Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Η πτώση και η άνοδος της Δύσης

Η οικονομική κρίση του 2008 και η Μεγάλη Ύφεση που επακολούθησε, είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία και στη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανών. Παρά ταύτα, η αμερικανική οικονομία θα εξέλθει του δράματος ισχυρότερη και με εμπειρία ευρύτατων αναδιαρθρώσεων. Στο τέλος, ακόμη και η Ευρώπη θα πρέπει να βγει ενισχυμένη, αν και το μέλλον της γηραιάς ηπείρου δεν είναι εξίσου βέβαιο και η ανάκαμψη θ’ αργήσει περισσότερο μέχρι να γίνει αισθητή. Οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερο δρόμο, επειδή η κρίση τις έπληξε τρία χρόνια πριν από την Ευρώπη, το 2008, προκαλώντας αναταράξεις που διαρκούν μέχρι σήμερα. Θα χρειαστούν άλλα δύο ως τρία χρόνια μέχρι να υποχωρήσουν, αλλά κατόπιν η ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας θα ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Αντιθέτως, η Ευρώπη βρίσκεται ακόμη μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Με βάση, λοιπόν, τη λογική τής ιστορίας, θα χρειαστούν τέσσερα ως έξι χρόνια για να λάβει σάρκα και οστά μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη.

Η οικοδομική δραστηριότητα ανακάμπτει. (Eric Thayer / Reuters)

Αυτή η ισχυροποίηση σε Αμερική και Ευρώπη θα προκύψει για έναν σπουδαίο λόγο: στα χρόνια της κρίσης υλοποιείται εκτεταμένη οικονομική αναδιάρθρωση. Μεγάλες αλλαγές λαμβάνουν χώρα στα δημοσιονομικά, στα τραπεζικά συστήματα και στη βιομηχανία, καθώς και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας. Για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ότι οι διεθνείς κεφαλαιαγορές, που είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη στον κόσμο, μπορούν να πραγματοποιήσουν αλλαγές πέρα και έξω από τις δυνατότητες των συνήθων πολιτικών διαδικασιών. Και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορούν να διαψεύσουν όλες τις προβλέψεις για οικονομική παρακμή της Δύσης. Πράγματι, μέσα στα επόμενα χρόνια, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη είναι δυνατόν να γίνουν ξανά οι ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης.
Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι οι κρίσεις άξιζαν το κακό που προκάλεσαν. Ασφαλώς όχι. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού υπάρχει μεγάλη δυστυχία λόγω της ανεργίας και των πολιτικών λιτότητας που έχουν επιβληθεί. Είναι τραγικό το γεγονός ότι τόσο πολλοί άνθρωποι έχουν χάσει τη δουλειά τους και δεν θα την ξαναποκτήσουν. Επίσης, στις κοινωνίες προκαλεί αποσάθρωση το γεγονός ότι οι κρίσεις όξυναν τις προϋπάρχουσες τάσεις για μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες. Όμως, αυτά έχουν ήδη συμβεί και το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ είναι ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπός τους.

Παρά τα πισωγυρίσματα, η αμερικανική οικονομία παρουσιάζει ανάπτυξη ήδη από τον Ιούνιο του 2009. Η Ευρώπη, ωστόσο, βρίσκεται εντελώς στον αντίποδα. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, τα ευρωπαϊκά οικονομικά συστήματα δεν εξερράγησαν το 2008. Διαπιστώθηκαν σοβαρά προβλήματα στην Ιρλανδία και στη Βρετανία, αλλά οι κεφαλαιαγορές δεν εξεγέρθηκαν κατά της Ευρώπης στο σύνολό της, και γι’ αυτό δεν σημειώθηκε μεγάλη δημοσιονομική ή νομισματική αντίδραση. Μόνο το 2012, όταν οι κρίσεις του δημοσίου χρέους και του τραπεζικού τομέα έπληξαν πάση δυνάμει τη γηραιά ήπειρο, η ευρωζώνη ήρθε αντιμέτωπη με προβλήματα παρόμοια με εκείνα που ταλάνισαν την αμερικανική οικονομία στο διάστημα 2008-9. Συνεπώς στις μέρες μας, το ΑΕΠ της ευρωζώνης εξακολουθεί να συρρικνώνεται και η καθοδική του πορεία ίσως να μην έχει ακόμη τελειώσει. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, έχοντας από πριν την εμπειρία της κρίσης, έχουν τώρα μπροστά τους συντομότερο δρόμο. Εντούτοις, αν οι ευρωπαϊκές χώρες κατορθώσουν να αναδιαρθρώσουν τις οικονομίες τους στον ίδιο βαθμό που το κατάφεραν οι ΗΠΑ, θα υπάρχει βάσιμος λόγος αισιοδοξίας.
Οι οικονομολόγοι Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρογκόφ έχουν υποστηρίξει ότι οι περίοδοι οικονομικής ανάκαμψης, ύστερα από δημοσιονομικές κρίσεις, είναι βραδύτερες, μακρύτερες και πιο ανεξέλεγκτες σε σύγκριση με εκείνες που υπήρξαν ως επακόλουθο μιας οικονομικής ύφεσης που προήλθε από τις διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Η οδυνηρά αργή ανάκαμψη στις ΗΠΑ και η οξύτατη οικονομική πίεση που ασκείται στην Ευρώπη, επιβεβαιώνουν αυτήν την άποψη. Η ιστορία, όμως, είναι γεμάτη από παραδείγματα χωρών, οι οικονομίες των οποίων ισχυροποιήθηκαν μετά την εσωτερική κατάρρευσή τους. Μετά την ασιατική οικονομική κρίση των ετών 1997–98, η Νότια Κορέα αποδέχθηκε ένα πακέτο διάσωσης από το ΔΝΤ, ενίσχυσε το φορολογικό της σύστημα και βελτίωσε την ευελιξία στην αγορά εργασίας. Σύντομα η χώρα γνώρισε τα ευεργετικά αποτελέσματα της οικονομικής άνθησης. Στο Μεξικό, η οικονομία παρουσίασε καλή πορεία μετά την κατάρρευση του πέσο και το αμερικανικό πακέτο διάσωσης του 1994. Παρόμοια ήταν τα φαινόμενα και σε άλλες περιοχές της Λατινικής Αμερικής ύστερα από τις κρίσεις δημοσιονομικού χρέους στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μολονότι αυτές οι δημοσιονομικές κρίσεις ήταν κατά πολύ μικρότερης έκτασης σε σύγκριση με την κατάρρευση του 2008 στις ΗΠΑ, ακολούθησαν εντούτοις την ίδια πορεία, με τις κεφαλαιαγορές να απορρίπτουν την παλαιά τάξη πραγμάτων - και στη συνέχεια να προκαλούν μείζονα οικονομική αναδιάρθρωση.
ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ
Γιατί, άραγε, οι παρούσες κρίσεις σταδιακά θα ενδυναμώσουν την αμερικανική και τις ευρωπαϊκές οικονομίες; Στις ΗΠΑ, την οικονομική άνοδο θα πυροδοτήσουν η ανάκαμψη του κατασκευαστικού κλάδου, η επανάσταση στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, η αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος και η αποδοτικότερη βιομηχανική παραγωγή. Παράλληλα, η επανεκλογή του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα και ο επαπειλούμενος «δημοσιονομικός γκρεμός» έχουν ενισχύσει τις προοπτικές μιας μείζονος συμφωνίας για τη μείωση του ελλείμματος και για μια λύση στο πρόβλημα χρέους της χώρας.
Καταρχάς, μετά την καταστροφική κατάρρευση, η στεγαστική αγορά στις ΗΠΑ ετοιμάζεται τώρα για μια σημαντική και πολυετή ανάπτυξη. Παραδοσιακά, κάθε φορά που ο αμερικανικός κατασκευαστικός τομέας πιέστηκε καθοδικά με μεγάλη ένταση και για μεγάλο χρονικό διάστημα, στο τέλος ανέκαμπτε με υψηλότατες επιδόσεις. Πριν από την παρούσα κρίση, η στεγαστική φούσκα είχε διογκωθεί τόσο πολύ ώστε, όταν τελικά έσκασε, ο κλάδος οδηγήθηκε σε πραγματική κατάρρευση. Μεταξύ των ετών 2000 και 2004, κατά μέσο όρο χτίζονταν περί το 1,4 εκατομμύριο μονοκατοικίες ετησίως. Μετά την κρίση, ο αριθμός αυτός περιορίστηκε στις 500.000 και παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα μέχρι πρόσφατα. Οι πωλήσεις νέων κατοικιών, που έφθαναν τις 900.000 στα χρόνια της φούσκας, μειώθηκαν κατά τα δύο τρίτα, όταν η φούσκα έσκασε. Και οι συνολικές δαπάνες για την κατοικία, που μεταξύ των ετών 1980 και 2005 ανέρχονταν στο 4% του αμερικανικού ΑΕΠ, έπεσαν κατά μέσο όρο στο 2,5% μετά το 2008.
Μολονότι η κατάρρευση της στεγαστικής αγοράς σήμαινε καταστροφή για εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετήσουν τα ενυπόθηκα δάνειά τους, ανέδειξε ωστόσο με σαφήνεια τις καταχρήσεις και τις υπερβολές που μάστιζαν επί χρόνια τον κλάδο. Οι αμερικανικές τράπεζες, ως εκ τούτου, ασχολήθηκαν τα τελευταία χρόνια με τη βελτίωση των όρων δανεισμού-χρηματοδότησης και των αγορών τιτλοποίησης. Έτσι, σήμερα οι τάσεις όσον αφορά τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια δείχνουν πιο υγιείς. Ο κατασκευαστικός τομέας έχει επιτέλους πραγματοποιήσει στροφή 180 μοιρών, με έναν βασικό δείκτη τιμών ακινήτων (τον S&P/Case-Shiller, που συνυπολογίζει τις τιμές σε 20 πόλεις), να παρουσιάζει άνοδο κατά 20% από τον Μάρτιο του 2012. Παράλληλα, η προσφορά κατοικιών έχει πέσει δραστικά (δηλαδή, λιγότερες κατοικίες διατίθενται προς πώληση), η ενυπόθηκη πίστωση παρέχεται με μεγαλύτερη προθυμία και η πληθυσμιακή αύξηση σε συνδυασμό με την ανάκαμψη στον ρυθμό δημιουργίας νέων νοικοκυριών, αναμένεται να οδηγήσει σε υψηλότερη ζήτηση. Όλα αυτά σημαίνουν πως οι τιμές των ακινήτων θ’ αρχίσουν και πάλι ν’ ακολουθούν ανοδική τροχιά. Οι παράγοντες που προαναφέρθηκαν είναι πιθανό να δώσουν μια κατά 15-20% ώθηση στις συνολικές επενδύσεις στον τομέα της κατοικίας (νέες κατασκευές και ανακαινίσεις), μέσα στην επόμενη πενταετία. Αυτή και μόνη η αλλαγή θα μπορούσε να προσθέσει μια εκατοστιαία μονάδα στο ετήσιο αμερικανικό ΑΕΠ, καθώς και περί τα τέσσερα εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας στην αμερικανική οικονομία.
Δεύτερον, οι νέες τεχνολογίες οδηγούν σε μια εντυπωσιακή ανάκαμψη την αμερικανική παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Συγκλονιστικές προηγμένες τεχνικές και καινοτόμες προσεγγίσεις, που αφορούν την «υδραυλική διάσπαση» και την «οριζόντια εξόρυξη», έχουν δώσει πρόσβαση σε ενεργειακά αποθέματα που ήταν προηγουμένως άγνωστα ή απροσπέλαστα. Το αποτέλεσμα ήταν μια δραστική ανάκαμψη στις βιομηχανίες του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το 2012, η παραγωγή αμερικανικού φυσικού αερίου άγγιξε τα 65 δισ. κυβικά πόδια ημερησίως, ένα μέγεθος που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ και είναι κατά 25% υψηλότερο σε σύγκριση με το προ πενταετίας αντίστοιχο. Γι’ αυτήν την αύξηση σημαντικά υπεύθυνο είναι το σχιστολιθικό φυσικό αέριο (shale gas). Εν τω μεταξύ, η αμερικανική παραγωγή πετρελαίου εκτοξεύθηκε στα ύψη. Εκτιμάται ότι μόνο μέσα στο 2012 η παραγωγή πετρελαίου και άλλων υγρών υδρογονανθράκων, όπως των βιοκαυσίμων, αυξήθηκε κατά 7%, φθάνοντας στα 10,9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση από το 1951.
Το αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας προβλέπει ότι μέσα στο 2013 η αμερικανική παραγωγή υγρών υδρογονανθράκων θα αυξηθεί κατά 500.000 βαρέλια επιπλέον, ενώ η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ) εκτιμά ότι μέχρι το 2017 οι ΗΠΑ θα αναδειχθούν στη μεγαλύτερη πετρελαιοπαραγωγό χώρα, ξεπερνώντας τη Σαουδική Αραβία. Συνολικά, αυτή η ενεργειακή έκρηξη θα προσθέσει 3% στο αμερικανικό ΑΕΠ μέσα στην επόμενη δεκαετία, καθώς επίσης και σχεδόν τρία εκατομμύρια άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας, που οι περισσότερες θα είναι υψηλά αμειβόμενες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ θα μπορέσουν να περικόψουν κατά ένα τρίτο τις εισαγωγές πετρελαίου, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Επιπλέον, η αυξημένη παραγωγή φυσικού αερίου θα συμβάλει στη μείωση της μέσης δαπάνης για υπηρεσίες κοινής ωφέλειας σχεδόν κατά χίλια δολάρια ετησίως, γεγονός που θα σημάνει επίσης περαιτέρω τόνωση της αμερικανικής οικονομίας. Η δίψα των Αμερικανών για οικονομική ανάκαμψη και θέσεις εργασίας έχει κάμψει την προηγούμενη αντίθεσή τους απέναντι σ’ αυτήν την ενεργειακή επανάσταση.
Τρίτον, αψηφώντας την αρνητική δημοσιότητα, το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα ανακεφαλαιοποιήθηκε από το 2008 και αναδιαρθρώθηκε με προσεκτικά βήματα. Δικαιολογημένα, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί την ταχύτητα με την οποία βελτιώθηκαν από τότε οι κεφαλαιακοί δείκτες και οι δείκτες ρευστότητας των τραπεζών. Οι μεγαλύτερες τράπεζες πέρασαν με επιμέλεια από όλα τα αυστηρά τεστ αντοχής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ και, παραδόξως, βρίσκονται πιο μπροστά από τον προγραμματισμό τους στην επίτευξη των απαιτουμένων κεφαλαιακών δεικτών, βάσει του διεθνούς κανονιστικού πλαισίου, γνωστού ως Βασιλεία ΙΙΙ. Οι μεσαίου μεγέθους τράπεζες είναι σε ακόμη καλύτερη μοίρα. Αν και η συγκεκριμένη δουλειά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, αυτά τα ιδρύματα φρόντισαν γρήγορα να απαλλαγούν από προβληματικά κληρονομηθέντα περιουσιακά στοιχεία, και, κυρίως, από τους τίτλους που είχαν εκδοθεί με την κάλυψη ενυπόθηκων δανείων. Τόσο οι μεγάλες όσο και οι μεσαίες τράπεζες απομακρύνθηκαν από μια μεγάλη γκάμα περιουσιακών στοιχείων και άντλησαν στέρεα νέα κεφάλαια από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, αναδιάρθρωσαν τις διευθυντικές ομάδες και τα διοικητικά συμβούλιά τους. Υπό το πρίσμα αυτών των αλλαγών, οι προηγούμενες έντονες ανησυχίες ως προς τη χρηματοοικονομική σταθερότητα των αμερικανικών τραπεζών, έχουν σε μεγάλο βαθμό διαλυθεί.
Πράγματι, οι τράπεζες ήδη δανείζουν και πάλι εντατικά τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve), τα τρέχοντα δάνεια σε αμερικανικές επιχειρήσεις ανέρχονται σήμερα σε 1,45 τρισ. δολάρια, έχοντας αυξηθεί με διψήφιο ποσοστό σε κάθε ένα από τα τέσσερα προηγούμενα τρίμηνα. Ο αριθμός αυτός είναι ακόμη κάτω από το ζενίθ του 2008, αλλά η απόσταση μειώνεται με ταχύ ρυθμό. Όσον αφορά την καταναλωτική πίστη, το προηγούμενο ιστορικό ρεκόρ ξεπεράστηκε μέσα στο 2011 και το σύνολο των καταναλωτικών δανείων αυξήθηκε επιπλέον κατά 3-4% μέσα στο 2012. Όλα αυτά τα δάνεια οδηγούν σε αύξηση του ΑΕΠ και ο τραπεζικός τομέας αναμένεται να ενισχύει σταθερά τη δανειοδότηση μέσα στα προσεχή χρόνια.
Τέταρτον, η Μεγάλη Ύφεση οδήγησε αθόρυβα την αμερικανική βιομηχανία σε μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Το κόστος παραγωγής στις ΗΠΑ είναι τώρα κατά 11% χαμηλότερο σε σύγκριση με μια δεκαετία πριν, την ίδια ώρα που σε πολλές άλλες βιομηχανικές χώρες εξακολουθεί να ανεβαίνει. Παράλληλα, η διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό και στο κινεζικό εργατικό κόστος μειώνεται. Η αμερικανική οικονομία εμπλουτίστηκε από το 2010 με μισό εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία της και, όπως φαίνεται, αυτή η τάση θα συνεχιστεί επί σειρά ετών. Ο μετασχηματισμός που συντελέστηκε στον αμερικανικό μεταποιητικό τομέα είναι ίσως περισσότερο αισθητός στην αυτοκινητοβιομηχανία. Το 2005, το ωριαίο εργατικό κόστος στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία ήταν κατά 40% υψηλότερο σε σύγκριση με εκείνο των ξένων μονάδων παραγωγής που διέθεταν εργοστάσια στις ΗΠΑ. Σήμερα, όμως, το κόστος έχει εξισωθεί και οι Τρεις Μεγάλες αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες (Chrysler, Ford και General Motors), έχουν ξανακερδίσει το μερίδιό τους στην αγορά της Βόρειας Αμερικής.
Οπωσδήποτε, η ανάκαμψη που σημειώνεται στον στεγαστικό και στον ενεργειακό τομέα, θα επηρεάσει θετικά και τον μεταποιητικό. Με δεδομένες τις τόσο αισιόδοξες προβλέψεις για τον κλάδο κατασκευής κατοικίας, και λαμβανομένου υπόψη ότι κάθε νέα κατοικία περιλαμβάνει πάρα πολλά βιομηχανικά προϊόντα, η αύξηση των θέσεων εργασίας στη βιομηχανία θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Επιπλέον, η υποχώρηση στις τιμές του φυσικού αερίου θα ενισχύσει τον τομέα των πετροχημικών και κάθε τύπο βιομηχανίας που χρησιμοποιεί αυτό το καύσιμο.
Τέλος, αν και δεν μπορούν να υπάρξουν εγγυήσεις, οι πιθανότητες να κατορθώσει η Ουάσιγκτον να δώσει λύση στο πρόβλημα του εθνικού χρέους, είναι αυξημένες. Καθώς ο Ομπάμα έχει ορίσει τη μείωση του ελλείμματος ως τον πρωταρχικό στόχο της δεύτερης θητείας του και με δεδομένα τα δυσμενή εκλογικά αποτελέσματα για τους Ρεπουμπλικανούς, των οποίων η πολιτική κατά της φορολόγησης στερείται νομιμοποίησης από την κοινή γνώμη, οι προοπτικές για μια αποφασιστική συμφωνία όσον αφορά τη μείωση του ελλείμματος εμφανίζονται βελτιωμένες. Εάν αυτό συμβεί μέσα στο 2013, θα δοθεί μεγαλύτερη ώθηση στην επιχειρηματική και επενδυτική εμπιστοσύνη, καθώς επίσης και συνολικά στις ιδιωτικές επενδύσεις.
ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Στην Ευρώπη οι μέχρι στιγμής ενδείξεις ότι οι οικονομίες της θα αναδυθούν ισχυρότερες από την κρίση είναι πιο δυσδιάκριτες. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι, μετά τη βουτιά του 2008, η Ευρώπη ακολουθούσε πορεία ανάκαμψης μέχρι που το 2011 ξέσπασε η διπλή κρίση στο δημοσιονομικό χρέος και στον τραπεζικό τομέα της ευρωζώνης. Επιπλέον, συγκρινόμενο με εκείνο των ΗΠΑ, το εύρος της οικονομικής αναδιάρθρωσης που απαιτείται για την Ευρώπη είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην πολυπλοκότητα που παρουσιάζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνθεση 27 πολύ διαφορετικών μεταξύ τους χωρών. Είναι επίσης αποτέλεσμα της άκαμπτης, αρτηριοσκληρωτικής φύσης των οικονομιών πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Ως εκ τούτου, οι συνέπειες από την ευρωπαϊκή κρίση και το ερώτημα κατά πόσον αυτή θα μπορέσει να οδηγήσει πραγματικά σε ευρύτερης κλίμακας αναδιάρθρωση, παραμένει ασαφές. Παρ’ όλα αυτά, είναι λογικό ότι θα συμβούν μεγάλες και θετικές αλλαγές, των οποίων κάποια ενθαρρυντικά δείγματα είναι ήδη ορατά. Η Ευρώπη έχει κινηθεί σπασμωδικά προς τη δημοσιονομική ένωση και την τραπεζική μεταρρύθμιση. Απ’ άκρη σ’ άκρη της Ε.Ε, οι οικονομίες επιχειρούν να βελτιώσουν την παραγωγικότητα και να κάνουν πιο ανταγωνιστικές τις εξαγωγές τους, ενώ οι κυβερνήσεις ασκούν σκληρό έλεγχο στον δημόσιο τομέα των χωρών τους.
Μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν προηγούμενα παραδείγματα αναδιάρθρωσης και ενίσχυσης ύστερα από μεγάλες δημοσιονομικές κρίσεις, όπως αυτή της Σουηδίας στη δεκαετία του 1990. Στην περίπτωση αυτή, η έκρηξη που σημειώθηκε στις δανειοδοτήσεις και στην αγορά κατοικίας, συνέπεσε με μια μακρά περίοδο ανάπτυξης του δημοσίου τομέα και μια αναλογία χρέους προς ΑΕΠ σχεδόν στο 80%. Εκείνη τη εποχή η Σουηδία εθεωρείτο πρότυπο ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους. Ωστόσο, το 1992 κατέρρευσε το τραπεζικό της σύστημα και η ανεργία σκαρφάλωσε στο 12%, δίνοντας το έναυσμα για μια σειρά οικονομικών, φορολογικών και τραπεζικών μεταρρυθμίσεων. Η Στοκχόλμη αύξησε τη φορολογία, απελευθέρωσε τους τομείς της ηλεκτρικής ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών και περιέκοψε τις ομοσπονδιακές δαπάνες, συμπεριλαμβάνοντας τις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας. Όλες αυτές οι ενέργειες βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα της Σουηδίας και έδωσαν ώθηση στην αύξηση του ΑΕΠ, το οποίο ανέκαμψε με ρυθμό αύξησης 4% δύο χρόνια αργότερα, το 1994.
Σήμερα στην ευρωζώνη οι κυβερνήσεις πραγματοποιούν μια αβέβαιη πρόοδο. Ας λάβουμε υπόψη καταρχάς τα δημοσιονομικά έσοδα. Στον τομέα αυτόν, γίνονται ενέργειες στην κατεύθυνση της καθιέρωσης μιας κεντρικής φορολογικής αρχής με ουσιαστικό έλεγχο επί των προϋπολογισμών και των χρεών της κάθε μιας χώρας. Είναι πολύ πιθανό ότι τα μέλη της ευρωζώνης θα αρνηθούν να προσδώσουν νομική ισχύ για πλήρη απόρριψη των εθνικών προϋπολογισμών στο όργανο που θα υλοποιεί τη φορολογική ενοποίηση. Εντούτοις, αν η φορολογική ενοποίηση κερδίσει αξιοπιστία στις χρηματαγορές, θα αποκτήσει πραγματική ισχύ, επειδή η ενδεχόμενη μη έγκριση εθνικών προϋπολογισμών θα προκαλούσε αρνητικές αντιδράσεις από αυτές ακριβώς τις αγορές.
Δεύτερον, η απόφαση της ευρωζώνης να αναθέσει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την εποπτεία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών ιδιωτικών τραπεζών, είναι ένα ακόμη σημαντικό βήμα. Ως αποτέλεσμα, οι τράπεζες αυτές θα υπαχθούν σε κανόνες εκσυγχρονισμού, διαφάνειας και ανεξαρτησίας, δηλαδή σ’ ένα καθεστώς που πόρρω απέχει από τη σημερινή πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας αδύναμοι τοπικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί χαϊδεύουν τις τράπεζες. Με το νέο καθεστώς, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα πλησιάσει το πιο ισχυρό και ευέλικτο μοντέλο της αμερικανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Κι αυτή είναι μια ουσιαστική αλλαγή.
Ωστόσο, για την πλήρη ίαση του τραπεζικού της συστήματος, η ευρωζώνη έχει ανάγκη από έναν φορέα σαν τον αμερικανικό TARP (Troubled Asset Relief Program). Προς την κατεύθυνση αυτή, σαν πρώτο βήμα λειτούργησε η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών στην Ισπανία. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας χορηγεί κεφάλαια στις ευρωπαϊκές τράπεζες σε συνάρτηση με τη συνολική εκκαθάριση των ισολογισμών τους. Αν αυτή η τακτική υιοθετηθεί σε όλη την Ευρώπη, στο τέλος θα παραγάγει ένα υγιέστερο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Τρίτον, κάποιες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ξεκινήσει την αναζήτηση λύσεων για τη βελτίωση των διαρθρωτικών προβλημάτων τους, τα οποία αποτελούν μείζονα, αν και όχι ευρέως προβαλλόμενο, παράγοντα τροφοδότησης της κρίσης. Έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πιθανό το ενδεχόμενο να πραγματοποιήσουν ουσιαστική πρόοδο στον τομέα της παραγωγικότητας οι λιγότερο ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές οικονομίες, κυρίως αυτές του Νότου. Καθώς δεν έχουν εθνικά νομίσματα για να μπορέσουν να τα υποτιμήσουν, αυτές οι χώρες περιστέλλουν το κόστος με εσωτερικές υποτιμήσεις αλλά και μείωση στην εισροή εργασίας. Στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία, τις χώρες της ευρωζώνης που υφίστανται τη μεγαλύτερη οικονομική πίεση, το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει σημαντικά μειωθεί από το 2010. Οι χώρες αυτές έχουν εισαγάγει μεγάλης σημασίας μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όπως μείωση των κατώτατων μισθών και κατάργηση των περιορισμών στις προσλήψεις, τις απολύσεις και τις αποζημιώσεις. Το μάθημα από την περίπτωση της Ιρλανδίας είναι διδακτικό. Μετά την κατάρρευση του ιρλανδικού τραπεζικού συστήματος το 2008, το Δουβλίνο μείωσε δραματικά το κόστος παραγωγής και τόνωσε την παραγωγικότητα. Σήμερα, λίγα μόλις χρόνια ύστερα από εκείνη την κρίση, η Ιρλανδία είναι και πάλι ένα από τα πλέον αποδοτικά μέρη στην Ευρώπη για παραγωγή.
Τέταρτον, οι εξαγωγές των χωρών της περιφέρειας (που υπέφεραν για πολύ καιρό κάτω από το βάρος των μεγάλων εμπορικών ελλειμμάτων έναντι της Γερμανίας και των άλλων χωρών της βόρειας Ευρώπης), ξανακερδίζουν την ανταγωνιστικότητά τους. Ως αποτέλεσμα, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία καταγράφουν σήμερα μικρότερα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, γεγονός που σχετίζεται με το χαμηλότερο κόστος των εξαγωγών τους και το ασθενέστερο ευρώ. Στην Ελλάδα, παρά τη σοβαρότητα της οικονομικής κατάρρευσης, οι εξαγωγές της -σε απόλυτες τιμές- επέστρεψαν στα προ κρίσης επίπεδα.
Τέλος, με την απόφασή τους να περιορίσουν τον δημόσιο τομέα τους, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική αναθέρμανση της ηπείρου, καθώς η περικοπή των δημοσίων δαπανών θα αφήνει όλο και μεγαλύτερο πεδίο ανάπτυξης για τον ιδιωτικό τομέα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το συνολικό έλλειμμα των 17 χωρών της ευρωζώνης μειώθηκε στο 4,1% του ΑΕΠ για το 2011, γεγονός που συνιστά σημαντική μείωση σε σύγκριση με το 6,2% του 2010. Επιπλέον, στον ευρύτερο κύκλο των χωρών-μελών της Ε.Ε, το συνολικό έλλειμμα μειώθηκε κατά ένα τρίτο για το 2011. Οπωσδήποτε, η αναλογία ελλείμματος προς ΑΕΠ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες παραμένει πάνω από τον επίσημο στόχο του 3% και το χρέος αυξήθηκε πέρυσι με ταχύτερους ρυθμούς από το ΑΕΠ στην ευρωζώνη ως σύνολο. Εντούτοις, η πίεση που ασκείται από τις χρηματαγορές θα συνεχίζει και στο μέλλον να οδηγεί σε συρρίκνωση τον δημόσιο τομέα στην Ευρώπη.
Σε όλη τη διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας οι σοβαρές οικονομικές κρίσεις προκάλεσαν μεγάλη οδύνη στα ευάλωτα τμήματα των κοινωνιών που επλήγησαν, επίσης, όμως, συχνά συνέβαλαν στην ενίσχυση των οικονομιών των χωρών τους. Και τα δύο αυτά αλληλοσυγκρουόμενα φαινόμενα γίνονται αισθητά σήμερα στις ΗΠΑ. Από τη φύση της η Ευρώπη είναι πιο ευπαθής, αλλά οι αρχικές ενδείξεις δίνουν την εντύπωση ότι και εδώ θα προκύψει η ίδια δυναμική. Εάν επαληθευτεί αυτό το ιστορικό σχήμα, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα μπορούσαν να εναντιωθούν στην κοινή πεποίθηση και να ηγηθούν εκ νέου της παγκόσμιας οικονομίας.
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69213/roger-c-altman/i-ptosi-kai-i-anodos-tis-dysis?page=show

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου