Με αποτέλεσμα 445 ψήφων υπέρ και 145 κατά, στις 4 Δεκεμβρίου η γερμανική Bundestag άνοιξε τον δρόμο για τη συμμετοχή της χώρας στην μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους. Θα αναπτυχθούν μέχρι 1200 στρατιώτες "για να υποστηρίξουν την Γαλλία, το Ιράκ και τη διεθνή σημασία στον αγώνα τους κατά του ISIS", όπως είναι διατυπωμένο στην πρόταση που παρουσιάστηκε από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν τώρα μια εξουσιοδότηση να υποστηρίξουν την συμμαχία με υπηρεσίες αναγνώρισης, εναέριου ανεφοδιασμού και ναυτικής προστασίας του γαλλικού αεροπλανοφόρου στη Μεσόγειο, μέχρι το 2016. Επιπλέον, η Γερμανία θα αναβαθμίσει τις τρέχουσες δεσμεύσεις της για να υποστηρίξει την γαλλική αντί-τρομοκρατική αποστολή στο Μάλι, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης του Βερολίνου με τη Γαλλία.
Η απόφαση προετοιμάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά από την συνάντηση των υπουργών Άμυνας της ΕΕ στις 17 Νοεμβρίου, τέσσερις ημέρες ύστερα από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, όπου είχαν διακηρύξει την αλληλεγγύη και την στήριξή τους για τη Γαλλία με βάση το άρθρο 427 των συνθηκών της ΕΕ. Σε δύο μόλις εβδομάδες η πρόταση πήγε στη Bundestag. Αυτή η άμεση προσέγγιση δέχθηκε κριτική από βουλευτές της αντιπολίτευσης, οι οποίοι προτιμούσαν τον εκτεταμένο διάλογο που είχε σχεδιαστεί για μια αντίστοιχη ψηφοφορία στη βρετανική Βουλή των Κοινοτήτων, πριν από δύο ημέρες.
Αλλά στα μάτια του κυβερνητικού συνασπισμού των Χριστιανοδημοκρατών και των Σοσιαλδημοκρατών, αυτή η απόφαση ήταν χρονικά ευαίσθητη. Η Angela Merkel και η κυβέρνηση της έστειλαν ένα σαφές μήνυμα αλληλεγγύης και δέσμευσης για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αμφισβήτησης για τη σοβαρότητα των πολιτικών ανακοινώσεων που έγιναν ως αλληλεγγύη στη Γαλλία μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Στην πραγματικότητα, το Βερολίνο είχε αρκετούς λόγους σημαντικούς για τους Γερμανούς φορείς χάραξης πολιτικής να απαντήσουν γρήγορα στην κατάσταση, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν να κάνουν με την κατάσταση της ΕΕ.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο πιο σημαντικός λόγος για την αποφασιστικότητα του Βερολίνου ήταν και είναι να υπογραμμίσει τον ουσιαστικό ρόλο της γαλλό-γερμανικής συμμαχίας, ως έναν από τους βασικούς μοχλούς των γερμανικών συμφερόντων στην διαμόρφωση της ΕΕ. Η Γαλλία υπήρξε ένας αναπόσπαστος εταίρος στη διαδικασία που οδήγησε στη συμφωνία του Μινσκ και παρά τις διαφορετικές προτιμήσεις, το Παρίσι και το Βερολίνο έχουν συνεργαστεί πιο στενά από ό,τι φαίνεται, για την επίλυση της ελληνικής κρίσης. Σε μια πολιτικά κατακερματισμένη ΕΕ, η σχέση αυτών των δύο χωρών λειτουργεί ως μία από τις λίγες πηγές συναίνεσης που δημιουργείται μεταξύ των κρατών-μελών.
Και για τις δύο χώρες, το άρθρο 42 των συνθηκών της ΕΕ έχει ιδιαίτερη σημασία. Ήταν η Γαλλία αυτή που ξεκίνησε την διαδικασία η οποία τελικά οδήγησε στο να περιληφθεί μια ρήτρα στρατιωτικής αλληλεγγύης όταν αποφάσισε να αναζωογονήσει την –σε μεγάλο βαθμό- αδρανή Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από πολύ νωρίς, η Γερμανία είχε δείξει στήριξη, έχοντας συμμεριστεί μαζί με τη Γαλλία την άποψη ότι η ενοποίηση θα πρέπει να επεκταθεί με τον καιρό και να περιλαμβάνει την ασφάλεια και την άμυνα. Το Παρίσι και το Βερολίνο, αντίθετα με την Βρετανία, ήταν τότε οι κύριοι μοχλοί αυτής της σταδιακής προσέγγισης της Δυτικής ΕΕ και της ΕΕ, η οποία κατέληξε στην απορρόφηση αυτής της συμμαχίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το άρθρο 42.7 ενσωμάτωνε το άρθρο 5 της Δυτικής ΕΕ στο πρωτογενές δίκαιο της ΕΕ, αν και δέθηκε πιο άμεσα με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και την έβαλε στο πλαίσιο άλλων συλλογικών δεσμεύσεων για την ασφάλεια, όπως το ΝΑΤΟ, από ό,τι συνέβαινε στην αρχική συνθήκη.
Σαφώς, η προσφυγική πρέπει να θεωρηθεί ως ένας άλλος σημαντικός μοχλός του πεδίου εφαρμογής και της χρονικής συγκυρίας της γερμανικής απόφασης. Πρώτον, ενώ απαιτεί αλληλεγγύη από άλλα κράτη-μέλη για την μετεγκατάσταση των προσφύγων και την χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό των μέσων ελέγχου των συνόρων της ΕΕ, η Γερμανία θα έβλαπτε τη δική της προσέγγιση με το να μην αντιδρούσε γρήγορα στην γαλλική έκκληση. Δεύτερον, μόνο άμεση και σημαντική στήριξη, θα έδινε στο Βερολίνο ένα λόγο για το εύρος και την πορεία μιας μεγαλύτερης στρατιωτικής εμπλοκής της Γαλλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών στην περιοχή, που έχει γίνει το κύριο σημείο αναφοράς για την μετανάστευση στη Γερμανία.
Η σύνδεση μεταξύ των δύο παραγόντων κρίνεται απαραίτητη στο Βερολίνο. Εξάλλου, η αλληλεγγύη στη Γαλλία δεν σηματοδοτεί μια αλλαγή στην γερμανική άποψη για τον πόλεμο στη Συρία. Η πολιτική τάξη του Βερολίνου παραμένει δύσπιστη για το ότι θα ηττηθεί το Ισλαμικό Κράτος με αεροπορικές επιδρομές. Κατά την άποψη της Γερμανίας, η εκστρατεία έχει με επιτυχία συγκρατήσει την ISIS αλλά δεν έχει διαβρώσει την βάση της, παρά τους πολύμηνους βομβαρδισμούς. Οι φορείς χάραξης πολιτικής του Βερολίνου βλέπουν την ανάγκη για το follow up με αποστολή χερσαίων δυνάμεων, που θα μπορούσαν να καταλάβουν τον έλεγχο σε περιοχές που τώρα κατέχει η ISIS. Επειδή κανένας εξωτερικός παράγοντας δεν είναι πρόθυμος να στείλει χερσαίες δυνάμεις (η Γερμανία σίγουρα δεν θα είναι πρόθυμη να το κάνει), ο πόλεμος μεταξύ του καθεστώτος του Assad και της αντιπολίτευσης, πρέπει να τελειώσει, κάτι που από την σκοπιά του Βερολίνου, απαιτεί κάποιου είδους συνεννόηση με τη Ρωσία. Επίσης, η δυναμική των Κούρδων και άλλων μειονοτήτων, θα πρέπει να αξιοποιηθούν, κάτι που απαιτεί μια αλλαγή πολιτικής και στήριξης της Τουρκίας. Τρίτον, η στήριξη θα πρέπει να έλθει και από την ιρακινή πλευρά όπου η ISIS ελέγχει σημαντικά τμήματα των σουνιτικών περιοχών έξω από τη Βαγδάτη. Αυτό δεν θα απαιτήσει μόνο κατανόηση και συνεργασία από την κυβέρνηση του Ιράκ, αλλά επίσης κατανόηση και στήριξη από το Ιράν. Από αυτές τις εκτιμήσεις, η Γερμανία ήταν πολύ υποστηρικτική στην πρωτοβουλία της Βιέννης και στο Σχέδιο Μετάβασης υπό την καθοδήγηση των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Η γερμανική στρατιωτική εμπλοκή μαζί με τη Γαλλία, στόχο έχει να ενισχύσει αυτή τη διαδικασία, όπως υπογράμμισε ο Norbert Rottgen, πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Bundestag, υπογράμμισε στο διάλογο. Εάν η Συρία αφεθεί στον Assad και στον Putin, δεν θα υπάρξει διπλωματική λύση, προειδοποίησε.
Εξαιτίας μιας τέτοιας εκτίμησης των πραγμάτων, η Γερμανία είναι υπέρ της εμπλοκής με τη Γαλλία. Οι Γάλλοι φορείς χάραξης πολιτικής φαίνεται να συμφωνούν με αρκετές από τις γερμανικές απόψεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών για τον ρόλο της Ρωσίας. Ο υπουργός Εξωτερικών, Frank Walter Steinmeier, έχει επανειλημμένως υποστηρίξει ότι θα ευχόταν η Βιέννη να ήταν μια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία. Με τη Γαλλία να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στο πλευρό των Ευρωπαίων, αυτή η ευχή θα μπορούσε να γίνει τουλάχιστον εν μέρει πραγματική.
Η υποστήριξη της Γαλλίας στρατιωτικά, είναι επομένως υπολογισμένη να βοηθήσει τα συμφέροντα της Γερμανίας και να την τοποθετήσει καλύτερα στο διεθνές παζάρι για την κατάπαυση του πυρός και την μετάβαση στη Συρία. Θα πρέπει να επιτρέψει στο Βερολίνο να επηρεάσει μια εύθραυστη διαδικασία, της οποίας το αποτέλεσμα θα μπορούσε να επηρεάσει την μεγαλύτερη εγχώρια πρόκληση της Γερμανίας για το 2016: να αντιμετωπίσει άλλο ένα εκατομμύριο πρόσφυγες, ύστερα από μια χρονιά κατά τη διάρκεια της οποίας περισσότεροι από 1 εκατ. άνθρωποι αιτήθηκαν ασύλου στην χώρα.
Του Josef Janning
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/article/commentary_germany_france_syria_berlins_calculated_solidarity_4057
ΑΠΟΔΟΣΗ: Capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου