Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, εκφωνεί την πρώτη του ομιλία για την «Κατάσταση του Έθνους» στο Καπιτώλιο στην Ουάσινγκτον, στις 27 Ιανουαρίου 2010. KEVIN LAMARQUE / REUTERS
Πολλοί παρατηρητές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και καιρό ανησυχούν για το χάσμα μεταξύ των πολιτικών προτιμήσεων του κοινού και των ενεργειών των ηγετών της χώρας. Με την πάροδο του χρόνου, αυτή η απόσταση μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητα της Ουάσιγκτον να προβάλει ισχύ και εμπιστοσύνη διεθνώς, ενώ παράλληλα δημιουργεί εγχώρια ζητήματα δημοκρατικής λογοδοσίας. Όπως προειδοποίησαν οι Benjamin Page και Marshall Bouton στο βιβλίο τους Η Αποσύνδεση της Εξωτερικής Πολιτικής, μια «έλλειψη δημόσιας στήριξης προς την επίσημη εξωτερική πολιτική μπορεί να στείλει άσχημα σήματα στους διεθνείς αντιπάλους, να περιορίσει τις επιλογές πολιτικής, να αναστατώσει την συνέχεια της πολιτικής, και να αποσταθεροποιήσει την πολιτική ηγεσία». Δύο πρόσφατες έρευνες από το Chicago Council on Global Affairs ρίχνουν νέο φως στο δυνητικό χάσμα των απόψεων μεταξύ της ελίτ και του κοινού για την εξωτερική πολιτική. Η πρώτη [1] βασίστηκε σε δημοσκόπηση των απλών πολιτών των ΗΠΑ, και η δεύτερη [2] ερεύνησε ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής από την κυβέρνηση, τα ακαδημαϊκά ιδρύματα, από οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης, think tanks, και ομάδες συμφερόντων. Το φιλόδοξο έργο σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη έρευνα αυτού του είδους για πάνω από μια δεκαετία.
Αυτές οι έρευνες αποκαλύπτουν σημαντικές επικαλύψεις αλλά και διαφορές στις απόψεις περί εξωτερικής πολιτικής των δύο αυτών ομάδων. Στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και δύο δαπανηρών πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η συνολική στήριξη του κοινού για έναν ενεργό ρόλο των ΗΠΑ στις παγκόσμιες υποθέσεις έχει αποδυναμωθεί παρότι οι αμερικανικές ελίτ της εξωτερικής πολιτικής συνεχίζουν να προτιμούν την ενεργό διεθνή εμπλοκή. Παράλληλα, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί τομείς συμφωνίας που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην οικοδόμηση ενός βιώσιμου παγκόσμιου ρόλου για τις Ηνωμένες Πολιτείες στο μέλλον.
ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΣ ΚΟΙΝΟ ΕΔΑΦΟΣ
Παρά το γεγονός ότι πολλά πρωτοσέλιδα την περασμένη χρονιά υποστήριξαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε παρακμή, το κοινό των ΗΠΑ και οι ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής συμφωνούν ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο σήμερα, και ότι η ισχυρή ηγεσία των ΗΠΑ στον κόσμο είναι τουλάχιστον «κάπως επιθυμητή». Το κοινό βαθμολόγησε τις Ηνωμένες Πολιτείες με 8,6 στα 10 όσον αφορά την επιρροή της, σε σύγκριση με το 9,1 στα 10 από τους ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής. Και οι δύο ομάδες συμφώνησαν επίσης σχετικά με τους σημαντικότερους στόχους της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ: Την πρόληψη της εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού και την καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας. Πλειοψηφίες και των δύο ομάδων περιγράφουν την διεθνή τρομοκρατία ως «κρίσιμη» απειλή, και οι δύο ομάδες ευνοούν τα χτυπήματα με drones (μη επανδρωμένα αεροσκάφη), φόνους μεμονωμένων τρομοκρατών ηγετών και αεροπορικές επιθέσεις εναντίον στρατοπέδων εκπαίδευσης και εγκαταστάσεων ως μέσα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση των απειλών για την διεθνή ασφάλεια, υπάρχει περιορισμένος ενθουσιασμός και στις δύο ομάδες για την χρήση βίας στις συγκρούσεις στην Συρία και την Ουκρανία, εκτός των ειρηνευτικών προσπαθειών. Μόνο το 17% του πληθυσμού, και λιγότερο από 10% των ηγετών, υποστηρίζει την αποστολή αμερικανικών στρατευμάτων στην Συρία. Την εποχή που διεξαγόταν η έρευνα, η Ρωσία είχε ήδη προσαρτήσει την Κριμαία, αλλά οι μάχες στην ανατολική Ουκρανία δεν είχαν ακόμη κλιμακωθεί. Μόνο περίπου το 30% του κοινού και των ελίτ τάχθηκαν υπέρ της αποστολής αμερικανικών στρατευμάτων για να υπερασπιστούν την Ουκρανία εάν η Ρωσία εισέβαλε σε περαιτέρω ουκρανική επικράτεια. Μια μειοψηφία των ερωτηθέντων και από τις δύο έρευνες αντιλαμβάνονται τις εδαφικές αξιώσεις της Ρωσίας ως «κρίσιμη» απειλή.
Οι ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής και το κοινό έχουν επίσης παρόμοιες απόψεις για την αξία πολλών βασικών διεθνών θεσμών και συμφωνιών. Περίπου το 60% των ελίτ και του κοινού πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να είναι πιο πρόθυμες να λαμβάνουν αποφάσεις στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι τα αποτελέσματα μπορεί μερικές φορές να πάνε ενάντια στις αρχικές επιλογές της Ουάσιγκτον για δράση. Όμως, από αυτή την άποψη, υπάρχει μια σημαντική κομματική διάσταση, με τους Ρεπουμπλικανούς να είναι λιγότερο ευνοϊκοί στην λήψη αποφάσεων στα Ηνωμένα Έθνη. Περισσότερο από το 80% των ελίτ και στις δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος ευνόησαν την διατήρηση ή την αύξηση της δέσμευσης των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Η υποστήριξη ήταν σχεδόν το ίδιο ισχυρή και από το ευρύ κοινό.
Υπάρχει επίσης ευρεία υποστήριξη μεταξύ του κοινού και των ηγετών της εξωτερικής πολιτικής για το εμπόριο και την παγκοσμιοποίηση. Παρά τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008, τα δύο τρίτα του συνολικού κοινού και μια ακόμη μεγαλύτερη πλειοψηφία μεταξύ των ελίτ λένε ότι η παγκοσμιοποίηση είναι «ως επί το πλείστον καλή» για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συμφωνίες Trans-Pacific Partnership (ΤΤΡ) και Transatlantic Trade and Investment Partnership (ΤΤΙΡ) αμφότερες απολαμβάνουν ρητή υποστήριξη και από τις δύο ομάδες, όπως και οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες ευρύτερα. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, πολλοί στις ΗΠΑ υποστηρίζουν την οικοδόμηση των εμπορικών δεσμών με την Ασία και την συνεργασία με την αναδυόμενη Κίνα. Και οι δύο έρευνες διαπιστώνουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιλαμβάνονται την Κίνα ως μια σημαντική πρόκληση για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, αλλά υποστηρίζουν την εμπλοκή και την φιλική συνεργασία αντί για την εχθρότητα.
ΣΥΝΦΩΝΩΝΤΑΣ ΟΤΙ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ
Παρά το γεγονός ότι το κοινό και οι ελίτ μπορούσαν να συμφωνούν σε βασικούς τομείς, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές στις απόψεις τους περί την εξωτερική πολιτική. Πιο συγκεκριμένα, οι ηγέτες βλέπουν περισσότερα οφέλη στο να παίρνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ενεργό μέρος στις παγκόσμιες υποθέσεις από όσα το κοινό. Μόνο το 58% του μέσου όρου των πολιτών πιστεύουν ότι η μεγαλύτερη παγκόσμια δέσμευση είναι καλύτερη για το μέλλον της χώρας, σε σύγκριση με 93% των ηγετών. Αυτή είναι η χαμηλότερη ένδειξη για το ευρύ κοινό σχετικά με το θέμα της αμερικανικής διεθνούς εμπλοκής σε οποιαδήποτε δημόσια έρευνα που διεξήγαγε το Chicago Council από το 1982.
Σε γενικές γραμμές, οι πολίτες ανησυχούν περισσότερο από τους ηγέτες για θέματα οικονομικής ασφάλειας, όπως η προστασία των θέσεων εργασίας, η μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από το ξένο πετρέλαιο, και ο περιορισμός της μετανάστευσης. Μόνο λίγοι ηγέτες, για παράδειγμα, θεωρούν τον έλεγχο και τον περιορισμό της μετανάστευσης στις ΗΠΑ ως «πολύ σημαντικό» στόχο εξωτερικής πολιτικής ανεξάρτητα από την κομματική τους τοποθέτηση, εκεί που θεωρεί το ίδιο περίπου το ήμισυ του κοινού.
Η έρευνα αποκαλύπτει επίσης σημαντικές διαφορές για το πότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να χρησιμοποιήσουν στρατιωτική ισχύ. Οι ελίτ γενικά υποστήριξαν την χρήση βίας για την υπεράσπιση ασιατικών και ευρωπαϊκών συμμάχων εάν δεχθούν επίθεση, αλλά λιγότερο από το μισό του πληθυσμού συμφωνεί. Τα δύο τρίτα ή περισσότερο του συνόλου των ηγετών τάσσονται υπέρ της χρήσης των αμερικανικών στρατευμάτων για να υπερασπιστούν τη Νότια Κορέα σε περίπτωση που η Βόρεια Κορέα επιτεθεί ή για να υπερασπιστούν τους συμμάχους του ΝΑΤΟ στην Βαλτική σε περίπτωση επίθεσης από την Ρωσία. Αντίθετα, το κοινό είναι πιο πολεμοχαρές σχετικά με την χρήση στρατιωτικής βίας για να αποτραπεί το Ιράν από το να αποκτήσει πυρηνικά όπλα.
Σε άλλα θέματα εθνικής ασφάλειας, το κοινό είναι περισσότερο υποστηρικτικό από όσο οι ηγέτες στις ενοχλητικές μεθόδους παρακολούθησης για πληροφορίες. Περίπου τα τρία πέμπτα των ηγετών πιστεύουν ότι θα πρέπει να επιβληθούν αυστηρότεροι περιορισμοί στην Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (National Security Agency, NSA), αλλά μόνο το περίπου ένα τρίτο του πληθυσμού υποστηρίζει τέτοιους περιορισμούς. Παρά τις αποκαλύψεις του Edward Snowden σχετικά με το πρόγραμμα συλλογής δεδομένων της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας, το κοινό παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτικό στις προσπάθειες παρακολουθήσεων προκειμένου να κρατηθεί η χώρα ασφαλής. Παρόμοια με προηγούμενα αποτελέσματα έρευνας του Chicago Council, οι διαμορφωτές γνώμης για την εξωτερική πολιτική είναι επίσης πιο πιθανό από ό, τι το ευρύ κοινό να δουν τα οφέλη της οικονομικής βοήθειας προς άλλες χώρες: Τρεις στους τέσσερις ηγέτες τάσσονται υπέρ της διατήρησης ή της επέκτασης των διεθνών οικονομικών προγραμμάτων, σε σύγκριση με μόλις το ένα τρίτο του συνολικού κοινού.
ΤΟ ΕΠΙΜΟΝΟ ΧΑΣΜΑ
Οι αποκλίνουσες απόψεις μεταξύ των ελίτ και του κοινού επικαλύπτονται επίσης από την κομματική πολιτική. Υπάρχει ισχυρή διακομματική συμφωνία υπέρ του να συνεχίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να ασχολούνται ενεργά με τις διεθνείς υποθέσεις, αλλά οι έρευνες δείχνουν εμβάθυνση της κομματικής διαφωνίας για το ποια μορφή θα πρέπει να λάβει αυτή η δέσμευση. Οι Ρεπουμπλικάνοι και το Δημοκρατικοί ηγέτες διίστανται σημαντικά για το αν οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να διευρυνθούν, και αν η διατήρηση της διεθνούς στρατιωτικής υπεροχής θα πρέπει να είναι ένας σημαντικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικανοί ηγέτες σε μεγάλο βαθμό αντιτίθενται με την υπογραφή νέων διεθνών συμφωνιών, όπως η Συνθήκη του ΟΗΕ για το Εμπόριο Όπλων και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, ενώ οι Δημοκρατικοί ηγέτες είναι σε μεγάλο βαθμό υπέρ τους. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, πάνω από το 97% των Δημοκρατικών ηγετών υποστηρίζει μια νέα διεθνή συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, σε σύγκριση με μόλις το 43% των Ρεπουμπλικάνων ηγετών.
Οι ηγέτες της εξωτερικής πολιτικής σε κάθε κόμμα αποκλίνουν επίσης από τις δικές τους κομματικές βάσεις σε μια σειρά από ζητήματα. Για παράδειγμα, η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικάνων ηγετών έχουν την άποψη ότι οι πόλεμοι στο Ιράκ (53%) και το Αφγανιστάν (77%) άξιζαν το κόστος, μια άποψη που απέχει μακράν από τα στοιχεία για την γνώμη αμφοτέρων των ηγετών γενικώς και του κοινού. Αυτή η άποψη είναι επίσης αναντίστοιχη με την βάση του Ρεπουμπλικανικού κόμματος: Μόνο μια μειοψηφία αξιωματούχων Ρεπουμπλικανών συμφωνεί ότι αυτοί οι πόλεμοι άξιζαν το κόστος τους. Το 84% των Δημοκρατικών ηγετών πιστεύουν ότι ο περιορισμός της αλλαγής του κλίματος θα πρέπει να είναι ένας πολύ σημαντικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής, σε σύγκριση με το 54% των αυτοπροσδιοριζόμενων ως Δημοκρατικών μεταξύ του κοινού.
ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ
Τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένης της επίμονης οικονομικής πίεσης και της πάνω από μια δεκαετία στρατιωτικής σύγκρουσης [σε Ιράκ και Αφγανιστάν], έχουν διαβρώσει την δημόσια στήριξη για μια ισχυρή διεθνιστική στρατηγική, αν όχι ειδική υποστήριξη. Σε σύγκριση με τις απόψεις των ηγετών των ΗΠΑ, η δημόσια στήριξη για διεθνή εμπλοκή χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από την επιθυμία να αποφευχθούν δαπανηρές νέες δεσμεύσεις και στρατιωτικές επεμβάσεις που συνεπάγονται υψηλούς κινδύνους για τους Αμερικανούς στρατιώτες. Ωστόσο, παρά την εύρεση ενός χαμηλού αριθμού-ρεκόρ των Αμερικανών πολιτών που εκφράζουν την επιθυμία να διαδραματίσουν οι ΗΠΑ ενεργό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις, το κοινό εξακολουθεί να υποστηρίζει τα βασικά εργαλεία της εξωτερικής πολιτικής για τις διεθνείς δεσμεύσεις. Η δημόσια υποστήριξη για έναν επεκτατικό διεθνή ρόλο, ωστόσο, δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη.
Η εξωτερική πολιτική είναι επίσης πιθανό να διαδραματίσει έναν σύνθετο ρόλο στις εκλογές του 2016. Κάποιοι βλέπουν μια εκλογή με έντονα στοιχεία εξωτερικής πολιτικής λόγω της βελτιωμένης κατάστασης της αμερικανικής οικονομίας και των συνεχιζόμενων ανησυχιών στην Μέση Ανατολή σχετικά με το ISIS. Οι εκτιμήσεις αυτές έρχονται αμέσως μετά από την δημοσιοποίηση δεδομένων δημοσκόπησης που υποδηλώνουν ότι οι ανησυχίες για την εξωτερική πολιτική ήταν το κορυφαίο θέμα για το 13% του εκλογικού σώματος κατά την διάρκεια των ενδιάμεσων εκλογών του 2014, από 5% το 2012. Εάν η εξωτερική πολιτική δεν κλέψει τα φώτα της δημοσιότητας και πάλι το 2016, οι ηγέτες θα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών για να επιδιώξουν πολιτικές και προτεραιότητες που αποκλίνουν από το ενδιαφέρον του κοινού. Ωστόσο, αν προκύψουν δραματικά γεγονότα που βάλουν την εξωτερική πολιτική πάλι στο προσκήνιο, οι ηγέτες θα έχουν κίνητρο να επιδείξουν αποτελέσματα που κρατούν την χώρα ασφαλή και να ενισχύσουν την οικονομία της Αμερικής. Υπό τέτοιες συνθήκες, μπορούμε να αναμένουμε ότι οι διαχειριστές της κομματικής πολιτικής θα εκμεταλλευθούν τις διαφορές για εκλογικό κέρδος. Το αν αυτό το πολιτικό «ψάρεμα» βοηθά ή όχι τις Ηνωμένες Πολιτείες στην παγκόσμια σκηνή μένει να το δούμε. Μια ισχυρή οικονομία θα μετατρέψει τους ελιγμούς κατά την διάρκεια των συζητήσεων σχετικά με τις θέσεις της εξωτερικής πολιτικής σε μια συναρπαστική επίδειξη, ακόμα και αν η πλειοψηφία των πολιτών εξακολουθεί να επικεντρώνεται σε εγχώρια ζητήματα.
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/70383/joshua-busby-jonathan-monten-jordan-tama-dina-smeltz-craig-kafur/metrontas-tis-politikes?page=show
Copyright © 2015 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
All rights reserved.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου