Ο Ομπάμα φτάνει στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, τον Μάρτιο του 2014. REUTERS / KEVIN LAMARQUE
Το ρίσκο έχει αυξηθεί σε ό, τι αφορά την συνάντηση μεταξύ του προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, και των ηγετών του Κόλπου στο Καμπ Ντέιβιντ σήμερα 14 Μαΐου. Παρόλο που οι συνομιλίες στοχεύουν στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Κόλπου, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αποτυχίας της συνόδου κορυφής. Η Ουάσιγκτον θα κάνει μεγάλο λάθος αν δεν προτείνει μια σημαντική αναβάθμιση των σχέσεων ασφάλειας με τους εταίρους της στον Κόλπο, που να είναι τόσο τολμηρή και στρατηγικά σημαντική όσο η μελλοντική πυρηνική συμφωνία με την Τεχεράνη -αλλά αυτή φαίνεται να είναι η ακριβής πορεία που θα ακολουθήσει πιθανότατα ο Ομπάμα.
Φυσικά, η σύνοδος κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ δεν θα δώσει κάποιο άμεσο τέλος στην δυσπιστία ούτε θα επιλύσει τις διαφορές μεταξύ των εταίρων –το αποτέλεσμα της διαφωνίας τους σχετικά με τα πλεονεκτήματα της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν που ούτε εξαλείφει την ικανότητά του να παράγει πυρηνικά όπλα ούτε αναστέλλει την αποσταθεροποιητική επιρροή του στην περιοχή. Αλλά η συνάντηση αυτή αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για να επανέλθει η δεκαετής αυτή συνεργασία στο προσκήνιο. Μια αποτυχία να γίνει αυτό, θα επέφερε μακροχρόνιες συνέπειες, συμπεριλαμβανομένης της επιδείνωσης της περιφερειακής διαμάχης ανάμεσα στο Ιράν και την Σαουδική Αραβία. Η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να εντείνει τις κούρσες εξοπλισμού στην περιοχή, να ενισχύσει την απειλή γρήγορης εξάπλωσης των όπλων μαζικής καταστροφής, ακόμη και να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν σε άλλη μια παρατεταμένη στρατιωτική επέμβαση στην Μέση Ανατολή.
Η απόφαση του Ομπάμα να φιλοξενήσει τους επισκέπτες του στο Καμπ Ντέιβιντ, και όχι απλά στον Λευκό Οίκο, δείχνει την αντίληψή του για την επικινδυνότητα της κατάστασης. Αλλά πέρα από την επιλογή της συγκεκριμένης συμβολικής τοποθεσίας, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις που να φανερώνουν την ετοιμότητα της κυβέρνησής του για αυτές τις συνομιλίες. Οι χώρες του Κόλπου, έτσι κι αλλιώς, επιδιώκουν κάτι περισσότερο από συμβολικές δεσμεύσεις ασφαλείας από την Ουάσιγκτον ˑ αναζητούν την αποκατάσταση της στενής τους σχέσης. Παρά το γεγονός ότι έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στην ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να τους υπερασπιστούν απέναντι σε εξωτερικές απειλές, δείχνουν ελάχιστη εμπιστοσύνη στην πολιτική βούληση της Ουάσιγκτον και την αποφασιστικότητά της να δράσει πραγματικά αν παραστεί ανάγκη. (Η παραβίαση από τον Ομπάμα της δικής του κόκκινης γραμμής σχετικά με τα χημικά όπλα στην Συρία, είναι μια μόνο από τις αιτίες του σκεπτικισμού τους). Σε αυτό το κρίσιμο μέτωπο, η Ουάσιγκτον έχει μείνει πίσω.
ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ
Σε συνέντευξή του τον Απρίλιο στην New York Times [1], ο Ομπάμα δήλωσε ότι «σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές εισβολές, σκέπτομαι ότι θα είμαστε στο πλευρό των φίλων μας [στον Αραβικό Κόλπο]». Κάνοντας συγκεκριμένη νύξη για τις πιο επίσημες δεσμεύσεις ασφάλειας των ΗΠΑ στους εταίρους του Αραβικού Κόλπου, πρόσθεσε: «Και θέλω να δω πώς μπορούμε να επισημοποιήσουμε [τις σχέσεις ασφαλείας] λίγο περισσότερο από ό, τι έχουμε ήδη κάνει μέχρι σήμερα, καθώς και να βοηθήσουμε επίσης στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων τους, ώστε να αισθανθούν πιο σίγουροι για την ικανότητά τους να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από εξωτερικές επιθέσεις».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Σαούντ αλ-Φαϊζάλ, με τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζον Κέρι, στο Ριάντ, τον Ιανουάριο του 2014. REUTERS / BRENDAN SMIALOWSKI / POOL
Το ποια θα είναι η συγκεκριμένη μορφή που θα πάρει η δέσμευση αυτή για την ασφάλεια αυτό μένει να ειδωθεί. Ο Rob Malley, όμως, ο κορυφαίος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου για ζητήματα Μέσης Ανατολής, επιβεβαίωσε σε πρόσφατη επίσημη τηλεδιάσκεψη ότι στο Καμπ Ντέιβιντ, ο Ομπάμα δεν θα παρατείνει το αμοιβαίο σύμφωνο άμυνας των κρατών του Αραβικού Κόλπου. Αντ’ αυτού, θα προτείνει τακτικές βελτιώσεις στις σχέσεις ασφάλειας. Αυτή η συνηθισμένη προσέγγιση απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει. Οι αυξημένες πωλήσεις όπλων και η συνεργασία στην πυραυλική άμυνα και την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο είναι σημαντικά θέματα για τις συνήθεις συναντήσεις μεταξύ των ΗΠΑ και των ηγετών του Κόλπου, αλλά σίγουρα δεν αποτελούν τα είδη θεμάτων που ανήκουν στην κορυφή της ατζέντας μιας συνόδου κορυφής τόσο ιστορικής όσο εκείνης του Καμπ Ντέιβιντ. Και όμως βρίσκονται εκεί.
Δεν είναι πολύ αργά για να καταφέρει ο Ομπάμα να σώσει τόσο το Καμπ Ντέιβιντ όσο και την επόμενη μέρα. Θα ήταν συνετό να υιοθετήσει μια σταδιακή προσέγγιση στοχεύοντας στην αναβάθμιση των σχέσεων ασφάλειας ΗΠΑ- Κόλπου, αρχίζοντας με μια κοινή δήλωση συλλογικής άμυνας την Πέμπτη, η οποία θα ακολουθηθεί από κάποια συγκεκριμένα, αποφασιστικά βήματα κατά την διάρκεια των επόμενων έξι μηνών. Συγκεκριμένα, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να δεσμευτεί να απαντήσει σε οποιαδήποτε στρατιωτική επίθεση κατά των εταίρων της στον Κόλπο –είτε αυτή γίνει από το Ιράν είτε από οποιονδήποτε άλλο αντίπαλο- με στρατιωτική δύναμη. Θα πρέπει να ακολουθήσει αυτή την υπόσχεση προβαίνοντας σε κάποια πιο επίσημη δέσμευση για πολυμερή ασφάλεια με την θέσπιση ενός πολιτικο-στρατιωτικού μηχανισμού διαβούλευσης και μιας κοινής διοικητικής δομής, και τέλος μιας νομικά δεσμευτικής συλλογικής Συνθήκης Άμυνας.
Ως σημείο εκκίνησης, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να προσφέρει στα κράτη του Κόλπου το κύρος του Μείζονος εκτός ΝΑΤΟ Συμμάχου γεγονός που θα τους χορηγήσει πρόσθετα οφέλη σε ό, τι αφορά τον στρατό και την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να αγοράσουν στρατιωτικό εξοπλισμό και υπηρεσίες από τις ΗΠΑ πολύ πιο γρήγορα. Άλλες διαβεβαιώσεις θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν περισσότερες κοινές τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις, καθώς και την πώληση όπλων υψηλότερης ποιότητας, όπως μαχητικά αεροσκάφη F-35. Βεβαίως, μια τέτοια κίνηση δεν θα μπορέσει να κατευνάσει τελείως τις ανησυχίες των αραβικών κρατών σχετικά με το σθένος της πολιτικής βούλησης των ΗΠΑ, αλλά ίσως αναθερμάνει τις σχέσεις και προωθήσει τον εποικοδομητικό και συνεχή διάλογο.
Ως δεύτερο βήμα, η Ουάσιγκτον πρέπει να συμπληρώσει τον σκελετό μιας απλής δήλωσης και να καθιερώσει μια πιο επίσημη πολυμερή δέσμευση ασφαλείας. Αυτή η κίνηση δεν θα συνεπαγόταν αναγκαστικά κάποια νομικά δεσμευτική συλλογική Συνθήκη Άμυνας. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ενδιαφερόμενοι εταίροι του Κόλπου θα μπορούσαν να υπογράψουν μια πολιτικά δεσμευτική συμφωνία αναφορικά με την συλλογική άμυνα των υπολοίπων. Η συμφωνία αυτή θα μπορούσε να αναφέρει, για παράδειγμα, ότι κάθε υπογράφων μπορεί να ζητήσει πολιτικο-στρατιωτικές διαβουλεύσεις με τους εταίρους του σε περίπτωση κρίσης. Θα είχε την δυνατότητα επίσης να διευκρινίσει ότι η όποια απειλή για κάθε ένα από τα μέρη θα θεωρείτο απειλή για όλους και θα επέφερε όχι μόνο συζήτηση, αλλά και πλήρη στρατιωτική απάντηση.
Για την ενίσχυση αυτής της συμφωνίας, τα κράτη που υπέγραψαν θα μπορούσαν να αναθέσουν στις ένοπλες δυνάμεις τους να συνεργαστούν για την ανέγερση μιας συνδυασμένης κοινής στρατιωτικής διοικητικής δομή, παρόμοιας με την Ανωτάτη Συμμαχική Διοίκηση του ΝΑΤΟ. Ο οργανισμός αυτός θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μόνιμο στρατιωτικό αρχηγείο σχεδιασμού σε καιρό ειρήνης και να αναχθεί σε επιχειρησιακό στρατηγείο κατά την διάρκεια περιόδων κρίσης. Ως πυρήνα αυτής της δομής, η Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει έναν από τους βασικούς κόμβους του στρατιωτικού δικτύου των ΗΠΑ στον Κόλπο, όπως την αεροπορική βάση al Dhafra στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αυτή η διοικητική δομή θα βρίσκεται όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι συμμαχικές στρατιωτικές δυνάμεις σχεδιάσουν τις προτεινόμενες ασκήσεις και εκπαιδευτικές ενέργειες, και θα συζητά για τις εξελίξεις σχετικά με τις απειλές από το Ιράν και άλλους πιθανούς αντιπάλους, όπως το Ισλαμικό Κράτος (επίσης γνωστό ως ISIS). Κάτι τέτοιο θα επέτρεπε επίσης στους εταίρους να σχεδιάσουν πρόσθετους τρόπους εμβάθυνσης της στρατιωτικής διαλειτουργικότητάς τους αναφορικά με τις τακτικές, τις τεχνικές, τις διαδικασίες και τον στρατιωτικό εξοπλισμό.
Στην συνέχεια, οι Ηνωμένες Πολιτείες και όσες χώρες του Περσικού Κόλπου είναι πρόθυμες, θα μπορούσαν να αναπτύξουν έναν μόνιμο πολιτικο-στρατιωτικό μηχανισμό διαβούλευσης -ας το ονομάσουμε Συμβούλιο ΗΠΑ-Κόλπου, ή UGC- που θα καθιερώνει συζητήσεις ρουτίνας (παραδείγματος χάριν, κάθε έξι μήνες) και θα συγκαλεί έκτακτες συνεδριάσεις όταν αυτό είναι απαραίτητο. Ο μηχανισμός αυτός θα αντικαταστήσει το αναποτελεσματικό Στρατηγικό Φόρουμ Συνεργασίας ΗΠΑ- GCC, το οποίο, αν μη τι άλλο, έχει κάνει ελάχιστα για να ενισχύσει την συνεργασία από την στιγμή που ιδρύθηκε το 2012. Το UGC θα αποτελεί το φόρουμ στο οποίο οι υπουργοί Εξωτερικών των ΗΠΑ και του Κόλπου θα συζητούν για τις κυριότερες ανησυχίες τους, τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες. Αν υπήρχε ήδη ένα τέτοιο σώμα διαβούλευσης, για παράδειγμα, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να συνεδριάζει πριν και μετά από κάθε διαπραγμάτευση των P5 + 1 με το Ιράν. Οι εταίροι θα χρησιμοποιούσαν επίσης τον εν λόγω μηχανισμό ως πρώτη τους επιλογή, σε περιπτώσεις όπου άλλες σημαντικές εξελίξεις απαιτούσαν την σύγκληση κορυφαίων διπλωματών, ακόμη και αρχηγών κρατών. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο, η συνάντηση στο Καμπ Ντέιβιντ θα μπορούσε να αποτελέσει πρόδρομο μιας συνόδου κορυφής του UGC.
Το τελικό στάδιο της παρούσας βαθμιαίας στρατηγικής θα ήταν μια τυπική, νομικά δεσμευτική συλλογική Συνθήκη Άμυνας. Μια τέτοια συμφωνία, παρεμφερής με εκείνη που προτείναμε σε πρόσφατη έκθεση του Ατλαντικού Συμβουλίου [2] με τίτλο «Έντεχνη Ισορροπία», είναι η πιο στρατηγικά ορθή και αποδοτική επιλογή που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν ο Ομπάμα και οι διάδοχοί του. Μια συνθήκη αυτού του είδους δεν θα είναι απλά βοηθητική για την σημαντική βελτίωση της περιφερειακής ασφάλειας. Θα παρέχει επίσης τον απόλυτο καθησυχασμό στους εταίρους της Ουάσιγκτον στον Κόλπο και θα αύξανε την αξιοπιστία και την στιβαρότητα της αποτροπής των ΗΠΑ κατά του Ιράν εάν εκείνο παραβίαζε ποτέ την πυρηνική συμφωνία. Πρόσθετα οφέλη θα περιλαμβάνουν την σταθεροποίηση των πολιτικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κόλπου, οι οποίες θα συμβάλουν στην μείωση της στρατηγικής αβεβαιότητας και θα σταθεροποιήσουν το περιβάλλον ασφαλείας από την στιγμή που θα υπογραφεί η συμφωνία του Ιράν μέχρι και μετά την λήξη της. Αυτό θα μπορούσε ακόμη και να αυξήσει τις πιθανότητες έγκρισης της συμφωνίας από το Κογκρέσο. Τέλος, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αποκτήσουν μια νέα δυνατότητα εφαρμογής ενός πολυαναμενόμενου στρατηγικού ανασχεδιασμού αναφορικά με την στάση της δύναμής τους στον Κόλπο.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΑΚΡΙΑ
Φυσικά, μια τέτοιου είδους αμυντική συμφωνία -παρόμοια με εκείνη που απολαμβάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες με τα μέλη του ΝΑΤΟ και μια σειρά άλλων συμμάχων όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Νέα Ζηλανδία, οι Φιλιππίνες και η Νότια Κορέα- θα αποτελέσει μια ιδιαίτερα σημαντική δέσμευση. Δεν θα πρέπει να γίνει επιπόλαια ˑ ο αμερικανικός λαός έχει κουραστεί από την σύγκρουση στην Μέση Ανατολή, ενώ η συνθήκη θα μπορούσε να αυξήσει τον κίνδυνο εμπλοκής των ΗΠΑ στους θρησκευτικούς πολέμους της περιοχής. Οι διαφορές στις πολιτικές αξίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταίρων του Αραβικού Κόλπου θα καθιστούσαν ύποπτη την σταθερότητα οποιουδήποτε αμυντικού συμφώνου, ενώ η συμφωνία θα μπορούσε να επιδεινώσει την εξάρτηση της ασφάλειας των κρατών του Κόλπου από την Ουάσιγκτον. Αλλά ακόμα κι αν όλες αυτές οι ανησυχίες είναι δικαιολογημένες, οι περισσότερες είναι απίθανο να πραγματοποιηθούν, ενώ εξισορροπούνται ιδιαίτερα από τα σημαντικά οφέλη που υπόσχεται το Σύμφωνο.
Όταν πρόκειται ειδικά για πολιτικές διαφορές, ο Ομπάμα έχει δίκιο όταν τονίζει την αναγκαιότητα μιας [3] «δύσκολης συζήτησης» με τους ομολόγους του στον Κόλπο σχετικά με τις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, εν μέρει επειδή η οικονομική ανάπτυξη και η υπεύθυνη διακυβέρνηση αποτελούν τα πιο ισχυρά αντίδοτα για την ιρανική παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις στον Κόλπο. Αλλά το Καμπ Ντέιβιντ δεν είναι το σωστό μέρος για να ενημερώσει τους ηγέτες του Κόλπου για τα πλεονεκτήματα του αμερικανικού τύπου δημοκρατίας. Πολλοί από αυτούς έχουν ήδη αναγνωρίσει την ανάγκη για ριζικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις, έστω και αν ορισμένοι καθυστερούν την εφαρμογή τους. Εάν αυτές δεν επαρκούν, θα πρέπει να λογοδοτήσουν οι ίδιοι στον λαό της χώρας τους. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συνεχίσει να βοηθά τους εταίρους της στον Κόλπο σε ό, τι αφορά την ενίσχυση των κρατικών ικανοτήτων τους ˑ ρεαλιστικά, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να κάνει.
Φυσικά, δεν υπάρχει κανένα μαγικό φίλτρο για την αντιμετώπιση του ιρανικού επεκτατισμού που χρονολογείται από το 1979 στην περιοχή. Παρ’όλα αυτά, με την ανάπτυξη ενός πιο θετικού πολιτικού κλίματος μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των εταίρων του Κόλπου σε συνδυασμό με μια πραγματική δέσμευση για εμβάθυνση της συνεργασίας τους για την ασφάλεια, το αίσθημα εμπιστοσύνης ίσως βελτιωθεί. Αυτό, με την σειρά του, θα ανοίξει τον δρόμο για μια πιο συνεργατική αντιμετώπιση της ασύμμετρης απειλής του Ιράν.
Η σύνοδος κορυφής του Καμπ Ντέιβιντ αποτελεί μια στιγμή σημαντικού κινδύνου και υψηλής ανταμοιβής. Ο Ομπάμα αξίζει τα εύσημα για αυτή του την απόφαση. Αν αντιμετωπιστεί με την σοβαρότητα που της αξίζει, θα μπορούσε να δώσει μια ιστορική ευκαιρία για την αποκατάσταση της σταθερότητας στην Μέση Ανατολή. Αν όχι, θα μετατραπεί ταχύτατα σε διπλωματικό εφιάλτη, σπέρνοντας ενισχυμένες περιφερειακές εντάσεις μεταξύ των χωρών του Κόλπου και του Ιράν και σπρώχνοντας την Μέση Ανατολή περαιτέρω μέσα στο χάος.
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70326/bilal-y-saab-kai-barry-pavel/neo-ksekinima-ston-arabiko-kolpo?page=show
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου