Ομιλία του κ. Γιάννη Σιάτρα, Προέδρου του Συλλόγου “Έλληνες Φορολογούμενοι” στην εκδήλωση με θέμα“Growth and Taxation: Reforming Economic and Tax Principles in Europe”, που οργάνωσε το ίδρυμαHanns Seidel Stiftung και ο Taxpayers' Association of Europe, στις Βρυξέλλες, στις 11 Ιουλίου 2012. (*)
Το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι συγκυριακό. Είναι ένα χρόνιο φαινόμενο. Και οφείλεται στο είδος και τη δομή των δαπανών του Κράτους και στην προβληματική δομή και την ανεπάρκεια των εσόδων.
Αντίθετα απ’ ότι νομίζουν οι περισσότεροι, οι δαπάνες του Ελληνικού Κράτους δεν είναι υψηλές.Συγκρινόμενες με το μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) ή και με το μέσο όρο της Ευρωζώνης (ΕΕ-17), οι δαπάνες του Ελληνικού Κράτους είναι αισθητά χαμηλότερες (με εξαίρεση το έτος 2009). Κατά το έτος 2010, ο μέσος όρος κρατικών δαπανών στην Ελλάδα ήταν στο 50,2% του ΑΕΠ, ενώ στην ΕΕ-27 ήταν στο 50,6%.
Το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι συγκυριακό. Είναι ένα χρόνιο φαινόμενο. Και οφείλεται στο είδος και τη δομή των δαπανών του Κράτους και στην προβληματική δομή και την ανεπάρκεια των εσόδων.
Αντίθετα απ’ ότι νομίζουν οι περισσότεροι, οι δαπάνες του Ελληνικού Κράτους δεν είναι υψηλές.Συγκρινόμενες με το μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27) ή και με το μέσο όρο της Ευρωζώνης (ΕΕ-17), οι δαπάνες του Ελληνικού Κράτους είναι αισθητά χαμηλότερες (με εξαίρεση το έτος 2009). Κατά το έτος 2010, ο μέσος όρος κρατικών δαπανών στην Ελλάδα ήταν στο 50,2% του ΑΕΠ, ενώ στην ΕΕ-27 ήταν στο 50,6%.
Το πρόβλημα στις δαπάνες βρίσκεται στην ποιότητά και τη διάρθρωσή τους.
Η “ποιότητα” των δαπανών είναι προβληματική επειδή ένα μεγάλο μέρος των δαπανών αφορά σε προκλητική σπατάλη, ενώ ένα επίσης σημαντικό μέρος αφορά σε διαφθορά. Έτσι, οι κυβερνητικές δαπάνες καταλήγουν να έχουν μικρότερη συμμετοχή στην ανάπτυξη, απ’ αυτή που κανονικά θα έπρεπε να έχουν, συγκρινόμενες με άλλα κράτη της Ευρωζώνης.
Η διάρθρωση των δαπανών είναι επίσης προβληματική. Τέσσερις βασικοί τομείς δαπανών καλύπτουν ένα σημαντικά μεγαλύτερο μέρος των συνολικών δαπανών, σε σχέση με το ποσοστό που οι τομείς αυτοί καλύπτουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι τομείς αυτοί είναι: α) οι δαπάνες για την άμυνα, β) οι δαπάνες για τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, γ) οι κοινωνικές δαπάνες και δ) οι δαπάνες για τους τόκους του χρέους.
Όλα τα παραπάνω, δημιουργούν μία εγγενή αδυναμία στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Το πραγματικό πρόβλημα του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα, επί χρόνια βρίσκεται στο σκέλος των εσόδων του Κράτους.
Τα έσοδα του Κράτους είναι χαμηλότερα των ευρωπαϊκών μέσων όρων, στους δύο βασικούς τομείς: στα έσοδα από φορολογία και στα έσοδα κοινωνικής ασφάλισης.
Τα συνολικά έσοδα φορολογίας κατά το 1996, έφθασαν στο 19,1% του ΑΕΠ. Ο μέσος όρος της Ευρωζώνης (ΕΕ-17) έφθασε στο 25,9%.
Κατά το 2010, τα έσοδα από τη φορολογία έφθασαν στο 19,6%. Την ίδια χρονιά, ο μέσος όρος της Ευρωζώνης (ΕΕ-17) ήταν 24,5%.
Στα έσοδα από την έμμεση φορολογία, παρατηρείται μία σχετική ισορροπία σε σχέση με τις Ευρωπαϊκές χώρες. Κυμαίνονται κοντά στο 12,5% του ΑΕΠ.
Το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στα έσοδα από την άμεση φορολογία. Αυτά, κατά το 1996 έφθασαν στο 6,4% του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρωζώνη (ΕΕ-17) βρίσκονταν στο 12,8% του ΑΕΠ (ακριβώς στο διπλάσιο σε σχέση με την Ελλάδα).
Κατά το 2010 και παρά τις όποιες προσπάθειες έγιναν για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή, τα έσοδα από άμεση φορολογία έφθασαν στο 7,7% του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρωζώνη (ΕΕ-17) βρίσκονταν στο 11,6% του ΑΕΠ.
Τέλος, τα έσοδα της κοινωνικής ασφάλισης κατά το 1996 βρίσκονταν στο 11,5% του ΑΕΠ, ενώ την ίδια χρονιά, ο μέσος όρος της Ευρωζώνης (ΕΕ-17) βρισκόταν στο 15,8%. Κατά το 2010, τα έσοδα αυτής της κατηγορίας αυξήθηκαν στο 13,1%, ενώ στην Ευρωζώνη βρίσκονταν στο 15,6% του ΑΕΠ.
Όλα τα στοιχεία έχουν ληφθεί από τη Eurostat.
Στην παρούσα συζήτηση, δε θα ασχοληθούμε τόσο με το σκέλος των εξόδων του ελληνικού κρατικού Προϋπολογισμού. Είναι όμως σαφές ότι θα πρέπει να γίνουν ενέργειες για την περικοπή της σπατάλης, τη μείωση των εξόδων λειτουργίας του δημοσίου και την αύξηση της παραγωγικότητας των δημοσίων δαπανών.
Θα κάνουμε μία σύντομη αναφορά στα αίτια για τα οποία τα έσοδα κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα.
Λίγο νωρίτερα αναφέρθηκ ε ότι τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και όμως, η φορολογία στην Ελλάδα δεν είναι χαμηλή. Αντίθετα, με βάση τα όσα αποδεικνύουν διάφορες συγκριτικές μελέτες, η φορολογία στην Ελλάδα βρίσκεται σημαντικά πάνω από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών κρατών: Ο ΦΠΑ βρίσκεται στο 23%, στη φορολογία εισοδήματος ισχύει μία υψηλή προοδευτική κλίμακα, οι φόροι κεφαλαίου και περιουσίας έχουν υψηλούς συντελεστές και οι ειδικοί φόροι έχουν καταλήξει να είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη.
Τότε, γιατί υπάρχει αυτή η αντίφαση; Ακριβώς επειδή εντοπίζονται δύο πολύ σημαντικά προβλήματα, που διαταράσσουν την όλη εικόνα: α) υπάρχει μία σημαντική στρέβλωση στη φορολόγηση εισοδήματος και β) η υψηλή φοροδιαφυγή.
α) Η στρέβλωση στη φορολογία εισοδήματος
Με βάση τα στοιχεία της φορολογίας εισοδήματος του 2009, κατά το έτος αυτό δηλώθηκαν εισοδήματα της τάξης των 99 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Από τα εισοδήματα αυτά, η φορολόγηση (με βάση το τότε ισχύον σύστημα φορολόγησης) απέφερε μόλις 9,2 δισεκατομμύρια ευρώ φόρους.
Παράλληλα, από τα 8,5 εκατομμύρια δηλώσεις, φόρος πληρώθηκε μόλις από το 27% των φορολογούμενων.
Γιατί συνέβη αυτό;
Μέχρι και το 2011, η Ελλάδα εξακολουθούσε να έχει το υψηλότερο αφορολόγητο όριο ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Το αφορολόγητο όριο έφθανε στις 12.000 ευρώ. Και αυτό αφορά στο “καθαρό” ποσό, μετά τις διάφορες απαλλαγές στο φορολογητέο εισόδημα. Αν υπολογίσουμε τις μέσες απαλλαγές ενός πολίτη, τότε μπορούμε να πούμε ότι το μέσο αφορολόγητο εισόδημα στη χώρα έφθανε κοντά στα 16.500 ευρώ, το οποίο αυξάνεται εάν προστεθούν και τα παιδιά.
Αποτέλεσμα; Ένα μικρό μέρος του πληθυσμού πλήρωνε φόρους και η συλλογή φόρων από το ατομικό εισόδημα ήταν χαμηλή και έφθανε στο 9,2% περίπου. Ίσως η χαμηλότερη στην Ευρώπη.
Συγκρινόμενος με άλλους ευρωπαίους, για το ίδιο εισόδημα (αναφερόμαστε στην κατηγορία των μεσαίων εισοδημάτων), έως και το 2011, ο έλληνας φορολογούμενος πλήρωνε σημαντικά λιγότερους φόρους.
Βέβαια, από φέτος (2012) έχουν υπάρξει μερικές σημαντικές αλλαγές: Το αφορολόγητο όριο έχει μειωθεί στα 5.000 ευρώ, ενώ έχουν περιορισθεί δραματικά οι διάφορες φορολογικές αλλαγές.
Όμως, αυτό οδήγησε τα πράγματα σε μία εντελώς αντίθετη κατάσταση: Σε ένα περιβάλλον ύφεσης, με την ανεργία να φθάνει στο 23%, οι περισσότεροι έλληνες διαπιστώνουν ότι οι άμεσοι φόροι που πληρώνουν φέτος είναι αυξημένοι από 100% έως 200%!
Έτσι, μέσα στο 2012, υπό την πίεση της τρόικα, μέσα σε ένα περιβάλλον ύφεσης, φθάσαμε στο αντίθετο άκρο: ο Έλληνας είναι από τους βαρύτερα φορολογούμενους στην Ευρώπη (με βάση τους άμεσους, αλλά και τους έμμεσους φόρους). Όμως, είναι αμφίβολο εάν το Κράτος θα κατορθώσει να εισπράξει πολύ περισσότερους φόρους. Και αυτό, επειδή έχει μειωθεί δραματικά ο αριθμός των εργαζόμενων και τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Και αυτό, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, περιπλέκει την κατάσταση.
β) Η φοροδιαφυγή
Το μέγεθος της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα είναι ίσως το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη, σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Σε ορισμένες (όχι λίγες) περιπτώσεις, η φοροδιαφυγή είναι προκλητική και καταλήγει να συνιστά κοινωική αδικία.
Υπάρχουν συγκεκριμένοι ιστορικοί, οικονομικοί, αλλά και ακόμη και πολιτικοί λόγοι που το φαινόμενο της φοροδιαφυγής είναι τόσο εκτεταμένο στην Ελλάδα. Και είναι δύσκολο να περιοριστεί. Όμως, είναι ανάγκη να περιοριστεί.
Ποιά πολιτική μπορεί να ευδοκιμήσει;
Ποια φορολογική πολιτική μπορεί να ευδοκιμήσει σήμερα στην Ελλάδα και να πετύχει να φέρει ανάπτυξη και δημοσιονομική ισορροπία;
Το ζήτημα για την Ελλάδα σήμερα δεν είναι απλά περισσότερα δημοσιονομικά έσοδα ή μικρότερο δημοσιονομικό έλλειμμα. Η κατάσταση της χώρας σήμερα είναι τόσο περίπλοκη, ώστε όταν ασκείς μία πολιτική για τη μείωση του ελλείμματος, από την άλλη πλευρά προκαλείται αύξηση της ύφεσης και της ανεργίας. Έτσι, μέσα από τις απώλειες των φόρων των εργαζόμενων που χάνουν τη δουλειά τους και τις απώλειες των ασφαλιστικών εσόδων, σε λίγο καιρό καταλήγουμε πάλι στο ίδιο σημείο ελλείματος. Με τη διαφορά ότι η χώρα έχει βρεθεί ένα ακόμη σκαλοπάτι χαμηλότερα, στο σπιράλ της ύφεσης.
Μέσα στην παρούσα κρίση, για να επανέλθει η Ελλάδα σε μία τροχιά ανάπτυξης, δεν αρκεί απλά μία φορολογική μεταρρύθμιση. Απαιτείται ένας συνδυασμός πολιτικών και μία συγκεκριμένη συγκυρία.
Πιο συγκεκριμένα, απαιτούνται επειγόντως:
α) Μία κατάσταση πολιτικής σταθερότητας
β) Η εμπέδωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομία
γ) Ρευστότητα στην αγορά
δ) Κίνητρα για την ανάπτυξη της οικονομίας
Μέσα στο στοιχείο (δ), δηλαδή μέσα στα κίνητρα για την ανάπτυξη της οικονομίας, μπορούμε να ενθέσουμε και τη φορολογική μεταρρύθμιση.
Τα κύρια στοιχεία της επιζητούμενης φορολογικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να είναι:
α) Η απλοποίηση και η σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας
β) Η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης
γ) Ο περιορισμός της φοροδιαφυγής.
Η φορολογική νομοθεσία στην Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη και σύνθετη, είναι παλαιά και βασίζεται σε μία φιλοσοφία όπου το κράτος δεν εμπιστεύεται τον πολίτη.
Αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα.
Πρέπει να μειωθεί και να γίνει πιο δίκαιη η φορολογική επιβάρυνση. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να:
1) Μειωθεί ο συντελεστής ΦΠΑ από το 23% στο 15% - 16%.
2) Να μειωθεί η φορολογία επιχειρήσεων και από τα σημερινά επίπεδα του 20% - 25% να μειωθεί στο 15%.
3) Να μειωθεί η φορολογία του εισοδήματος
4) Να μειωθεί η φορολογία της ακίνητης περιουσίας
Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Ελλάδα δεν είναι ακόμη έτοιμη για να εφαρμόσει την πρακτική του «ενιαίου φορολογικού συντελεστή». Ίσως να έχουν δίκιο. Εκτιμούμε όμως ότι, αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να κατευθυνθεί η χώρα στα επόμενα 3 έως 5 χρόνια: Η εφαρμογή ενός ενιαίου φορολογικού συντελεστή ο οποίος θα κυμαίνεται μεταξύ του 15% έως 17%, με στόχο το 15% στα επόμενα χρόνια.
Μία τέτοια αλλαγή, δεν είναι απαραίτητο ότι θα μειώσει τα έσοδα του Κράτους. Απεναντίας, η μείωση των φόρων και η ύπαρξη ενός χαμηλού συντελεστή, θα αποτελέσει το κίνητρο για ανάπτυξη και ένα σοβαρότατο αντικίνητρο για τη φοροδιαφυγή. Άλλωστε, η εμπειρία άλλων χωρών που μείωσαν τους συντελεστές φορολογίας (και συνεπώς και το κίνητρο για τη φοροδιαφυγή), δείχνει ότι η αλλαγή πολιτικής δε συνοδεύεται απαραίτητα και από μείωση των εσόδων.
Βεβαίως, ένα τέτοιο μέτρο θα πρέπει να συνδυαστεί με μία σοβαρή προσπάθεια για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, προσπάθεια η οποία θα προσδιορίζεται από την πολιτική βούληση για τον περιορισμό της, αλλά και μεγάλη αυστηρότητα στην εφαρμογή της.
Η Ελλάδα είναι έτοιμη για μία φορολογική αλλαγή. Η Ελλάδα έχει ανάγκη μία φορολογική αλλαγή. Όμως, σήμερα, μία φορολογική αλλαγή δεν είναι από μόνη της αρκετή για να βγάλει την Ελλάδα από την κρίση. Η φορολογική αλλαγή, είναι απαραίτητη, αλλά θα πρέπει να ενταχθεί στα πλαίσια μίας ευρύτερης οικονομικής πολιτικής, η οποία θα έχει σταθερούς άξονες και ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου