Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

Εξαναγκάζοντας το Κίεβο

Φιλορώσοι αυτονομιστές συλλέγουν κομμάτια από ένα κατεστραμμένο ουκρανικό τανκ στην πόλη Vuhlehirsk, δυτικά του Ντεμπαλτσέβε, τον Φεβρουάριο του 2015. BAZ RATNER / REUTERS

Παρατηρώντας την από την Ουάσιγκτον, η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία φαίνεται να έχουν φτάσει σε ένα επίπεδο σταθεροποίησης. Παρά τις διάφορες συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός, οι μάχες στην πρώτη γραμμή δεν έπαψαν ποτέ εντελώς. Ωστόσο, η ένταση της βίας έχει μειωθεί σημαντικά, και ο ρωσικός στρατός και οι αυτονομιστές σύμμαχοί του δεν έχουν ξεκινήσει μια μεγάλη επίθεση σε διάστημα έξι μηνών. Δεδομένου ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται απρόθυμος να αποσύρει τις δυνάμεις του από τα ανατολικά, κάποιοι ελπίζουν τώρα ότι η σύγκρουση θα «παγώσει» -δηλαδή ότι η αιματοχυσία θα λάβει ένα τέλος, ακόμη και τη απουσία επίσημης πολιτικής διευθέτησης- επιτρέποντας στο Κίεβο να προχωρήσει με τις μεταρρυθμίσεις, την οικονομική ανάκαμψη και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, ισχυρίστηκε το μέλος της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Βουλής Rolf Mützenich σε ένα κείμενό του τον Φεβρουάριο [2] στο Foreign Affairs, θα πρέπει να ικανοποιεί την Δύση.

Αυτή η ελπίδα έχει προκαλέσει έναν ενδεχομένως επικίνδυνο εφησυχασμό σχετικά με την κρίση. Μια παγωμένη σύγκρουση μεσοπρόθεσμα είναι στην πραγματικότητα το λιγότερο πιθανό αποτελέσματα για την Ουκρανία. Πολύ πιο πιθανό είναι ότι η Ρωσία θα χρησιμοποιήσει βία για να επιτύχει μια διευθέτηση με τους όρους της, με την επανενσωμάτωση στην Ουκρανία της Donbas που έχει καταληφθεί από τους αντάρτες, γεγονός που θα προσδώσει στις ρωσόφιλες περιοχές της χώρας μια δυσανάλογη επιρροή στην εθνική πολιτική. Αντί να πιέζουν για ένα σενάριο παγωμένης σύγκρουσης που πιθανώς δεν θα υλοποιηθεί ποτέ, λοιπόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ουκρανία θα πρέπει να κάνουν ό, τι μπορούν για να ελαχιστοποιήσουν το οικονομικό και ανθρώπινο κόστος αυτής της πιο πιθανής έκβασης.
ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ ΦΙΝΑΛΕ
Είναι εύκολο να δούμε πώς ένα σενάριο παγωμένης σύγκρουσης ενδέχεται να δελεάσει την σημερινή κυβέρνηση στο Κίεβο. Ένα τέτοιο σενάριο θα χώριζε ουσιαστικά την ανταρτοκρατούμενη Donbas από την υπόλοιπη χώρα, μετατρέποντας την τρέχουσα πρώτη γραμμή της μάχης σε ντε φάκτο σύνορα. Ως αποτέλεσμα αυτού του διαχωρισμού, η Donbas θα χάσει την επιρροή της στην εθνική πολιτική σκηνή της Ουκρανίας, μειώνοντας έτσι δραστικά την επιρροή της Μόσχας πάνω στο Κίεβο. Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, θα αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα μιας τεράστιας προσπάθειας ανασυγκρότησης ώστε να εμποδιστεί η κοινωνικοοικονομική κατάρρευση του νέου προτεκτοράτου της.
Αυτό το σενάριο είναι απίθανο, ωστόσο, επειδή μια παγωμένη σύγκρουση είναι απαράδεκτη για την Μόσχα. Στόχος της Ρωσίας είναι να ενδυναμώσει τις περιοχές των ρωσόφιλων της Ουκρανίας με μια νέα συνταγματική δομή, προκειμένου να θεσμοθετήσει την επιρροή τους στο Κίεβο˙ η αποκοπή των περιφερειών από την υπόλοιπη χώρα θα ισοδυναμεί επομένως με αποδοχή ήττας.
Πράγματι, η Μόσχα έχει πάρει μια σειρά από μέτρα για να αποφύγει αυτό το αποτέλεσμα. Η επιθετικότητα της Ρωσίας στην Donbas στα τέλη Γενάρη, για παράδειγμα, οδήγησε όχι σε μια κατάληψη γης, αλλά αντίθετα στην αποκαλούμενη συμφωνία Μινσκ ΙΙ, η οποία έβαλε στο κέντρο της διαδικασίας επίλυσης των συγκρούσεων τον ουκρανικό πολιτικό μετασχηματισμό που είναι επιθυμητός από την Μόσχα. Η συμφωνία έκανε έκκληση για τοπικές εκλογές στην Donbas˙ για την αποκατάσταση των οικονομικών δεσμών μεταξύ των περιοχών που κρατούνται από τους αντάρτες και το υπόλοιπο της Ουκρανίας˙ και για την συνταγματική μεταρρύθμιση, μετά από διαπραγμάτευση με τους αυτονομιστές, που θα χορηγήσει στα εδάφη που κατέχονται από αντάρτες ευρεία αυτονομία στο εσωτερικό της Ουκρανίας. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, η πιο σημαντική ρωσική παραχώρηση-η επιστροφή του ελέγχου των συνόρων Ουκρανίας-Ρωσίας από την Μόσχα στο Κίεβο- θέτει ως προϋπόθεση την εφαρμογή αυτής της συνταγματικής αλλαγής από το Κίεβο.
11092015-1.jpg
Ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο πρόεδρος της Ουκρανίας Petro Poroshenko στο Μινσκ, τον Φεβρουάριο του 2015. MYKOLA LAZARENKO / UKRAINIAN PRESIDENTIAL PRESS SERVICE/HANDOUT VIA REUTERS
-----------------
Μέχρι στιγμής, η πολιτική διαδικασία για την οποία καλεί το Μινσκ II δεν έχει προχωρήσει όπως είχε σχεδιάσει η Μόσχα. Οι τοπικές εκλογές, για παράδειγμα, δεν έχουν πραγματοποιηθεί˙ Αντ’ αυτού, το Κίεβο πέρασε μια διάταξη, στις 17 Μαρτίου που ουσιαστικά έκανε αδύνατο να διεξαχθούν τέτοιες εκλογές. Το νέο μέτρο έθεσε ως προϋπόθεση την απομάκρυνση των παράνομων ένοπλων ομάδων (πιθανώς συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των αυτονομιστών, μαζί με τις ρωσικές τακτικές δυνάμεις) από την Ουκρανία προκειμένου να δοθεί μεγαλύτερη τοπική αυτονομία και να γίνουν εκλογές.
Επιπλέον, το Κίεβο δεν διαβουλεύεται με τους αυτονομιστές για τις τοπικές εκλογές, όπως ορίζεται στο Μινσκ ΙΙ, και καθόρισε την περιοχή της ενισχυμένης τοπικής αυτονομίας κατά μήκος γραμμών που δεν αντανακλούν τα εδαφικά κέρδη που πέτυχαν οι αποσχιστές αυτόν το χειμώνα, κυρίως γύρω από το Debaltsevo. Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Ουκρανίας Petro Poroshenko απηύθυνε έκκληση για εθνικές τοπικές εκλογές στις 25 Οκτωβρίου, είπε ότι δεν θα πραγματοποιηθούν στις αυτονομιστικές περιοχές. Οι αυτονομιστές, εν τω μεταξύ, έχουν ανακοινώσει σχέδια για να διεξάγουν τις δικές τους εκλογές μια εβδομάδα νωρίτερα.
Ούτε οι οικονομικές παραχωρήσεις που έκανε το Κίεβο στο Μινσκ ΙΙ υλοποιήθηκαν. Η Ουκρανία έχει θεσπίσει έναν οικονομικό αποκλεισμό στις περιοχές που κρατούνται από αντάρτες και αρνείται την παροχή συντάξεων και άλλων κοινωνικών υπηρεσιών σε όσους ζουν εκεί˙ στις 11 Ιουνίου, ο Poroshenko ανακοίνωσε ότι οι οικονομικοί δεσμοί με τις κατεχόμενες από αποσχιστές περιοχές δεν θα αποκατασταθούν παρά μόνον όταν η Ουκρανία επανακτήσει τον πλήρη έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της. Και στις 17 Ιουνίου, το Κίεβο προχώρησε περισσότερο, εντείνοντας τον αποκλεισμό της ανταρτοκρατούμενης Donbas έτσι ώστε μόνο η ανθρωπιστική βοήθεια να μπορεί να εισέλθει.
Η συνταγματική μεταρρύθμιση έχει επίσης αποτύχει να προχωρήσει όπως επιθυμούσε η Μόσχα. Οι μεταρρυθμίσεις που ανακοίνωσε ο Poroshenko την 1η Ιουλίου περιελάμβαναν διατάξεις για την αποκέντρωση σε εθνικό επίπεδο, περιλαμβανομένης της μεταβίβασης μιας σειράς εξουσιών -όπως δημοσιονομικής εποπτείας και σχεδιασμού οικονομικής ανάπτυξης- σε τοπικούς αξιωματούχους. Ωστόσο, η μόνο αναφορά στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις για την ανταρτοκρατούμενη Donbas ήταν ότι η αυξημένη αυτονομία της θα πρέπει να καθοριστεί από έναν ξεχωριστό νόμο, ο οποίος ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2014. Επιπλέον, οι ουκρανικές Αρχές δεν διαβουλεύτηκαν με τους αυτονομιστές για τις μεταρρυθμίσεις. Το νομοσχέδιο πέρασε σε μια αρχική ψηφοφορία στις 31 Αυγούστου, εν μέσω εθνικιστικής αντίδρασης˙ η τελική ψηφοφορία θα διεξαχθεί αργότερα φέτος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΕ έχουν υποστηρίξει την θέση της ουκρανικής κυβέρνησης ότι δεν μπορεί να διαπραγματευτεί με τους αυτονομιστές μέχρι να γίνουν νόμιμα εκλογές και να τηρηθεί πλήρως η κατάπαυση του πυρός. Και τόσο η Ουάσιγκτον όσο και οι Βρυξέλλες έχουν επαινέσει τις προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις της Ουκρανίας ως απόδειξη της δέσμευσης του Κιέβου στο Μινσκ ΙΙ. Ωστόσο, η εκτίμηση της Δύσης δεν σημαίνει πολλά. Η αξιολόγηση της Ρωσίας για τις πολιτικές της Ουκρανίας είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας στον καθορισμό του μέλλοντος της κρίσης. Σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς, η αξιολόγηση αυτή ήταν αρνητική: Το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών κατήγγειλε [3] τις προτεινόμενες συνταγματικές τροποποιήσεις, και ο Πούτιν απαίτησε το Κίεβο να διεξάγει άμεσες συνομιλίες με τους αυτονομιστές, ακόμη και τη απουσία αναγνωρισμένων εκλογών και πλήρους κατάπαυσης του πυρός.
11092015-2.jpg
Μέλη των ενόπλων δυνάμεων της αυτοανακηρυχθείσας αυτονομιστικής Λαϊκής Δημοκρατίας Ντόνετσκ οδηγούν ένα τανκ στα περίχωρα της πόλης Ντόνετσκ, τον Ιανουάριο του 2015. ALEXANDRE ERMOCHENKO/REUTERS
---------------------------
ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΒΙΑΣ
Δεδομένης της εμφανούς δυσαρέσκειας της Μόσχας για την έκβαση της διαδικασίας του Μινσκ ΙΙ, θα χρειαστεί πιθανόν δράση για να αλλάξει το status quo. Το μόνο ερώτημα είναι ποια μορφή θα λάβει αυτή η δράση. Υπάρχουν δύο ευρείες δυνατότητες, οι οποίες αμφότερες αφορούν την χρήση βίας και θα προξενήσουν σημαντικό οικονομικό και ανθρώπινο κόστος στον ουκρανικό λαό.
Το πρώτο σενάριο είναι η παράταση ή η μέτρια ένταση της βίας: Ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη, αλλά μια ισορροπημένη, σιγοβράζουσα σύγκρουση χωρίς σημαντική κλιμάκωση. Σύμφωνα με ένα τέτοιο σενάριο, οι μάχες θα απορροφήσουν ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κεφαλαίου της ουκρανικής κυβέρνησης, αφήνοντας το Κίεβο να μην μπορεί να προχωρήσει με τις κρίσιμες οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Η Μόσχα θα χρησιμοποιήσει οικονομικά μέτρα, όπως η επιβολή κυρώσεων και οι διακοπές φυσικού αερίου για να εξασφαλίσει ότι η ουκρανική οικονομία θα παραμείνει σε σύγχυση, και ότι λίγοι επενδυτές θα τολμούσαν να επιστρέψουν στην χώρα. Σε αυτό το σενάριο, η Ρωσία θα ρυθμίσει τις στρατιωτικές της δραστηριότητες έτσι ώστε να μην προκαλέσει μια πιο δυναμική απάντηση των Δυτικών, με την μορφή είτε συμπληρωματικών κυρώσεων είτε στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο, και πιθανότατα υπολογίζει ότι θα μειωθούν οι κυρώσεις της ΕΕ με την πάροδο του χρόνου. Εν ολίγοις, αυτός θα ήταν ένας πόλεμος φθοράς -ένας πόλεμος που η Μόσχα τελικά θα κερδίσει.
Αυτό το σενάριο υποθέτει την πεποίθηση της Μόσχας ότι ο χρόνος είναι με το μέρος της και ότι η Ρωσία έχει την στρατηγική υπομονή που απαιτείται να περιμένει για μια ενδεχόμενη νίκη. Αλλά οι παρατηρητές δεν θα πρέπει να υπολογίζουν ότι θα επικρατούν τα πιο ψύχραιμα μυαλά στην Μόσχα –το ιστορικό του Κρεμλίνου από την αρχή της κρίσης έχει σημαδευτεί από απερίσκεπτη συμπεριφορά, όπως στην εισβολή της Κριμαίας λίγες μόνο μέρες μετά την ανατροπή του πρώην προέδρου της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Μια σημαντική κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων θα πρέπει, συνεπώς, να θεωρηθεί ως ένα δεύτερο πιθανό σενάριο.
Η κλιμάκωση έχει αποδειχθεί επιτυχημένη τακτική για την Ρωσία δύο φορές από την έναρξη της κρίσης: Στα τέλη Αυγούστου 2014 και πάλι στα τέλη Ιανουαρίου 2015, η Μόσχα αύξησε σε μεγάλο βαθμό την υποστήριξή της προς τους αυτονομιστές στην Donbas, και τις δύο φορές ο Poroshenko αναγκάστηκε να κάνει έκκληση για ειρήνη, με αποτέλεσμα την πρώτη φορά την συμφωνία Μινσκ Ι και στην συνέχεια την Μινσκ ΙΙ. Σίγουρα, η κλιμάκωση έχει τους κινδύνους της: Η Δύση, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ενισχύσει το καθεστώς των κυρώσεών της ή να παράσχει θανατηφόρο στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Αλλά η Μόσχα έχει δώσει λίγη προσοχή σε αυτούς τους κινδύνους από τότε που άρχισε η κρίση, και είναι σίγουρα εύλογο ότι θα ενεργήσει έτσι και στο μέλλον.
Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα αυτών των δύο σεναρίων είναι αρκετά παρόμοια. Εάν υλοποιηθούν, η Ουκρανία θα αναγκαστεί να επανεντάξει την Donbas με τους όρους της Ρωσίας. Το Κίεβο, με άλλα λόγια, θα πρέπει να κάνει παραχωρήσεις, όπως η εξ αρχής χορήγηση αυτονομίας στις αποσχισθείσες περιοχές και ο τερματισμός του αποκλεισμού, και η Ρωσία θα αποσυρθεί μόνο αφότου είναι σίγουρη για την αντοχή της διευθέτησης. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο σεναρίων είναι ο χρόνος: Στο πρώτο σενάριο, το φινάλε θα μπορούσε να πάρει μήνες ή ακόμα και χρόνια μέχρι να υλοποιηθεί˙ στο δεύτερο, αυτό θα συμβεί μόλις ο Πούτιν δώσει την εντολή. Σε κάθε περίπτωση, οι Ουκρανοί θα υποφέρουν: Θα υπάρξουν περαιτέρω θάνατοι και καταστροφή στα ανατολικά˙ η ουκρανική οικονομία θα συνεχίσει την καθοδική πορεία της˙ και οι δεσμεύσεις του Κιέβου για την μεταρρύθμιση και την διαφανή διακυβέρνηση θα φαίνονται όλο και περισσότερο σαν κούφια λόγια.
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΟ ΕΔΑΦΟΣ
Επειδή το φινάλε για την Μόσχα σε κάθε περίπτωση είναι η εφαρμογή του Μινσκ ΙΙ με ρωσικούς όρους, και επειδή φαίνεται πρόθυμη και ικανή να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα με το ζόρι, θα ήταν συνετό να εξεταστεί το ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης της έκβασης τώρα, προκειμένου να αποφευχθεί πρόσθετη ταλαιπωρία και καταστροφή. Στην πράξη, αυτό θα συνεπαγόταν για το Κίεβο άρση του αποκλεισμού των ανταρτοκρατούμενων εδαφών˙ συμφωνία με τους όρους για τις τοπικές εκλογές˙ και εφαρμογή ενισχυμένης αυτονομίας για τις ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης θα προχωρήσουν στην διεξαγωγή άμεσων συνομιλιών με τους αυτονομιστές.
Αυτό θα είναι δύσκολο να το καταπιεί οποιαδήποτε κυβέρνηση. Επιπλέον, οι ταραχές στο Κίεβο, στο τέλος του Αυγούστου, που ήρθαν ως απάντηση στον πρώτο γύρο ψηφοφορίας για τις προτεινόμενες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Poroshenko στο κοινοβούλιο, ήταν μια υπενθύμιση ότι μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε να υπονομεύσει την κυβέρνηση και ίσως ακόμη και να οδηγήσει σε ένα εθνικιστικό πραξικόπημα. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβεί. Ο Poroshenko και Δυτικοί αξιωματούχοι θα μπορούσαν να περιορίσουν τις πιθανότητες για μια εγχώρια αντίδραση υιοθετώντας μια διαφορετική δημόσια συζήτηση σχετικά με την σύγκρουση.
11092015-3.jpg
Διαδηλωτές συγκρούονται με την αστυνομία έξω από το κτίριο του κοινοβουλίου στο Κίεβο, τον Αύγουστο του 2015. VALENTYN OGIRENKO / REUTERS
-------------
Από τότε που ανετράπη ο Γιανουκόβιτς, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι έδωσαν έμφαση σε θεμιτούς, αλλά παρ’ όλα αυτά μαξιμαλιστικούς στόχους για το μέλλον της Ουκρανίας, για παράδειγμα ζητώντας την πλήρη αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και καταδικάζοντας δυναμικά την ρωσική επιθετικότητα. Ο Poroshenko και ανώτεροι αξιωματούχοι της ουκρανικής κυβέρνησης τείνουν να είναι ακόμη πιο ακραίοι, αναφερόμενοι στους αυτονομιστές ως τρομοκράτες, ακόμη και συγκρίνοντας [4] τις αυτονομιστικές περιοχές με την Μόρντορ, την έδρα του κακού στα μυθιστορήματα φαντασίας του JRR Tolkien. Δεν είναι να απορεί κανείς ότι πολλοί πολιτικά ενεργοί Ουκρανοί πιστεύουν ότι δεν πρέπει να συμβιβαστούν˙ καμία σημαντική δημόσια προσωπικότητα δεν έχει επιχειρηματολογήσει ακόμα επ’ αυτού. Ωστόσο, η πλειοψηφία των Ουκρανών εξακολουθούν να ευνοούν [5] μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων κάποιου είδους, και τόσο η Δύση όσο και η Ουκρανία μπορούν να είναι βέβαιοι ότι η επιδίωξη μιας τέτοιας διευθέτησης, αν και παραχώρηση βραχυπρόθεσμα, θα συμβάλει στην διατήρηση των μακροπρόθεσμων πλεονεκτημάτων τους. Πράγματι, η σχετική ισχύς της Ρωσίας είναι αποκλειστικά στο πεδίο της μάχης, οπότε όταν ο πόλεμος τελειώσει και ο ανταγωνισμός θα κινείται προς τις πολιτικές και οικονομικές σφαίρες, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ήπιας δύναμης της Ουκρανίας και της Ευρώπης θα γίνουν εμφανή. Μια αλλαγή στην ρητορική δεν μπορεί να αφαιρέσει εντελώς τα εμπόδια σε έναν τέτοιο συμβιβασμό, αλλά χωρίς αυτήν, ένας τέτοιος συμβιβασμός θα είναι αδύνατος.
Ακόμα κι έτσι, πολύ περισσότερο από όσο η Δυτική στρατιωτική βοήθεια ή οι μεταρρυθμίσεις της Ουκρανίας, ο παράγοντας που θα καθορίσει το άμεσο μέλλον των συγκρούσεων στην ανατολική Ουκρανία είναι η συμπεριφορά της Ρωσίας. Αυτή η συμπεριφορά, με την σειρά της, θα καθοριστεί από τον βαθμό στον οποίο η Μόσχα πιστεύει ότι η κατάσταση επί του εδάφους κινείται προς την επιθυμητή προς αυτήν έκβαση. Με αυτό κατά νου, οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι εταίροι τους, θα πρέπει να επικεντρωθούν στην εξεύρεση κοινού εδάφους μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Σε περίπτωση που δεν το πράξουν, οι συνέπειες για την Ουκρανία θα μπορούσαν να είναι καταστροφικές.
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70490/samuel-charap/eksanagkazontas-to-kiebo?page=show
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου