για να λειτουργήσει σωστά.
Μένει να εξακριβώσουμε αν οι Έλληνες ψηφοφόροι είναι εξίσου αμετροεπείς με τους Γερμανούς των εκλογών τής 5ης Μαρτίου 1933 που έδωσαν στον Χίτλερ το 44% των ψήφων. Η λεπτομέρεια διέφυγε της προσοχής τού αρχηγού τού ΣΥΡΙΖΑ όταν δήλωνε ότι «η Δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα». Αν είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη θα ανακάλυπτε ότι το δημοκρατικό σύστημα είναι το ευπαθέστερο απ’ όλα και προϋποθέτει ενάρετους ψηφοφόρους για να λειτουργήσει σωστά.
Ασφαλώς η Χ.Α. είναι γνήσιο προϊόν τής κρίσης και πρέπει να αντιμετωπισθεί με σκληρά μέτρα μνημονιακού τύπου. Αλλά ας μην ξεχνάμε την διάχυτη ανομία που ανεχόμαστε χρόνια τώρα και τον μιθριδατισμό που μας προκαλεί το δηλητήριο το οποίο εκρύει ο λαϊκισμός [5].
Η θεωρία των δύο άκρων γνώρισε σοβαρή κριτική από στελέχη τής αριστεράς. Η διαφοροποίηση, όμως, της βίας καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής όταν το αποτέλεσμά της είναι θανατηφόρο. Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει την ιδεολογική διάσταση που χωρίζει το κόμμα του από την Χ.Α.. Του είναι όμως δύσκολο να εξηγήσει πώς οι νεκροί διαφέρουν ως προς το αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως της ιδεολογικής απόχρωσης του θύτη τους.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Έρνεστ Γκέλλνερ, Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της, Παπαζήσης 1986.
[2] Στέλιος Ράμφος, «Η ανασφάλεια οδήγησε στη Χρυσή Αυγή», Καθημερινή, 6 Οκτωβρίου 2013.
[3] Πάσχος Μανδραβέλης, «Η προβοκάτσια της Αυγής», Καθημερινή, 11 Οκτωβρίου 2013.
[4] Βλ. το έργο του Juan Linz στο σύνολό του.
[5] Άγγελος Στάγκος, «Ο ελληνικός φασισμός στο προσκήνιο», Καθημερινή,15 Σεπτεμβρίου 2013.
[2] Στέλιος Ράμφος, «Η ανασφάλεια οδήγησε στη Χρυσή Αυγή», Καθημερινή, 6 Οκτωβρίου 2013.
[3] Πάσχος Μανδραβέλης, «Η προβοκάτσια της Αυγής», Καθημερινή, 11 Οκτωβρίου 2013.
[4] Βλ. το έργο του Juan Linz στο σύνολό του.
[5] Άγγελος Στάγκος, «Ο ελληνικός φασισμός στο προσκήνιο», Καθημερινή,15 Σεπτεμβρίου 2013.
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου