Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Modus Vivendi στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις


grdrw1Vasileios Stathopoulos Realpolitik

Μέσα από μία ρεαλιστική θεώρηση του διεθνούς περιβάλλοντος, η Ελλάδα είναι μια χώρα υπέρμαχος του status quo και η Τουρκία μια αναθεωρητική χώρα. Στο ελληνικό στρατηγικό δόγμα «δε διεκδικούμε τίποτα, δεν εκχωρούμε τίποτα»[1], η Τουρκία αντιπαραβάλλει αστείρευτες πηγές γεωπολιτικής ενέργειας – ακμαία δημογραφία, παραγωγική οικονομία, στρατιωτική δύναμη, ενεργειακή διπλωματία – που κινητοποιούνται στα πλαίσια ενός επεκτατικού και σαφώς καθορισμένου στρατηγικού σχεδίου (master plan).
Για τον Παναγιώτη Κονδύλη «αφότου το έθνος συνέπεσε ουσιαστικά με το κράτος, [η Ελλάδα] δεν έχει ζωτικούς ιστορικούς και πολιτικούς στόχους έξω από τα σύνορά της», την ίδια ώρα που η Τουρκία «κοιτάζει αδιάκοπα πέρα από τα σύνορά της μέσα σε ευρύτερους χώρους, προς τους οποίους την ωθούν πολύ νωπές και ενεργές ηγεμονικές μνήμες καθώς και ζωντανές ακόμα φυλετικές, γλωσσικές και ιστορικές συγγένειες»[2]Πέραν όμως των ευνοϊκών συσχετισμών ισχύος, ακόμα και οι εσωτερικές αντιφάσεις της τουρκικής κοινωνίας – ιδίως το δισεπίλυτο κουρδικό πρόβλημα και η διαμάχη μεταξύ κεμαλικών και ισλαμιστών – αποδεσμεύουν επεκτατικές ορμές στη γειτονική χώρα.


Απέναντι σε αναθεωρητικούς γείτονες η εξισορρόπηση, σύμφωνα με τον επιθετικό ρεαλισμό[3], είναι η πιο ενδεδειγμένη στρατηγική διασφάλισης της ισορροπίας ισχύος. Η εξισορρόπηση συνίσταται στην ανάληψη από τα ίδια τα απειλούμενα κράτη του βάρους της αποτροπής του αναθεωρητικού τους αντιπάλου και ενδέχεται να είναι εξωτερική, μέσω σύναψης συμμαχιών, ή εσωτερική, μέσω κινητοποίησης ιδίων μέσων και ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων. Μια εναλλακτική στρατηγική είναι η μεταφορά των βαρών, με την οποία τον αποτρεπτικό ρόλο αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου μια άλλη δύναμη και το απειλούμενο κράτος παραμένει ουσιαστικά αμέτοχο. Τέλος, ένας τρίτος δρόμος είναι η «φιλελεύθερη εξισορρόπηση», η διεθνοποίηση δηλαδή του προβλήματος μέσω των αρμόδιων οργανισμών και η επίκληση της διεθνούς νομιμότητας. Στον αντίποδα των βιώσιμων αυτών στρατηγικών ανάσχεσης, ο κατευνασμός και η πρόσδεση στο άρμα του αντιπάλου (φινλανδοποίηση) θεωρούνται επικίνδυνες εθνικές στρατηγικές, καθώς συνεπάγονται παραχώρηση ισχύος στο αναθεωρητικό κράτος, χωρίς ταυτόχρονα να εξαλείφουν τα κίνητρα της επιθετικότητάς του. Ας δούμε λοιπόν τι είδους εθνικές στρατηγικές προκρίθηκαν μεταπολεμικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις και κατά πόσο αυτές αποδείχθηκαν αποτελεσματικές στην εξισορρόπηση της Τουρκίας.
ΕΝΔΟΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΑ (1945-1974)
Tο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει την Ελλάδα και την Τουρκία στο ίδιο στρατόπεδο των νικητών. Ενώ όμως η Τουρκία εξερχόταν αλώβητη από τον πόλεμο – στον οποίο εισήλθε στα προεόρτια της γερμανικής συνθηκολόγησης τον Φεβρουάριο του 1945 – η Ελλάδα, όχι μόνο υπέστη την κατατριβή του πολέμου, αλλά κληρονόμησε μεταπολεμικά έναν καταστροφικό εμφύλιο και τη «συμφωνία των ποσοστών», με την οποία τασσόταν υπό βρετανική κηδεμονία. Η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου υπήρξε το μόνο αντάλλαγμα για τον αγώνα των Ελλήνων, γεγονός ωστόσο που μακροπρόθεσμα δημιούργησε τριβές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς θεωρήθηκε από την Τουρκία ως μέγιστο διπλωματικό σφάλμα της τότε ηγεσίας της. Μετά την εξαγγελία του δόγματος Τρούμαν (1947), οι δύο χώρες εντάχθηκαν από κοινού στο δυτικό στρατόπεδο και, υπό καθεστώς σοβιετικού φόβου, εναπόθεσαν την εθνική τους ασφάλεια στο ευρύτερο πλαίσιο της Ατλαντικής Συμμαχίας (1952). Ωστόσο, το αναδυόμενο Κυπριακό πρόβλημα θα υπονομεύσει τις σχέσεις των δύο συμμάχων, οδηγώντας σε αλλεπάλληλες κρίσεις (Σεπτεμβριανά 1955, διακοινοτικές ταραχές 1963-64, γεγονότα της Κοφίνου 1967) στις οποίες η Ελλάδα θα αποδειχθεί στρατηγικά ευάλωτη. Η επαμφοτερίζουσα στάση των ΗΠΑ, η στρατιωτική ανεπάρκεια για εξωτερικές αποστολές και η εσφαλμένη διαχείριση της κατάστασης από τη δικτατορική κυβέρνηση (απόσυρση ελληνικής μεραρχίας, παρακίνηση πραξικοπήματος) είχαν ως μοιραία κατάληξη την τουρκική εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή του βορείου μέρους του νησιού (1974). Η προσπάθεια ενδοσυμμαχικής (εντός του ΝΑΤΟ) εξισορρόπησης της Τουρκίας είχε εκ των πραγμάτων αποτύχει.
Η ΚΟΡΥΦΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΣΜΟΥ (1974 – 1996)
Τα γεγονότα της Κύπρου και η εμπέδωση του τουρκικού αναθεωρητισμού οδήγησαν την Ελλάδα στη διαμόρφωση μιας πιο αυτόνομης και ευέλικτης πολιτικής ασφάλειας, βασιζόμενης στην εσωτερική εξισορρόπηση (ενίσχυση ενόπλων δυνάμεων και εξοπλισμών), την προσφυγή στο διεθνές δίκαιο και τον ΟΗΕ και την αναζήτηση «πολλαπλασιαστών ισχύος», όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η παθητική αποδοχή των τετελεσμένων στην Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση του νατοϊκού πλαισίου, που επισφραγίστηκε με την αποχώρηση της χώρας μας από το στρατιωτικό του σκέλος (1974 έως 1980). Στο εξής, η Ελλάδα θα επενδύσει στην ποιοτική και ποσοτική αναβάθμιση των στρατιωτικών της δυνάμεων, συνειδητοποιώντας πως η μεταφορά των βαρών θα οδηγούσε και σε άλλες εθνικές τραγωδίες. Ταυτόχρονα, άρχισε να αναπτύσσει ένα συμπαγές σώμα επιχειρημάτων διεθνούς δικαίου με σκοπό τη διεθνή απομόνωση της Τουρκίας, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα. Τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας για την Κύπρο παρέμειναν σε διακηρυκτικό επίπεδο, η μονομερής προσφυγή για το θέμα της υφαλοκρηπίδας δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο της Χάγης ελλείψει τουρκικής συναίνεσης (1976), ενώ το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια (Δίκαιο της Θάλασσας) προσέκρουσε στο casus belli της τουρκικής πλευράς. Την ίδια περίοδο, ο τουρκικός αναθεωρητισμός εκδηλωνόταν στο Αιγαίο με όργανο το ωκεανογραφικό σκάφος Σισμίκ Ι (πρώην Χόρα), το οποίο προκάλεσε δύο θερμά επεισόδια (1976, 1987) αμφισβητώντας ευθέως τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο ανατολικό Αιγαίο. Η διεθνοποίηση του ζητήματος στην πρώτη περίπτωση ουσιαστικά ανέβαλε την εκκρεμότητα, ενώ η ευέλικτη και αποτελεσματική χρήση των συμμαχιών στη δεύτερη περίπτωση – που είχαν εν τω μεταξύ εμπλουτιστεί με την ευρωπαϊκή επιλογή της Αθήνας και το άνοιγμα προς τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας – υποχρέωσε τελικά την Τουρκία να υπαναχωρήσει. Η πολυκεντρική στρατηγική εξισορρόπησης της Τουρκίας αποδεικνυόταν λοιπόν αποτελεσματική μέχρι το νέο θερμό επεισόδιο των Ιμίων.
Ο ΑΠΟΗΧΟΣ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ ΚΑΙ Ο «ΕΞΕΥΡΩΠΑΪΣΜΟΣ» (1996 – 2011)
Στα Ίμια η Ελλάδα υπέπεσε στο στρατηγικό σφάλμα του κατευνασμού. Η υποχωρητικότητά της ενόψει του κινδύνου κλιμάκωσης ενθάρρυνε την Τουρκία να εγείρει θέμα γεωπολιτικών εκκρεμοτήτων[4] και «γκρίζων ζωνών»[5]στο Αιγαίο. Αναπόφευκτα λοιπόν, ο τερματισμός της κρίσης δεν επανέφερε το status quo ante, αλλά άνοιξε ένα νέο φαύλο κύκλο τουρκικών διεκδικήσεων, αμφισβητήσεων και παραβιάσεων στον αιγαιακό χώρο. Ενόψει της αυξανόμενης τουρκικής απειλής, η ελληνική κυβέρνηση στράφηκε διπλωματικά προς τη «φιλελεύθερη εξισορρόπηση» της Τουρκίας, συντασσόμενη για πρώτη φορά μετά το Ελσίνκι (1999) υπέρ της ενταξιακής της προοπτικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η «υπόθεση εργασίας» στην Αθήνα ήταν ότι η ενσωμάτωση της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό σύστημα ολοκλήρωσης θα εξάλειφε την επιθετική άσκηση εξωτερικής πολιτικής στο Αιγαίο και θα προσέφερε ένα νέο πλαίσιο επίλυσης των διμερών διαφορών και του Κυπριακού[6]. Παράλληλα, η χώρα μας πέτυχε την αναβάθμιση της ευρωπαϊκής της θέσης μέσω της ισότιμης συμμετοχής της στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΟΝΕ, ΕΠΑΑ[7]) και της επιτυχούς προώθησης της κυπριακής υποψηφιότητας. Η πρώιμη ωστόσο φιλοευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν θα προσκρούσει στις «δεύτερες σκέψεις» του γαλλογερμανικού άξονα στο ενδεχόμενο μιας πλήρους ένταξης της Τουρκίας, ακυρώνοντας έτσι τα σχέδια της Αθήνας και στρέφοντας την Άγκυρα προς εναλλακτικές διπλωματικές κατευθύνσεις..
Συνοψίζοντας, ο αναθεωρητισμός και η αυξανόμενη ισχύς της Τουρκίας καθιστούν την εσωτερική και εξωτερική εξισορρόπηση ως τις μόνες εθνικά βιώσιμες στρατηγικές, ενώ η «φιλελεύθερη εξισορρόπηση» είναι ευκταία μόνο συμπληρωματικά. Αντίθετα, η μεταφορά των βαρών σε χώρες με κοινά σύνορα κρίνεται επισφαλής, καθώς οδηγεί σε μια μονομερή εξάρτηση από συμμαχικές ενισχύσεις, ενώ ο κατευνασμός είναι εκ προοιμίου καταστροφικός. Προκύπτει λοιπόν πως η πρόσφατη στρατηγική σύζευξη Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ κινείται προς την σωστή κατεύθυνση ανάταξης του ισοζυγίου ισχύος στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου.





[1] Την πολιτική των μη διεκδικήσεων σε σχέση με την Τουρκία είχε εκφράσει αρχικά ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1981, αναφέροντας: «η Ελλάδα δε διεκδικεί τίποτα αλλά και δεν εκχωρεί ούτε σπιθαμή των κυριαρχικών της δικαιωμάτων».
[2] Βλ. Κονδύλη Π. «Θεωρία του Πολέμου», Δ΄ έκδοση, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σελ. 389.
[3] Οι στρατηγικές επιβίωσης ενός κράτος που προβλέπονται στη θεωρία του επιθετικού ρεαλισμού είναι οι εξής: ο πόλεμος, ο εκβιασμός, η πρόκληση πολέμου για κατατριβή τρίτων, η κατατριβή τρίτων, η εξισορρόπηση, η μεταφορά των βαρών, ο κατευνασμός και η πρόσδεση στο άρμα του αντιπάλου. Για ενδελεχότερη ανάλυση των εν λόγω στρατηγικών βλ. John Mearsheimer «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων», μτφ. Κ. Κολιόπουλος, Ε΄ έκδοση, εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2009, σελ. 292-293.
[4] Δηλαδή ποιο κράτος δικαιούται να εκδιπλώνεται κυρίαρχα πάνω σε ποιον γεωγραφικό χώρο.
[5] Η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» που επικαλείται η Τουρκία καλύπτεται πίσω από το θέμα της υποτιθέμενης ασάφειας της κυριότητας κάποιων νησίδων και βραχονησίδων στο Ανατολικό Αιγαίο.
[6] Η υπόθεση εργασίας της Αθήνας πάσχει από το κακό προηγούμενο της κοινής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ, η οποία δεν απέτρεψε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αλλά και από το καλό προηγούμενο της Γερμανίας, η οποία εντασσόμενη μεταπολεμικά στους διεθνείς θεσμούς αποκήρυξε τη βία και την απειλή χρήσης βίας ως μέσο άσκησης της εξωτερικής της πολιτικής.
[7] Ευρωπαϊκή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου