Η εξοικονόμηση ενέργειας, οι ΑΠΕ και τα ορυκτά καύσιμα (λιγνίτης και, στο μέλλον, πιθανόν και οι υδρογονάνθρακες) αποτελούν τους κύριους ενδογενείς ενεργειακούς μας πόρους, οι οποίοι πρέπει να καταστούν βιώσιμοι. Την ανάγκη αυτή υπογράμμισε κατά την πρόσφατη (13 Νοεμβρίου) διάλεξή του ο ακαδημαϊκός και πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών κ. Λουκάς Χριστοφόρου (εδώ το πλήρες κείμενο).
Στη διάλεξη με θέμα «Ελληνικοί ενεργειακοί πόροι», που πραγματοποιήθηκε στην Ακαδημία Αθηνών, ο κ. Χριστοφόρου επικαλέσθηκε την μελέτη της Ακαδημίας («Ηλεκτροπαραγωγή στην Ελλάδα: Ορυκτά καύσιμα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προοπτική ενεργειακού εφοδιασμού», Αθήνα, 2011) και την ανησυχία που εξέφρασε για την προβλεπόμενη διείσδυση το 2020 κατά 40% των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή και για το ύψος του κόστους αυτού του στόχου. Επισήμανε, ακόμη, ότι ενδείκνυται επαναπροσδιορισμός του ενεργειακού μείγματος σε τακτά χρονικά διαστήματα και με ρεαλιστικά στοιχεία/υποθέσεις, ώστε οι προβλέψεις των σεναρίων των διάφορων μελετών να είναι ρεαλιστικές.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών τόνισε, όσον αφορά τα γενικότερα συμπεράσματα για την επίτευξη των ενεργειακών στόχων της Ελλάδας το 2020, ότι:
- Εάν τα προγραμματισμένα σχέδια ΑΠΕ υλοποιηθούν, τότε ο εθνικός στόχος για το 2020 είναι μάλλον επιτεύξιμος και οι ενεργειακές ανάγκες της Ελλάδας θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν.
- Το ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας πρέπει να συμπεριλάβει ποικιλία καυσίμων και προμηθευτών και περισσότερους εγχώριους ενεργειακούς πόρους. «Σκοπός μας πρέπει να παραμένει η βιωσιμότητα των ενδογενών ενεργειακών πόρων της Ελλάδας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
- Η δυνατή συμβολή των ελληνικών υδρογονανθράκων στο ενεργειακό μείγμα της Ελλάδας μάλλον δεν αναμένεται πριν την επόμενη δεκαετία. Η ανακάλυψη όμως φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, δυνατόν να έχει άμεσες θετικές επιπτώσεις στο Ελληνικό Ενεργειακό μείγμα και την Ελληνική οικονομία. Προς τούτο, επιβάλλεται η εξασφάλιση για την Ελλάδα «κομβικού» ρόλου στη μεταφορά του Φυσικού Αερίου της Κύπρου και της Ανατολικής Μεσογείου προς την Ευρώπη.
Επικαλούμενος, μάλιστα, τις εκτιμήσεις της ΔΕΠΑ, ο κ. Χριστοφόρου επισήμανε ότι είναι δυνατόν άνω των 16 bcm φυσικού αερίου να εξάγονται ετησίως από την Ανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη και, επομένως, υπάρχει ανάγκη υποδομών για εξαγωγή LNG, καθώς και εξαγωγών φυσικού αερίου μέσω αγωγών.
Αναλυτικότερα, χαρακτήρισε την εξοικονόμηση ενέργειας τον σημαντικότερο, ίσως, ενεργειακό πόρο της Ελλάδας, ως πηγή ενέργειας και ως «τεχνολογία» μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πρόσθεσε, μάλιστα ότι οι δυνατότητες εξοικονόμησης ενέργειας στην Ελλάδα είναι σημαντικές στα κτήρια, στα μέσα μεταφοράς, στην παραγωγή, μεταφορά και χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας και στην υιοθέτηση νέων μεθόδων, νέων υλικών και νέας τεχνολογίας. Χαρακτήρισε, μάλιστα, λυπηρό το ότι «ως κοινωνία και ως πολιτεία δεν προωθήσαμε και δεν προωθούμε δυναμικά και αποτελεσματικά την εξοικονόμηση ενέργειας στο επίπεδο που είναι δυνατόν. Προφανώς επιβάλλεται να αντιστραφεί αυτή η τάση. Ο ενεργειακός αυτός πόρος της Ελλάδας πρέπει να καταστεί βιώσιμος».
Αναφερόμενος στις ΑΠΕ, ο γνωστός ακαδημαϊκός υπογράμμισε ότι μέχρι σήμερα στην Ελλάδα δεν έχει γίνει χρήση των θαλάσσιων αιολικών, ούτε των ηλιοθερμικών συγκεντρωτικών τεχνολογιών, ούτε, σε ικανοποιητικό βαθμό, της γεωθερμίας, παρ’ ό, τι όλες οι ανωτέρω μορφές ΑΠΕ (πλην των θερμικών ηλιακών συλλεκτών) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Επικεντρώνοντας στις συγκεντρωτικές ηλιοθερμικές τεχνολογίες (CSP), υπογράμμισε ότι, εκτός από την αποδοτική και σε μεγάλη κλίμακα μετατροπή της ηλιακής ακτινοβολίας σε ηλεκτρική ενέργεια, κύριο πλεονέκτημά τους είναι η δυνατότητα έμμεσης αποθήκευσης μεγάλων ποσοτήτων ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας.
Χαρακτήρισε, επίσης, τον λιγνίτη ως «το εθνικό μας καύσιμο», καθώς συμβάλλει στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της Ελλάδας, έχει σταθερό και προβλέψιμο κόστος και προσφέρει θέσεις εργασίας. Αναγνώρισε, ωστόσο, ότι είναι εξαντλήσιμος ενεργειακός πόρος και, σε σχέση με άλλες ενεργειακές πηγές, η καύση του προκαλεί αυξημένες εκπομπές CO2.
Στην συνέχεια, μιλώντας για τις προοπτικές ανάπτυξης των ελλαδικών υδρογονανθράκων, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών επικαλέστηκε την εμπειρία της Κύπρου. Αναφερόμενος στην πολιτική της αξιοποίησης των υδρογονανθράκων της ΑΟΖ της Μεγαλονήσου, ο κ. Χριστοφόρου υπογράμμισε ότι οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της διεξήχθησαν υπό ενιαία και σταθερή εθνική πολιτική τριών κυβερνήσεων. «Κατά την άποψή μου, υπογραμμίζει τη σημασία ύπαρξης πολιτικής σταθερότητας και αξιόπιστης και σταθερής νομοθεσίας ως κρίσιμου παράγοντα στην έρευνα και εκμετάλλευση Υ/Α. Υποδεικνύει, ίσως, ότι αρκετά από τα προβλήματα που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει η έρευνα για εντόπιση και εκμετάλλευση Υ/Α στην Ελλάδα είναι πολιτικού μάλλον παρά οικονομικού χαρακτήρα», κατέληξε.
Στη συνέχεια, προχώρησε σε μία μικρή ιστορική αναδρομή στις έρευνες υδρογονανθράκων στην ελλαδική επικράτεια. Αναφερόμενος στις δυνατότητες ανεύρεσης νέων εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων Υ/Α στο χερσαίο και θαλάσσιο χώρο της Ελλάδας, συνισταμένη όλων των εισηγητών στην Ημερίδα της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας (20 Απριλίου 2012), συγκλίνει προς την άποψη ότι υφίσταται το αναγκαίο γεωλογικό υπόβαθρο στο οποίο λειτούργησαν κατάλληλοι μηχανισμοί γένεσης, μετανάστευσης, παγίδευσης, αποθήκευσης και προφύλαξης κοιτασμάτων Υ/Α στις ακόλουθες χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές:
- Ήπειρος, Ακαρνανία, ΒΔ Πελοπόννησος στη χερσαία Δυτική Ελλάδα.
- Ιόνιο Πέλαγος, πλησίον της οριοθετημένης μέσης γραμμής μεταξύ Ελλάδας – Ιταλίας και βόρεια και δυτικά της Κέρκυρας, δυτικά της Λευκάδας, περιοχές δυτικά της Πρέβεζας, στο Δυτικό Πατραϊκό και Μεσσηνιακό κόλπο.
- Λεκάνη Γρεβενών, Θερμαϊκού κόλπου και Θράκης, και περιοχές Βορείου Αιγαίου.
Αναφέρθηκε, επίσης, και στην άποψη περί ύπαρξης σημαντικών κοιτασμάτων στις υπεράκτιες περιοχές δυτικά, νότια και νότιο-ανατολικά της Κρήτης, σε μία έκταση μεγαλύτερη των 80.000 τετρ. χλμ).
Σε ό, τι αφορά το θεσμικό πλαίσιο αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, τόνισε ότι ο Ν. 4001/2011 (ΦΕΚ 179Α/22-8-11), άρθρα 145 έως 164, οποίος νομοθετεί τη Σύσταση της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων Α.Ε. (Ε7ΕΥ Α.Ε.), είναι ιδιαίτερα σημαντικός, εάν και εφόσον εφαρμοσθεί έγκαιρα, δυναμικά και αξιοκρατικά.
Ο κ. Χριστοφόρου τόνισε ότι παραμένει επιτακτική η ανάγκη ανακήρυξης και οριοθέτησης της Ελληνικής ΑΟΖ, αν και αναγνωρίζεται η πολυπλοκότητά της σε ορισμένες περιοχές. Επισήμανε, συμπερασματικά, ότι υπάρχουν ελληνικοί υδρογονάνθρακες και ότι η ανεύρεση και κατάλληλη εκμετάλλευσή τους είναι εθνική υποχρέωση.
Τέλος, όπως υπογράμμισε ο έγκριτος ακαδημαϊκός, «βιώσιμος πολιτισμός απαιτεί βιώσιμη ανάπτυξη και βιώσιμη ανάπτυξη απαιτεί βιώσιμες πηγές ενέργειας – πηγές ενέργειας συμβατές με το περιβάλλον, οικονομικά προσιτές και ικανές να υποβαστάζουν τη ζωή σε βάθος χρόνου».
ΠΗΓΗ: http://www.energia.gr/article.asp?art_id=63851
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου