Ο μόνος τομέας που η κυβέρνηση είναι ξεκάθαρη υπεύθυνη, είναι αυτός των δημόσιων οικονομικών. Το 2003 η Γερμανία εμφάνιζε δημοσιονομικό έλλειμμα κοντά στο 4% του ΑΕΠ. Αυτό δεν φαίνεται υψηλό με τα σημερινά δεδομένα, αλλά ήταν υψηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ τότε. Σήμερα, η χώρα έχει έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό, τη στιγμή που οι υπόλοιποι της ευρωζώνης εμφανίζουν ακόμη ελλείμματα υψηλότερα από αυτά που είχε η Γερμανία πριν από δέκα χρόνια. Η ανάκαμψη των δημοσιονομικών οφείλεται κυρίως στη μείωση των δαπανών. Το 2003 οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ανήλθαν στο 46% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Αλλά οι δαπάνες μειώθηκαν κατά 5% του ΑΕΠ στα επόμενα πέντε χρόνια. Ως αποτέλεσμα, στις παραμονές της «μεγάλης ύφεσης», η Γερμανία εμφάνιζε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά δαπανών στην Ευρώπη.
Αλλά η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε πραγματικά να κάνει πολλά για το βασικό πρόβλημα της Γερμανίας, δηλαδή την έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς σήμερα, αλλά στη διάρκεια των πρώτων χρόνων του ευρώ, η Γερμανία γενικώς θεωρούνταν ως μη ανταγωνιστική εξαιτίας του υψηλού μισθολογικού κόστους της. Όταν εισήχθη το ευρώ, υπήρχαν ανησυχίες ότι αυτό το πρόβλημα δεν θα μπορούσε να λυθεί καθώς η Γερμανία δεν θα μπορούσε να προσαρμόζει πλέον τη συναλλαγματική της ισοτιμία. Αλλά, από όσο γνωρίζουμε τώρα, η Γερμανία έγινε ανταγωνιστική ξανά. Σήμερα η χώρα μάλιστα, θεωρείται ότι έχει γίνει υπερβολικά ανταγωνιστική, λόγω του συνδυασμού της συγκράτησης των μισθών και της διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην παραγωγικότητα. Αλλά μια προσεκτική ματιά στα στοιχεία, αποκαλύπτει ότι το πρώτο ήταν καθοριστικό, όχι το τελευταίο.
Η συγκράτηση των μισθών ήταν το βασικό στοιχείο, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να επιβληθεί από τη γερμανική κυβέρνηση. Έγινε κυρίως επειδή η γερμανική αγορά εργασίας ήταν λειτουργική. Η επίμονη υψηλή ανεργία μεταξύ του 2000-2008 υποχρέωσε τους εργαζόμενους να δεχθούν χαμηλότερους μισθούς και επιπλέον ώρες εργασίας, ενώ οι μισθοί συνέχιζαν να αυξάνονται κατά 2%-3% στις περιφερειακές χώρες που ευημερούσαν. Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη το ότι μέχρι το 2008 το εργατικό κόστος ανά μονάδα στη Γερμανία υποχωρούσε σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη.
Αλλά τι έγινε με την παραγωγικότητα και τις μεταρρυθμίσεις; Πολλές σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας εφαρμόστηκαν πραγματικά πριν από δέκα χρόνια, αλλά προφανώς δεν είχαν καμία επίδραση στην παραγωγικότητα. Όλα τα διαθέσιμα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η Γερμανία είχε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αύξησης της παραγωγικότητας τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη εάν αναλογιστεί κανείς ότι δεν υπήρχαν καθόλου μεταρρυθμίσεις στον κλάδο των υπηρεσιών, οι οποίος θεωρείται γενικώς ως υπερβολικά ρυθμισμένος και προστατευμένος. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της παραγωγικότητας ήταν υψηλότεροι στη μεταποίηση εξαιτίας του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, αλλά ακόμη και σε αυτόν τον κλάδο, οι επιδόσεις της Γερμανίας δεν ήταν οι καλύτερες μεταξύ των μεγάλων χωρών της ευρωζώνης.
Ακόμη και στη Γερμανία ο κλάδος των υπηρεσιών παραμένει σχεδόν διπλάσιος σε μέγεθος από τον βιομηχανικό κλάδο. Οι βαθιές μεταρρυθμίσεις στον κλάδο των υπηρεσιών ήταν επομένως αναγκαίες για να υπάρξουν σημαντικά κέρδη παραγωγικότητας για τη γερμανική οικονομία. Αλλά αυτό δε συνέβη, ακόμη και το 2013, καθώς όλη η προσοχή επικεντρώθηκε στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τη βιομηχανία.
Ακόμη και στη Γερμανία ο κλάδος των υπηρεσιών παραμένει σχεδόν διπλάσιος σε μέγεθος από τον βιομηχανικό κλάδο. Οι βαθιές μεταρρυθμίσεις στον κλάδο των υπηρεσιών ήταν επομένως αναγκαίες για να υπάρξουν σημαντικά κέρδη παραγωγικότητας για τη γερμανική οικονομία. Αλλά αυτό δε συνέβη, ακόμη και το 2013, καθώς όλη η προσοχή επικεντρώθηκε στη διεθνή ανταγωνιστικότητα και τη βιομηχανία.
Συνολικά το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχουν ασφαλώς κάποια στοιχεία στο «γερμανικό μοντέλο» που είναι χρήσιμα για τις χώρες στην περιφέρεια του ευρώ σήμερα. Στην πρώτη περίπτωση, η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική εξυγίανση απαιτεί συγκράτηση δαπανών και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας μπορούν, με την πάροδο του χρόνου, να φέρουν περιθωριακές ομάδες στην απασχόληση. Αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση για χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, παραμένει η ανταγωνιστικότητα. Η περιφέρεια της ευρωζώνης μπορεί ξανά να αναπτυχθεί μόνο εάν κατορθώσει να εξάγει περισσότερα. Οι μισθοί ήδη υποχωρούν υπό το βάθος της ακραία υψηλής ανεργίας. Αλλά αυτή είναι η πιο επώδυνη λύση για να βγει κανείς από την κρίση και δημιουργεί έντονη αντιπαράθεση. Ένας πολύ καλύτερος τρόπος για τη μείωση του κόστους εργασίας, θα μπορούσε να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Δυστυχώς, η Γερμανία δεν αποτελεί πρότυπο από αυτή την άποψη.
Ευτυχώς όμως, ορισμένες περιφερειακές χώρες αναγκάζονται τώρα από τους πιστωτές τους να προχωρήσουν σε δραστικές μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο της αγοράς εργασίας, αλλά επίσης και στον τομέα των υπηρεσιών. Οι μεταρρυθμίσεις, ακόμη και εάν εφαρμοστούν αρχικά μόνο υπό πίεση, στην πραγματικότητα αποτελούν τους ισχυρότερους λόγους αισιοδοξίας. Με τον χρόνο θα πρέπει να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ευελιξία και οι χώρες που τις εφαρμόζουν πλήρως, σταδιακά θα γίνουν περισσότερο παραγωγικές και ανταγωνιστικές.
Το ένα μάθημα που θα προκύψει από την αντιστροφή της τάσης που έχει λάβει χώρα εντός της ευρωζώνης τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι ότι δεν θα πρέπει κανείς να φεύγει από τις δυσκολίες του σήμερα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοπιηθεί σε ορισμένες χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης, είναι πολύ βαθύτερες από αυτές στις οποίες είχε προχωρήσει η Γερμανία όταν αντιμετώπιζε προβλήματα. Αυτές οι περιφερειακές χώρες που επιμένουν στις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να προκύψουν πολύ πιο λιτές και πιο ανταγωνιστικές. Αυτές που δεν το κάνουν (η Ιταλία φαίνεται να οδεύει προς αυτή την κατεύθυνση) θα κολλήσουν στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Που θα καταλήξουν μεμονωμένες χώρες σε δέκα χρόνια από σήμερα, είναι εξαιρετικά αβέβαιο, αλλά η pole position της Γερμανίας δεν είναι εγγυημένη για πάντα. Η ιεραρχία στην οικονομία της Ευρώπης μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή.
Ευτυχώς όμως, ορισμένες περιφερειακές χώρες αναγκάζονται τώρα από τους πιστωτές τους να προχωρήσουν σε δραστικές μεταρρυθμίσεις, όχι μόνο της αγοράς εργασίας, αλλά επίσης και στον τομέα των υπηρεσιών. Οι μεταρρυθμίσεις, ακόμη και εάν εφαρμοστούν αρχικά μόνο υπό πίεση, στην πραγματικότητα αποτελούν τους ισχυρότερους λόγους αισιοδοξίας. Με τον χρόνο θα πρέπει να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ευελιξία και οι χώρες που τις εφαρμόζουν πλήρως, σταδιακά θα γίνουν περισσότερο παραγωγικές και ανταγωνιστικές.
Το ένα μάθημα που θα προκύψει από την αντιστροφή της τάσης που έχει λάβει χώρα εντός της ευρωζώνης τα τελευταία δέκα χρόνια, είναι ότι δεν θα πρέπει κανείς να φεύγει από τις δυσκολίες του σήμερα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν πραγματοπιηθεί σε ορισμένες χώρες στην περιφέρεια της ευρωζώνης, είναι πολύ βαθύτερες από αυτές στις οποίες είχε προχωρήσει η Γερμανία όταν αντιμετώπιζε προβλήματα. Αυτές οι περιφερειακές χώρες που επιμένουν στις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να προκύψουν πολύ πιο λιτές και πιο ανταγωνιστικές. Αυτές που δεν το κάνουν (η Ιταλία φαίνεται να οδεύει προς αυτή την κατεύθυνση) θα κολλήσουν στην παγίδα της χαμηλής ανάπτυξης για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Που θα καταλήξουν μεμονωμένες χώρες σε δέκα χρόνια από σήμερα, είναι εξαιρετικά αβέβαιο, αλλά η pole position της Γερμανίας δεν είναι εγγυημένη για πάντα. Η ιεραρχία στην οικονομία της Ευρώπης μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή.
Του Daniel Gros
Πηγή:ceps.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου