Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Το Αζερμπαϊτζάν δεν θέλει να είναι Δυτικό

Ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίεφ. (Courtesy Reuters)

Η ουκρανική κρίση έχει παρουσιάσει σε άλλες μετα-σοβιετικές χώρες ξεκάθαρες επιλογές εξωτερικής πολιτικής. Σε ένα πρόσφατο άρθρο [1] στο Foreign Affairs, ο James Yan από το University College του Λονδίνου παρουσιάζει ένα προκλητικό επιχείρημα που βασίζεται σε μια αμφισβητήσιμη υπόθεση. Ο Yan ισχυρίζεται ότι το Αζερμπαϊτζάν βρίσκεται αντιμέτωπο με μια επιλογή: «Να περιορίσει την υποστήριξή του για την καθοδηγούμενη από την Δύση φιλελεύθερη τάξη, φλερτάροντας έτσι με το Ιράν και την Ρωσία ή να αγκαλιάσει πλήρως την Δύση και να ρισκάρει περιφερειακή αντίδραση». Η ανάλυση προχωρά στην παραδοχή ότι το Μπακού ενδιαφέρεται πραγματικά να αγκαλιάσει την Δυτική ιδέα περί φιλελεύθερης τάξης.

Τα στοιχεία, ωστόσο, δείχνουν κάτι διαφορετικό: Το Αζερμπαϊτζάν, ενισχυμένο από τον ενεργειακό του πλούτο, θεωρεί τώρα τον εαυτό του αρκετά ισχυρό για να χαράξει έναν τρίτο δρόμο, με τον οποίο υιοθετεί ένα αυταρχικό μοντέλο ρωσικού τύπου, ενώ τοποθετεί τον εαυτό του ως έναν λεγόμενο «στρατηγικό εταίρο» με την Δύση σε θέματα ασφάλειας και ενέργειας. Το στοίχημα είναι ότι δεν χρειάζεται να επιλέξει μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης, το Αζερμπαϊτζάν μπορεί να κάνει και τα δύο. Οι ελίτ τής χώρας ελπίζουν ότι μια συναλλακτική σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη θα τους επιτρέψει να αυξήσουν τον πλούτο τους, χωρίς να απειληθεί το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα του Αζερμπαϊτζάν.
Το σχέδιο αυτό τώρα τίθεται σε δοκιμασία. Τους τελευταίους μήνες, οι ηγέτες τού Αζερμπαϊτζάν έχουν ξεκινήσει τη μεγαλύτερη καταστολή ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ευρύτερη Ευρώπη και έχουν λάβει μια πιο πολεμοχαρή γραμμή στο νούμερο ένα ζήτημα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής τους: Την παρατεταμένη σύγκρουση με τον από μακρού χρόνου εχθρό τής χώρας τους, την Αρμενία. Οι Δυτικοί πολιτικοί θα πρέπει να δώσουν μεγαλύτερη προσοχή και να αναρωτηθούν τι σημαίνει αυτή η νέα σκληρή γραμμή τόσο για το Αζερμπαϊτζάν όσο και για την γειτονιά του.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ
Το Αζερμπαϊτζάν είναι ίσως η πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα χώρα τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, με τις σιιτικές, τουρκικές, και κοσμικές παραδόσεις του, και ιστορικές συνήθειες τόσο δημοκρατικές όσο και απολυταρχικές. Δύο παράγοντες έχουν διαμορφώσει την τροχιά του από τότε που πέτυχε την ανεξαρτησία του, το 1991. Ο πρώτος είναι ο βάναυσος πόλεμος με την Αρμενία για την επίμαχη ορεινή περιοχή τού Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Και οι δύο πλευρές υπέστησαν τρομερές απώλειες στο πεδίο τής μάχης πριν η Αρμενία κερδίσει μια στρατιωτική νίκη επί του Αζερμπαϊτζάν το 1994. Το Αζερμπαϊτζάν πλήρωσε ακριβά για την σύγκρουση: 20.000 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους και το ένα δέκατο του πληθυσμού του, περισσότεροι από 700.000 Αζέροι, έγιναν πρόσφυγες. Το Αζερμπαϊτζάν όχι μόνο έχασε τον έλεγχο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, αλλά και, εν μέρει ή εξ ολοκλήρου, επτά γύρω περιοχές χωρίς σημαντικό αρμενικό πληθυσμό - συνολικά, σχεδόν το 14% του διεθνώς αναγνωρισμένου εδάφους του. Το τραύμα εκείνης της σύγκρουσης και της ήττας έχει στοιχειώσει την χώρα έκτοτε, καθώς ασχολήθηκε με το βάρος των προσφύγων και όρισε τον εαυτό της σε πικρή αντιπαλότητα με τους Αρμένιους.
Ο δεύτερος παράγοντας που διαμόρφωσε την πολιτική τού Αζερμπαϊτζάν είναι το δεύτερο πετρελαϊκό μπουμ τής χώρας (το πρώτο έλαβε χώρα στα τέλη τού 19ου αιώνα). Τον Σεπτέμβριο πριν από είκοσι χρόνια, η ανακάλυψη των νέων κοιτασμάτων πετρελαίου στην Κασπία Θάλασσα έκανε την χώρα έναν ελκυστικό προορισμό για τους διεθνείς επενδυτές. Ο Χαϊντάρ Αλίεφ, ο οποίος ήταν τότε πρόεδρος της, κάλεσε πετρελαϊκές εταιρείες από όλο τον κόσμο να υποβάλλουν προσφορές για έργα στο πλαίσιο αυτού που αποκάλεσε «Το συμβόλαιο του αιώνα». Η προσοδοφόρα συμφωνία που προέκυψε από αυτή την πολιτική – υπό την επίβλεψη του γιού τού Αλίεφ, Ιλχάμ, ο οποίος τον διαδέχθηκε ως πρόεδρος το 2003 - ήταν ο αγωγός Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϊχάν. Από το 2006, η βρετανική πετρελαϊκή εταιρεία BP έχει χρησιμοποιήσει τον αγωγό για να στείλει πετρέλαιο από την Κασπία Θάλασσα προς την Μεσόγειο˙ Στο αποκορύφωμά του, εξήγαγε ένα εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου την ημέρα.
Το πετρελαϊκό μπουμ τού Αζερμπαϊτζάν μετέτρεψε εντελώς την οικονομία τής χώρας. Καθ’ όλη την δεκαετία τού 2000, το Αζερμπαϊτζάν απολάμβανε τον υψηλότερο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης στον κόσμο. Η ραγδαία ανάπτυξη εξάλειψε την χειρότερη φτώχεια μετά την ανεξαρτησία και έδωσε την δυνατότητα στην κυβέρνηση να επαναστεγάσει τους πρόσφυγες οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τα εδάφη που έχασε την δεκαετία τού 1990. Αγόρασε επίσης διεθνή επιρροή με διάφορες μορφές: Μια μακρά σειρά νέων πρεσβειών˙ Μια έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας τού ΟΗΕ˙ Λαμπερά έργα γοήτρου, όπως η φιλοξενία τού διαγωνισμού τραγουδιού τής Eurovision.
Επίσης, δημιούργησε μια νέα κατηγορία ολιγαρχών. Οι πρόσφατα πλούσιες ελίτ τού Αζερμπαϊτζάν ήταν επιδεικτικές στην κατανάλωση - έχουν αγοράσει ιδιωτικά αεροπλάνα, σπίτια στο Λονδίνο και τη νότια Γαλλία, ακόμη και μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους ποδοσφαίρου. Στον βαθμό που ασκούν πολιτική, ο κύριος στόχος των ελίτ είναι να διατηρηθεί η πολιτική και οικονομική ιεραρχία που τους έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά. Ολιγαρχικοί πολιτικοί – όπως ο Kemaladdin Heydarov, υπουργός Καταστάσεων Έκτακτης Ανάγκης, ο Zia Mamedov, υπουργός Μεταφορών, και ο Ramil Usubov, υπουργός Εσωτερικών - χρησιμοποιούν την πολιτική τους επιρροή για να προστατεύσουν τον πλούτο τους. Ο πρόεδρος κάθεται σε ένα προνομιακό σημείο στην κορυφή τού κράτους, αλλά ακόμη και εκείνος δεν έχει πλήρως τον έλεγχο τού καθενός κάτω από αυτόν. Μερικοί από αυτούς τους υπουργούς έχουν δημιουργήσει νομικά κυρωμένες de facto πολιτοφυλακές, των οποίων η πίστη είναι τόσο προς το κράτος όσο και στους εκάστοτε προστάτες τους.
Η ΔΥΣΗ ΣΕ ΔΥΟ ΒΗΜΑΤΑ
Η εξωτερική πολιτική τού Αζερμπαϊτζάν θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο πλαίσιο αυτό. Οι ελίτ τής χώρας ενδιαφέρονται για την οικοδόμηση δεσμών με εξωτερικές δυνάμεις, αλλά μόνον εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο στόχο τους, την διατήρηση της αυτάρκειας του Αζερμπαϊτζάν. Το Μπακού, με άλλα λόγια, θέλει να είναι κοντά στην Δύση, αλλά όχι πολύ κοντά. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την άποψη αυτή, είναι ελκυστικές, αλλά επικίνδυνες. Ο πρεσβύτερος Αλίεφ, ο οποίος υπηρέτησε στο Πολιτικό Γραφείο τού Λεονίντ Μπρέζνιεφ, είπε το περίφημο ότι είχε την επιφοίτηση στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990 ότι «η Ουάσιγκτον είναι το νέο Κρεμλίνο» - ένας νέος καθοδηγητικός ηγεμόνας που πρέπει και να τον φλερτάρουν και να τον εκμεταλλεύονται.
Το τρέχον παιχνίδι τού Αζερμπαϊτζάν προς τους Δυτικούς αξιωματούχους τονίζει τρία σημεία: Το καθεστώς τής χώρας ως ένα σημείο διέλευσης για τους στρατιώτες που επιστρέφουν από το Αφγανιστάν˙ Την στενή σχέση του με το Ισραήλ και τον ρόλο του στην επιβολή κυρώσεων κατά του Ιράν˙ Και την προοπτική του ως εναλλακτική λύση προς την Ρωσία ως προμηθευτής φυσικού αερίου για την Ευρώπη μέσω του προβλεπόμενου Νότιου Διαδρόμου Φυσικού Αερίου. Όλα αυτά έχουν ορισμένα πλεονεκτήματα, αλλά είναι, επίσης, υπερτονισμένα. Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε διάστημα ενός έτους. Η Ουάσινγκτον είναι σήμερα σε διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά με την Τεχεράνη, κάτι που θα καταστήσει αμφισβητήσιμη την συνεισφορά τού Μπακού στην επιβολή κυρώσεων. Το άλλοτε φιλόδοξο σχέδιο του Νότιου Διαδρόμου έχει υποτιμηθεί: Το τρέχον σχέδιο είναι ότι, σε διάστημα πέντε ή έξι ετών, η νότια Ευρώπη θα λάβει περίπου 10 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αζερικού φυσικού αερίου ετησίως. Αυτό είναι σημαντικό για την Ελλάδα και την Ιταλία, αλλά θα περιλαμβάνει μόνο περίπου 2% των συνολικών αναγκών φυσικού αερίου τής Ευρώπης.
Η περίοδος του μέλιτος του Αζερμπαϊτζάν με τις δυτικές μεγάλες εταιρείες πετρελαίου φαίνεται επίσης να τελειώνει. Η γαλλική ενεργειακή εταιρία Total πώλησε το μερίδιό της στα έργα φυσικού αερίου και η νορβηγική εταιρεία Statoil έχει μειώσει την συμβολή της. Το Μπακού τώρα ψάχνει για νέες επιλογές. Ένα σημάδι για το μέλλον μπορεί να είναι ένα μνημόνιο κατανόησης (memorandum of understanding, MoU) που συνήφθη στις 12 Σεπτεμβρίου, μεταξύ της κρατικής εταιρείας πετρελαίου τού Αζερμπαϊτζάν, SOCAR, και της μαλαισιανής αντίστοιχής της, Petronas.
Και μετά, δεν υπάρχει πιο πολύπλοκη σχέση τής χώρας με ξένη δύναμη από εκείνην με την Ρωσία. Οι υποψίες για την πρώην αποικιακή δύναμη είναι στο κέντρο τής εθνικής ιδεολογίας τού Αζερμπαϊτζάν. Παρ’ όλα αυτά, οι σχέσεις με την Μόσχα είναι πολύ πιο στενές από όσο οι αξιωματούχοι τού Αζερμπαϊτζάν έχουν ποτέ δείξει στις συζητήσεις τους με την Δύση. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, επισκέφθηκε το Μπακού τον περασμένο Αύγουστο με μια μεγάλη ατζέντα που περιελάμβανε την καταπολέμηση της ισλαμικής μαχητικότητας στον Βόρειο Καύκασο, την αύξηση του εμπορίου (συμπεριλαμβανομένης της πώλησης ρωσικών όπλων) και την προστασία τής ρωσικής γλώσσας στο Αζερμπαϊτζάν.
Μπορεί να μην υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Ρωσίας αλλά υπάρχει μια σιωπηρή κατανόηση. Στο κάτω-κάτω, οι δύο χώρες μοιράζονται ουσιαστικά το ίδιο πολιτικό μοντέλο: Ο εθνικός πλούτος διοχετεύεται μέσω του κράτους βάσει των εσόδων από την ενέργεια, και η μικρή ελίτ που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων επίσης ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης και εκφοβίζει και καταπιέζει την αντιπολίτευση. Η νομοθεσία, όπως οι νέοι νόμοι που περιορίζουν τα δικαιώματα των μη-κυβερνητικών οργανώσεων, έχει την συνήθεια να θεσπίζεται πρώτα στην Ρωσία και στην συνέχεια να περνά στο Αζερμπαϊτζάν, σχεδόν σαν από καρμπόν, λίγους μήνες αργότερα. (Ο πρόεδρος Ομπάμα χαρακτήρισε [2] το Αζερμπαϊτζάν ως καταπιεστή των ΜΚΟ στην ομιλία του στην Παγκόσμια Πρωτοβουλία Κλίντον, στις 23 Σεπτεμβρίου).
Σε αυτό το πνεύμα, ακόμα και αν το Αζερμπαϊτζάν αντιτάχθηκε στην Ρωσία και υποστήριξε την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας στα Ηνωμένα Έθνη, αξιωματούχοι στο Μπακού υιοθετούσαν την αφήγηση της Μόσχας σχετικά με τις αιτίες για την εξέγερση στην Ουκρανία, λέγοντας ότι σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε από την Δύση και ότι αποτελεί μια απειλή για όλα τα μετα-σοβιετικά καθεστώτα. Ένας προεδρικός αξιωματούχος αποκάλεσε την Euromaidan ως το «έργο ορισμένων διεθνών δυνάμεων», το οποίο προκάλεσε «εμφύλια διαμάχη, χάος και αναρχία» στην Ουκρανία και θα έκανε το ίδιο και στο Αζερμπαϊτζάν.
Το Μπακού έχει οργανώσει μια καταστολή εναντίον οποιωνδήποτε πολιτών θεωρεί ικανό ακόμα και να σκεφτούν μια διαμαρτυρία τύπου Μαϊντάν στο Αζερμπαϊτζάν. Οι φυλακές τού Αζερμπαϊτζάν κρατούν πλέον κατ’ εκτίμηση 98 πολιτικούς κρατούμενους, πολλοί εκ των γενναιότερων φιλοδυτικών ακτιβιστών τής χώρας. Περιλαμβάνουν τον Ilgar Mammadov, έναν πολιτικό τής αντιπολίτευσης και πρώην προεδρικό υποψήφιο˙ Τον Anar Mammadli, ο οποίος λειτουργούσε μια οργάνωση που εξέθετε εκλογικές απάτες˙ Τον Rauf Mirkadirov, έναν γνωστό δημοσιογράφο, ο οποίος εργαζόταν στην Τουρκία˙ Τον Intigam Aliev, ένας σεβαστό δικηγόρο ο οποίος παρέπεμπε περιπτώσεις κρατουμένων στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων˙ Τον Rasul Jafarov, έναν γνωστό ακτιβιστή τής νεολαίας, ο οποίος έγινε 30 ετών στην φυλακή αυτό το καλοκαίρι˙ Την Leyla Yunus, μια βετεράνο τού αγώνα τής ανεξαρτησίας από τα τέλη τής δεκαετίας τού 1980, η οποία στη συνέχεια έγινε η πιο γνωστή υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τής χώρας˙ Και τον Arif Yunus, τον σύζυγο της Λεϊλά, λόγιο και συγγραφέα. Οι αμφίβολες κατηγορίες εναντίον τους κυμαίνονται από φοροδιαφυγή ως κατασκοπεία. Τα τοπικά φιλοκυβερνητικά μέσα έχει ήδη ανακηρύξει τους κρατούμενους ως ένοχους και οι κυβερνητικοί αξιωματούχους δύσκολα μπαίνουν στον κόπο να κρύψουν ότι αυτοί οι άνθρωποι τους είναι προσωπικά αντιπαθείς και θέλουν να τους ξεφορτωθούν.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση του Μπακού έχει κινηθεί για να κλείσει ή να παρενοχλήσει Δυτικούς χρηματοδότες και θεσμούς που έχουν προωθήσει την δημοκρατία. Οι δυτικές οργανώσεις, όπως ο μη κερδοσκοπικός εκπαιδευτικός οργανισμός IREX, το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο (National Democratic Institute) και ακόμη και η φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam έχουν παρενοχληθεί: Οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους έχουν παγώσει ή έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την χώρα.
Δυτικοί οι οποίοι τολμούν να επικρίνουν το Αζερμπαϊτζάν - ακόμα και άνθρωποι που έχουν βοηθήσει στο παρελθόν, όπως ο πρόσφατα αναχωρήσας πρεσβευτής των ΗΠΑ, Richard Morningstar ή ο Σουηδός υπουργός Εξωτερικών, Καρλ Μπιλντ – υπέστησαν επίθεση [3] από τους αξιωματούχους και τα μέσα ενημέρωσης του Αζερμπαϊτζάν για «χονδροειδείς παρεμβάσεις» ή ως ότι είναι [4] «αυτάρεσκοι και φιλόδοξοι». Φυσικά, οι Ρώσοι αξιωματούχοι, οι οποίοι συγκρατούνται από το να αναφέρουν την δημοκρατία ως κάτι το αυτονόητο, δεν αντιμετωπίζουν τέτοιες επικρίσεις.
ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η όλο και πιο επιθετική στάση τής κυβέρνησης του Αζερμπαϊτζάν έχει την δυνατότητα να αποσταθεροποιήσει όχι μόνο την ίδια την χώρα, αλλά και την ευρύτερη γειτονιά της. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επίθεση στην φιλοδυτική αντιπολίτευση παραχώρησε έδαφος σε αντιπάλους μιας πιο μαχητικής ποικιλίας. Αναφέρεται ότι υπάρχουν αρκετές εκατοντάδες Αζέροι ριζοσπάστες σουνίτες που αγωνίζονται με την ISIS οι οποίοι αναμένεται να επιστρέψουν στην πατρίδα τους κάποια στιγμή.
Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Αζερμπαϊτζάν προκαλεί με όλο και πιο επιθετικό τρόπο στην ανεπίλυτη σύγκρουσή του με την Αρμενία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το Μπακού έχει χρησιμοποιήσει τον πετρελαϊκό πλούτο του για να χρηματοδοτήσει έναν τεράστιο επανεξοπλισμό. Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, το Αζερμπαϊτζάν έχει αγοράσει επιθετικά όπλα - επιθετικά αεροσκάφη, συστήματα πυροβολικού, βλήματα εδάφους-αέρος και μη επανδρωμένα αεροσκάφη - από το Ισραήλ, το Πακιστάν και την Ρωσία. Ο στρατιωτικός προϋπολογισμός του ανέρχεται σήμερα σε 4 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, ένα ποσό ίσο με τον αρμενικό κρατικό προϋπολογισμό.
Υπήρξε επίσης μια κλιμάκωση της ρητορικής. Η ηγεσία τού Αζερμπαϊτζάν έχει ανακηρύξει επίσημα την Αρμενία ως εχθρό. Τον Αύγουστο, ο Αλίεφ χρησιμοποίησε το Twitter για να εκδώσει ένα μπαράζ από 57 πολεμοχαρή tweets, λέγοντας στους Αρμένιους, «Η σημαία τού Αζερμπαϊτζάν θα κυματίσει σε όλα τα κατεχόμενα εδάφη».
Η απογοήτευση του Αζερμπαϊτζάν είναι κατανοητή. Περισσότερα από 20 χρόνια μετά, κανείς δεν έχει επεξεργαστεί μια λύση που θα επιστρέψει τα χαμένα εδάφη του. Και η Αρμενία είναι ένας δύσκολος αντίπαλος, ο οποίος σιγά-σιγά ξαναγράφει τα γεγονότα επί του εδάφους, καθώς διατηρεί στον έλεγχό της τις περιοχές τού Αζερμπαϊτζάν γύρω από το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Αλλά η απογοήτευση δεν αποτελεί πολιτική. Το Αζερμπαϊτζάν φέρει τόση ευθύνη για την σύγκρουση στο Καραμπάχ όση και οι Αρμένιοι, και δεν υπάρχει εναλλακτική λύση σε μια ειρηνική διευθέτηση με τον εχθρό. Η απογοήτευση επίσης κοστίζει ζωές. Μια ανταλλαγή προκλήσεων κατά μήκος τής μακράς γραμμής κατάπαυσης του πυρός αυτό το καλοκαίρι οδήγησε στην πιο επικίνδυνη έξαρση βίας εκεί σε 20 χρόνια, με τουλάχιστον 30 στρατιώτες να σκοτώνονται και από τις δύο πλευρές. Οι θεωρητικοί τής συνωμοσίας και στις δύο πλευρές κατηγόρησαν τους Ρώσους, αλλά τα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν μια καθαρή πολεμική μπλόφα μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν που ξέφυγε από τα όρια.
Αυτή είναι μια επικίνδυνη δυναμική. Φαίνεται απλώς ως θέμα χρόνου μέχρι ένας συνδυασμός εσωτερικής ανασφάλειας του Αζερμπαϊτζάν, ανάπτυξης των στρατιωτικών δυνάμεών του, και αστάθειας στην γραμμή κατάπαυσης του πυρός, να ωθήσει το Μπακού να εγκαταλείψει τις ειρηνευτικές συνομιλίες και να ξεκινήσει μια εκστρατεία για να ανακαταλάβει το Καραμπάχ με την βία - μια κίνηση που όλοι οι εξωτερικοί ειδικοί σχετικά με την σύγκρουση προβλέπουν ότι θα καταλήξει σε καταστροφή για όλες τις πλευρές.
Το Αζερμπαϊτζάν έχει αντικειμενικούς λόγους να αισθάνεται ανασφαλές στην γειτονιά του. Αλλά οι Δυτική συνομιλητές δεν θα πρέπει να κολακεύονται από τα ανοίγματά του σε στρατηγική συνεργασία. Εάν το Μπακού ήταν σοβαρό σχετικά με τις συνεργασίες, τότε θα σταματούσε να διώκει τους φιλοδυτικούς επικριτές του και θα εμπλεκόταν πιο εντατικά στην ειρηνευτική διαδικασία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Οι Δυτικοί πολιτικοί θα πρέπει να ασχοληθούν με το Αζερμπαϊτζάν που είναι μπροστά τους, αντί με το φαντασιώδες που έχουν συνηθίσει να διαφημίζουν οι αξιωματούχοι τού Αζερμπαϊτζάν.
Thomas De Waal
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69991/thomas-de-waal/to-azermpaitzan-den-thelei-na-einai-dytiko?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου