Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Τα σχέδια της Γερμανίας για τη Συνθήκη της ΕΕ

Πέρυσι, οι Γερμανοί ηγέτες μίλησαν για την ανάγκη να ενισχυθεί η ευρωζώνη μέσω της αλλαγής των συνθηκών της ΕΕ. Ένα άτομο που άκουσε προσεκτικά τα λόγια αυτά ήταν ο David Cameron. Ο Βρετανός πρωθυπουργός μπορεί να υπέθεσε πως αυτές τις μέρες στην ΕΕ, ό,τι επιθυμεί η Γερμανία, το πετυχαίνει. Όταν εκφώνησε μια μεγάλη ομιλία για την Ευρώπη τον Ιανουάριο, ο Cameron πρόβλεψε ότι, μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, η ΕΕ θα χρειαστεί μια νέα συνθήκη και άφησε να εννοηθεί ότι η Βρετανία θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει παραχωρήσεις από τους εταίρους της ως αντάλλαγμα για την υπογραφή της συνθήκης, όλα αυτά εγκαίρως για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ που υποσχέθηκε το 2017. 

Αλλά η στρατηγική του Cameron βασίζεται σε μια εσφαλμένη υπόθεση. Το κλίμα στο Βερολίνο έχει αλλάξει. Οι πρόσφατες συναντήσεις εκεί με κυβερνητικούς αξιωματούχους και πολιτικούς με έχουν πείσει πως η Γερμανία δε θα πιέσει προς μια κατεύθυνση για το είδος συνθήκης που θέλει ο Cameron, τουλάχιστον όχι μέσα στο χρονικό διάστημα της προθεσμίας του το 2017.


Οι Γερμανοί, πραγματικά, είναι πιο ενθουσιώδεις για την αλλαγή της Συνθήκης από ό,τι οι περισσότεροι από τους Ευρωπαίους εταίρους τους. Όταν αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα, ψάχνουν συμβάσεις, νόμους και συνθήκες αντί για πολιτικές λύσεις. Και μπορεί να έχουν μια προτίμηση για την αλλαγή της συνθήκης και όχι την απλή νομοθεσία, αφού οι πολιτικοί μπορούν να αλλάξουν εύκολα το τελευταίο. Γερμανοί αξιωματούχοι ανησυχούν επίσης για το συνταγματικό δικαστήριο της Καρλσρούης, το οποίο έχει εκφράσει τις ανησυχίες του για ορισμένα μέτρα που έλαβε η ΕΕ για τη διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης. Το δικαστήριο θα μπορούσε να εμποδίσει περαιτέρω κινήσεις εκτός και αν αυτές υποστηρίζονται από καινούρια άρθρα συνθήκης.

Στο Βερολίνο οι άνθρωποι μιλούν για δύο είδη αλλαγής της Συνθήκης, τη μεγάλη και τη μικρή. Οι υποστηρικτές της μεγάλη νέας συνθήκης επιθυμούν μέσω αυτής να καθιερωθεί μια «πολιτική ένωση». Το πρώτο βήμα θα είναι μια «Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης», που θα συμπεριλαμβάνει τους Ευρωβουλευτές και τα εθνικά κοινοβούλια, σαν αυτές που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο 2001-2003, πριν από τη σύνταξη της συνταγματικής συνθήκης. Το δεύτερο βήμα θα είναι μια διακυβερνητική διάσκεψη για την ψήφιση μιας συνθήκης που θα εισάγει αλλαγές όπως η απόδοση περισσότερης εξουσίας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι άμεσες εκλογές για τον πρόεδρο της Κομισιόν και ο αυστηρότερος συντονισμός της οικονομικής πολιτικής. Ο Guido Westerwelle, υπουργός Εξωτερικών, και ο Wolfang Schaeuble, υπουργός Οικονομικών, έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει τη μεγάλη αλλαγή της Συνθήκης. Μερικά μέλη της Bundestag και αξιωματούχοι του υπουργείου Εξωτερικών συμμερίζονται τα φεντεραλιστικά τους συναισθήματα.

Ωστόσο, τη συνολική εποπτεία της πολιτικής της ΕΕ έχει η καγκελάριος Angela Merkel και είπε σε συνέντευξη της Τριμερούς Επιτροπής στο Βερολίνο, στις 15 Μαρτίου, ότι η Ευρώπη δε χρειάζεται μια μεγάλη νέα συνθήκη για να γίνει ανταγωνιστική. Αυτή κι ένα μεγάλο μέρος της κυβέρνησής της είναι παγεροί στην ιδέα της μεγάλης αλλαγής της Συνθήκης για τέσσερις λόγους. 

Πρώτον, η κυβέρνηση θεωρεί, παρά το αδιέξοδο στην Κύπρο, ότι η κρίση της ευρωζώνης είναι λίγο-πολύ υπό έλεγχο. Ο κίνδυνος της διάλυσης της νομισματικής ένωσης έχει υποχωρήσει και μαζί με αυτόν, η ανάγκη για δραματικές κινήσεις προς την μεγαλύτερη ενοποίηση. Δεύτερον, οι Γερμανοί θεωρούν την τακτική του Cameron με τη χρήση της αλλαγής της συνθήκης ως εργαλείο για την εξασφάλιση παραχωρήσεων από τους εταίρους της Βρετανίας και ουδόλως επιθυμούν να του δώσουν αυτό το πλεονέκτημα.

Τρίτον, η Γαλλία και τα περισσότερα άλλα κράτη-μέλη δεν θέλουν μια μεγάλη νέα συνθήκη. Ανησυχούν για τις δυσκολίες της διαδικασίας επικύρωσης: μερικοί, όπως η Ιρλανδία και ίσως η Γαλλία, θα πρέπει να διεξάγουν δημοψηφίσματα. Οι Γερμανοί τα έχουν προσέξει αυτά και όπως σχολίασε ένας Γερμανός αξιωματούχος: «Αν ξεκινήσουμε τώρα το σχεδιασμό μιας άλλης μεγάλης συνθήκης της ΕΕ, θα μπορούσε να μας πάρει περίπου δέκα χρόνια να τελειώσουμε την όλη διαδικασία διαπραγμάτευσης και επικύρωσης, όπως ακριβώς έγινε και με τη Συνθήκη της Λισαβόνας».

Τέταρτον, όσο περισσότερο σκέφτηκαν ορισμένοι Γερμανοί την πολιτική ένωση, τόσο πιο επιφυλακτικοί έγιναν. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι σχολιάζουν συχνά ότι οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν εύκολα με την ιδέα της πολιτικής ένωσης, διότι δε χρειάστηκε ποτέ να καθορίσουν τί ακριβώς σημαίνει, αλλά αν οι ηγέτες της ΕΕ καθίσουν και συντάξουν ένα κείμενο για την πολιτική ένωση, οι Γερμανοί θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση θα τους κοστίσει χρήματα, είτε μέσω του προϋπολογισμού της ευρωζώνης, των ευρωομολόγων, ή μέσω κάποιου άλλου μηχανισμό που θα βοηθήσει τις φτωχότερες χώρες.

Ακόμη και αν οι γενικές εκλογές της Γερμανίας τον Σεπτέμβριο έχουν ως αποτέλεσμά τους την εκλογή ενός νέου συνασπισμού, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες ότι η οποιαδήποτε γερμανική κυβέρνηση θα επιδιώξει μεγάλη αλλαγή της συνθήκης στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, πολλοί Γερμανοί αξιωματούχοι επιθυμούν μικρές τροποποιήσεις.
Στην Καγκελαρία είναι πρόθυμοι για την αλλαγή ενός ή δύο άρθρων που θα επιτρέψουν την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών. Θέλουν να δώσουν στην παλιά «ατζέντα της Λισαβόνας» για την οικονομική μεταρρύθμιση, η οποία διήρκεσε από το 2000 μέχρι το 2010, με μικρή μόνο επιτυχία, μερικά όπλα. Ο μηχανισμός που έχουν προτείνει είναι ένα σύστημα οικονομικών συμβάσεων μεταξύ συγκεκριμένων κρατών-μελών και της ΕΕ. Μετά από ένα διάλογο μεταξύ της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου της χώρας που αφορά, καθώς και την Κομισιόν, το κράτος-μέλος θα δεσμευτεί σε ορισμένες μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα στις αγορές εργασίας και τα συνταξιοδοτικά συστήματα, σε μια σύμβαση. Η πειθαρχία, θα επέλθει μέσα από τις κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση, ή την ανταμοιβή για την καλή απόδοση, ίσως μέσω ενός προϋπολογισμού της ευρωζώνης. Οι Γερμανοί αξιωματούχοι αναγνωρίζουν ότι τέτοιες οικονομικές συμβάσεις θα μπορούσαν να συνταχθούν σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες, αλλά εκτιμούν ότι είτε οι κυρώσεις είτε ο προϋπολογισμός της Ευρωζώνης θα απαιτούσε την τροποποίησή τους.

Στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών, οι αξιωματούχοι δεν είναι ενθουσιασμένοι με τις συμβάσεις, αλλά υποστηρίζουν μια διαφορετική αλλαγή στη Συνθήκη. Ανησυχούν ότι το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα είναι υπεύθυνο και για τη νομισματική πολιτική και για την εποπτεία των τραπεζών και ως εκ τούτου είναι πιθανή μια σύγκρουση συμφερόντων. Έτσι επιθυμούν τη σύνταξη ενός νέου άρθρου για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας του εποπτικού συστήματος (τα περισσότερα από τα άλλα κράτη-μέλη πιστεύουν ότι η νομοθεσία μπορεί να εξασφαλίσει την απαραίτητη ανεξαρτησία).

Μέχρι πρόσφατα, οι Γερμανοί αξιωματούχοι ήθελαν μια μικρή αλλαγή στη Συνθήκη για την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Τους άρεσε η ιδέα των Ολλανδών περί ενός «υπερ-επιτρόπου», με τη δύναμη να πει στις εθνικές κυβερνήσεις να τροποποιήσουν τους προϋπολογισμούς των χωρών τους. Όμως, οι Γερμανοί αξιωματούχοι τώρα συνειδητοποιούν ότι αυστηρότεροι δημοσιονομικοί κανόνες από εκείνους που προβλέπονται ήδη στη συνθήκη του δημοσιονομικού συμπαγούς και στην πρόσφατη νομοθεσία της ΕΕ θα ήταν απαράδεκτοι για πολλά κράτη-μέλη. Επιπλέον, η στάση των Γερμανών έχει αλλάξει ελαφρώς: αν και οι περισσότεροι αξιωματούχοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους, θέτουν τώρα μεγαλύτερη έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως τον καλύτερο τρόπο για να φέρουν την ευρωζώνη σε μια βιώσιμη θέση. Έτσι έχουν εγκαταλείψει την ιδέα της αλλαγής της Συνθήκης υπέρ της επιβολής μεγαλύτερης δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ορισμένοι αξιωματούχοι του Βερολίνου πιστεύουν ότι μια μικρή αλλαγή στη Συνθήκη για την κάλυψη των οικονομικών συμβάσεων θα μπορούσε να περάσει γρήγορα, χωρίς χρονοβόρες συσκέψεις, ωστόσο άλλοι διαφωνούν. Οι ισχύουσες συνθήκες επιτρέπουν τροποποιήσεις που μπορούν να γίνουν άνευ συσκέψεων με δύο τρόπους. Πρώτον, μέσω της «απλοποιημένης διαδικασίας», η οποία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τις αλλαγές που αυξάνουν τις εξουσίες της ΕΕ. Ένα νέο άρθρο στις οικονομικές συμβάσεις μπορεί να αυξήσει τις προαναφερθείσες εξουσίες. Δεύτερον, με τη «συνήθη διαδικασία». Αυτή περιλαμβάνει συνήθως την διεξαγωγή ενός συνεδρίου, αλλά όχι εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρήσει κάτι τέτοιο περιττό. Τη συνήθη διαδικασία χωρίς τη διεξαγωγή συνεδρίου χρησιμοποίησαν δύο πρόσφατες αλλαγές στις συνθήκες της ΕΕ, για να καταστεί δυνατή η δημιουργία του ESM (του ταμείου οικονομικής διάσωσης) και για να αλλάξει ο αριθμός των βουλευτών. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο θα μπορούσε πιθανότατα να είναι απρόθυμο να θέσει οικονομικές συμβάσεις σε ισχύ χωρίς τη διεξαγωγή συνεδρίου, δεδομένης της τρέχουσας υποστήριξής του για τη μεγάλη αλλαγή της Συνθήκης. 

Μερικοί Γερμανοί αξιωματούχοι είναι αρκετά χαλαροί στην προοπτική διεξαγωγής ενός συνεδρίου. Πιστεύουν ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα δώσει στο συνέδριο μια ειδική και περιορισμένη εντολή, για να αποτρέψει τους συμμετέχοντες από την προσπάθεια επανεγγραφής όλων των υφισταμένων συνθηκών από την αρχή. Και, λένε, πως ακόμη και αν οι μετέχοντες του συνεδρίου υπερέβαιναν την εντολή του Συμβουλίου, οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να αγνοήσουν οποιαδήποτε δυσάρεστη πρόταση, όταν, μετά το συνέδριο, συναντηθούν σε μια διακυβερνητική διάσκεψη.

Αν και ορισμένοι Γερμανοί αξιωματούχοι είναι πρόθυμοι σε μια τροποποίηση των συνθηκών από την ΕΕ για την ενίσχυση των οικονομικών συμβάσεων, είναι απαισιόδοξοι για την ικανότητά τους να πείσουν τους Γάλλους να συμφωνήσουν σε κάτι τέτοιο. Οι Γάλλοι λένε ότι δε θα δεχθούν τις συμβάσεις, τις οποίες και θεωρούν περιττές, χωρίς κάποιες άλλες τροποποιήσεις, για παράδειγμα, που επιτρέπουν την αμοιβαιοποίηση του κρατικού χρέους, κάτι το οποίο δεν είναι προς το συμφέρον της Γερμανίας. Το πλαίσιο αυτής της διαπραγμάτευσης είναι ότι, όπως το έθεσε ένας Γερμανός αξιωματούχος, «στα περισσότερα από 20 χρόνια που εργάζομαι σε αυτό το πεδίο, οι γαλλογερμανικές σχέσεις ποτέ δεν ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση». Οι άλλες χώρες θα μπορούσαν επίσης να επιδιώξουν να εξισορροπήσουν τις γερμανικές απαιτήσεις, ζητώντας τη σύνταξη νέων άρθρων που θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τη Γερμανία. Έτσι, οι Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν παραιτηθεί στο να βλέπουν την Ευρωζώνη να πηγαίνει χωρίς αλλαγές της Συνθήκης για τα επόμενα λίγα χρόνια.

Είναι πιθανό ότι σε κάποιο σημείο η Γαλλία και τα άλλα κράτη-μέλη θα επιτρέψουν στη γερμανική κυβέρνηση τη μικρή αλλαγή στη Συνθήκη που επιθυμεί. Αλλά ούτε αυτό θα λύσει το πρόβλημα του Cameron. Εάν η βρετανική κυβέρνηση το θελήσει, θα μπορούσε πιθανώς να μπλοκάρει μια μεγάλη αναθεώρηση των συνθηκών της ΕΕ, οι υπόλοιποι θα βρουν πολύ δύσκολο να παρακάμψουν ένα βέτο της Βρετανίας, αλλά, εάν οι εταίροι της Βρετανίας επιθυμούν την αλλαγή μόνο ενός ή δύο άρθρων που αφορούν τη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, τότε θα μπορούσαν πιθανώς να παρακάμψουν ένα βέτο της Βρετανίας, όπως και έκαναν το Δεκέμβριο του 2011, όταν τα 25 κράτη-μέλη δεσμεύτηκαν στο δημοσιονομικό σύμφωνο, κάτι που τεχνικά δεν ήταν μία συνθήκη της ΕΕ.

Αν μια μελλοντική κυβέρνηση Συντηρητικών ήθελε να επαναδιαπραγματευθεί τις συμβάσεις και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη δεν το επιθυμούσαν, τότε δε θα μπορούσε να τα αναγκάσει να ξεκινήσουν μια διακυβερνητική διάσκεψη. Η σύγκλιση μιας τέτοιας διάσκεψης απαιτεί μια απλή πλειοψηφία και κάθε επακόλουθη αλλαγή της συνθήκης θα πρέπει να επικυρωθεί από όλα τα κράτη-μέλη. Στην πράξη, η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τη Βρετανία θα είναι να ενεργοποιήσει το άρθρο της Συνθήκης της Λισαβόνας που επιτρέπει σε μια χώρα να εγκαταλείψει την ΕΕ. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια διαπραγμάτευση που θα ήταν δυνατόν, θεωρητικά, να λήξει με το Ηνωμένο Βασίλειο και τους εταίρους του να συμφωνούν σε αλλαγές που θα αφήσουν τους Βρετανούς να παραμείνουν μέλη της ΕΕ.

Προφανώς, οι διαθέσεις στην ΕΕ μπορούν να αλλάξουν γρήγορα. Μια βαθιά κρίση στην ευρωζώνη θα μπορούσε να αναβιώσει τις συνομιλίες περί ενός κβαντικού άλματος προς την πολιτική ένωση. Μια νέα γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε να ασκήσει περισσότερες πιέσεις για την αλλαγή της συνθήκης από την τρέχουσα. Αν η Γαλλία περιερχόταν σε σοβαρές δυσκολίες θα μπορούσε να γίνει λιγότερο ανθεκτική στις γερμανικές πιέσεις για τροποποίηση της Συνθήκης και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα εκλεγεί το Μάιο του 2014 θα ασκήσει πιέσεις σίγουρα, παράλληλα με την Κομισιόν, για ένα φεντεραλιστικό μέλλον. Όμως, με τις τρέχουσες τάσεις, θα αρνηθεί στον David Cameron τη μεγάλη αλλαγή της συνθήκης στην οποία φαίνεται να βασίζεται. 


Του Charles Grant

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://www.cer.org.uk/insights/germany%E2%80%99s-plans-treaty-change-%E2%80%93-and-what-they-mean-britain


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου