Η Ευρώπη αισθάνεται υπό πολιορκία. Κάθε ημέρα φέρνει νέες ανησυχητικές εικόνες απελπισμένων προσφύγων που προσπαθούν να περάσουν στην ΕΕ, με οποιοδήποτε τρόπο. Αλλά η ΕΕ φαίνεται ανίκανη να αντιδράσει ενιαία. Οι εντάσεις μεταξύ των κρατών-μελών φαίνεται να αυξάνονται διότι το πρόβλημα είναι τόσο διαφορετικό από τη μία χώρα στην άλλη. Σε κατά κεφαλή βάση, η Σουηδία λαμβάνει 15 φορές περισσότερες αιτήσεις ασύλου από ό,τι το Ηνωμένο Βασίλειο (όπου η επίσημη πολιτική παραμένει εξαιρετικά εχθρική) και η Γερμανία έχει τώρα γίνει ο κύριος συνολικά στόχος, λαμβάνοντας το 40% του συνόλου των αιτήσεων της ΕΕ. Ακόμη και σε κατά κεφαλήν βάση, αυτό είναι αρκετές φορές περισσότερο από το μέσο όρο της ΕΕ.
Θεωρητικά, δεν θα πρέπει να συμβαίνει έτσι καθώς η Ευρώπη έχει σαφείς κανόνες για το ποιος θα πρέπει να διαχειρίζεται τους πρόσφυγες: το κράτος μέλος στο οποίο εισέρχεται αρχικά ο πρόσφυγας, θα πρέπει να τον ταυτίζει ώστε να αποφεύγονται επαναλαμβανόμενα αιτήματα για άσυλο. Και ότι το κράτος-μέλος θα πρέπει τότε να είναι υπεύθυνο για την προώθηση της αίτησης ασύλου.
Αυτό το ονομαζόμενο "σύστημα Δουβλίνου”, χρονολογείται από τη δεκαετία του ’90. Τότε, φάνηκε ως η φυσική λύση, δεδομένου ότι τα κράτη-μέλη ήθελαν να κρατήσουν το θέμα μεταξύ τους, και εκτός αυτού, το πρόβλημα φαινόταν διαχειρίσιμο με μόλις 300.000 αιτήσεις ασύλου ετησίως. Αλλά φέτος, ο αριθμός μπορεί να είναι και τρεις φορές μεγαλύτερος.
Το σύστημα του Δουβλίνου δεν είχε ποτέ κανένα νόημα. Έριχνε όλο το βάρος στις χώρες στα σύνορα (της ΕΕ). Οι μικρότερες (όπως η Ουγγαρία ή η Ελλάδα), απλώς δεν διαθέτουν την ικανότητα να δέχονται και να φιλοξενούν εκατοντάδες χιλιάδων αιτούντων ασύλου. Αλλά ακόμη και οι μεγαλύτερες, όπως η Ιταλία, έχουν ένα φυσικό κίνητρο να κάνουν τα στραβά μάτια όταν εισέρχονται στο έδαφός τους μεγάλοι αριθμοί, από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι πολλοί από αυτούς κατευθύνονται αλλού (κυρίως προς τη Βόρεια Ευρώπη).
Η Γερμανία έχει τώρα αναγνωρίσει ότι αυτό το σύστημα δεν λειτουργεί στην πράξη και έχει αποφασίσει να εξετάσει όλες τις αιτήσεις ασύλου από τους Σύριους, ανεξαρτήτως από το εάν φθάνουν μέσω της Ιταλίας, της Ουγγαρίας ή ορισμένων άλλων κρατών-μελών της ΕΕ. Ένας λόγος είναι η πρακτικότητα: τα σύνορα de facto έχουν γίνει τόσο πορώδη που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί απο που ένα άτομο έχει περάσει σε περιοχή της ΕΕ. Επιπλέον, μια απόφαση του 2013 του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να επιστρέψει έναν Ιρανό πρόσφυγα στην Ελλάδα (όπου ο αιτών διαπιστώθηκε να αντιμετωπίζει ένα "πραγματικό ρίσκο του να υποστεί απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση) πιθανώς αύξησε την αίσθηση ευθύνης της Γερμανίας για το ζήτημα.
Η Γερμανία είναι το ισχυρότερο κράτος-μέλος αλλά αντιστοιχεί σε λιγότερο από το ένα πέμπτο του πληθυσμού και λιγότερο από το ένα τέταρτο της οικονομίας της ΕΕ. Καμία χώρα δεν μπορεί να αναλάβει όλους τους πρόσφυγες που κατευθύνονται στην Ευρώπη.
Εν ολίγοις, το τωρινό σύστημα δεν λειτουργεί. Για αυτό, πριν από λίγους μήνες, η Κομισιόν απηύθυνε μια θαρραλέα πρόταση για την αναδιανομή προσφύγων σε όλα τα κράτη-μέλη, σύμφωνα με ένα απλό παράγοντα, βασισμένο στον πληθυσμό και στο ΑΕΠ. Αλλά αυτή η πρόταση απορρίφθηκε με τη δικαιολογία ότι αντιπροσώπευε αδικαιολόγητη παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο, η απόρριψη ήταν ιδιαίτερα ισχυρή από εκείνες τις χώρες που είχαν τους λιγότερους πρόσφυγες.
Το δίλημμα αυτό έχει θέσει την ΕΕ στη συνηθισμένη της θέση: όλοι αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ένα πρόβλημα, αλλά η λύση θα απαιτούσε ομοφωνία, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί απο τη στιγμή που κάθε χώρα υποστηρίζει τα δικά της συμφέροντα. Ο μόνος τρόπος είναι να σχηματιστεί μια ομάδα χωρών που είναι πρόθυμες να μοιραστούν το βάρος.
Η μοίρα των προσφύγων από πραγματικά περιοχές καταστροφής, όπως η Συρία, έχει προσελκύσει την μεγαλύτερη προσοχή, αλλά υπάρχουν επίσης πολλοί που έρχονται αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους. Το σύστημα ασύλου δεν έχει δημιουργηθεί για αυτούς, από τη στιγμή που δεν προσπαθούν να ξεφύγουν από πόλεμο ή δικτατορίες.
Στη διάρκεια του α΄ τριμήνου 2015, οι Κοσοβάροι αποτελούσαν την πιο σημαντική χώρα καταγωγής των προσφύγων που ζητούσαν άσυλο στην ΕΕ, αν και η χώρα είναι τώρα σε μεγάλο βαθμό ειρηνική και δεν υπόκειται σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. Η συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων ασύλου από το Κοσσυφοπέδιο έχουν στα αλήθεια απορριφθεί, αλλά αυτό δεν απέτρεψε 50.000 από το να έλθουν στην ΕΕ στις αρχές του έτους. Η εισροή τον τελευταίο χρόνο ανέρχεται σε 80.000 ή το 4% του συνολικού πληθυσμού του Κοσσυφοπεδίου. Για τις άλλες βαλκανικές χώρες, ο αριθμός δεν είναι τόσο υψηλός σε σχέση με τον πληθυσμό, αλλά συνολικά, αυτές οι χώρες προέλευσης αποτελούν ένα σημαντικό ποσοστό των αιτήσεων ασύλου (σχεδόν το μισό στη Γερμανία) και αποτελούν ένα σοβαρό πολιτικό πρόβλημα.
Η τεράστια αύξηση του αριθμού των προσφύγων από τα Βαλκάνια μπορεί να εξηγηθεί από έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο μεταξύ του αριθμού των αιτούντων για άσυλο και του χρόνου που χρειάζεται για να εξεταστεί. Αυτό είναι βασικό από τη στιγμή που το κύριο όφελος από τις καταχρηστικές αιτήσεις για άσυλο (δηλαδή αυτές με ξεκάθαρα καμία πιθανότητα να γίνουν αποδεκτές), είναι ο χρόνος αναμονής μέχρι να εξεταστεί η αίτηση. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρέχεται σε αυτόν που κάνει την αίτηση (συμπεριλαμβανομένης και υγειονομικής περίθαλψης) καθώς και κάποιο χαρτζηλίκι. Το τελευταίο μπορεί να είναι σημαντικό σε σχέση με τους μισθούς στην χώρα καταγωγής, ας πούμε τις φτωχότερες περιοχές των Βαλκανίων. Για παράδειγμα, 500 ευρώ για λίγους μήνες μπορεί να φανούν λίγα για κάποιον να επιβιώσει στη Γερμανία, αλλά είναι πολλά σε σχέση με τον μέσο μισθό σε πολλές βαλκανικές χώρες και πολλοί ελπίζουν σε μια προσωρινή δουλειά, ακόμη κι αν είναι παράνομη. Το να περάσουν κάποιους μήνες στη Βόρεια Ευρώπη ενώ εξετάζεται το αίτημα ασύλου τους, είναι πολύ πιο ελκυστικό από το να πάνε σπίτι σε μια δουλειά που μετά βίας πληρώνει το προς το ζην, ή χωρίς καθόλου δουλειά.
Καθώς αυξάνεται ο αριθμός των αιτούντων ασύλου, το ίδιο κάνει και ο χρόνος που απαιτείται για την εξέταση των αιτήσεών τους, καθιστώντας το συστημα ακόμη πιο δελεαστικό για τους οικονομικούς μετανάστες. Και πραγματικά, περίπου οι μισοί από όσους ζητούν άσυλο στη Γερμανία, προέρχονται τώρα από ασφαλείς χώρες, όπως η Σερβία, η Αλβανία ή τα Σκόπια. Όταν οι λαϊκιστές της Ευρώπης χρησιμοποιούν τέτοιες περιπτώσεις ως ¨τουρισμό πρόνοιας” για να σπείρουν τον φόβο και την οργή μεταξύ της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, η επίτευξη μιας συμφωνίας γα την φιλοξενία πραγματικών προσφύγων, γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕ πρέπει να αναλάβει δράση σε δύο μέτωπα. Πρώτον, τα κράτη-μέλη πρέπει επειγόντως να αυξήσουν την ικανότητά τους στη διαχείριση των αιτήσεων ασύλου, έτσι ώστε να μπορούν γρήγορα να προσδιορίσουν εκείνους που αξίζουν πραγματικά προστασία. Δεύτερον, η ΕΕ χρειάζεται να βελτιώσει τον καταμερισμό του βάρους -ιδανικά μεταξύ όλων των χωρών, αλλά ίσως μεταξύ ενός μικρότερου γκρουπ αρχικά -στην παροχή καταφυγίου για εκείνους που αποκτούν το άσυλο. Το διεθνές δίκαιο -και η βασική ηθική- δεν απαιτούν τίποτα λιγότερο.
του Daniel Gros
ΠΗΓΗ: www.ceps.eu
ΑΠΟΔΟΣΗ: capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου