Πέμπτη 7 Μαΐου 2015

Η βόμβα του Μπλερ: Πώς η αποστασιοποίηση της Σκωτίας ανατίναξε τις βρετανικές βουλευτικές εκλογές

Μια προεκλογική αφίσα του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος που απεικονίζει την αρχηγό του, Nicola Sturgeon, στην Σκωτία, στις 4 Μαΐου του 2015. Cathal McNaughton / REUTERS

Το 1998, το Βρετανικό Κοινοβούλιο εκπλήρωσε μια προεκλογική υπόσχεση που έκανε ο τότε πρωθυπουργός του Εργατικού Κόμματος, Τόνι Μπλερ, το 1997 και πέρασε το Νομοσχέδιο της Σκωτίας, ανοίγοντας τον δρόμο για να εκλέξει η Σκωτία το δικό της νομοθετικό σώμα. Το 1999, σχεδόν 300 χρόνια μετά την απορρόφηση των παλιών «Κτημάτων της Σκωτίας» από το παλάτι του Γουέστμινστερ, ένα ανεξάρτητο νομοθετικό σώμα επέστρεψε στο Εδιμβούργο. Για τα επόμενα 15 χρόνια, η κυβέρνηση της Σκωτίας και το Κοινοβούλιο επικεντρώθηκαν στις λεπτομέρειες της οικοδόμησης θεσμών και της διακυβέρνησης. Στην συνέχεια, τον Σεπτέμβριο του 2014, η Σκωτία εξερράγη. Το κυβερνών Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP) προήδρευσε σε δημοψήφισμα για την εθνική ανεξαρτησία που έστειλε κύματα σοκ σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο.

Λίγες μέρες πριν από το δημοψήφισμα, με την ψηφοφορία να μην ανακηρύσσει νικητή σύμφωνα με τις προβλέψεις, το Εργατικό Κόμμα της Σκωτίας προσπάθησε να εντείνει την εκστρατεία του «καλύτερα Μαζί [1]», ή «Όχι», η οποία έλαβε παρασκηνιακή βοήθεια από τα σχεδόν ετοιμοθάνατα Συντηρητικό Σκωτσέζικο Κόμμα και Ενωτικό Κόμμα. Η απόδοση των Εργατικών ήταν ασθενική. Αν δεν υπήρχαν οι φόβοι των ψηφοφόρων για αρνητικές οικονομικές συνέπειες της ανεξαρτησίας και η παρακινητική δωδεκάωρη ομιλία υπεράσπισης της Ένωσης από τον πρώην ηγέτη των Εργατικών και πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν -Σκωτσέζο με ένα χάρισμα φλογερής ρητορικής- οι θετικές ψήφοι ίσως και να υπερτερούσαν. Σε αυτήν την περίπτωση, το SNP έχασε το δημοψήφισμα. Αλλά το Εργατικό Κόμμα φαίνεται να έχει χάσει την Σκωτία.
07052015-1.jpg
Η αρχηγός του SNP, Nicola Sturgeon, ποζάρει με μια αφίσα κατά την διάρκεια προεκλογικής επίσκεψης στο Portobello, στην Σκωτία, στις 22 Απριλίου του 2015. RUSSELL CHEYNE/ REUTERS
Από τον Σεπτέμβριο, νέα μέλη έχουν καταφύγει στο SNP και το κόμμα έχει μετακινηθεί από την περιφέρεια για να γίνει μια σημαντική πολιτική δύναμη της βρετανικής πολιτικής σκηνής. Μερικές δημοσκοπήσεις προβλέπουν ότι το SNP μπορεί να κερδίσει έως και τις 56 από τις 59 έδρες της Σκωτίας στο Κοινοβούλιο του Westminster στις εκλογές αυτήν την εβδομάδα. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια έδρα για τον Άλεξ Σάλμοντ, πρώην αρχηγό του SNP και Πρώτο Υπουργό της Σκωτίας, ο οποίος ήταν ο αρχιτέκτονας του δημοψηφίσματος του 2014. Αν το SNP επισκιάσει το Εργατικό Κόμμα της Σκωτίας στα παραδοσιακά σκωτσέζικα προπύργιά του, το SNP θα μπορούσε να στερήσει από το Εργατικό Κόμμα την πλειοψηφία που χρειάζεται για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Έτσι, οι βρετανικές βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται στις 7 Μαΐου φαίνεται ότι θα ξαναγράψουν την πολιτική κληρονομιά του Τόνι Μπλερ. Μέχρι το 2014, ο Μπλερ -ο οποίος άφησε τον αριθμό 10 της οδού Downing (την έδρα του πρωθυπουργού) το 2007, μετά από μια δεκαετία στην εξουσία- έλαβε τα εύσημα για την επάνοδο του Εργατικού Κόμματος στην εξουσία μετά από χρόνια αποτυχίας. Ο Μπλερ κέρδισε τρεις διαδοχικές βουλευτικές εκλογές, μεταφέροντας το κόμμα από τα αριστερά προς το κέντρο, δίνοντας περισσότερες εξουσίες στην Σκωτία και σε άλλες τοπικές Αρχές, μετά από δεκαετίες συγκέντρωσης κάτω από τις κυβερνήσεις του Συντηρητικού Κόμματος, και ιδιοποιούμενος ουσιαστικά τα βασικά στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής ατζέντας των Συντηρητικών. Ο διπλός στόχος του ήταν να ενισχύσει το Εργατικό Κόμμα και να ενισχύσει την Ένωση.
Το 2015, και τα δύο φαίνονται πιο αδύναμα από ποτέ, ενώ οι πολιτικοί κληρονόμοι του Μπλερ ασχολούνται με τις ακούσιες συνέπειες της επιτυχίας αυτής της πολιτικής του. Η αποκέντρωση της Σκωτίας οδήγησε το Ηνωμένο Βασίλειο στα πρόθυρα της διάλυσης το 2014 -και μπορεί να το ξανακάνει. Η ασάφεια του Μπλερ αναφορικά με τις παραδοσιακές βρετανικές κομματικές διαχωριστικές γραμμές στην δημιουργία του «Νέου Εργατικού Κόμματος» οδήγησε σε μια από τις πιο αμφισβητούμενες και βαρυσήμαντες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών.
Στις 8 Μαΐου, είναι πολύ πιθανό ότι ούτε το Εργατικό Κόμμα υπό τον σημερινό αρχηγό του, Εντ Μίλιμπαντ, ούτε το Συντηρητικό Κόμμα υπό τον νυν πρωθυπουργό, Ντέιβιντ Κάμερον, δεν θα καταφέρουν να κερδίσουν με πλήρη πλειοψηφία ( «hung Parliament»). Θα πρέπει και οι δύο να εξετάσουν το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού -όπως η τρέχουσα συμφωνία ανάμεσα στους Συντηρητικούς και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες ˑ ενώ θα πρέπει να ευχαριστήσουν και οι δύο τον Μπλερ για την δύσκολη αυτή θέση στην οποία έχουν περιέλθει.
Κατά την διάρκεια της θητείας του, ο Μπλερ αποστασιοποιήθηκε σταθερά από την παλιά βάση των «στρατολογημένων» ακτιβιστών του Εργατικού Κόμματος που εντάχθηκαν στην πολιτική μέσω των βιομηχανικών συνδικάτων. Γέμισε το υπουργικό του συμβούλιο με τεχνοκράτες και «επαγγελματίες πολιτικούς», οι οποίοι εξελέγησαν σε ασφαλείς κοινοβουλευτικές έδρες στην καρδιά του Εργατικού Κόμματος. Ο Μπλερ και πολλοί από τους ανθρώπους που επέλεξε ήταν κοινωνικά και εκπαιδευτικά όμοιοι με τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους στο Συντηρητικό Κόμμα. Οι νέοι βουλευτές του Εργατικού Κόμματος δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις με τις εκλογικές τους περιφέρειες και ελάχιστα ήταν εκείνα στο προσωπικό τους υπόβαθρο που είχαν απήχηση στον μέσο ψηφοφόρο. Σήμερα, ο Μίλιμπαντ και ο Κάμερον αγωνίζονται να διαχωριστούν τόσο ο ένας από τον άλλο όσο και από ένα μεγαλύτερο πακέτο πολιτικών υποψηφίων οι οποίοι θεωρούνται ευρέως μέλη μιας ομοιογενούς λονδινοκεντρικής ελίτ.
Στην μέση της προβολής τους, η Nicola Sturgeon, η νέα αρχηγός του SNP και Πρώτη Υπουργός του Κοινοβουλίου της Σκωτίας, έχει αναγνωριστεί ως μια από τις πιο χαρισματικές πολιτικούς της γενιάς της στην Βρετανία. Μια από τις ομιλίες της Sturgeon στις 28 Μαρτίου στην Γλασκώβη περιγράφηκε από έναν Βρετανό πολιτικό σχολιαστή ως «το είδος ομιλίας . . . που ένας πολιτικός του Εργατικού Κόμματος στην Σκωτία θα ήθελε να κάνει κι ένας ψηφοφόρος του Εργατικού Κόμματος της Σκωτίας θα ήθελε να ακούσει». [2] Η Sturgeon και το SNP έχουν κινητοποιήσει τους ψηφοφόρους με το μήνυμά τους κατά της ελίτ του Westminster και υπέρ των πολιτών. Άλλοι παίκτες του Εθνικού Κόμματος, όπως το Plaid Cymru της Ουαλίας και το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, τα οποία θα κερδίσουν και τα δύο έδρες στο Westminster, θα βοηθήσουν στην ενίσχυση αυτού του μηνύματος.
Αυτό είναι ένα μήνυμα που έχει επίσης απήχηση στην Αγγλία, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Στην δεκαετία του 1990, οι Σκωτσέζοι αισθάνθηκαν αποστασιοποιημένοι από το Λονδίνο λόγω των συντηρητικών κυβερνητικών πολιτικών κατά την προηγούμενη δεκαετία, πολιτικές οι οποίες είχαν συγκεντρώσει την πολιτική και οικονομική δύναμη στο Westminster. Τώρα οι Άγγλοι αισθάνονται αποξενωμένοι από το Λονδίνο λόγω της αποκέντρωσης της εξουσίας από το Westminster. Από το 1999, η δυσαρέσκεια αυξήθηκε στο αγγλικό εκλογικό σώμα για εκείνο που μερικές φορές ονομάζεται ζήτημα «West Lothian»: Οι βουλευτές της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας έχουν την δυνατότητα να ψηφίσουν επί όλων των θεμάτων που επηρεάζουν την Βρετανία, αλλά οι Άγγλοι βουλευτές δεν έχουν λόγο στην νομοθετική διαδικασία στις αποκεντρωμένες περιοχές.
07052015-2.jpg
Ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας και αρχηγός του Συντηρητικού Κόμματος, Ντέιβιντ Κάμερον κατά την διάρκεια ομιλίας στο Μάντσεστερ, στις 28 Μαρτίου του 2015 PHIL NOBLE / REUTERS
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, υπήρξαν λίγα αιτήματα στην Αγγλία για την συμπλήρωση του Κοινοβουλίου της Σκωτίας και της Εθνικής Συνέλευσης της Ουαλίας από αυτόνομους αγγλικούς φορείς, αλλά τώρα οι Άγγλοι ψηφοφόροι αισθάνονται ότι εξαπατήθηκαν από το νέο σύστημα και τους δικούς τους βουλευτές. Η Σκωτία και η Ουαλία φαίνεται να έχουν ευημερήσει με τους νέους τους θεσμούς, και οι Βρετανοί πολιτικοί ηγέτες αγωνίζονται για να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις των ψηφοφόρων της Σκωτίας και της Ουαλίας. Αντίθετα, τα βασικά πολιτικά κόμματα φαίνεται να παραμελούν τα εξειδικευμένα προβλήματα των διαφόρων περιοχών της Αγγλίας. Το αντι-ευρωπαϊκό Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου έχει ωφεληθεί από αυτήν την θλιβερή κατάσταση, αποσπώντας υποστήριξη από το Συντηρητικό Κόμμα καθώς και από το Εργατικό Κόμμα σε ολόκληρη την Αγγλία.
Όποιος υποψήφιος κι αν διατελέσει πρωθυπουργός μετά τις βουλευτικές εκλογές, θα έχει να αντιμετωπίσει την κρίση διακυβέρνησης στο Ηνωμένο Βασίλειο και να καταπιαστεί με την προοπτική του εξορθολογισμού και της επισημοποίησης της υπάρχουσας εξειδικευμένης αρχιτεκτονικής. Το δίλημμα θα είναι εντονότερο για τον Μίλιμπαντ, ο οποίος πρέπει πρώτα να αποδείξει ότι διαθέτει επαρκή εμπειρία, ικανότητα και «καλή επικοινωνία με τον λαό» για να εκτελέσει πρωθυπουργικά καθήκοντα. Για να σχηματιστεί κυβέρνηση, ο Μίλιμπαντ θα χρειαστεί μια σαφή πλειοψηφία στις 8 Μαΐου. Το SNP και η Σκωτία κρατούν το κλειδί γι’ αυτήν την πλειοψηφία. Η Sturgeon είναι έτσι ο «άνθρωπος που κινεί τα νήματα» (δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που μια γυναίκα στην Σκωτία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική εξουσία του Λονδίνου).
Αλλά μια κυβέρνηση συνασπισμού με το SNP θα μπορούσε να αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο το Εργατικό Κόμμα και την Ένωση. Η ανεξαρτησία της Σκωτίας παραμένει ο τελικός στόχος του SNP, ακόμα και μετά την ήττα στο δημοψήφισμα του περασμένου χρόνου. Στις 26 Απριλίου, ο Μίλιμπαντ απέκλεισε ακόμη και την πιθανότητα μιας συμμαχίας του Εργατικού Κόμματος με το SNP. Αλλά μπορεί ακόμα να αναγκαστεί να βασιστεί στις ψήφους του SNP κάθε φορά που θα προσπαθεί να περάσει μια νομοθεσία. Κάποιοι Βρετανοί σχολιαστές έχουν συμβουλέψει τον Μίλιμπαντ να συγκαλέσει μια Συντακτική Συνέλευση για την αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής [2]. Ο Μίλιμπαντ, όπως υποστηρίζουν, θα πρέπει να δεσμευτεί για την εξισορρόπηση των εξουσιών μεταξύ του Λονδίνου και της υπόλοιπης Αγγλίας, καθώς και της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, με την δημιουργία ενός πραγματικού συντάγματος -το πρώτο στην πολύχρονη ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μια αδύναμη κυβέρνηση Εργατικού Κόμματος δεν θα ήταν σε θέση να αναλάβει ένα τέτοιο μνημειώδες έργο. Παρόμοιες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις καταποντίστηκαν στην Ισπανία και αμέσως απέναντι από την Μάγχη, στην Γαλλία, όπου ο πρωθυπουργός, Manuel Valls, μάχεται για την βελτιστοποίηση των πολύπλοκων στρωμάτων τοπικής αυτοδιοίκησης της Γαλλίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Μίλιμπαντ και το Εργατικό Κόμμα δεν μπορούν να αποστασιοποιηθούν από την αντιμετώπιση των συνεπειών της πολιτικής αποκέντρωσης των εξουσιών του Μπλερ από την δεκαετία του 1990. Πράγματι, κανένας μέλλων πρωθυπουργός δεν θα ήταν σε θέση να αγνοήσει την περιφερειακή πολιτική έξω από το Westminster. Η ανάδυση της Σκωτίας, το όλο και μεγαλύτερο SNP, η σύγχυση των διακρίσεων στο βρετανικό πολιτικό τοπίο, η ομογενοποίηση των κομματικών ελίτ και οι γεμάτες προβλήματα βουλευτικές εκλογές είναι όλα κληρονομιά του Τόνι Μπλερ. Μετά την 7η Μαΐου, η πολιτική στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια.
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70311/fiona-hill-kai-philippe-le-corre/i-bomba-toy-mpler?page=show
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου