Ένας υποστηρικτής του έκπτωτου προέδρου της Αιγύπτου, Μόρσι στέκεται μπροστά στους στρατιώτες, στο αρχηγείο της Δημοκρατικής Φρουράς, στις 8 Ιουλίου 2013 (Amr Abdallah Dalsh / Courtesy Reuters).
Για να κατανοήσουμε την ταχεία και δραματική κατάρρευση του πρώτου δημοκρατικά εκλεγμένου ηγέτη τής Αιγύπτου και το τι θα μπορούσε αυτό να προμηνύει για το μέλλον της χώρας, θα ήταν χρήσιμο αν είχαμε μια ευρεία συγκριτική θέαση των πραγμάτων. Ο τρόπος με τον οποίο ο στρατός της χώρας έριξε τον Μοχάμεντ Μόρσι, του κόμματος της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης που συνδέεται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, δεν αποτελεί μεμονωμένη περίπτωση. Στην πραγματικότητα, ταιριάζει μάλλον απόλυτα στο μοντέλο ενός πραξικοπήματος της κοινωνίας των πολιτών, μια έννοια που περιέγραψα για πρώτη φορά σε ένα δοκίμιο του World Policy Journal, το 2002 [1], εξηγώντας τη σύντομη απομάκρυνση του Ούγκο Τσάβες από την εξουσία της Βενεζουέλας, από ένα συνασπισμό επιχειρηματικών, συνδικαλιστικών και άλλων ομάδων πολιτών. Διάφοροι μελετητές εφάρμοσαν εν συνεχεία την ιδέα σε άλλα πραξικοπήματα, όπως σε εκείνο στις Φιλιππίνες το 2001, στον Ισημερινό το 2002, στην Ταϊλάνδη το 2006 και στην Ονδούρα το 2009. Όλες αυτές οι περιπτώσεις δείχνουν ότι τα πραξικοπήματα της κοινωνίας πολιτών δεν είναι η διόρθωση υπέρ της δημοκρατίας όπως φιλοδοξούν, κάτι που φαίνεται να ισχύει και στην Αίγυπτο.
Τα πραξικοπήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι ενδημικά στις νέες δημοκρατίες και συνεπάγονται την απομάκρυνση του εκλεγμένου ηγέτη από την εξουσία, μέσα από συνεχείς διαδηλώσεις, συνήθως με τη βοήθεια του στρατού. Πράγματι, η συνεργατική σχέση μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του στρατού – χωρίς να είναι συνήθως γνωστό ότι ενεργούν σε συνεννόηση – είναι που διακρίνει ένα πραξικόπημα της κοινωνίας των πολιτών από ένα συνηθισμένο πραξικόπημα. Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούν το πραξικόπημα με τον ισχυρισμό ότι προτίθενται να σώσουν τη δημοκρατία, κάτι που συνιστά παραδοξολογία δεδομένου ότι στην πραγματικότητα προσπαθούν να την ξεριζώσουν. Έτσι, η κοινωνία των πολιτών του Τοκβίλ (Alexis de Toqueville, Γάλλος πολιτικός διανοητής και ιστορικός, 1805 – 1859) μετατρέπεται σε κοινωνία αχρείων. Αντί να εργάζεται υπομονετικά και διακριτικά προς την βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας, αποδεικνύεται μισαλλόδοξη, ανήσυχη κι εχθρική, εξυφαίνοντας σχέδια για μια ξαφνική και ριζική πολιτική αλλαγή.
Στο αρχικό μου δοκίμιο για την απομάκρυνση του Τσάβες από την εξουσία, είχα εντοπίσει τρεις προϋποθέσεις για ένα πολιτικό πραξικόπημα της κοινωνίας των πολιτών. Η πρώτη είναι η άνοδος στην εξουσία ενός ηγέτη του οποίου η δημοκρατική δέσμευση είναι στην καλύτερη περίπτωση ύποπτη. Η δεύτερη είναι ένας πολιτικός μηχανισμός στελεχών που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών για οικονομική ανάπτυξη και σταθερότητα, συνήθως λόγω της διαφθοράς, της ανικανότητας και της παραμέλησης των βασικών αναγκών της χώρας. Η τρίτη είναι η ανάδειξη της κοινωνίας των πολιτών - συνδικαλιστικές οργανώσεις, θρησκευτικές οργανώσεις και ομάδες πολιτών – και όχι η τυπική ανάπτυξη οργανωμένων πολιτικών δυνάμεων (οι οποίες είτε έχουν διαλυθεί ή δεν είχαν ποτέ αναπτυχθεί πλήρως), ως η κύρια αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι η εμφάνιση μιας εχθρικής σχέσης μεταξύ μιας ενισχυμένης κοινωνίας πολιτών και ενός απονομιμοποιημένου πολιτικού συστήματος, με φόντο τη γενικότερη κοινωνική δυσαρέσκεια και την κατάρρευση του Κράτους Δικαίου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι διαφωνίες και οι πολιτικές κρίσεις λύνονται στους δρόμους και όχι μέσα από τη νομοθεσία.
Στην Αίγυπτο πραγματώθηκαν όλες αυτές οι συνθήκες. Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Μόρσι δεν έχασε χρόνο μέχρι να δείξει την αμφιθυμία του για τη δημοκρατία. Τον περασμένο Νοέμβριο, επιχείρησε να αποδώσει στον εαυτό του εξωδικαστικές εξουσίες που θα τον έθεταν ουσιαστικά υπεράνω του νόμου. Ισχυρίστηκε ότι χρειαζόταν αυτές τις εξουσίες για να απαλλαχθεί από ένα εχθρικό δικαστικό σώμα που εξακολουθεί να στελεχώνεται κυρίως από υποστηρικτές τού προηγούμενου καθεστώτος. Αλλά οι Αιγύπτιοι το είδαν απλούστατα ως κατάχρηση εξουσίας. Τον επόμενο μήνα, όταν ο Μόρσι προώθησε ένα νέο σύνταγμα που ανακαλούσε τα δικαιώματα των γυναικών και ενίσχυσε την εξουσία του στρατού, μεταξύ άλλων, πολλοί Αιγύπτιοι αισθάνθηκαν προδομένοι.
Το σύντομο χρονικό διάστημα του Μόρσι στην εξουσία αμαυρώθηκε επίσης από την οικονομική κρίση. Οι συνθήκες διαβίωσης στην Αίγυπτο είναι χειρότερες σήμερα από ό, τι ήταν υπό τον Μουμπάρακ. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, πριν από την επανάσταση, το 40% της χώρας ζούσε σε συνθήκες φτώχειας. Τώρα, ζει έτσι το 50%. Και στις εβδομάδες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος, η οξεία έλλειψη τροφίμων, καυσίμων και άλλων βασικών αναγκών ερχόταν κατά κύματα. Βέβαια, ο Μόρσι κληρονόμησε μια πολύ προβληματική οικονομία. Όπως το έθεσε ο Ιμπραήμ Σαΐφ, οικονομολόγος του Carnegie Endowment, η επανάσταση άφησε «ένα εχθρικό περιβάλλον για τις επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα» που τροφοδοτήθηκε από τον πιθανό κίνδυνο της απαλλοτρίωσης, ενώ επίσης δημιούργησε προβλήματα «στην φορολογία, στην επιβολή αυστηρότερων κανόνων, στις εξαγωγές και τις επιδοτήσεις στην παραγωγή, και κατέστησε υψηλότερο το κόστος των συναλλαγών που συνδέονται με την γραφειοκρατία». Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οι πολιτικές του Μόρσι επιδείνωσαν την πολιτική αστάθεια και την αβεβαιότητα. Αυτό, με τη σειρά του, κατέστησε σχεδόν αδύνατο να αποκατασταθεί ο άλλοτε δυναμικός τομέας του τουρισμού, να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να πεισθούν οι διεθνείς χορηγοί, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ότι η νέα δημοκρατία ήταν σε σταθερή βάση.
Τέλος, για τον παρελθόντα ενάμιση χρόνο, ήταν δύσκολο να διακρίνουμε ποιοι ακριβώς αποτελούσαν την αντιπολίτευση. Αυτό είναι ένα κοινό χαρακτηριστικό των δημοκρατικών μεταβάσεων που πραγματοποιούνται από τα κάτω, που έχουν την τάση να μην συγκροτούν μια ενιαία αντιπολίτευση, αλλά, μάλλον, ένα σύνολο από ομάδες της αντιπολίτευσης των οποίων οι μεταξύ τους διαιρέσεις είναι μεγαλύτερες από την όποια διαφορά μπορεί να έχουν με την κυβέρνηση. Αυτό καθιστά δύσκολο το συμβιβασμό μεταξύ της κυβέρνησης και των αντιπάλων της, και ακόμα πιο δύσκολή τη συγκρότηση μιας σταθερής αντιπολίτευσης που θα εξισορροπεί το κόμμα της εξουσίας, αλλά που θα μεταφέρει και τα παράπονα των πολιτών μέσα από τα κανάλια του πολιτικού συστήματος. Η εμφάνιση μιας σταθερής αντιπολίτευσης είναι εξίσου σημαντική για την εδραίωση της δημοκρατίας όσο κι ένας αποτελεσματικός δημοκρατικός ηγέτης. Η αποδιοργανωμένη φύση της αιγυπτιακής αντιπολίτευσης ήταν προφανής κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων που οδήγησαν στην επέμβαση του στρατού, καθώς ένα ετερόκλητο συνονθύλευμα ομάδων υπέρ της δημοκρατίας συνεργάστηκε με μοναδικό σκοπό την πτώση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την εξουσία.
Υπάρχει μια εγγενής τάση να αντιμετωπίζουμε τα πραξικοπήματα της κοινωνίας των πολιτών ως καλά πραξικοπήματα (σε αντίθεση με τα κακά που οργανώνονται από το στρατό χωρίς την υποστήριξη των μαζών). Άλλωστε, τα πραξικοπήματα της κοινωνίας των πολιτών κρατούν ζωντανή την δελεαστική υπόσχεση για επαναφορά της διαδικασίας εκδημοκρατισμού, ξεκαθαρίζοντας ένα πείραμα με εκλογές που πήγαν στραβά και δημιουργώντας μια tabula rasa πάνω στην οποία θα δημιουργήσουν μια νέα δημοκρατία. Αυτή είναι η άποψη που υιοθετήθηκε από τους Αιγύπτιους φιλελεύθερους, οι οποίοι φρόντισαν ακόμη και να αποφύγουν να χρησιμοποιήσουν τη λέξη «πραξικόπημα». Ο Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι, ο βραβευμένος με Νόμπελ διπλωμάτης, πρώην διευθυντής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας και ο πιο διακεκριμένος φιλελεύθερος της Αιγύπτου, είπε στην εφημερίδα New York Times ότι «ο Μόρσι υπήρξε αδέξιος στη μετάβαση της χώρας σε μια δημοκρατία που θα τους περιελάμβανε όλους». Και πρόσθεσε: «Όπως είπε ο Γιόγκι Μπέρα, είναι ένα déjà vu ξανά από την αρχή, αλλά ελπίζουμε ότι αυτή την φορά θα γίνει σωστά».
Αλλά, η ιδέα ότι ένα πραξικόπημα της κοινωνίας των πολιτών μπορεί να αναβιώσει τη δημοκρατία είναι υπερβολικά αισιόδοξη. Η εμπειρία της Βενεζουέλας και των Φιλιππίνων μας δείχνει τα δύο πιθανότερα σενάρια. Στην Βενεζουέλα, κύματα απεργιών ακολούθησαν την προτεινόμενη εθνικοποίηση της εθνικής εταιρείας πετρελαίου της Βενεζουέλας (PDVSA). Ο στρατός έπιασε τον Τσάβες όμηρο για περίπου 48 ώρες πριν να αποσύρει τα σχέδιά του για εγκατάσταση ενός προσωρινού προέδρου και για προκήρυξη νέων εκλογών, αλλά και πριν αποδεχτεί την επαναφορά τού Τσάβες. Η υπαναχώρηση του στρατού ήταν το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το κίνημα του Τσάβες, την καλύτερα οργανωμένη πολιτική δύναμη στην χώρα, η οποία ήταν απόλυτα αφοσιωμένη στον ιδρυτή ηγέτη της – κάτι που οδήγησε την χώρα σε βίαιες αντιπραξικοπηματικές διαδηλώσεις, με απολογισμό περίπου 20 νεκρούς. Ο Τσάβες κυβέρνησε την Βενεζουέλα για άλλη μια δεκαετία, μέχρι τον θάνατό του νωρίτερα μέσα στο 2013, ενώ γινόταν όλο και πιο εκδικητικός και αυταρχικός. Επίσης, στρεφόταν όλο και περισσότερο στον αντι-αμερικανισμό, κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες για την αποπομπή του. Αν και οι αποδείξεις για αμερικανική συμμετοχή στο πραξικόπημα της Βενεζουέλας αμφισβητούνται, η κυβέρνηση του Μπους είχε αναφέρει την πτώση του Τσάβες ως «νίκη της δημοκρατίας» προτού διορθώσει αυτή τη δήλωση ύστερα από τις φωνές των κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής που κατήγγειλαν τις εξελίξεις στην Βενεζουέλα ως πραξικόπημα.
Οι παραλληλισμοί με την Αίγυπτο είναι αξιοσημείωτοι. Όπως και στην Βενεζουέλα, το πραξικόπημα στην Αίγυπτο έριξε από την εξουσία την καλύτερα οργανωμένη πολιτική δύναμη στην χώρα, τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Σε αντίθεση με τον Τσάβες, βέβαια, ο Μόρσι δεν θεωρείται από την Αδελφότητα ως η προσωποποίηση του κινήματος. Αλλά, μέχρι τώρα η ηγεσία του κινήματος επιμένει με αποφασιστικότητα ότι ο Μόρσι θα επιστρέψει στην εξουσία, υπονοώντας ότι η αποκατάστασή του δεν μπορεί να αποκλειστεί. «Δεν υπάρχει εναλλακτική», δήλωσε ο εκπρόσωπος της Αδελφότητας στο ABC News, προσθέτοντας ότι «Είτε θα επαναφέρουμε τον πρόεδρο πίσω στην θέση που του ανήκει ή θα πρέπει να μας πυροβολούν στους δρόμους».
Στις Φιλιππίνες το 2001, ο στρατός ανέτρεψε τον πρόεδρο Τζόζεφ Εστράδα μετά από τέσσερις ημέρες μεγάλων λαϊκών διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Επανάστασης της Λαϊκής Εξουσίας, ένα όνομα που απέτειε φόρο τιμής στην επανάσταση της Λαϊκής Εξουσίας, η οποία ανέτρεψε τον ισχυρό Φέρντιναντ Μάρκος, το 1986. Αφού έδιωξε τον Εστράδα, ο στρατός εγκατέστησε την αντιπρόεδρο Γκλόρια Αρόγιο στο τιμόνι της χώρας. Η Αρόγιο, η οποία διετέλεσε πρόεδρος μέχρι το 2010, είχε μια δύσκολη θητεία. Σε όχι αμελητέο βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι είχε στιγματιστεί από τον παράνομο τρόπο με τον οποίο είχε καθαιρεθεί ο προκάτοχός της. Κατάφερε να επιβιώσει από αρκετές βίαιες διαδηλώσεις των υποστηρικτών τού Εστράδα (ο οποίος έγινε η σκιά που στοίχειωνε ολόκληρη την προεδρία της Αρόγιο), συμπεριλαμβανομένης μιας μαζικής κατάληψης του προεδρικού μεγάρου από περίπου τρία εκατομμύρια διαδηλωτών το 2001, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούν την Τρίτη Επανάσταση της Λαϊκής Εξουσίας. Στην Αίγυπτο, η εξεύρεση ενός αποδεκτού αντικαταστάτη του Μόρσι αποδεικνύεται ήδη μια πρόκληση, όπως μπορεί να δει κανείς στην γρήγορη άνοδο και την πτώση του Ελ Μπαραντέι ως εν δυνάμει προσωρινού πρωθυπουργού.
Τα πραξικοπήματα της κοινωνίας των πολιτών αποτελούν σπάνια, αν όχι ποτέ, κάτι καλό για τη δημοκρατία. Πράγματι, οι Αιγύπτιοι μπορεί να ήταν σε καλύτερη θέση αν άφηναν τον Μόρσι να ολοκληρώσει τη θητεία του και όχι να διέκοπταν την αδέξια αλλά δημοκρατικά νομιμοποιημένη πολιτική του. Προς το παρόν, η Αίγυπτος ίσως αποδειχτεί τυχερή και συνεχίσει όπως η Βενεζουέλα ή οι Φιλιππίνες, δεδομένου ότι θα μπορούσε σίγουρα να ακολουθήσει μια πιο τραγική πορεία – ένα εμφύλιο πόλεμο - μια προοπτική που μοιάζει η πιθανότερη καθώς συνεχίζεται η βία κατά των υποστηρικτών του Μόρσι. Αν οι τελευταίες δεκαετίες έχουν διδάξει κάτι τους παρατηρητές, είναι ότι η δημοκρατία εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τους ανθρώπους που περιμένουν να νικήσουν την εκάστοτε κυβέρνηση στην κάλπη και όχι στους δρόμους.
ΤΟΥ Omar Encarnación
Σύνδεσμοι:
[1] http://bit.ly/1akEk9m
[1] http://bit.ly/1akEk9m
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου