Ο νεοδιορισθείς πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα χτυπάει το ασημένιο καμπανάκι για να δηλώσει την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης του υπουργικού του συμβουλίου. (Giampiero Sposito / Reuters)
Εν μέρει, οι εκλογές του Φεβρουαρίου αντανακλούν την απόρριψη από τους Ιταλούς μερικών από τα παραδοσιακά κόμματα και της λιτότητας της ΕΕ. Πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αντανακλούν την αποτυχία της κεντροαριστεράς να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές πραγματικότητες της χώρας. Και τούτη είναι μια αποτυχία που έχει αναπαραχθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Στην πορεία προς τις ιταλικές εκλογές, το έξυπνο χρήμα παρέπεμπε σταθερά σε μια νίκη της Κεντροαριστεράς – ο Μπερλουσκόνι φαινόταν να έχει πια μια σχετικά μικρή δημοφιλία, και η οικονομία, η οποία καθοδηγήθηκε από τεχνοκράτες και υπέστη τα προγράμματα λιτότητας που εκείνοι προτίμησαν, ήταν σε άθλια κατάσταση. Ωστόσο, η αριστερά ήταν ακόμα ανίκανη να κερδίσει μια πλειοψηφία στις εκλογές. Ως αποτέλεσμα, ο Λέτα τώρα θα κυβερνήσει ως μέρος ενός συνασπισμού που περιλαμβάνει στενούς πολιτικούς συμμάχους του Μπερλουσκόνι, συμπεριλαμβανομένου του γραμματέα του κόμματος του Μπερλουσκόνι, ο οποίος θα χρησιμεύσει ως αναπληρωτής πρωθυπουργός του Λέτα.
Η ήττα της ιταλικής κεντροαριστεράς ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική, δεδομένου ότι το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν κάποτε το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κίνημα στον δημοκρατικό δυτικό κόσμο. Το κόμμα βοήθησε να απελευθερωθεί η Ιταλία από τον φασισμό του μεσοπολέμου. Έπαιζε θετικό ρόλο στις τοπικές κυβερνήσεις μέχρι την δεκαετία του 1990. Αλλά, αντί να οικοδομήσουν πάνω σε αυτή την επιτυχία, οι κληρονόμοι των κομμουνιστών, εκπροσωπούμενοι από το Partito Democratico, όλο αυτό το διάστημα έχασαν τον χρόνο τους διαπληκτιζόμενοι για το ποιος θα αναλάβει την ηγεσία του κόμματος. Ανέπτυξαν λίγες μόνο νέες ιδέες και έκαναν ελάχιστα για να κρατήσουν πιστούς τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους τους. Το κόμμα ποτέ δεν ήταν σε θέση να επωφεληθεί από τις αστοχίες του Μπερλουσκόνι: υπό τον Ρομάνο Πρόντι το 1996 και το 2006, οι κεντροαριστερά κέρδισε τις εκλογές απέναντι στον Μπερλουσκόνι, αλλά και στις δύο περιπτώσεις ο Πρόντι «απελύθη» από την δική του εκλογική συμμαχία. Αυτό απλώς ενίσχυσε την ιδέα ότι, ανεξάρτητα από τα σφάλματα του Μπερλουσκόνι, μόνο αυτός θα μπορούσε να συγκεντρώσει μια αρκετά σταθερή πλειοψηφία για να ηγηθεί της Ιταλίας. Κανένα άλλο αριστερό κόμμα, εν τω μεταξύ, δεν ήταν σε θέση να μεταφέρει αρκετή υποστήριξη από τις περιφερειακές εκλογές ώστε να επηρεάσει την εθνική πολιτική.
Οι άλλες αριστερές τάσεις και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης δεν είναι καλύτερα. Αυτό είναι κρίμα: τα κόμματα και οι ιδέες των Βίλι Μπραντ, Ούλωφ Πάλμε και Αλτιέρο Σπινέλλι, μεταξύ άλλων, κάποτε έχτισαν τα συστήματα πρόνοιας της Ευρώπης εκ του μηδενός. Υπερασπίζονταν τα κοινωνικά δικαιώματα, την προσιτή σε όλους εκπαίδευση, τις προοδευτικές πολιτικές για την οικογένεια, καθώς και την προστασία των εργαζομένων. Εξακολουθούσαν να παρεμβαίνουν στον οικονομικό και βιομηχανικό σχεδιασμό και ήταν βασικοί συντελεστές στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Με τα χρόνια, ο ρόλος τους στην κυβέρνηση επηρέασε πολλές άλλες πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των Χριστιανοδημοκρατών, ώστε να κινηθούν προς τα αριστερά.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εμπειρίες, τα κεντροαριστερά κόμματα θα έπρεπε να είναι σε θέση να διαχειριστούν την τρέχουσα οικονομική δίνη της Ευρώπης. Αυτό, απλώς δεν ισχύει. Κάποιοι αποδίδουν τις πρόσφατες αποτυχίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην στροφή τους τις τελευταίες δεκαετίες υπέρ της αγοράς. Στην πραγματικότητα, μερικά από τα κόμματα αυτά έχουν κινηθεί ενεργά προς το κέντρο του πολιτικού συστήματος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Εργατικό Κόμμα στην Μεγάλη Βρετανία. Μια από τις λίγες λύσεις για την κρίση που έχουν υιοθετήσει οι ευρωπαϊκές χώρες, είναι να ακολουθήσουν τις ιδιοτροπίες των χρηματοπιστωτικών αγορών και των οίκων αξιολόγησης, να μειώσουν τις κρατικές δαπάνες και να διατηρήσουν την πεποίθηση ότι η ανάπτυξη μπορεί να ενθαρρυνθεί αφότου ολοκληρωθεί η πορεία της οικονομικής λιτότητα. Στην Ιταλία, το Partito Democratico υποστήριξε την τεχνοκρατική κυβέρνηση του Μάριο Μόντι και τα σχέδιά του περί λιτότητας. Το ίδιο ήταν το σενάριο και στην περίπτωση της Ελλάδας. Γι’ αυτό τον λόγο, τα κόμματα αυτά δεν θα μπορούσαν να κεφαλαιοποιήσουν την αντιδημοτικότητα της λιτότητας ώστε να αποσπάσουν ψήφους από την δεξιά.
Με όρους κοινωνικής πολιτικής, τα αριστερά κόμματα, επίσης φάνηκαν κατά καιρούς να μην βλέπουν τα δεινά των εργαζομένων. Στη δεκαετία του 1990, αγνόησαν τις επικίνδυνες εντάσεις που δημιουργούνταν από τον κατακερματισμό των συνδικάτων, την παγκοσμιοποίηση, την μετανάστευση, την λιτότητα και την κατάρρευση των κοινωνικών δικτύων ασφαλείας, όλες τις τάσεις που συνέβαλαν στο να γίνουν πιο ελκυστικά τα δημαγωγικά ακροδεξιά κινήματα σε κάποιες εργατικές περιοχές. Τα κόμματα ομοίως παρέβλεπαν τις ανάγκες της νέας γενιάς της μικρομεσαίας τάξης αλλά και εκείνες των μορφωμένων αλλά ανέργων νέων. Αν η αριστερά δεν επιλαμβάνεται αυτών των προβλημάτων, είναι ασαφές το ποια είναι η πραγματική της ιδεολογία, ακόμη και η κοσμοθεωρία της.
Αντί να κάθονται αδρανή, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα μπορούσαν να έχουν εκλάβει την οικονομική κρίση ως μια ευκαιρία για να αναδιαμορφώσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο. Για παράδειγμα, η επανεξέταση ορισμένων πολιτικών επί του χρέους της ΕΕ και του αντίστοιχου δημοσιονομικού συμφώνου θα μπορούσε να είχε προχωρήσει. Το ίδιο και η υποστήριξη κάποιων κοινωνικών δαπανών (κυρίως για την υγεία, την ανεργία και την εκπαίδευση), ώστε να μετριαστούν μερικά από τα αποτελέσματα της λιτότητας στα μεσαία και λαϊκά στρώματα. Ακόμη και αν οι εκκλήσεις τους έπεφταν στο κενό από τα άλλα κόμματα στις (συμμετοχικές) κυβερνήσεις, οι σοσιαλδημοκράτες θα μπορούσαν τουλάχιστον να έχουν επιτύχει κάποιους στόχους για τους ψηφοφόρους τους. Αλλά, στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έχει έλλειμμα από ισχυρούς και οραματιστές ηγέτες που θα μπορούσαν να αντιστρέψουν αυτή την τάση.
Ένας μεγάλος αριθμός Ευρωπαίων εξακολουθεί να προτιμά να ψηφίζει ορισμένα κεντρικά συντηρητικά κόμματα, τα οποία έχουν δημαγωγικές τάσεις τα τελευταία χρόνια και υποστήριξαν περικοπές στην δημόσια χρηματοδότηση, στις κοινωνικές παροχές και στο κράτος πρόνοιας. Άλλοι προτιμούν να κοιτάζουν προς σοβινιστές και ακροδεξιούς ηγέτες (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της φασιστικής ελληνικής Χρυσής Αυγής) που επικρίνουν ανοιχτά την ΕΕ, τις πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης, το νόμισμα του ευρώ, τις αγορές και τις τράπεζες. Κατά ειρωνικό τρόπο, κατά την διάρκεια των ιταλικών εκλογών, το Partito Democratico κατηγορείτο ακόμα και για εμπλοκή σε μερικά από τα ιταλικά τραπεζικά σκάνδαλα (σκάνδαλα που είχαν να κάνουν με μυστικές συναλλαγές, παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα και μη αποδεδειγμένες απάτες, μεταξύ άλλων). Είναι εκπληκτικό το ότι η κεντροαριστερά απέτυχε να απαντήσει με δικές της προτάσεις για την επιδιόρθωση του τραπεζικού τομέα, ίσως συμπεριλαμβάνοντας ένα είδος εξανθρωπισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα, ο οποίος θα παράσχει κάποια χρηματοδότηση και θα ανακουφίσει τις πιο ευάλωτες εθνικές οικονομίες, τις μικρές επιχειρήσεις και τους συνηθισμένους πολίτες.
Με την αριστερά προφανώς να λείπει σε διακοπές, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι στρέφονται προς κινήματα υπό την ηγεσία πολιτών, όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλλο στην Ιταλία. Άλλοι νοσταλγούν περασμένες εποχές, όπως κάποιοι Έλληνες που μιλούν νοσταλγικά για τις ημέρες της δικτατορίας. Οι Ευρωπαίοι στις περισσότερες χώρες έχουν απορρίψει τους εκπροσώπους της παραδοσιακής πολιτικής, επικρίνουν έντονα τον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα και ονειρεύονται μια Ευρώπη χωρίς ευρώ. Αν η αριστερά δεν αρχίσει να αναγνωρίζει τις ανάγκες των Ευρωπαίων και να επεξεργάζεται κάποιες πραγματικές πνευματικές και πολιτικές στρατηγικές, αυτή η κατάσταση θα συνεχιστεί. Και η Ευρώπη θα μπορούσε να παραμείνει στάσιμη στα επόμενα χρόνια.
ΤΟΥ Andrea Mammone
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου