Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Οι τεχνοκράτες σε θέσεις οικονομικής ευθύνης

Οι διορισμοί του Λ. Παπαδήμου στην Ελλάδα και του M. Monti στην Ιταλία το 2011, αποτελούν παραδείγματα αλλαγών στην ηγεσία που σκοπό έχουν να φέρουν πιο ικανούς ανθρώπους στην κυβέρνηση. Αυτό το άρθρο έχει στόχο την κατανόηση του γιατί οι κυβερνήσεις κάποιες φορές διορίζουν φορείς χάραξης οικονομικής πολιτικής με οικονομική κατάρτιση, και κάποιες όχι. Υποδηλώνει ότι τα επίπεδα οικονομικής κατάρτισης μεταξύ των υπουργών Οικονομικών είναι σημαντικά υψηλότερα στις νέες δημοκρατίες από ό,τι στις παλαιές, και ότι ο διορισμός ενός οικονομολόγου με PhD ως διοικητή κεντρικής τράπεζας είναι 22% πιο πιθανός στη διάρκεια μιας τραπεζικής κρίσης.

Τα παρακάτω αποσπάσματα υποδεικνύουν ότι οι υπουργοί χωρίς τεχνική κατάρτιση λαμβάνουν κακές αποφάσεις.

«Δε γνωρίζω τι πτυχίο έχει ο George Osborne. Σίγουρα δεν ήταν στα Οικονομικά» - Alex Salmond, πρωθυπουργός της Σκωτίας.


«Σε περίπτωση που αναρωτιέστε, ο George Osborne σπούδασε ιστορία» - BBC Radio Four.
«Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Draghi αντιμετώπισε την άποψη του (Γερμανού υπουργού Οικονομικών) Schaeuble ότι η Κύπρος δεν είναι συστημικά σημαντικά και ότι ενδεχόμενη χρεοκοπία της χώρας δεν αποτελεί κίνδυνο για την ευρωζώνη. Μια τέτοια δήλωση μπορεί να ακούσει κανείς συχνά από δικηγόρους, δήλωσε ο Draghi. Το ερώτημα για το εάν η Κύπρος είναι συστημικά σημαντική ή όχι, δε είναι κάτι που μπορεί να απαντήσει ένας δικηγόρος. Είναι ένα θέμα για οικονομολόγους. Ο Schaeuble έχει πτυχίο Νομικής».

Θα πρέπει οι φορείς χάραξης πολιτικής να είναι ειδικοί στους τομείς τους; Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα στο μέσον μιας οικονομικής κρίσης. Ένας πιθανός λόγος για τις κρίσεις είναι ότι ανίκανοι άνθρωποι έλαβαν τις λάθος αποφάσεις. Εάν κάποιος άλλαζε αυτούς τους ηγέτες με τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής, τότε η κρίση ίσως τελείωνε και ενδεχομένως να μην υπήρχαν κρίσεις στο μέλλον.

Αυτή η επιχειρηματολογία μπορεί να εξηγήσει τον ευρύ ενθουσιασμό τόσο μεταξύ των ειδημόνων όσο και σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του πληθυσμού, σχετικά με το διορισμό τεχνοκρατικών κυβερνήσεων, οι οποίες θεωρείται ότι απαρτίζονται από υπουργούς με εξειδικευμένη τεχνική κατάρτιση που αναμένεται να παράγουν καλύτερη πολιτική σε σχέση με τους περισσότερο πολιτικούς, και πιο γενικόλογους, προκατόχους τους. Οι σχεδόν ταυτόχρονοι διορισμοί του Λουκά Παπαδήμου ως πρωθυπουργού στην Ελλάδα και του Mario Monti στην Ιταλία το Νοέμβριο του 2011, είναι παραδείγματα αλλαγής στην ηγεσία που είχαν στόχο να φέρουν πιο ικανούς ανθρώπους στην κυβέρνηση.

Ένα εμπειρικό ερώτημα
Η αλήθεια σε αυτούς τους ισχυρισμούς, τουλάχιστον ο μέσος όρος, είναι ένα εμπειρικό ερώτημα. Εξάλλου, δεν είναι εκ των προτέρων σαφές ότι η τεχνική κατάρτιση από μόνη της είναι ένα επιθυμητό χαρακτηριστικό. Τα επιτελεία των υπουργείων και των κεντρικών τραπεζών μπορεί να αριθμούν σε χιλιάδες ή ακόμη δεκάδες χιλιάδες. Ένας καλός manager με μικρή οικονομική εξειδίκευση μπορεί να τα πάει καλά, ή ακόμη καλύτερα, από ό,τι ένας με PhD στα οικονομικά. Ένας με περισσότερο πολιτική κλίση ηγέτης ίσως έχει μεγαλύτερη επιτυχία στο να «πουλήσει» και να εφαρμόσει μια συγκεκριμένη τακτική από ό,τι ένας πρώην Καθηγητής Οικονομικών. Ωστόσο, προτού κανείς εξετάσει κατά πόσο η τεχνική ειδίκευση επηρεάζει την πολιτική, θα πρέπει πρώτα να κατανοήσει γιατί οι κυβερνήσεις κάποιες φορές διορίζουν τέτοιος ανθρώπους, αλλά συνήθως δεν το κάνουν.

Το θέμα δεν έχει μελετηθεί συστηματικά. Ο Besley (2005) φτάνει μέχρι το σημείο να ισχυριστεί ότι η σύγχρονη λογοτεχνία της πολιτικής οικονομίας «δεν έχει απλώς αγνοήσει το πρόβλημα της πολιτικής επιλογής, έχει υπάρξει ιδιαίτερα εχθρική προς το θέμα». Ωστόσο, η ιστορική έρευνα και μια ακμάζουσα βιομηχανία σε πολιτικά απομνημονεύματα και βιογραφίες, αναδεικνύει τη σημασία των προσωπικών χαρακτηριστικών των ηγετών στις πολιτικές επιλογές. Για τους πολίτες, η πολιτική των κατάλληλων ανθρώπων για τα πολιτικά αξιώματα είναι αναμφισβήτητα το ίδιο σημαντική με το σχεδιασμό θεσμών που να τους αποτρέπει από το να καταχρώνται των εξουσιών τους. Επιπλέον, η εμπειρική έρευνα προσωπικών χαρακτηριστικών είναι προηγμένη σε άλλους τομείς, όπως η έρευνα σχετικά με τη χρηματοοικονομική επιδότηση των εταιρειών (π.χ. Bennedsen et al 2007, Kaplan et al. 2008, Malmendier et al. 2010).

Πολιτική έναντι οικονομικών ικανοτήτων
Εστιάζουμε την προσοχή μας στο είδος του φορέα χάραξης οικονομικής πολιτικής. Εξετάζουμε την πολιτική ικανότητα σε σχέση με την τεχνική επάρκεια. Η πολιτική από την πλευρά της, μπορεί να έχει δύο ερμηνείες. Η μία είναι η πολιτική δεξιότητα: ένας υπουργός Οικονομικών χωρίς οικονομική ειδίκευση μπορεί να είναι αποτελεσματικός καθώς μπορεί να επιβάλει περικοπές δαπανών στους συναδέλφους υπουργούς, διότι έχει την πολιτική ικανότητα να το κάνει αυτό. Μια δεύτερη ερμηνεία είναι ότι ένας διορισμός ικανοποιεί μια δεδομένη εκλογική περιφέρεια και έχει πολιτική αξία, ανεξάρτητα από τις πολιτικές δεξιότητες του αξιωματούχου.

Με το φορέα χάραξης οικονομικής πολιτικής, εννοούμε τον επικεφαλής της κυβέρνησης (είτε πρωθυπουργό είτε πρόεδρο), τον υπουργό Οικονομικών ή το διοικητή (ή πρόεδρο) της κεντρικής τράπεζας.

Νέα στοιχεία για το υπόβαθρο της εκπαίδευσης και του επαγγέλματος
Υιοθετούμε ένα νέο σύνολο δεδομένων που κωδικοποιεί το εκπαιδευτικό και το επαγγελματικό υπόβαθρο των πρωθυπουργών, των υπουργών Οικονομικών, και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών από το 1973 μέχρι το 2010. Τα στοιχεία που προκύπτουν περιλαμβάνουν πληροφορίες για περίπου 1.200 φορείς χάραξης οικονομικής πολιτικής, 427 πρωθυπουργούς ή προέδρους (χρησιμοποιούμε τον όρο «πρώην» ως γενικό όρο), 540 υπουργούς Οικονομικών και 216 επικεφαλής κεντρικών τραπεζών. Το γράφημα συνοψίζει τα στοιχεία μας για την εκπαίδευση.
Ένα αναλυτικό πλαίσιο για τη διάρθρωση των εμπειρικών
Σε πρόσφατη έρευνα (Hallerberg και Wehner 2013) εξετάζουμε τους προσδιοριστικούς παράγοντες της οικονομικής κατάρτισης. Το μοντέλο μας έχει δύο μέρη για αυτό. Το πρώτο είναι η πλευρά της ζήτησης: πότε θέλουν οι κυβερνήσεις, και κατ’ επέκταση οι ψηφοφόροι που τους εκλέγουν, να έχουν περισσότερο τεχνικά εξειδικευμένους οικονομικούς ηγέτες αντί για αυτούς με γενικότερη κατάρτιση; Το δεύτερο μέρος είναι η πλευρά της προσφοράς- πότε υπάρχει περιορισμός στη διαθεσιμότητα τεχνοκρατών;

Στην πλευρά της ζήτησης, διαπιστώνουμε ότι οι κυβερνήσεις διορίζουν περισσότερο οικονομικούς τεχνοκράτες στη διάρκεια οικονομικών κρίσεων. Αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία στη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης, πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των δύο ομάδων.

Επενδυτές στις αγορές.
Εάν οι αγορές διστάζουν για το σχέδιο διάσωσης της κυβέρνησης, τότε δεν είναι δυνατό για μια κυβέρνηση να δανειστεί χρήματα σε μια στιγμή που χρειάζεται κεφάλαια γρήγορα

Ψηφοφόροι
Κάποιος επωμίζεται τόσο τα χρηματοπιστωτικά όσο και τα οικονομικά κόστη της κρίσης. Η διαπραγμάτευση ενός πολιτικά βιώσιμου πακέτου μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι δύσκολη. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στη διάρκεια των τραπεζικών κρίσεων: εναπόκειται στην κυβέρνηση να προτείνει λύσεις και να εκτελέσει αποφάσεις. Ο διορισμός ενός τεχνοκράτη για το σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής, μπορεί να βοηθήσει την κυβέρνηση να κερδίσει αξιοπιστία και στις δύο αυτές πλευρές.

Ένας δεύτερος λόγος για έναν ικανό, με οικονομική ειδίκευση, ηγέτη, σχετίζεται με την κομματικοποίηση. Οι κυβερνήσεις της αριστεράς που εκπροσωπούν ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού (π.χ. Hibbs 1977) πρέπει να κερδίσουν αξιοπιστία στις αγορές για να χρηματοδοτήσουν το κράτος και μπορεί να είναι πιο πιθανό να διορίσουν καταρτισμένους οικονομολόγους είτε ως υπουργούς Οικονομικών είτε ως διοικητές κεντρικών τραπεζών. Αν και δεν διαπιστώνουμε ότι η αριστερά πάντα έχει περισσότερους φορείς χάραξης πολιτικής οικονομικής πολιτικής με αντίστοιχη κατάρτιση, ανακαλύπτουμε ωστόσο ότι οι κυβερνήσεις της αριστεράς διορίζουν υπουργούς Οικονομικών με συγκεκριμένη κατάρτιση, σε περιόδους κατάρρευσης των χρηματιστηρίων.

Τρίτον, οι νέες δημοκρατίες επιλέγουν περισσότερο ηγέτες τεχνοκράτες. Τέτοιες κυβερνήσεις έχουν περισσότερα κίνητρα να προωθήσουν την τεχνική ειδίκευση από ό,τι οι ομόλογοί τους σε εδραιωμένες δημοκρατίες. Όσον αφορά την οικονομική διαχείριση, ο διορισμός οικονομικών τεχνοκρατών μετά από μια μετάβαση στη δημοκρατία, μπορεί να βοηθήσει ώστε να καθησυχαστούν οι επενδυτές, που ίσως έχουν ταρακουνηθεί από την πολιτική αβεβαιότητα.

Ένα τέταρτο εύρημα που βρίσκεται στην πλευρά της ζήτησης, έρχεται σε σύγκρουση με τις προσδοκίες μας: οι χώρες της ευρωζώνης είναι λιγότερο πιθανό να έχουν πρωθυπουργούς με οικονομική εκπαίδευση. Υποθέταμε ότι η ένταξη στην οικονομική ένωση, ιδίως στην ευρωζώνη, θα αύξανε τη ζήτηση για περισσότερο ειδικευμένους οικονομικά φορείς χάραξης πολιτικής. Οι αρμοδιότητες της ΕΕ πιο γενικά, τείνουν προς την οικονομική πολιτική.

Ωστόσο, μια σκοπιά (από την πλευρά της ζήτησης) σχετικά με την επάρκεια, είναι ατελής. Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας είναι η πλευρά της προσφοράς. Γιατί η διαθεσιμότητα πιθανών τεχνοκρατών ηγετών ποικίλει από χώρα σε χώρα και σε διαφορετικά χρονικά σημεία;

Το πρώτο τέτοιο εύρημα σχετίζεται με τη διαφορά στο πώς τα προεδρικά και κοινοβουλευτικά συστήματα διορίζουν τα υπουργικά τους συμβούλια, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι τα προεδρικά συστήματα έχουν περισσότερο καταρτισμένους υπουργούς Οικονομικών. Στα κοινοβουλευτικά συστήματα, οι πρωθυπουργοί μπορεί να περιορίζονται να επιλέξουν υπουργούς Οικονομικών, μεταξύ των μελών του κοινοβουλίου. Ο Jim Flaherty, ο Καναδός υπουργός Οικονομικών τον Αύγουστο του 2012, ήταν επίσης μέλος των Συντηρητικών της Βουλής, από το Οντάριο. Αντιθέτως, ο Αμερικανός ομόλογός του, Timothy Geithner, δεν είχε τέτοιο υπόβαθρο. Οι πρόεδροι έχουν επομένως λιγότερους περιορισμούς από ό,τι οι πρωθυπουργοί στο να διορίζουν βουλευτές στα υπουργικά συμβούλια, οι οποίοι μπορεί να βοηθούν για το συντονισμό στην έγκριση ενός νομοσχεδίου. Για αυτούς τους λόγους, αναμένουμε ένα υψηλότερο επίπεδο τεχνικής ειδίκευσης από τους προέδρους. Όπως επισημαίνει ο Skidelsky στη βιογραφία του John Maynard Keynes, «σε ένα προεδρικό σύστημα, θα μπορούσε να ήταν υπουργός Οικονομικών».

Επίσης, μια άλλη προοπτική από την πλευρά της προσφοράς, υποδηλώνει ότι ο αριθμός των οικονομικά εξειδικευμένων που θα μπορούσαν να διοριστούν σε ένα υπουργικό συμβούλιο, παραδοσιακά μειώνεται με το χρόνο μιας κυβέρνησης στην εξουσία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε εκείνα τα κοινοβουλευτικά συστήματα όπου οι βασικές υπουργικές θέσεις καλύπτονται από μέλη της Βουλής και όπου οι διαθέσιμοι υποψήφιοι για υπουργικές θέσεις περιορίζονται στους βουλευτές. Κάθε υπουργική αλλαγή στη διάρκεια της θητείας μιας κυβέρνησης, εξαντλεί και το απόθεμα των πιθανών υπουργών. Πραγματικά, όσο περισσότερο είναι μια κυβέρνηση στην εξουσία, τόσο λιγότερο τεχνικά καταρτισμένοι είναι οι υπουργοί Οικονομικών που διορίζονται, αλλά οι πιο καταρτισμένοι είναι οι διοικητές κεντρικών τραπεζών.

Συμπεράσματα
Στο σύνολό τους, τα αποτελέσματά μας έχουν αρκετά διαφορετικά συμπεράσματα, και εμείς καταλήγουμε σε δύο. Τα ευρήματά μας προσθέτουν ένα νέο ενδιαφέρον σε αυτά των Besley and Reynal-Querol (2011), που αποδεικνύουν ότι οι δημοκρατίες είναι πιο πιθανό από τις δικτατορίες να επιλέγουν κυβερνητικούς ηγέτες που έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αν και δεν εξετάζουμε οικονομικούς ηγέτες από περιόδους δικτατορίας στο σύνολο των χωρών που περιλαμβάνουμε, έχουμε όντως διαφοροποιήσεις σε όλες τις δημοκρατίες.

Ανακαλύπτουμε ότι το επίπεδο οικονομικής εκπαίδευσης-κατάρτισης μεταξύ των υπουργών Οικονομικών είναι σημαντικά υψηλότερο στις νέες δημοκρατίες από ότι στις παλαιές. Η εργασία μας δείχνει ένα πιθανώς επιπλέον κομμάτι στο ζήτημα του γιατί η δημοκρατία έχει σημασία: δεν είναι μόνο το γεγονός της δημοκρατίας, αλλά η ηλικία αυτής της δημοκρατίας είναι που έχει σημασία.

Υπάρχουν επίσης ενδιαφέρουσες προεκτάσεις στη λογοτεχνία των κεντρικών τραπεζών, που επισημαίνουν μια μεγάλη αύξηση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών από τη δεκαετία του ’90. Αυτοί που εξετάζουν γιατί κάποιες χώρες έχουν περισσότερο ανεξάρτητες τράπεζες, επικεντρώνονται είτε στον αριθμό των veto players (περισσότεροι veto players συνήθως οδηγούν σε πιο ανεξάρτητες τράπεζες και σε πιο αξιόπιστες νομισματικές πολιτικές π.χ. Bernhard 2020, Keefer and Stasavage 2003) είτε σε μια ιδεατή αλλαγή, όπου υπάρχει ένα κίνημα προς μια πιο νεοφιλελεύθερη σκέψη σχετικά με τις δυσκολίες της χρήσης του πληθωρισμού για την αύξηση της οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. McNamara 1998).

Σύμφωνα με τον Chwieroth (2010), μπορεί να χρειάζεται μια κρίση για να αλλάξει η λογική σχετικά με το ποιο είδος πολιτικής είναι αποτελεσματικό. Πραγματικά, τα αποτέλεσμά τους υποδηλώνουν ότι οι τραπεζικές κρίσεις μπορεί να οδηγήσουν σε μεγάλα άλματα στην τεχνική κατάρτιση των επικεφαλής κεντρικών τραπεζών όσον αφορά την εκπαίδευσή τους. Ο διορισμός ενός με PhD στα οικονομικά στη θέση επικεφαλής κεντρικής τράπεζας, είναι 22% πιο πιθανός στη διάρκεια μιας τραπεζικής κρίσης.
Των Mark Halleberg, Joachim Wehner

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο VoxEU.org, ένα policy portal που ιδρύθηκε από το Center for Economic Policy Research (CEPR)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου