Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Το δόγμα του Πούτιν

Πολλά στη ρωσική εξωτερική πολιτική σήμερα βασίζονται στην κοινή συναίνεση που αποκρυσταλλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αναδυόμενη από τα συντρίμμια της σοβιετικής κατάρρευσης, αυτή η συναίνεση διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα - από τους φιλοδυτικούς φιλελεύθερους ως τους αριστερούς και τους εθνικιστές. Στηρίζεται σε τρεις γεωστρατηγικές επιταγές: ότι
- η Ρωσία πρέπει να παραμείνει μια πυρηνική υπερδύναμη,
- μια μεγάλη δύναμη σε όλες τις πτυχές της διεθνούς δραστηριότητας, και
- η ηγεμόνας - η πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ηγέτιδα - της περιοχής της.
Η συναίνεση αυτή σηματοδοτεί μια γραμμή, πέρα από την οποία η Ρωσία δεν μπορεί να υποχωρήσει χωρίς να χάσει την αίσθηση της υπερηφάνειας της ή ακόμη και την εθνική της ταυτότητα. Έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική, επιβιώνοντας στην μετεπαναστατική αναταραχή και την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος από τον Μπόρις Γιέλτσιν στον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Μετά την εκλογή του ως πρόεδρος το 2000, ο Πούτιν προσέθεσε σε αυτήν την ατζέντα ένα γενικό στόχο: την ανάκτηση των οικονομικών, πολιτικών και γεωστρατηγικών «εργαλείων» που απώλεσε το σοβιετικό κράτος το 1991. Αν και ποτέ δεν το έχει δηλώσει επίσημα, ο Πούτιν έχει επιδιώξει αυτόν τον στόχο με τέτοια αποφασιστικότητα, συνοχή και συνέπεια που αξίζει να ονομάζεται «το Δόγμα Πούτιν». Εσωτερικά, το δόγμα οδήγησε το καθεστώς να διεκδικήσει τα ανώτερα επίπεδα της οικονομίας (πρώτα και κυρίως, τις βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου) και να επαναβεβαιώσει τον έλεγχό της επί της εθνικής πολιτικής, του δικαστικού συστήματος καθώς και των εθνικών τηλεοπτικών δικτύων, από τα οποία ενημερώνεται η συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων. Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας, το δόγμα προχώρησε σε επανερμηνεία της γεωστρατηγικής «τριάδας» της Ρωσίας, καθιστώντας την υλοποίηση και τη διατήρησή της πολύ πιο κατηγορηματική από ό, τι προβλεπόταν αρχικά. Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, έχει αφήσει να εννοηθεί πρόσφατα ότι θα προσπαθήσει να αναβιώσει την «επανεκκίνηση» με τη Ρωσία, η καλύτερη επιλογή της Ουάσιγκτον μπορεί να είναι μια στρατηγική παύση: μια πολύ μεγάλης κλίμακας υποβάθμιση του τρόπου αλληλεπίδρασης, η οποία θα αντανακλά την αυξανόμενη διαφορά στις αξίες και τους στόχους των δύο χωρών που, όμως, θα συντηρεί τον ειλικρινή διάλογο, ίσως ακόμα και τη συνεργασία σε λίγους επιλεγμένους τομείς.

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΠΟΥΤΙΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ
Η πρώτη επιτακτική ανάγκη της συναίνεσης στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας είναι η διατήρηση της θέσης της χώρας ως μια πυρηνική υπερδύναμη. Η κεντρική σημασία της διατήρησης της ισοτιμίας της Ρωσίας με τη μόνη άλλη πυρηνική υπερδύναμη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, εξηγεί την προθυμία της Μόσχας να συμμετάσχει με την Ουάσιγκτον σε διαπραγματεύσεις για τη στρατηγική ελέγχου των εξοπλισμών. Την ίδια στιγμή, η δυναμική επιδίωξη αυτού του στόχου από τον Πούτιν ευθύνεται για την σφοδρότητα με την οποία η Μόσχα αντιτίθεται σε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποδυναμώσει αυτήν την στρατηγική ισοτιμία, όπως το σύστημα αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, το ότι έχουν πέσει στο κενό οι ισχυρισμοί των κορυφαίων αξιωματούχων των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ότι το σύστημα δεν αποτελεί απειλή για την πυρηνική αποτροπή της Ρωσίας. Όπως δήλωσε ο Πούτιν σε ομιλία του στο Ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών τον περασμένο Ιούλιο, δήθεν η αντιπυραυλική ασπίδα «αναστατώνει την στρατηγική ισορροπία» - δηλαδή, αποδυναμώνει το καθεστώς της Ρωσίας ως μια πυρηνική υπερδύναμη.
Ένας δευτερεύων αλλά συμβολικά σημαντικός (για να μην αναφέρουμε προσοδοφόρος) πυλώνας της θέσης της Ρωσίας ως πυρηνικής υπερδύναμης είναι οι εξαγωγές τής πυρηνικής της τεχνολογίας. Η κρατική εταιρεία πυρηνικής ενέργειας, Rosatom, έχει υπάρξει δραστήρια στο να πωλεί πυρηνική τεχνολογία και σήμερα έχει συμβάσεις για πώληση πυρηνικών αντιδραστήρων στην Κίνα, την Τουρκία, την Ινδία, την Λευκορωσία και το Μπαγκλαντές. Το Ιράν ήταν ένας ιδιαίτερα ελκυστικός πελάτης – η Ρωσία βοήθησε να κατασκευάσει το αξίας ενός δισ. δολαρίων πυρηνικό εργοστάσιο στο Μπουσέρ παρά την αντίδραση των ΗΠΑ. Το έργο στο Μπουσέρ υπογράμμισε όχι μόνο την πυρηνική τεχνολογική ικανότητα της Ρωσίας, αλλά και την προθυμία της Μόσχας να υποστηρίξει τις πολιτικές της Τεχεράνης απέναντι στην αντίθεση της Ουάσιγκτον.
Αυτή η ακαμψία απέναντι στις επιθυμίες των ΗΠΑ είναι κεντρικής σημασίας για την επανερμηνεία από τον Πούτιν του δεύτερου στόχου της συναίνεσης για την εξωτερική πολιτική της Ρωσίας: σε γενικές γραμμές, η διατήρηση του καθεστώτος της χώρας ως μεγάλης δύναμης. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η Μόσχα επιδιώκει ενεργά την προσέγγιση πρώην πελατών της Σοβιετικής Ένωσης στη Μέση Ανατολή, την Λατινική Αμερική και την Ασία. Εμβληματική αυτής της πολιτικής ήταν η αναβάθμιση το 2009, των εγκαταστάσεων εφοδιασμού και επισκευών στον λιμένα Ταρτούς στη Συρία και η επίσκεψη του Πούτιν στην Κούβα τον Δεκέμβριο του 2000, η πρώτη από ηγέτη της Ρωσίας ή της Σοβιετικής Ένωσης μετά από το ταξίδι του Λεονίντ Μπρέζνιεφ εκεί, το 1974. Επιπλέον, η χρήση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ από την Μόσχα για να αποδυναμώσει ή να εμποδίσει τις πρωτοβουλίες των ΗΠΑ έχει αυξηθεί σταθερά: τη δεκαετία του 1990, η Ρωσία θέτει δύο βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Μεταξύ του 2000 και του 2012, το βέτο ασκήθηκε οκτώ φορές.
Η επιδίωξη της τρίτης συνιστώσας της συναίνεσης στην εξωτερική πολιτική– η περιφερειακή ηγεμονία - έχει οδηγήσει την Μόσχα να αγωνίζεται για την πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και πολιτιστική επανένταξη του πρώην σοβιετικού μπλοκ υπό την ρωσική ηγεσία. Στην ομιλία του στο Υπουργείο Εξωτερικών το περασμένο καλοκαίρι, ο Πούτιν επανέλαβε την δέσμευση αυτή, αποκαλώντας την «εμβάθυνση της ενσωμάτωσης» του πρώην σοβιετικού εδάφους ως «καρδιά της εξωτερικής μας πολιτικής». Παρά την όχι και τόσο ενθουσιώδη συνεργασία με τα νέα ανεξάρτητα κράτη, αυτή η αναζήτηση έχει ως αποτέλεσμα τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (Collective Security Treaty Organization, μια στρατιωτική συμμαχία που περιλαμβάνει την Ρωσία, την Αρμενία, την Λευκορωσία, το Καζακστάν, την Κιργιζία και το Τατζικιστάν) και την τελωνειακή ένωση της Λευκορωσίας, του Καζακστάν και της Ρωσίας, η οποία έχει οριστεί να εξελιχθεί σε Ευρασιατική Ένωση μέχρι το 2015, ένα έργο που ο Πούτιν έχει υποστηρίξει έντονα πολλές φορές.
Υπό το Δόγμα Πούτιν, η επιδίωξη της περιφερειακής ηγεμονίας έχει αποκτήσει μια νέα διάσταση: μια προσπάθεια για την «Φινλανδοποίησης» των μετα-σοβιετικών κρατών, παραπέμποντας στον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης επί της εξωτερικής πολιτικής της Φινλανδίας κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Σε μια τέτοια ρύθμιση, η Μόσχα θα επιτρέπει στους γείτονές της να επιλέξουν τα δικά τους εγχώρια πολιτικά και οικονομικά συστήματα, αλλά θα διατηρεί τον τελευταίο λόγο πάνω στον διεθνή προσανατολισμό τους. Ως εκ τούτου, η Μόσχα έχει λάβει μια ιδιαίτερα σκληρή γραμμή εναντίον των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών που έχουν επιδιώξει να αναπροσανατολίσουν την εξωτερική πολιτική τους. Στην περίπτωση της Γεωργίας, η οποία επεδίωκε ανοιχτά την ένταξη της στο ΝΑΤΟ, η Ρωσία πήγε στον πόλεμο, σε μια προσπάθεια να ταπεινώσει και να ανατρέψει το καθεστώς του προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι. Ομοίως, η Μόσχα προσπάθησε να αποσταθεροποιήσει την ουκρανική κυβέρνηση του Βίκτορ Γιούσενκο και της Γιούλια Τιμοσένκο - οι οποίοι υποστήριξαν την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τελικά στο ΝΑΤΟ - διακόπτοντας ή απειλώντας να διακόψει την παροχή φυσικού αερίου το 2006 και το 2009. Σήμερα, ακόμη και με μια πολύ πιο φιλο-ρωσική κυβέρνηση στο Κίεβο, η Μόσχα αρνείται να μειώσει τις τιμές των εξαγωγών φυσικού αερίου στην Ουκρανία - η οποία πληρώνει περισσότερο από ό, τι πολλοί ευρωπαίοι εισαγωγείς - έως ότου η χώρα εγκαταλείψει τα σχέδια για σταδιακή ενσωμάτωση στις οικονομικές δομές της ΕΕ και, αντ’ αυτού, να σχεδιάσει μια πορεία προς την ένταξή της σε μια ενδεχόμενη Ευρασιατική Ένωση.
Ένας άλλος κεντρικός πυλώνας του Δόγματος του Πούτιν, η επιδίωξη της αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής υπεροχής στη γειτονιά της Ρωσίας, εξηγεί την σταθερή αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού της Μόσχας κατά την διάρκεια της θητείας του Πούτιν στην εξουσία, από σχεδόν 29 δισεκατομμύρια δολάρια το 2000 σε 64 δισεκατομμύρια δολάρια το 2011 (και τα δύο ποσά αναφέρονται σε αμερικανικά δολάρια σε σταθερές τιμές 2010). Ακόμη και στις σημερινές δύσκολες οικονομικές συνθήκες, η Μόσχα συνεχίζει να επεκτείνει τις δαπάνες άμυνας με ρυθμούς πολύ υψηλότερους από εκείνες για άλλα εγχώρια προγράμματα, συμπεριλαμβανομένων της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης. Κατά την διάρκεια της εκστρατείας του για την προεδρία τον Φεβρουάριο του 2012, ο Πούτιν υποσχέθηκε έναν «ολοκληρωμένο και συστηματικό επανεξοπλισμό» του ρωσικού στρατού και «τον εκσυγχρονισμό του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος», υποσχόμενος να δαπανήσει 23 τρισεκατομμύρια ρούβλια (770 δισεκατομμύρια δολάρια) για τα έργα αυτά στα επόμενα δέκα χρόνια.
ΤΟ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟ ΦΡΟΥΡΙΟ
Με πρωταρχικό στόχο την ανάκτηση του κρατικού ελέγχου πάνω στην πολιτική και την οικονομία, το Δόγμα του Πούτιν έχει αναπόφευκτα οδηγήσει σε αυταρχισμό. Το ίδιο αμείλικτα, η αποκατάσταση του ρωσικού αυταρχισμού ανάγκασε το Κρεμλίνο να αντλήσει πηγές νομιμοποίησης εκτός των υπονομευμένων δημοκρατικών θεσμών. Ως εκ τούτου, το καθεστώς χρησιμοποίησε υποτιθέμενες εξωτερικές απειλές. Η μόνη εύλογη προστασία των Ρώσων από αυτούς τους κινδύνους από το εξωτερικό, όπως υποστήριξε ο Πούτιν, είναι η θαρραλέα ηγεσία του ισχύοντος καθεστώτος. Αυτός ο τρόπος νομιμοποίησης μπορεί να ονομαστεί ως η «στρατηγική του πολιορκημένου φρουρίου».
Το 2004, λίγες εβδομάδες αφότου Τσετσένοι εξτρεμιστές πήραν ομήρους σε σχολείο της Βόρειας Οσετίας, ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ - ο αναπληρωτής επικεφαλής της προεδρικής διοίκησης, που είναι τώρα αναπληρωτής πρωθυπουργός – παρουσίασε μια οπτική της Ρωσίας ως ένα πολιορκημένο φρούριο. Σύμφωνα με τον Σουρκόφ, οι ανώνυμες ξένες απειλές, που «διψάνε» για τους φυσικούς πόρους της χώρας, σχεδίαζαν να «καταστρέψουν την Ρωσία και να συμπληρώσουν τον τεράστιο χώρο με πολλά αδύναμα ημι-κράτη». Επιπλέον, πρόσθεσε ότι στην «εκ των πραγμάτων πολιορκημένη χώρα», οι εξωτερικοί συνωμότες βοηθήθηκαν από την «πέμπτη φάλαγγα» των προδοτών, τους «αριστερούς και δεξιούς ριζοσπάστες», οι οποίοι έχουν «κοινούς εξωτερικούς χορηγούς» και ότι αυτοί οι προδότες είναι ενωμένοι από το μίσος που οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι στοχεύει την Ρωσία του Πούτιν, αλλά, στην πραγματικότητα, πρόκειται για μίσος για την ίδια την Ρωσία. Από τότε, τα τρία θέματα του Σουρκόφ – η αέναη προσπάθεια να υποταχθεί ή να καταστραφεί το ρωσικό κράτος, η αντικαθεστωτική αντιπολίτευση ως εργαλείο εκείνων που κρύβονται πίσω από αυτό το σχέδιο και η εξίσωση της παρούσας κυβέρνησης με το ρωσικό έθνος - έχουν γίνει οι συνδετικοί κρίκοι της προπαγάνδας του καθεστώτος. Όπως θα περίμενε κανείς, το θέμα του πολιορκημένου φρουρίου γίνεται ιδιαίτερα ορατό και η έντονο, όποτε η ανάγκη του καθεστώτος για ενίσχυση της νομιμοποίησής του φαίνεται να είναι μεγαλύτερη. Και η απειλή από τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ένα σύνηθες επίκεντρο.
Παρ’ όλα αυτά, κατά την έναρξη της πρώτης θητείας του Ομπάμα, οι ΗΠΑ και τα ρωσικά συμφέροντα φαίνονταν να επικαλύπτονται αρκετά ώστε οι δύο χώρες να συμβιβαστούν σε ορισμένα διχαστικά ζητήματα. Αφότου η Ουάσιγκτον και η Μόσχα ξεκίνησε την «επανεκκίνηση» τον Μάρτιο του 2009, ακολούθησε μια σειρά από προσπάθειες συνεργασίας. Αυτές περιελάμβαναν το Βόρειο Δίκτυο Εφοδιασμού (μια σειρά από υλικοτεχνικές ρυθμίσεις που χρησιμοποιούνται για την αποστολή υλικού και προσωπικού του ΝΑΤΟ μέσω του ρωσικού εδάφους στο Αφγανιστάν), την ακύρωση της προγραμματισμένης από την Ουάσιγκτον ανάπτυξης πυραύλων αναχαίτισης και ραντάρ στην Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία, την υπογραφή της Νέας START και την ψηφο της Μόσχας τον Ιούνιο του 2010 για το Ψήφισμα 1929 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο επέβαλε κυρώσεις κατά του Ιράν.
Όμως, μέχρι το τέλος του 2011, η Ουάσιγκτον και η Μόσχα άρχισαν να απομακρύνονται, καθώς το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον δημιούργησε μια αυξανόμενη αποσύνδεση μεταξύ των στόχων των δύο χωρών και των κατευθυντηρίων αξιών σε βασικούς τομείς πολιτικής. Στην πυρηνική αρένα, η ευρωπαϊκή αντιπυραυλική άμυνα φαίνεται να έχει μετατραπεί σε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για την συνεργασία της Ρωσίας στις άλλες στρατηγικές συμφωνίες μείωσης των εξοπλισμών. Η Μόσχα έχει απειλήσει να αποσυρθεί από τη Νέα START και τον Οκτώβριο του 2012 ανακοίνωσε την εγκατάλειψητου 20ετούς Προγράμματος Συνεργασίας για την Μείωση των Απειλών Nunn-Lugar (Nunn-Lugar Cooperative Threat Reduction Program), για το οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δαπανήσει περισσότερα από 7 δισ. δολάρια για να βοηθήσουν να απενεργοποιηθούν πάνω από 7.500 ρωσικές στρατηγικές πυρηνικές κεφαλές.
Εν τω μεταξύ, από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον, αυτό το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο, επίσης, χαρακτηρίζεται από μια σημαντική μείωση της σπουδαιότητας της Ρωσίας για βασικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Στο Αφγανιστάν, η ταχεία απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων απαλείφει ένα μεγάλο μέρος της ανάγκης για το Βόρειο Δίκτυο Εφοδιασμού μετά το 2014. Όσον αφορά το Ιράν, η Μόσχα σταμάτησε να υποστηρίζει ακόμα και την ασθενέστερη εκδοχή επιβολής κυρώσεων που είχε ήδη ψηφίσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Συρία, φυσικά ήταν η χαρακτηριστικότερη απόδειξη της διαφοράς στην κατεύθυνση των αξιών και των στόχων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας: Η Μόσχα άσκησε βέτο τρεις φορές σε ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας που υποστηρίζονταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ζητώντας την επιβολή κυρώσεων κατά του καθεστώτος του Μπασάρ αλ-Άσαντ.
Η εσωτερική πολιτική έχει επίσης αναδειχθεί ως ένας παράγοντας αυξανόμενης πολυπλοκότητας. Στην Ρωσία, η κατασταλτική αντίδραση του καθεστώτος στην άνοδο των κινημάτων κατά του Πούτιν και υπέρ της δημοκρατίας - με επικεφαλής την μεσαία τάξη - έχει θέσει δύο δομικές επιταγές για την εξωτερική πολιτική των χωρών μεταξύ τους: από την μία πλευρά την υποστήριξη των ΗΠΑ στην δημοκρατική αυτοδιοίκηση και από την άλλη την εστίαση του Δόγματος Πούτιν στην διατήρηση του σταθερού ελέγχου του κράτους στις εθνικές πολιτικές. Εν τω μεταξύ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κογκρέσο ψήφισε την Νομοθετική Πράξη Λογοδοσίας Sergei Magnitsky τον περασμένο Δεκέμβριο, που απαγορεύει την είσοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες σε Ρώσους αξιωματούχους που εμπλέκονται σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε διαφθορά, καθώς και την δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων που βρίσκονται εντός της επικράτειας των ΗΠΑ. Σε αντίδραση, η Μόσχα απαγόρευσε την υιοθεσία από αμερικανικές οικογένειες ορφανών παιδιών από την Ρωσία, πολλά από τα οποία είναι άρρωστα ή με ειδικές ανάγκες.
ΩΡΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΥΣΗ
Η απόκλιση των βασικών στόχων εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας έχει αφήσει στον Λευκό Οίκο δύο στρατηγικές επιλογές. Η πρώτη προσπαθεί να αναβιώσει την «επανεκκίνηση». Η Ουάσιγκτον φαίνεται να προσπαθεί αυτή την στρατηγική ετούτη την στιγμή. Σύμφωνα με πηγές στην Μόσχα, κατά την διάρκεια μιας τηλεφωνικής συνομιλίας με τον Πούτιν τον περασμένο Νοέμβριο μετά τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, ο Ομπάμα αποδέχθηκε την πρόσκληση του Πούτιν για μια σύνοδο κορυφής στη Ρωσία πριν από το τέλος του 2013. Τον Φεβρουάριο, ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, συναντήθηκε με το Ρώσο υπουργό Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ στο Μόναχο και τώρα φαίνεται ότι ο Αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, Τόμας Ντόνιλον, θα αποσταλεί σύντομα στην Μόσχα για να συζητήσει τρόπους ώστε να αναβιώσουν οι διαπραγματεύσεις για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων. (Δρώντας κάτω από τις υποδείξεις της υφυπουργού για τον έλεγχο των όπλων και την διεθνή ασφάλεια, η Rose Gottemoeller, η οποία ήταν η επικεφαλής των διαπραγματεύσεων για την Νέα START, ταξίδεψε στη Ρωσία την δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου).
Αλλά υπάρχει και μια άλλη επιλογή για την πολιτική των ΗΠΑ - και αυτή μπορεί κάλλιστα να είναι σοφότερη: μια στρατηγική παύση. Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των χωρών, όσο και μεταξύ ιδιωτών, τέτοια διαλείμματα μπορούν να παρέχουν τον απαραίτητο χρόνο για να καθοριστούν οι προτεραιότητες στις σχέσεις και το τίμημα το οποίο κάθε πλευρά είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να πετύχει στους σκοπούς της. Δεν υπάρχει καλύτερη περίοδος από τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες - και για τους ηγέτες και για τους πολίτες - για να συμμετάσχουν σε μια τέτοια συζήτηση. Μια παύση στην εμπλοκή, άλλωστε, δεν χρειάζεται να σημαίνει αδράνεια ή σιωπή. Καθώς η κυβέρνηση Ομπάμα συλλογίζεται τι θα κάνει με τα πιο πιεστικά και διχαστικά ζητήματα στις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις – την αντιπυραυλική άμυνα στην Ευρώπη, την αμερικανική αντίθεση στην αυξανόμενη καταστολή και τον αυταρχισμό στη Ρωσία και την επιδίωξη της Μόσχας για «Φινλανδοποίηση» των γειτόνων της - οι γραμμές επικοινωνίας θα πρέπει να παραμείνουν ανοικτές για έναν ειλικρινή διάλογο.
Στο τέλος, τον καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση του μέλλοντος των αμερικανο-ρωσικών σχέσεων θα τον παίξει ο ίδιος ο ρωσικός λαός - και η επιτυχία της δημοκρατικής διάθεσής τους φαίνεται σήμερα πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη στιγμή, από το 1991. Η εμφάνιση μιας ελεύθερης, δημοκρατικής, σταθερής και ευημερούσας Ρωσίας θα ήταν εξαιρετικά επωφελής για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οπότε η βοήθεια σε αυτήν την διαδικασία θα πρέπει να είναι η ύψιστη προτεραιότητα της πολιτικής των ΗΠΑ. Στα επόμενα χρόνια, η πρόκληση θα είναι να βρεθεί η μέση λύση μεταξύ του αλαζονικού σκεπτικού ότι η Ουάσιγκτον μπορεί να διαμορφώσει και να καθοδηγήσει τις εγχώριες εξελίξεις στην Ρωσία, και την τρέλα της πλήρους παραίτησης.
TOY Leon Aron
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69222/leon-aron/to-dogma-toy-poytin?page=show

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου