Τις τελευταίες μέρες αναζωπυρώθηκε η δημόσια συζήτηση για τον ορυκτό πλούτο της χώρας μας και την τεράστια συμβολή του στη διαφυγή από τα σημερινά αδιέξοδα.
Με βάση μία υποτίθεται απόρρητη έκθεση (που κάποιοι περιφέρουν εδώ και καιρό αναζητώντας ερείσματα και ακροατήριο), καλλιεργούνται προσδοκίες για τους υδρογονάνθρακες που βρίσκονται στο ελληνικό υπέδαφος.
Στη δημόσια συζήτηση που βρίθει υπερβολών, θέλω να τοποθετηθώ με σαφήνεια.
•Φαίνεται πως υπάρχουν σημαντικά αποθέματα, τα οποία, ωστόσο, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ούτε καν με μεγάλη απόκλιση. Απαιτείται να εντοπιστεί το βάθος, το μέγεθος και η έκταση των πεδίων ώστε κατόπιν των σεισμικών ερευνών να μπορούμε με μεγαλύτερη ασφάλεια να εκτιμήσουμε την κατάσταση. Παρόλα αυτά, αν δεν μπει τρυπάνι στα σημεία ενδιαφέροντος, οι όποιες προβλέψεις έχουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Μακάρι να κατέχουμε τις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες και να είναι εύκολα προσβάσιμες.
•Στο ιδανικό σενάριο να προχωρήσουμε αποφασιστικά και χωρίς κανένα τεχνικό, νομικό, οικονομικό εμπόδιο, η άντληση και εξαγωγή του προϊόντος προβλέπεται περίπου σε βάθος δεκαετίας.
•Ο κυριότερος ρόλος του κράτους συνίσταται στη διαγωνιστική διαδικασία, την επιλογή των κατάλληλων αναδόχων και το ρυθμιστικό πλαίσιο (καθοριστικη παράμετρος). Ωστόσο, ανάλογα με τη σημασία των αποθεμάτων διευρύνονται και τα περιθώρια κέρδους vis-a-vis των εταιρειών στις συμφωνίες παραχώρησης. Η επιλογή τους θα υπόκειται και σε πολιτική αξιολόγηση με στόχο τη βέλτιστη θωράκιση μας έναντι μελλοντικών κινδύνων.
•Η συμμετοχή εταιρειών διεθνούς εμβέλειας, που κατέχουν τόσο την κεφαλαιακή επάρκεια όσο και την απαραίτητη τεχνογνωσία, είναι sine qua non. Πάντα με γνώμονα τη μεγιστοποίηση του κρατικού οφέλους αλλά χωρίς υπερβολές που θα καταστήσουν τα projects ασύμφορα. Πρέπει, κοντολογίς, να συνδυάσουμε τις εθνικές επιταγές με τις επιθυμίες της αγοράς ενέργειας, αφού αυτή είναι που θα απορροφήσει τις ποσότητες. Και να βελτιώσουμε το νομοθετικό πλαίσιο ώστε να καταστούμε ελκυστικότεροι για ερευνητικές επενδύσεις, οι οποίες ενδεχομένως να ξεπεράσουν τα 50 δισ δολάρια.
•Απαιτείται μία εθνική ενεργειακή στρατηγική, όχι μόνο για τη διαχείριση των όποιων αποθεμάτων αλλά για την άρση των ολιγοπωλίων στην εγχώρια αγορά και το δυνητικό ρόλο μας ως διαμετακομιστή. Με αυτό τον τρόπο, από τη μία θα επιτύχουμε τον καλύτερο συντονισμό, αναπτύσσοντας την αναγκαία συγκρότηση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις, και από την άλλη θα διευκολύνουμε τις συνέργειες για την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων μας.
•Η ευρύτερη δυνατή συναίνεση κομμάτων και κοινωνίας θα άρει τις επιφυλάξεις για τις προθέσεις κάποιων σχηματισμών ή τοπικών κοινωνιών που χρησιμοποιούνται -και εν αγνοία τους- για να θέσουν επιπλέον προσκόμματα σε μία, έτσι και αλλιώς, σύνθετη και χρονοβόρα διαδικασία.
•Πρέπει να τεθούν προτεραιότητες βάσει χρονικής ωριμότητας του εν εξελίξει ενεργειακού σχεδιασμού για να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος εξαιτίας της γενικότερης -και κατ’εμέ αναίτιας- ευφορίας. Να εργαστούμε για τη μετεξέλιξη μας σε κόμβο μεταφοράς (από Κασπία και Ανατολική Μεσόγειο), να ολοκληρώσουμε σχέδια που μας διασυνδέουν με την ΝΑ Ευρώπη -Interconnector Greece Bulgaria- να ενισχύσουμε την παρουσία μας στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ παράλληλα θα εξετάζουμε μεθοδικά τη χρησιμότητα και τις προοπτικές ανάπτυξης των κοιτασμάτων μας.
•Η μονομερής ανακήρυξη της ΑΟΖ, πρόταση που ορισμένοι προωθούν ως λύση, όχι μόνο δεν εξυπηρετεί το σκοπό της επιτάχυνσης των διαδικασιών εξόρυξης αλλά αντιθέτως ενδέχεται, αν δεν προηγηθεί σχετική συνεννόηση, να δημιουργήσει προβλήματα, ακόμη και έναντι των καλοπροαίρετων γειτόνων μας. Το πρώτο βήμα είναι η συστηματοποίηση των προσπαθειών μας για την εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής οριοθέτησης της ΑΟΖ με τις δυνατόν περισσότερες όμορες χώρες. Υπάρχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και χρονικά στάδια στην καθεμία περίπτωση (πχ. Αλβανία, Αίγυπτος), εντούτοις, η δυσκολία μας έγκειται στο ότι οι γειτονές μας, γνωρίζοντας πλέον πως “καιγόμαστε”, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις εγείρουν άλλης φύσεως απαιτήσεις ή τουλάχιστον τέτοιες που δύσκολα θα μπορούμε να ικανοποιήσουμε. Πρέπει να πειστούν ότι μία συμφωνία θα είναι προς όφελός τους και να τεθεί (αν και αρκετά πρόωρο) η πιθανότητα συνεκμετάλλευσης σε περίπτωση που τα αποθέματα βρίσκονται σε σημείο που οι ΑΟΖ τέμνονται.
•Δεν υπάρχει τίποτα που να μας διασφαλίζει ότι η εκμετάλλευση του ορυκτού μας πλούτου θα κάνει τον καθένα μας πλουσιότερο. Μόνο σε προηγμένες Δημοκρατίες με συστήματα ελέγχου της εξουσίας και κοινωνική εγρήγορση, επωφελούνται οι πολίτες. Δυστυχώς, στις περισσότερες περιπτώσεις οι ανισότητες δεν ανατρέπονται από την ύπαρξη ενεργειακών κοιτασμάτων, τουναντίον επιτείνονται. Η πρόταση περί δημιουργίας Ταμείου Αλληλεγγύης Επόμενων Γενεών κινείται στη σωστή κατεύθυνση, αν και σε περιόδους οικονομικής δυσχέρειας δύσκολα οι κυβερνητικοί θα αποφύγουν τον πειρασμό να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια από το εν λόγω. Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι διεθνείς τιμές ορίζονται από σωρεία παραγόντων εκτός τους δικού μας ελέγχου, ακόμη και η μείωση των τιμών στην εγχώρια αγορά δεν θα είναι απλή υπόθεση.
•Ο κίνδυνος αποπρασανατολισμού είναι, επίσης, ορατός. Από την άμεση τιτλοποίηση των δυνητικών κερδών στις μονομερείς ενέργειες (εκδίωξη δανειστών χάρις στη μελλοντική και αβέβαιη προοπτική εξεύρεσης ορυκτού πλούτου, οριοθέτηση ΑΟΖ) και από τη μετατόπιση της συζήτησης από τη βίαια προσαρμογή σε μία δυσάρεστη πραγματικότητα στην ελπίδα ότι σε μία δεκαετία θα επιστρέψουμε, χωρίς κόπο, στην ευμάρεια. Η δίψα για δημοσιότητα είναι θεμιτή. Όπως και η άγνοια των περισσοτέρων για ένα τόσο σύνθετο θέμα δεδομένη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να πλειοδοτούμε σε ανευθυνότητα πάνω στις αγωνίες ενός σκληρά δοκιμαζόμενου λαού. Ο δημόσιος διάλογος πρέπει να εμπλουτιστεί με νηφάλιες φωνές και ρεαλισμό. Αλίμονο αν η επιτυχής έκβαση του εγχειρήματος γίνει βορά στην υπερβολή και τους -ετερόκλητους- εκφραστές της.
•Τα παιχνίδια διαφόρων που ανακυκλώνουν μελέτες, στις οποίες τα “ΑΝ” είναι περισσότερα από τα “ΘΑ” (π.χ. Deutsche Bank) αντί να τροφοδοτούν την απαίτηση για βεβιασμένες ενέργειες, θα έπρεπε να μας υποψιάζουν ως προς τους σκοπούς τους, δεδομένου ότι απευθύνονται πρωτίστως στα δικά τους ακροατήρια. Το μήνυμα της γερμανικής τράπεζας είναι πως δεν πρέπει να προβληματίζονται οι Γερμανοί φορολογούμενοι, ακόμη και αν κληθούν να ξαναδώσουν χρήματα στην Ελλάδα, αφού αυτή θα είναι σε θέση να ξεπληρώσει με τους υδρογονάνθρακές της. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο γιατί να επιθυμούν μία μεγάλη διαγραφή του χρέους αντί να το χρησιμοποιήσουν ως μέσο ελέγχου;
•Από την άλλη, ορισμένοι βλέπουν τα πιθανά κοιτάσματα ως τη μοναδική ευκαιρία να εκδικηθούμε και να τιμωρήσουμε τους δανειστές μας, αποκόπτοντάς τους την πρόσβαση σε αυτά. Προκύπτει, εντούτοις, ένα ερώτημα: πού προτιθέμεθα να διαθέσουμε το προϊόν αν όχι στην ευρωπαϊκή αγορά; Στη μακρινή Κίνα ή την Ινδία; Στις ΗΠΑ, που σε λιγότερο από μία δεκαετία θα είναι ενεργειακά αυτάρκεις; Στη Ρωσία που είναι πρώτη παραγωγός στον κόσμο; Μήπως στην Τουρκία, στη λογική πως θα χρησιμοποιήσουμε την ενέργεια για να εξουδετερώσουμε τις διαφορες μας; Ίσως σε τριτοκοσμικές χώρες; Ας μην γελιόμαστε: αναγκαστική και πλέον προσοδοφόρα επιλογή είναι η Γηραιά Ήπειρος. Εφόσον συμβάλλουμε στην αδήριτη και εντεινόμενη ανάγκη της ενεργειακής διαφοροποίησης της ΕΕ, αναπότρεπτα θα βελτιώσουμε σημαντικά το πλαίσιο διαπραγμάτευσης έναντι των Ευρωπαίων εταίρων. Είναι αυτός ο αποτελεσματικότερος τρόπος αλλαγής των συσχετισμών υπέρ των συμφερόντων μας, ακόμη και αν δεν εξελιχθούμε σε Σαουδική Αραβία της Μεσογείου, όπως κάποιοι ανέξοδα φαντασιώνονται.
Του Κωνσταντίνου Φίλη*
*Ο Κωνσταντίνος Φίλης είναι πολιτικός επιστήμονας και επικεφαλής του Κέντρου Ρωσίας, Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
πηγή http://www.e-afipnisi.gr/news_info.php?data_id=3363&timicat1=16760&timicat2=63486&timicat3=48451&timicat4=0&timicat5=0&timicat6=0&timicat7=0 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου