Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Διορθώνοντας την οικονομία Οι αγορές και το πρόβλημα της ανισότητας

Πριν από μερικά χρόνια, ενώ κοίταζε την Journal of Economic Literature, την «βαριά» επιθεώρηση που παρακολουθεί την οικονομική έρευνα, ο οικονομολόγος James Galbraith εντόπισε μια περίεργη παράλειψη. Παρά το γεγονός ότι το περιοδικό παρακολουθεί τις εργασίες για την εισοδηματική ανισότητα και την χρηματοπιστωτική σταθερότητα από πριν την πρόσφατη οικονομική κρίση, όπως εξηγεί ο ίδιος στο νέο του βιβλίο, «δεν υπήρχε (και δεν υπάρχει) καμιά ταξινόμηση για έρευνες που σχετίζουν την ανισότητα με το χρηματοπιστωτικό σύστημα».

Μέρος του προβλήματος αφορά τους ακαδημαϊκούς ανταγωνισμούς: το είδος των οικονομολόγων που μελετούν την ανισότητα τείνει να ενδιαφέρεται για τα ζητήματα της φτώχειας σε μίκρο-επίπεδο και όχι για μακροοικονομικά θέματα, όπως η παγκόσμια προσφορά πίστωσης. Ωστόσο, η διαφορά αντανακλά επίσης μια πνευματική αυταπάτη που επικράτησε κατά τη δεκαετία πριν από το 2007. Τότε, οι περισσότεροι Δυτικοί οικονομολόγοι πίστευαν ότι ο κόσμος είχε εισέλθει σε μία εποχή κατά την οποία ο επιχειρηματικός κύκλος είχε ισοπεδωθεί και η οικονομική αστάθεια δεν είχε πλέον σημασία – «η μεγάλη μετριοπάθεια», ονομαζόταν με δυο λόγια αυτή η πεποίθηση. Ειδικότερα, πολλοί ήλπιζαν ότι οι αγορές ήταν αυτο-ιάσιμες: περίοδοι οικονομικής υπέρβασης ήταν απίθανο να διαρκέσουν διότι γρήγορα θα αυτο-διόρθωναν. 
Πριν από το 2007, ο Galbraith γράφει στο βιβλίο του Ανισότητα και Αστάθεια (Inequality and Instability), «δεν υπήρχε σχεδόν καμία μελέτη για τις πιστώσεις και ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμιά μελέτη περί την οικονομική αστάθεια. Σε έναν κλάδο που πολλοί θα μπορούσαν να υποθέσουν ότι θα ασχολείται με τα προβλήματα της διαχείρισης μιας προηγμένης χρηματοπιστωτικής οικονομίας, η κυρίαρχη γραμμή των επιχειρημάτων ήταν ότι τέτοια προβλήματα δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν».

Πώς αλλάζουν οι καιροί... Αυτές τις μέρες, οι γκουρού που συντάσσουν την Journal of Economic Literature χρειάζονται απλώς να ανοίγουν την τηλεόραση ή μια εφημερίδα για να δουν γιατί η ανισότητα και η οικονομική σταθερότητα έχουν μεγάλη σημασία, όχι μόνο ως ξεχωριστά θέματα το καθένα αλλά και σε σχέση μεταξύ τους. Ξεχάστε όλη την αγωνία για τις αποτυχίες της οικονομικής πολιτικής πριν από το 2007 ή την αναστάτωση στις ρυθμιστικές αρχές για να εκπονήσουν νέους κανόνες προκειμένου να κάνουν και πάλι ασφαλές το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτές τις μέρες υπάρχουν εξίσου θυμωμένες γραμμές αντιπαράθεσης σχετικά με την ανισότητα: στο Κογκρέσο μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών για τον φόρο των «εκατομμυριούχων» και, φυσικά, στο κίνημα των «Αγανακτισμένων» (Occupy Wall Street), του οποίου οι οπαδοί διαμαρτύρονται τόσο για τις υπερβολές των χρηματοοικονομικών όσο και για τα προνόμια που απολαμβάνει το κορυφαίο ένα τοις εκατό της κοινωνίας.
Το επίκαιρο και προκλητικό βιβλίο του Galbraith προσθέτει κάποιο οικονομικό και στατιστικό βάρος στα ασαφή ρητορικά συνθήματα των διαδηλωτών του Occupy Wall Street. Με βάση την σχολαστική ακαδημαϊκή έρευνα, υποστηρίζει ότι η κύρια πηγή της αυξανόμενης ανισότητας σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξε η βιομηχανική αλλαγή, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ή οι γεωπολιτικές μεταβολές αλλά η χρηματιστικοποίηση του σύγχρονου κόσμου. Με άλλα λόγια, η αμερικανική μεσαία τάξη δεν μπορεί να κατηγορήσει για τα δεινά της την Κίνα και μόνο. Η Wall Street έχει επίσης πολύ μεγάλη ευθύνη. Ο χρηματοοικονομικός τομέας ήρθε για να κυριαρχήσει, όχι να εξυπηρετήσει, την οικονομία, «χρηματιστικοποιώντας» έτσι την κοινωνία στο σύνολό της με δάνεια, παράγωγα και άλλα χρηματοοικονομικά μέσα. Σύμφωνα με την ανάλυση του Galbraith επί των παγκόσμιων ιστορικών τάσεων, «η διαφορά μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλων πηγών εισοδήματος είναι - αν μπορούμε να τις απομονώσουμε - μια μεγάλη (ακόμη και η πρωταρχική) πηγή μεταβολής των ανισοτήτων».
Όπως εξηγεί ο Galbraith, η θεαματική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα τις τελευταίες δεκαετίες, μέσα σε μια υπερβολική παροχή πιστώσεων από τις κεντρικές τράπεζες και άλλες πηγές, επέτρεψε σε μια μικρή ελίτ να γίνει πολύ πιο πλούσια από ό, τι όλοι οι άλλοι, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν μέρει, οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι επειδή η περίσσεια πίστωσης ανέβασε την αξία των εμπορεύσιμων χρεογράφων, αυξάνοντας έτσι την αξία του χαρτοφυκλακίου τους. Όμως, η αυξανόμενη επιρροή των χρηματοοικονομικών αγορών ενίσχυσε επίσης τη θέση τους, επιτρέποντας στις τράπεζες να προσπορίζονται περισσότερα κέρδη από την οικονομία – rents, «ενοίκια», στην οικονομική ορολογία.
Επιπλέον, προσθέτει, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι αυτά τα μεταβαλλόμενα πρότυπα έχουν επηρεάσει τον πληθυσμό στο σύνολό του. Η αυξανόμενη ανισότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990 ήταν μια αντανάκλαση της «συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου στους πλουσιότερους εκ των πλουσίων και η αντίστοιχη οικονομική αστάθεια επηρέασε όλους τους άλλους». Αντί να παρακολουθούν το κορυφαίο ένα τοις εκατό, με άλλα λόγια, οι διαδηλωτές του Occupy Wall Street και οι οικονομολόγοι πρέπει να εξετάσουν την συμπεριφορά του κορυφαίου 0,01 τοις εκατό, δεδομένου ότι είναι οι υπερ-πλούσιοι που έχουν διαστρέψει τα δεδομένα σε όλο τον κόσμο.
Ο Galbraith δεν παρουσιάζει πάντα αυτό το προκλητικό επιχείρημα με έναν τρόπο ιδιαίτερα φιλικό προς τον αναγνώστη. Αντίθετα, το βιβλίο του Ανισότητα και Αστάθεια κατά πάσα πιθανότητα θα είναι κάπως εκφοβιστικό για τον μη ειδικό. Ο Galbraith έχει αναπτύξει τη διατριβή του μετά από χρόνια ακαδημαϊκής έρευνας σε στατιστικά στοιχεία σχετικά με την ανισότητα, η οποία πραγματοποιήθηκε με τους συναδέλφους του ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν, και ως εκ τούτου, το κείμενο είναι γεμάτο με εξισώσεις και διαγράμματα. Τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, για παράδειγμα, είναι αφιερωμένα σε μια συναρπαστική, αλλά τεχνική συζήτηση για την ποιότητα των υπαρχόντων στοιχείων σχετικά με την ανισότητα. (Ο Galbraith θεωρεί ότι οι παραδοσιακές μετρήσεις σφάλλουν διότι βασίζονται σε παρωχημένες αντιλήψεις για την σύγχρονη οικονομία, εστιάζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό, για παράδειγμα, στις τάσεις των μισθών στη μεταποίηση).
Αυτό το ακαδημαϊκό υπόβαθρο προσδίδει αξιοπιστία στη διατριβή του. Αλλά μερικές φορές, φτάνει να δημιουργεί παραπλανητικά επιχειρήματα, ακόμη κι όταν ο Galbraith χειρίζεται δυνητικά εμπρηστικά ζητήματα, όπως η σχέση μεταξύ των εκλογικών συνηθειών και της ανισότητας σε διάφορες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών ή το βαθμό στον οποίο ο Τζορτζ Μπους δημιούργησε σκόπιμα μια στεγαστική φούσκα, ως μέρος της «ατζέντας περί ιδιοκτησίας» της πολιτικής του. Μια άλλη απογοήτευση είναι η άρνηση του Galbraith να προσφέρει λύσεις πολιτικής για τα προβλήματα που περιγράφει. Αντ' αυτού, καταλήγει με τρόπο που προκαλεί λύπη στο ότι «η ικανότητα ή τη βούληση των πολιτικών συστημάτων να επηρεάσουν την κίνηση της ανισότητας είναι πολύ περιορισμένη στον κόσμο σήμερα». Η ικανότητα ορισμένων χωρών να έχουν μια πιο δίκαιη κατανομή εισοδήματος και να μειώσουν την ανεργία αντανακλά διαφορές «οικονομικών θεσμών και όχι των πολιτικών δομών per se». Οι πολιτικοί και οι διαδηλωτές που ψάχνουν για ιδέες για το πώς να θεραπεύσουν, όχι να μετρήσουν, την ανισότητα και την οικονομική αστάθεια δεν θα βρουν καθαρές απαντήσεις εδώ.
ΤΟ ΠΑΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΩΝ
Αλλά γι' αυτό μπορούν να στραφούν σε δύο πιο ευανάγνωστα, αλλά λιγότερο πρωτοποριακά, βιβλία: το Οικονομία και Υγιής Κοινωνία (Finance and the Good Society) του Robert Shiller και το Αρπακτικό Έθνος (Predator Nation) του Charles Ferguson. Όπως προκύπτει από τους τίτλους τους, αυτά τα δύο έργα προσεγγίζουν το ζήτημα της ανισότητας και της αστάθειας από διαφορετικές ιδεολογικές απόψεις. Ο Shiller, οικονομολόγος στο Πανεπιστήμιο Yale, είναι ενστικτωδώς θετικά προδιατεθειμένος απέναντι στον χρηματοοικονομικό τομέα. Αν και αναγνωρίζει τις υπερβολές των προ της κρίσης ετών, είναι πεπεισμένος ότι η χρηματοπιστωτική καινοτομία μπορεί να είναι πολύτιμη, απλώς αν μπορεί να συνδυαστεί με ένα καλύτερο σύνολο ηθικών κανόνων και ένα πιο «δημοκρατικό πνεύμα». Έτσι, αντί να δαιμονοποιεί τους τραπεζίτες, η κοινωνία θα πρέπει να τους αντιμετωπίζει ως δυνητικά πολύτιμους τεχνίτες, οι οποίοι θα πρέπει να ενθαρρύνονται να αξιοποιούν τον καλύτερό τους εαυτό. Ο Ferguson, αντίθετα, φαίνεται να είναι εξοργισμένος με τους σύγχρονους τραπεζίτες. Στα μάτια του, η οικονομική ελίτ του 21ου αιώνα έχει βιάσει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών και οι βιαστές πρέπει να τιμωρηθούν. Μάλιστα, υποστηρίζει ότι οι αμαρτίες των χρηματοπιστωτικών αγορών όχι μόνο έστησαν τον τελευταίο κύκλο δημιουργίας και σκασίματος της «φούσκας», αλλά και τροφοδοτούν την ευρύτερη διολίσθηση των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αφήνοντας κατά μέρος τη διαφορά στο ύφος, και τα δύο βιβλία μοιράζονται το ενδιαφέρον του Galbraith για την οικονομική αστάθεια και τον πλούτο, και αυτό τους κάνει να αντιμετωπίζουν το ζήτημα που ο Galbraith παρακάμπτει: Πρέπει οι κυβερνήσεις να χαλιναγωγούν τις αγορές για να συντρίβουν τις ελίτ ή πρέπει απλώς να δέχονται τις εισοδηματικές διαφορές και τις οικονομικές διακυμάνσεις ως το αναπόφευκτο τίμημα των δυναμικών κοινωνιών;
Ο Shiller κλίνει προς το δεύτερο στρατόπεδο. Κατά την παρουσίαση της υπεράσπισής του προς τις αγορές, περιγράφει πρώτα το πώς λειτουργεί το σύγχρονο χρηματοοικονομικό σύστημα, απαριθμώντας τα είδη των επαγγελματιών σε αυτό το οικοσύστημα (στο οποίο οι τραπεζίτες είναι απλώς μια μικρή υποκατηγορία). Το πιο ενδιαφέρον μέρος του βιβλίου του, είναι ένα χαλαρά διασυνδεδεμένο σύνολο δοκιμίων σχετικά με τη φύση των χρηματοπιστωτικών, καλύπτοντας θέματα όπως η φιλανθρωπία, οι κερδοσκοπικές φούσκες και η διασπορά της ιδιοκτησίας κεφαλαίου.
Από μερικές απόψεις, το Οικονομία και Υγιής Κοινωνία είναι ένα ελαφρώς περίεργο συνονθύλευμα, που έχει προκύψει από μια σειρά διαλέξεων που επινόησε ο Shiller για τους μαθητές του. Αλλά το κοινό νήμα που διατρέχει όλη την εργασία είναι η πεποίθηση του Shiller ότι τα οικονομικά είναι κάτι πολύ περισσότερο από ό, τι οι αριθμοί: εμπλέκονται επίσης οι άνθρωποι. Ο Shiller βοήθησε να γίνουν δημοφιλή τα συμπεριφορικά οικονομικά κατά την τελευταία δεκαετία, και η ενασχόλησή του με τα χρηματοοικονομικά βασίζεται όχι μόνο σε στοιχεία που προέκυψαν από την οικονομία, αλλά και σε άλλα από την ψυχολογία, την κοινωνιολογία, ακόμα και από την ανθρωπολογία.
Η προσέγγιση αυτή δίνει στο έργο του μια σχετικιστική χροιά, καθώς προσπαθεί να διερευνήσει τα κίνητρα που καθοδηγούν τους ανθρώπους. Έτσι, ο ίδιος υποστηρίζει ότι αν και ορισμένοι χρηματοοικονομικοί παίκτες μπορεί να έχουν εμπλακεί σε σκανδαλώδεις συμπεριφορές πριν από την κρίση, είναι λάθος να τους δούμε όλους ως άπληστους, ανήθικους ή ηλίθιους. «Έχουμε την τάση να σκεπτόμαστε τους φιλοσόφους, τους καλλιτέχνες ή τους ποιητές ως το ακριβώς αντίθετο του Διευθύνοντος Συμβούλου, του τραπεζίτη ή του επιχειρηματία», γράφει. «Αλλά δεν είναι πραγματικά έτσι». Και οι δύο ομάδες επαγγελμάτων προσελκύουν έξυπνους και καλοπροαίρετους ανθρώπους.
Αντί να χτυπούν τους τραπεζίτες, λοιπόν, οι πολιτικοί θα πρέπει να προσπαθούν να δημιουργήσουν τα κίνητρα που θα ανταμείβουν τις λογικές, ευαίσθητες και ηθικά ορθές συμπεριφορές. Και αντί να απαγορεύει την καινοτομία ή να προσπαθεί να εξομαλύνει τις αποζημιώσεις, υποστηρίζει ο Shiller, η κοινωνία πρέπει να αγκαλιάσει την οικονομική δημιουργικότητα και τον πλούτο. Τα χρηματοοικονομικά μπορεί να είναι εξαιρετικά επωφελή για όλους, όταν βοηθούν να προωθηθούν κεφάλαια μέσα στην οικονομία και επιτρέπουν στους καταναλωτές και στις εταιρείες να διαχειρίζονται το ρίσκο. «Ωστόσο, η υπέροχη χρηματοοικονομική υποδομή μας δεν μας έχει ακόμη αποφέρει την αρμονική κοινωνία που μπορούμε να οραματιζόμαστε», παραδέχεται.
Ο Shiller καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα χρηματοοικονομικά θα πρέπει να γίνουν πιο «δημοκρατικά», με περισσότερους ανθρώπους να συμμετέχουν πιο ελεύθερα στις αγορές και να εκμεταλλεύονται τα χρηματοοικονομικά μέσα. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια, προσπάθησε ο ίδιος να αναπτύξει παράγωγα και τίτλους συνδεδεμένους με στεγαστικά έτσι ώστε τα απλά νοικοκυριά να μπορούν να ασφαλίζονται έναντι του ρίσκου. Παράλληλα, προσθέτει, αυτοί που ανήκουν στον κλάδο πρέπει να απορρίψουν τη «μεγάλη ψευδαίσθηση» ότι πρόκειται μόνο για χρήματα και μισθούς. «Χρειαζόμαστε ένα σύστημα που να επιτρέπει στους ανθρώπους να κάνουν πολύπλοκες και εμπεριέχουσες κίνητρα συμφωνίες ώστε να προωθούνται περαιτέρω οι στόχοι τους», γράφει, «ένα σύστημα που να επιτρέπει μια διέξοδο για την επιθετικότητά μας και την δίψα για εξουσία».
Ο Φέργκιουσον είναι πολύ πιο απαισιόδοξες. Στα μάτια του, όταν οι τραπεζίτες αρχίζουν να μιλούν για φιλανθρωπία, καινοτομία και ανταγωνισμό της ελεύθερης αγοράς, αυτό είναι απλά ένας μανδύας που αποκρύπτει το γεγονός ότι η σύγχρονη τραπεζική είναι ένα ληστρικό θηρίο - ένα σύστημα που, έχοντας αλλοιώσει την παγκόσμια οικονομία μέσα στην πιστωτική έκρηξη, στη συνέχεια, προκάλεσε μια τρομερή αποτυχία. Ο Φέργκιουσον είναι ιδιαίτερα θυμωμένος επειδή οι τραπεζίτες έχουν βγει από αυτή την πανωλεθρία χωρίς να υποστούν σοβαρές οικονομικές κυρώσεις («οι κακοί ξέφυγαν απ’ αυτό») και ότι συνεχίζουν να πλασάρουν τα επικίνδυνα οικονομικά εμπορεύματά τους. «Από τις αρχές του 2012 δεν έχει υπάρξει ακόμη ούτε μία ποινική δίωξη για ένα ανώτερο οικονομικό στέλεχος που σχετίζεται με την οικονομική κρίση», γράφει. «Δεν υπήρξε καμία σοβαρή προσπάθεια από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει αστικές διώξεις, κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων ή εκδόσεις διαταγμάτων για καταλογισμό προστίμων ή για αποκατάσταση από τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την βύθιση της παγκόσμιας οικονομίας σε ύφεση».
Οι δηλώσεις αυτές δεν θα εκπλήξουν κανέναν από αυτούς που παρακολούθησαν το έξυπνο και αστείο, βραβευμένο με Όσκαρ, ντοκιμαντέρ του Φέργκιουσον Inside Job (Εσωτερική Δουλειά). Πράγματι, το Αρπακτικό Έθνος είναι ουσιαστικά μια γραπτή εκδοχή της ταινίας, αν και η έντυπη έκδοση περιέχει λιγότερο επίκαιρο χιούμορ. Ο Φέργκιουσον υποστηρίζει ότι η «ανεξέλεγκτη υπέρμετρη χρηματιστικοποίηση» της οικονομίας των ΗΠΑ τροφοδότησε την αυξανόμενη εισοδηματική ανισότητα και την εξουσία της οικονομικής ελίτ, η οποία στη συνέχεια χρησιμοποίησε την επιρροή της για να ελέγξει το Κογκρέσο και να επιτύχει τη γνωστική δέσμευση, τρόπον τινά, του ακαδημαϊκού κόσμου.
Προχωρεί ακόμη περισσότερο, ονομάζοντας και διαπομπεύοντας αυτούς που θεωρεί υπεύθυνους για την κρίση. Είναι μια μεγάλη λίστα, η οποία περιλαμβάνει τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Countrywide Financial, Angelo Mozilo, ο οποίος επέβλεψε μια οργάνωση που τροφοδότησε στεγαστικά δάνεια μειωμένης εξασφάλισης σε δανειολήπτες που δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα τα εξυπηρετήσουν. Τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Merrill Lynch, Stan O'Neal, του οποίου οι τράπεζες ξαναπακετάρισαν τέτοιες επικίνδυνες υποθήκες σε σάπιους τίτλους, χωρίς να αναγνωρίζει σωστά το ρίσκο. Τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Citigroup, Chuck Prince, ο οποίος απέτυχε να καταλάβει πόσο εκτέθηκε σε κίνδυνο η μεγάλη τράπεζά του. Και πολλά άλλα ονόματα της Wall Street και της Ουάσιγκτον. Ο Φέργκιουσον φθάνει ακόμη και να κάνει έκκληση να διωχθούν ποινικά ορισμένοι τραπεζίτες. Για παράδειγμα, κατηγορεί τον Lloyd Blankfein, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Goldman Sachs, για ψευδορκία, επισημαίνοντας ότι ο Blankfein κατέθεσε ενώπιον του Κογκρέσου ότι δεν γνώριζε τη σημασία που έχουν οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας στις αποφάσεις για αγορές από πλευράς των θεσμικών επενδυτών - ακόμα κι αφού είχε περάσει ολόκληρη την καριέρα του στην Goldman Sachs. «Η ιδέα ότι δεν γνώριζε τη σημασία που παίζουν οι αξιολογήσεις στις θεσμικές αγορές [εξασφαλισμένων υποχρεώσεων], για να το θέσω ωμά, ήταν πέραν του παραλόγου», γράφει ο Φέργκιουσον. «Όταν ο κ. Blankfein κατέθεσε έτσι, ήταν, κατά τη γνώμη μου, επίορκος.... Είμαι πρόθυμος να στοιχηματίσω ότι αν εξεταστούν τα e-mail του προσεκτικά και καθαιρεθούν όλοι γύρω του, θα υπάρξουν πολλές ενδείξεις ότι ήξερε πολύ καλά πόσο σημαντικές είναι οι αξιολογήσεις».
Ο Φέργκιουσον είναι εξίσου σκληρός προς ακαδημαϊκούς, ακόμη και πρώην φίλους του, όπως η οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, Laura Tyson. Υποστηρίζει ότι πριν από την κρίση, δεν είχε χτυπήσει τον κώδωνα του κινδύνου σχετικά με τα επικείμενα οικονομικά προβλήματα, ακόμη και αν ήταν (και είναι) τοποθετημένη στο συμβούλιο των διευθυντών της Morgan Stanley. Μερικές από τις πιο δυνατές σκηνές του ντοκιμαντέρ Inside Job είναι οι συνεντεύξεις που πήρε ο Ferguson από ακαδημαϊκούς όπως ο Glenn Hubbard και ο Martin Feldstein, στις οποίες τους αντιμετωπίζει με τις (κυρίως αδήλωτες) πληρωμές που έλαβαν από χρηματοπιστωτικές εταιρείες. Στο Αρπακτικό Έθνος, ο Ferguson παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το τι θεωρεί σύγκρουση συμφερόντων, για οικονομολόγους όπως ο Larry Summers (ο οποίος έχει εργαστεί για το hedge fund DE Shaw), τον Frederic Mishkin (ο οποίος πληρώθηκε για να γράψει μια έκθεση σχετικά με την Ισλανδία), τον Richard Portes (ο οποίος έλαβε επίσης χρήματα για το γράψιμο για την Ισλανδία) και τον Hal Scott (ο οποίος είναι στο διοικητικό συμβούλιο της επενδυτικής τράπεζας Lazard). «Η σταδιακή ανατροπή της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας από τον χρηματοοικονομικό τομέα και άλλες μεγάλες βιομηχανίες είναι μόνο ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας ευρύτερης αλλαγής στις Ηνωμένες Πολιτείες», υποστηρίζει, επισημαίνοντας ότι τα χρήματα του φαρμακευτικού κλάδου επίσης έχουν διαφθείρει πανεπιστήμια. «Είναι μια αλλαγή που είναι πιο γενική και ακόμα πιο ανησυχητική από ό, τι η ανερχόμενη δύναμη του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Τέτοιες καταγγελίες δεν θα χαρίσουν στον Ferguson πολλούς φίλους στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Πράγματι, το θυμωμένο ύφος θα κάνει πιθανώς τον Galbraith και τον Shiller να ταραχτούν. Αλλά είτε κάποιου του αρέσει είτε δεν του αρέσει, η οργή του Φέργκιουσον φουσκώνει μια λαϊκή φλέβα. Και αν υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τα τρία βιβλία μαζί, είναι αυτό που ο Shiller αποκαλεί ως το πρόβλημα της «κάστας». Και οι τρεις συγγραφείς αναγνωρίζουν ότι ο χρηματοπιστωτικός κλάδος έχει διογκωθεί, έχει δημιουργήσει μια ελίτ που δεν χειρίζεται μόνο πλούτο και εξουσία, αλλά περνά αυτό το προνόμιο στην επόμενη γενιά, χάρη στην εκπαιδευτική διαστρωμάτωση και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Για τον Ferguson, η συμπεριφορά αυτής της κάστας φαίνεται οιονεί ποινική, ενώ ο Galbraith προτιμά να την περιγράφει από την πλευρά των στεγνών παγκόσμιων οικονομικών τάσεων. Ο Shiller, εν τω μεταξύ, βλέπει αυτό το σύστημα των καστών ως αμαύρωση των υψηλότερων ιδανικών: παραδέχεται ότι η επιχειρηματική κοινότητα είναι συχνά πολύ ομαδοποιημένη, αλλά υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα εγγενές στον χρηματοοικονομικό τομέα που να τον κάνει έτσι. «Δεν είναι τα χρηματοδοτικά εργαλεία που δημιουργούν την δομή της κάστας», γράφει. «Τα ίδια χρηματοοικονομικά εργαλεία μπορούν επίσης, αν σχεδιαστούν κατάλληλα και εκδημοκρατιστούν, να γίνουν ένα μέσο για να ξεφύγουμε από την λαβή των ισορροπιών οποιασδήποτε κάστας».
ΑΙΤΙΑ ΓΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Είτε έτσι είτε αλλιώς, για αυτό που κανείς μπορεί να είναι βέβαιος είναι ότι η συζήτηση για την άνοδο αυτής της οικονομικής ελίτ δεν θα κλείσει σύντομα, ακόμα λιγότερο σε ένα έτος εκλογών (σ.σ.: στις ΗΠΑ). Δεν θα συμφωνήσει ο καθένας με το συμπέρασμα του Ferguson ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει μια χώρα που «επιτρέπει την αρπακτική, καταστροφική για τις αξίες συμπεριφορά να γίνει συστηματικά πιο κερδοφόρα από όσο η έντιμη, παραγωγική εργασία». Ακόμη λιγότεροι θα δεχτούν τον ισχυρισμό του ότι «οι χειρότεροι άνθρωποι ανεβαίνουν στην κορυφή ... συμπεριφέρονται απαράδεκτα, και ... σπέρνουν το χάος». Όμως, αν και η γλώσσα του μπορεί μερικές φορές να φαίνεται ακραία, τα θεμελιώδη επιχειρήματα είναι σωστά και θα πρέπει να εισακουστούν – και ο Ferguson έχει δίκιο να υποστηρίζει ότι το κύριο πολιτικό ζήτημα σήμερα είναι το πώς οι κυβερνήσεις θα ανταποκριθούν.
Η προώθηση περισσότερης λογοδοσίας στον χρηματοοικονομικό τομέα θα ήταν μια καλή αρχή. Όπως σημειώνει ο Ferguson, το γεγονός ότι τόσο λίγοι άνθρωποι έχουν υποστεί κυρώσεις για την οικονομική κρίση του 2008 έχει στερήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από κάθε αίσθηση πολιτικής κάθαρσης. Το εάν οι εισαγγελείς θα μπορούσαν να υποστηρίξουν περισσότερες ποινικές υποθέσεις παραμένει ασαφές. Αλλά κοιτάζοντας προς τα εμπρός, είναι σημαντικό ότι οι ρυθμιστικές αρχές έχουν λάβει περισσότερους πόρους για να πατάξουν μελλοντικά οικονομικά παραπτώματα. Παρά το γεγονός ότι ο Shiller ορθώς υποστηρίζει ότι ο χρηματοοικονομικός τομέας θα πρέπει να γίνει πιο «ηθικός», το κήρυγμα ηθικής δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει τις συμπεριφορές περισσότερο από όσο η απειλή της φυλάκισης.
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι οι Αμερικανοί πολιτικοί πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, αν πρόκειται να αποτίσουν φόρο τιμής στις ελεύθερες αγορές με την πολιτική ρητορική τους, θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι οι αγορές είναι πραγματικά ελεύθερες, υπό την έννοια ότι είναι ανοικτές και ανταγωνιστικές. Αυτό σημαίνει να γίνει ο χρηματοπιστωτικός τομέας δραματικά πιο διαφανής και απλός, και να εξασφαλίζουν ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι μικρά και αυτόνομα ώστε να μπορούν να αποτυγχάνουν χωρίς να διαλύσουν ολόκληρο το σύστημα. Χωρίς μια τέτοια πειθαρχία στην αγορά είναι αδύνατον να έχουμε μια σωστή αγορά. Αλλά πάνω απ' όλα τα άλλα, οι πολιτικοί πρέπει να αποφεύγουν τις ισχυρές κλίκες των τραπεζιτών και των τραπεζών από το να κυριαρχούν στο σύστημα για τους δικούς τους σκοπούς, να καταργήσουν τα υπερμεγέθη περιθώρια επειδή κανείς άλλος δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτό που κάνουν ή γιατί οι φραγμοί εισόδου στην αγορά είναι πάρα πολύ υψηλά για οποιονδήποτε άλλον θελήσει να ανταγωνιστεί. Και τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βεβαιωθούν ότι οι τράπεζες πληρώνουν για τους κινδύνους που δημιουργούν στο σύστημα, ή ότι αναγνωρίζουν το κόστος που θα μπορούσαν δυνητικά να δημιουργήσουν, με την επιβολή φόρων ή τελών.
Τέτοιες μεταρρυθμίσεις χωρίς αμφιβολία θα έκαναν τους τραπεζίτες να τσιρίζουν. Στο κάτω - κάτω, ένα πιο διαφανές και ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό σύστημα θα μπορούσε πιθανότατα να είναι λιγότερο κερδοφόρο. Αλλά ένας κόσμος όπου ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα είναι πολύ πιο μετριοπαθής θα γίνει επίσης πιο συνεκτικός και δίκαιος. Και αυτό το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο καλό και για τους τραπεζίτες και για τους μη τραπεζίτες.
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69047/gillian-tett/diorthonontas-tin-oikonomia?page=show

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου