Φαίνεται να υπάρχουν ελάχιστα που συνδέουν την πρόσφατη βία στον πρώην Σοβιετικό χώρο με την συνεχή αιματοχυσία στην Μέση Ανατολή. Στη μια περιοχή, μια νεο-ιμπεριαλιστική δύναμη επιχειρεί να επαναβεβαιώσει τον εαυτό της σε έναν χώρο τον οποίο κυβερνούσε όχι πολύ καιρό πριν. Στην άλλη περιοχή, μαχητικές ομάδες που βασίζονται στον σεχταρισμό αρπάζουν έδαφος χιλιόμετρο το χιλιόμετρο.
Ο χάρτης τού Ιράκ. (Kathryn Rodrigues / Flickr)
Ακόμα κι έτσι, οι δύο συγκρούσεις πηγάζουν από μια κοινή πηγή, όπως και μια σειρά από άλλες σημαντικές συγκρούσεις σε όλον τον κόσμο. Σε καθεμιά από αυτές υπάρχει μια αναντιστοιχία μεταξύ των κρατικών συνόρων και των εθνικών ταυτοτήτων - μια ανισορροπία κράτους-προς-έθνος. Το κράτος είναι ένα σύνολο οργανισμών που διαχειρίζονται μια συγκεκριμένη περιοχή˙ Το έθνος αποτελείται από ανθρώπους που, κατά την άποψή τους, μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά (γλώσσα, ιστορία, πολιτισμό, θρησκεία) που τους δίνει το δικαίωμα να αυτο-διοικούνται. Σε ορισμένα μέρη τού κόσμου, υπάρχει μια καλή τακτοποίηση μεταξύ των κρατών και των εθνών. Σε άλλα, δεν υπάρχει. Σε αυτές τις περιοχές, τουλάχιστον κάποιοι από τους πολίτες πιστεύουν ότι η εθνική τους φιλοδοξία να είναι απαλλαγμένοι από ξένη εξουσία θα μπορούσε να επιτελεστεί καλύτερα με την δημιουργία ενός ξεχωριστού κράτους ή με την ένταξη σε ένα γειτονικό κράτος τού οποίου ο πληθυσμός τούς ταιριάζει περισσότερο.
Για παράδειγμα, αν και πολλοί πολίτες τής Ουκρανίας προτιμούν την ανεξαρτησία από την «ξένη» ρωσική κυριαρχία, άλλοι - κυρίως στην Κριμαία αλλά και στην ανατολική Ουκρανία - θέλουν να είναι ελεύθεροι από την «ξένη» ουκρανική κυριαρχία. Με τη σειρά τους, πιστεύουν ότι πρέπει να ενταχθούν στην Ρωσία ή να δημιουργήσουν ένα ξεχωριστό κράτος σύμμαχο με την Ρωσία. Σε μια αδύναμη χώρα, μια τέτοια ανισορροπία κράτους-προς-έθνος μπορεί να οδηγήσει σε πολιτική αναταραχή, όπως έκανε και κατά τις πρώτες ημέρες τής Euromaidan στην Ουκρανία. Όταν η ανισορροπία διασχίζει τα σύνορα, μπορεί να οδηγήσει σε περιφερειακές συγκρούσεις, όπως συνέβη όταν η Ρωσία βάδισε στην Κριμαία.
Το ίδιο ισχύει και για την Μέση Ανατολή, όπου η οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος τού Ιράκ και της al-Sham» (ISIS) είναι απασχολημένη με το να αμφισβητεί τα διεθνή σύνορα. Οι προσπάθειές της είναι απίθανο να παράξουν μια επίσημη επαναχάραξη των συνόρων μεταξύ των εθνών τής περιοχής - οι μεγάλες δυνάμεις και οι περιφερειακές δυνάμεις θα κάνουν ό,τι μπορούν για να αντιταχθούν σε κάτι τέτοιο. Όμως, τα υπάρχοντα σύνορα θα χάσουν κάθε πραγματικό νόημα αν προκύψει χάος και από τις δύο πλευρές τους.
Οι πρόσφατες συγκρούσεις στην Μέση Ανατολή μπορεί να φαίνονται σαν μια θρησκευτική σύγκρουση. Στο κάτω-κάτω, ομάδες υπό σουνιτική ηγεσία στο Ιράκ, τον Λίβανο και την Συρία – όλες τους υποστηριζόμενες από τα σουνιτικά κράτη τού Κόλπου - τίθενται ενάντια σε μια σιιτική συμμαχία των κυβερνήσεων του Ιράν, του Ιράκ, και της Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Αλλά πολλοί από τους ανθρώπους σε αυτές τις χώρες δεν νομίζουν ότι το κρατικό σύστημα της Συμφωνίας Sykes-Picot, η οποία δημιουργήθηκε από τις δυτικές αποικιοκρατικές δυνάμεις, ικανοποιεί νόμιμες αξιώσεις για εθνική αυτοδιάθεση. Με τα χρόνια, έχουν υπάρξει πολλές αμφισβητήσεις για το εν λόγω σύστημα, συμπεριλαμβανομένης της πίεσης για ένα «Μεγάλο Ιράκ» και μιας «Μεγάλης Συρίας» (ήδη από τότε που ανεξαρτητοποιήθηκαν οι χώρες αυτές από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία), του Παναραβισμού (ειδικά στο απόγειό του το 1950 και το 1960 υπό τον πρόεδρο της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ) και πιο πρόσφατα του παν-ισλαμισμού (οι πιο ακραίοι υποστηρικτές του οποίου είναι η αλ Κάιντα και η ISIS). Μέσα από όλα αυτά, οι Κούρδοι έχουν αμφισβητήσει τα σύνορα του Ιράν, του Ιράκ, της Συρίας και της Τουρκίας.
Η ανισορροπία κράτους-προς-έθνος έχει γίνει χειρότερη λόγω της αποτυχίας πολλών αραβικών κρατών στην οικοδόμηση έθνους. Η πρόκληση ήταν τεράστια από την αρχή λόγω της ανισορροπίας μεταξύ συνόρων και εθνικών ταυτοτήτων, όταν τα κράτη αυτά διαμορφώθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όμως τα αραβικά καθεστώτα δεν οικοδόμησαν ποτέ το είδος των συμμετοχικών πολιτικών συστημάτων που θα μπορούσαν να μετριάσουν το πρόβλημα. Σήμερα, όταν πρόκειται για ζητήματα πολέμου και ειρήνης, οι ομάδες τείνουν να ταυτίζονται περισσότερο με τους εθνο-θρησκευτικούς αδελφούς τους σε άλλες χώρες από ό, τι με τους συμπατριώτες τους από τις αντίπαλες αιρέσεις. Κάθε μια από τις χώρες τού Levant, για παράδειγμα, είναι βαθιά διχασμένη σχετικά με τον συριακό εμφύλιο πόλεμο. Οι Σουνίτες προμηθεύουν με μαχητές, όπλα και χρήματα την σουνιτική ηγεσία τής εξέγερσης, και οι Σιίτες κάνουν το ίδιο για την -υπό Αλεβίτικη ηγεσία- κυβέρνηση.
Υπάρχουν πολλές λύσεις για την ανισορροπία κράτους-προς-έθνος, αλλά όλες είναι προβληματικές. Η κλασσική είναι η διαίρεση σύμφωνα με τις εθνο-θρησκευτικές γραμμές. Δηλαδή, δύο (ή περισσότερα) κράτη για δύο (ή περισσότερα) έθνη, περίπου με βάση την Ουιλσονική αρχή τής εθνικής αυτοδιάθεσης. Όμως, σε πολλές περιοχές, οι πληθυσμοί αναμειγνύονται και δεν υπάρχουν καλές οριοθετικές γραμμές. Σε άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στον αραβικό κόσμο, πολλά στρώματα ταυτότητας - θρησκευτικά, σεχταριστικά, φυλετικά, εθνοτικά και εθνικά - επικαλύπτονται. Αυτό καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την διαίρεση εδαφών με τακτοποιημένο τρόπο. Και ακόμη και αν υπήρχαν σαφείς γραμμές μεταξύ και εντός των ομάδων, οι υπάρχουσες χώρες δεν θέλουν απαραιτήτως να ενδώσουν σε όλες τις αποσχιστικές αξιώσεις και είναι επιφυλακτικές όσον αφορά την δημιουργία ενός επικίνδυνου προηγούμενου, με το να τις επιτρέψουν σε ορισμένες περιπτώσεις. Εν ολίγοις, οποιαδήποτε δημιουργία ενός νέου ξεκάθαρου συστήματος κρατών θα ήταν ένας δύσκολος και αιματηρός αγώνας.
Μια άλλη λύση είναι ένα δι-εθνικό ή πολυεθνικό κράτος, το οποίο περιλαμβάνει δύο (ή περισσότερα) έθνη που μοιράζονται την εξουσία σε ένα κράτος. Η λύση αυτή δοκιμάστηκε στο Ιράκ, αλλά το υψηλό επίπεδο δυσπιστίας, οι μικροπολιτικές σκοπιμότητες, και η αδυναμία των ιρακινών κρατικών θεσμών ουσιαστικά καταδίκασε το σύστημα σε αποτυχία. Πράγματι, οι κυβερνήσεις που βασίζονται σε συμφωνίες καταμερισμού τής εξουσίας, όπως στην Κύπρο, το Λίβανο και την Γιουγκοσλαβία, είναι επιρρεπείς σε εμφύλιους πολέμους. (Ακόμη και το Βέλγιο έχει δυσκολία εξισορρόπησης μεταξύ Φλαμανδών και Βαλλόνων). Πρόσφατες συμφωνίες μοιράσματος της εξουσίας που φάνηκε να λειτουργούν - ή τουλάχιστον δεν έχουν οδηγήσει στην ανανέωση ενός ολομέτωπου πολέμου - είναι εκείνες που έχουν στηριχτεί από μια ισχυρή διεθνή παρουσία, όπως στην Βοσνία. Άλλες αποτελεσματικές κυβερνήσεις καταμερισμού τής εξουσίας έχουν υποστηριχθεί από δύο συνεργαζόμενες «πατρίδες» που ασκούν μετριοπαθή πίεση στις αντίστοιχες παρατάξεις τους. Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία καθοδήγησαν τις κοινότητες των προτεσταντών και των καθολικών προς την «συμφωνία τής Μεγάλης Παρασκευής» στην Βόρεια Ιρλανδία το 1998. Στην Μέση Ανατολή, όμως, είναι μάλλον απίθανο ότι η Δύση θα στείλει ειρηνοποιούς να υποστηρίξουν κυβερνήσεις καταμερισμού τής εξουσίας για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και τα κορυφαία κράτη που θα μπορούσαν να ασκήσουν υποβοηθητική πίεση στις σιιτικές και σουνιτικές φατρίες, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, είναι δύο από τους βασικούς ανταγωνιστές.
Μια τρίτη λύση είναι ο πολιτικός εθνικισμός - η δημιουργία ενός κράτους για όλους τους πολίτες του, όπως στην Δυτική Ευρώπη και σε μεγάλα τμήματα της αμερικανικής ηπείρου. Αλλά αυτά τα έθνη-κράτη προέκυψαν από πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Στην Δυτική Ευρώπη, η διαδικασία ήταν αιματηρή, και χρειάστηκαν αιώνες πριν προκύψουν ισχυρά κράτη με συνεκτικά έθνη, όπως η Γαλλία. Στην Αμερική, χρειάστηκε πολλή μετανάστευση και η περιθωριοποίηση των αυτοχθόνων πληθυσμών. Ένα τέτοιο μοντέλο είναι απίθανο να λειτουργήσει (ή να είναι πολύ ελκυστικό) στον υπόλοιπο κόσμο.
Μια τέταρτη λύση - αυτή που εγγυήθηκε την σταθερότητα στο Ιράκ και την Συρία για μεγάλο χρονικό διάστημα - είναι ο αυταρχισμός. Ένας ισχυρός ηγέτης μπορεί να καταστείλει τις ανταγωνιστικές εθνοτικές-εθνικές αξιώσεις και συνεπώς να δημιουργήσει κάποια φαινομενική ισορροπία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες τερμάτισαν την φαινομενική σταθερότητα στο Ιράκ με το να ανατρέψουν τον Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία το 2003 και, στην συνέχεια, με το να διαλύσουν τους υφιστάμενους ιρακινούς θεσμούς. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι ο Σαντάμ θα είχε διαρκέσει πολύ περισσότερο από μόνος του. Όπως δείχνει η Συρία (και η Αραβική Άνοιξη ευρύτερα), στην εποχή τού εκδημοκρατισμού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όλοι οι ισχυροί χάνουν τελικά την νομιμοποίηση και την αποτελεσματικότητά τους, ιδίως σε βαθιά διαιρεμένες κοινωνίες.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν καλές λύσεις για τα τμήματα της Μέσης Ανατολής που πιάστηκαν στην αρπάγη τής βίας. Το Ιράκ και η Συρία δεν έχουν ηγέτες που να είναι αρκετά ισχυροί ώστε να κρατήσουν ενωμένη την κάθε χώρα. Δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για την οικοδόμηση πολιτικού εθνικισμού. Και η Δύση είναι μάλλον απίθανο να δεσμεύσει αρκετά στρατεύματα και χρήματα για να στηρίξει τις ρυθμίσεις καταμερισμού τής εξουσίας στις επόμενες δεκαετίες. Επιπλέον, για το άμεσο μέλλον δεν υπάρχουν περιφερειακές δυνάμεις που είναι πιθανό να παροτρύνουν προς την μετριοπάθεια. Και έτσι, η διάσπαση μπορεί να συμβεί μοιραία. Φυσικά, θα ήταν πάρα πολύ αιματηρό και δαπανηρό να υποστηριχθεί ένας αξιωματούχος που επαναχαράσσει σύνορα. Ωστόσο, αν η βία συνεχιστεί, μια ηπιότερη άτυπη κατάτμηση μπορεί να είναι αναπόφευκτη. Τουλάχιστον, η σχετικά σταθερή και ευημερούσα de-facto ανεξάρτητη κουρδική περιοχή στο βόρειο Ιράκ δείχνει ότι ο διαχωρισμός μπορεί να λειτουργήσει.
Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου ήπιου διαχωρισμού θα είναι μια κουρδική περιοχή στο βόρειο τμήμα τού Ιράκ, μια σουνιτική περιοχή στο κέντρο, και μια σιιτική στον νότο. Σε μακροπρόθεσμη βάση, η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε πλήρη διάσπαση είτε σε ένα πολυεθνικό κράτος. Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από τις εξελίξεις στο εσωτερικό των αυτόνομων περιοχών και στις σχέσεις μεταξύ τους. Εν τω μεταξύ, η Δύση πρέπει να αποδεχθεί την εξελισσόμενη πραγματικότητα και να υποστηρίζει ρεαλιστές και μετριοπαθείς ηγέτες σε κάθε τμήμα. Αυτοί οι ηγέτες θα πρέπει να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της δικής τους εθνο-θρησκευτικής ομάδας και επίσης να είναι σε θέση να συνεργαστούν με τους ηγέτες των άλλων αυτόνομων περιφερειών. Σε αυτό το βέλτιστο σενάριο, οι ομάδες θα πρέπει τουλάχιστον να σταματήσουν να πολεμούν η μια την άλλη, ανεξάρτητα από το αν τα όρια μεταξύ τους είναι de facto ή de jure.
sourche: http://foreignaffairs.gr/articles/70057/benjamin-miller/giati-dialyontai-oi-xores?page=show
Copyright © 2002-2012 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου