Όταν ο πρωθυπουργός της Παλαιστινιακής Αρχής, Σαλάμ Φαγιάντ, παραιτήθηκε πρόσφατα, έχοντας απηυδήσει με τις πολιτικές επιθέσεις από τον πρόεδρο του κόμματος της Φατάχ, Μαχμούντ Αμπάς, μια σειρά από παρατηρητές ανησύχησαν ότι αυτό σηματοδοτούσε «την αρχή του τέλους της Παλαιστινιακής Αρχής (ΠΑ)». [1] Οι δυτικές κυβερνήσεις θεωρούσαν τον Φαγιάντ ως απαραίτητο, τη μόνη άφθαρτη προσωπικότητα που είχε συμβαδίσει με τα δυτικά συμφέροντα και είχε ανεξαρτητοποιηθεί επαρκώς από την Φατάχ, ώστε να ελέγχει την μη εκλεγμένη εξουσία της στη Δυτική Όχθη.
Ο Σαλάμ Φαγιάντ μπροστά από τις φωτογραφίες του Γιάσερ Αραφάτ και του Μαχμούντ Αμπάς .(Loay Abu Haykel / Courtesy Reuters)
Αν και ο Φαγιάντ δεν ήταν δημοφιλής - το κόμμα του έλαβε μόλις 2,4% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2006 -, υπήρξε ικανός τεχνοκράτης και διοικούσε με επιτυχία τις διάσπαρτες κοινότητες της Δυτικής Όχθης. Ο Φαγιάντ μιλούσε επίσης την ίδια γλώσσα με τους διεθνείς χορηγούς, έχοντας υπηρετήσει προηγουμένως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως εκπρόσωπος της ΠΑ και θεωρούνταν πολύτιμος στην Ουάσιγκτον, κυρίως λόγω της φήμης του ότι ήταν υπέρ της διαφάνειας, των προσπαθειών του για τη μεταρρύθμιση των δυνάμεων ασφαλείας της ΠΑ και της στενής συνεργασίας του με το Ισραήλ. Παρ’ όλ’ αυτά, η ηχηρή υποστήριξη που έλαβε ο Φαγιάντ [2] από το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν αρκετή για να δυσφημιστεί στους Παλαιστίνιους - ένα δίλημμα οικείο και στον Αμπάς.
Όπως o Φαγιάντ, έτσι και ο Αμπάς ήταν κάποτε ένας μη εκλεγμένος πρωθυπουργός που ανέλαβε καθήκοντα με την υποστήριξη των ΗΠΑ, αλλά με μικρή αξιοπιστία στα μάτια του λαού και με μικρή κοινωνική υποστήριξη. Ήταν ο πρώτος που διορίστηκε στη νεοσύστατη θέση του πρωθυπουργού, με την οποία η Ουάσιγκτον ήλπιζε ότι θα αποδυναμώσει τον πρόεδρο της ΠΑ, Γιάσερ Αραφάτ. Οι τεταμένες σχέσεις του Αμπάς με τον Αραφάτ έχουν εντυπωσιακές ομοιότητες με την πρόσφατη σύγκρουση του Φαγιάντ με τον Αμπάς. Ο Αμπάς συγκρούστηκε με τον δύσπιστο πρόεδρο και το κόμμα της Φατάχ, το οποίο οργάνωσε διαδηλώσεις εναντίον του, και τον χαρακτήρισε μαριονέτα του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών – αναγκάζοντάς τον, τελικά, να παραιτηθεί. Σύμφωνα με διαρροές από αμερικανικές διπλωματικές πηγές, ο Αμπάς δήλωσε λίγο μετά την παραίτησή του ότι θα έπρεπε να είναι κοπλιμέντο που τον αποκαλούν Παλαιστίνιο Καρζάι, αναφερόμενος στον Αφγανό Πρόεδρο. Ο Φαγιάντ επέδειξε επίσης ενδιαφέρον να ανταποκριθεί σ’ εκείνο που θα μπορούσε να ηχεί ευχάριστα στα αυτιά των Αμερικανών, διακηρύσσοντας τη «διαρκή δέσμευσή» του να απολύσει από τα συμβούλια των ισλαμικών φιλανθρωπικών οργανώσεων οποιονδήποτε δεν ήταν αρεστός στην Ουάσινγκτον, την εχθρότητά του στην Χαμάς την οποία περιέγραφε ως «δικό μας πρόβλημα παρά του Ισραήλ ή των ΗΠΑ», και την «καλύτερη σχέση του με την Κεντρική Τράπεζα του Ισραήλ συγκριτικά με την Παλαιστινιακή Νομισματική Αρχή.
Τόσο ο Φαγιάντ, όσο και ο Αμπάς έμαθαν ότι οι δυτικοί αξιωματούχοι αν τους υπολόγιζαν ήταν επειδή είχαν κακές σχέσεις με τα δύο μεγαλύτερα παλαιστινιακά πολιτικά κόμματα. Στην τελευταία ομιλία του ως πρωθυπουργός, ο Αμπάς επέκρινε το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι τον παραπλάνησαν και του έδωσαν ψεύτικες υποσχέσεις. Ομοίως, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, ήταν οι Ισραηλινοί και οι Αμερικανοί υποστηρικτές του Φαγιάντ που τον πρόδωσαν. Η παραίτησή του δεν ήταν άσχετη με τα τιμωρητικά οικονομικά μέτρα που επέβαλλαν πρόσφατα οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ εναντίον της Παλαιστινιακής Αρχής, τα οποία η Φατάχ στη συνέχεια χρησιμοποίησε για να πυροδοτήσει τις διαδηλώσεις κατά της οικονομικής πολιτικής του Φαγιάντ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ τιμώρησαν επίσης τον Φαγιάντ για την απόφαση του Αμπάς να υποβάλει αίτηση για αναβάθμιση του παλαιστινιακού καθεστώτος κατά τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Νοέμβριο του 2012, και απέτυχαν να δείξουν στον παλαιστινιακό λαό ότι το πρόγραμμα της στενής συνεργασίας του Φαγιάντ με το Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες θα τους οδηγούσε στην ανεξαρτησία.
Όποιος κι αν αντικαταστήσει τον Φαγιάντ, ειδικά αν αυτός δεν έχει καλές σχέσεις με την Φατάχ, θα πρέπει να διαχειριστεί την ίδια αντίστροφη σχέση μεταξύ της εγχώριας και τη δυτικής υποστήριξης. Η επιτυχία του ή η αποτυχία του θα εναπόκειται στα χέρια της Φατάχ, που είναι πολύ διαλυμμένη για να καταφέρει αξιοσημείωτα πράγματα αλλά είναι επαρκώς συμπαγής για να υπονομεύει τους εχθρούς της. Η θέση του πρωθυπουργού είναι εγγενώς περίπλοκη. Το πρόσωπο που αναλαμβάνει το ρόλο αυτό έχει την ευθύνη για τη συλλογή των μεταβιβαστικών φόρων από το Ισραήλ και για τη δυτική βοήθεια, από τα οποία εξαρτάται η ΠΑ, και τα οποία αμφότερα συνήθως παρακρατούνται για λόγους που ξεφεύγουν του ελέγχου του πρωθυπουργού. Ο Φαγιάντ δεν ήταν υπεύθυνος για το σύνολο της παλαιστινιακής στρατηγικής. Αντιθέτως, οι αποφάσεις για το αν θα δώσουν μια μάχη, αν ανταυτού θα προσφύγουν στα δικαστήρια, αν θα διαπραγματευτούν ή θα συνεργαστούν με το Ισραήλ είναι της αρμοδιότητας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) και του προέδρου της, του Αμπάς. Ο Φαγιάντ «έπεσε» τελικά διότι έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για τα βαθύτερα προβλήματα του παλαιστινιακού εθνικού κινήματος- κυρίως, για την πολιτική δυσφορία που προκαλείται από την αναποφασιστικότητα της ΠΟΑ.
Τώρα, η ΟΑΠ μπορεί να ακολουθήσει μια από τις δύο μεγάλες στρατηγικές: την σύγκρουση ή τη συνεργασία. Από τη μία πλευρά, οι ηγέτες της ΠΑ θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μια δημοφιλή εγχωρίως, αλλά δυνητικά επικίνδυνη στρατηγική, προκαλώντας το Ισραήλ με πιο επιθετικό τρόπο. Η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε να περιλαμβάνει την πιο κατηγορηματική ενθάρρυνση λαϊκών διαμαρτυριών (και να διακινδυνεύσει τη στροφή στη βία), αγνοώντας τις επιθυμίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης να αποκλειστεί η Χαμάς από την παλαιστινιακή κυβέρνηση και να γίνουν κινήσεις προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης. Είτε θα μπορούσαν να γίνουν βήματα προς τη διεθνοποίηση της σύγκρουσης, για παράδειγμα με το να γίνει η ΠΑ μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) και να προσπαθήσει να στοιχειοθετήσει υποθέσεις εναντίον του Ισραήλ. Οποιαδήποτε από αυτές τις κινήσεις θα ασκήσει πίεση σ’ ένα αυτάρεσκο Ισραήλ και σε μια άβουλη Διεθνή Κοινότητα ώστε να επανεκτιμήσουν το status quo. Αλλά, αυτή η προσέγγιση μπορεί επίσης να επιφέρει ισραηλινά αντίποινα και μεγάλες μειώσεις στην εξωτερική βοήθεια.
Από την άλλη πλευρά, οι Παλαιστίνιοι ηγέτες θα μπορούσαν να επιλέξουν να συνεργαστούν περισσότερο με το Ισραήλ και τις δυτικές δυνάμεις. Αυτή η στρατηγική μπορεί να περιλαμβάνει επιστροφή στα βασικά μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης, στα οποία βασίστηκε η διαδικασία του Όσλο. Η Παλαιστινιακή Αρχή θα μπορούσε να εξετάσει να ξεκινήσει συνομιλίες χωρίς τη δέσμευση του Ισραήλ να παγώσει όλους τους εποικισμούς ή να συμφωνήσει με τα σύνορα του 1967 ως βάση για τις διαπραγματεύσεις. Επίσης, θα μπορούσε να δρομολογήσει συζητήσεις σχετικά με ρυθμίσεις - όπως η δημιουργία ενός κράτους με προσωρινά σύνορα - που θα υπολείπονταν μιας συμφωνίας λήξης της σύγκρουσης, αλλά που θα έδιναν στους Παλαιστινίους περισσότερο έδαφος, κυριαρχία και διεθνή αναγνώριση. Αλλά ο Αμπάς φοβάται ότι τα μέτρα αυτά θα άρουν την πίεση από το Ισραήλ για να συμφωνήσει σε μια τελική διευθέτηση, θα εκθέσουν τον ίδιο σε μια έντονη εσωτερική κριτική και θα αποδυναμώσουν περαιτέρω τη νομιμότητα της OΑΠ και της Φατάχ. Η παραίτηση του Φαγιάντ είναι χωρίς αμφιβολία μια υπενθύμιση των κινδύνων της στενής συνεργασίας του πρώτου με τη Δύση.
Αντιμέτωποι με δύο δυσάρεστες επιλογές, οι Παλαιστίνιοι ηγέτες έχουν προσπαθήσει να σταθούν σε ένα λιγότερο επικίνδυνο ενδιάμεσο έδαφος, απειλώντας ότι θα κινηθούν πολύ αργά προς την αντιπαράθεση, με βήματα που δεν θα είναι αρκετά μεγάλα ώστε να προκαλέσουν σημαντικό κόστος, αλλά που θα είναι πολύ μικρά για να κερδίσουν μεγάλη εγχώρια υποστήριξη. Έχουν προσφέρει ήπια υποστήριξη στις δημοφιλείς διαμαρτυρίες. Έκαναν μικρά ανοίγματα για τη συμφιλίωση με την Χαμάς και τη συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς μέσω των οποίων θα μπορούσαν αργότερα να αμφισβητήσουν το Ισραήλ. Και αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν με το Ισραήλ χωρίς πάγωμα των εποικισμών και χωρίς δέσμευση για τα σύνορα του 1967, παρότι συνεχίζουν τις «διερευνητικές επαφές» και τις μυστικές συνομιλίες.
Ωστόσο, αυτή η τακτική του μπρος-πίσω έχει το δικό της κόστος. Η Παλαιστινιακή Αρχή ουσιαστικά επέλεξε να μην επιλέξει τίποτα, και με τον τρόπο αυτό διατήρησε το λήθαργο, αφήνοντας τους Παλαιστίνιους όλο και πιο δυσαρεστημένους και δίνοντας χώρο σε άλλα γεγονότα και δρώντες να διαμορφώσουν τη σύγκρουση. Πράγματι, μεγάλο μέρος των διαδηλώσεων κατά τους τελευταίους μήνες - από τις απεργίες πείνας Παλαιστίνιων κρατούμενων, μέχρι τις διαδηλώσεις κατά της παλαιστινιακής κυβέρνησης και των Ισραηλινών εποίκων – ήταν μια προσπάθεια να καλυφθεί αυτό το ηγετικό κενό και να ενεργοποιηθεί το μπλοκαρισμένο εθνικό κίνημα. Οι εκκλήσεις για τολμηρότερα βήματα προς την αντιπαράθεση θα αυξηθούν μόνο αν απουσιάσει μια σαφώς καθορισμένη στρατηγική.
Η αναποφασιστικότητα της OΑΠ επιτρέπει στο κοινό να στραφεί - σταδιακά και απρόθυμα - προς τη σύγκρουση. Αυτό θα μπορούσε να βάλει τον Αμπάς στη χειρότερη από όλες τις θέσεις, εφόσον μια κλιμάκωση της διαμάχης θα του φόρτωνε του το πιθανό κόστος της αντιπαράθεσης χωρίς να αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος σε σχέση με την υποστήριξη της κοινής γνώμης. Ομοίως, αρνούμενος να υιοθετήσει μια στρατηγική μεγαλύτερης συνεργασίας, παραιτείται από τα δυνητικά οφέλη εγχειρημάτων όπως η απελευθέρωση των κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές, η απόκτηση όπλων για τις δυνάμεις ασφαλείας της ΠΑ, η λήψη τακτικών μεταβιβαστικών φόρων και εξωτερικής βοήθειας, η απόκτηση μεγαλύτερης διεθνούς συμπάθειας, το να υφίσταται λιγότερες ισραηλινές επιδρομές στις περιοχές που ελέγχονται από τους Παλαιστίνιους, καθώς και η επέκταση της δικαιοδοσίας της ΠΑ στη Δυτική Όχθη. Η τρέχουσα προσέγγιση δεν αφήνει κανέναν ευχαριστημένο.
Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος για τους ηγέτες της Δυτικής Όχθης να διστάζουν τόσο να δεσμευτούν σε μια από αυτές τις στρατηγικές κατευθύνσεις. Η προσφυγή στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, για παράδειγμα, θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια σπασμωδική κίνηση, αλλά η ΠΑ θα καταρρεύσει μόνο στην απίθανη περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι ευρωπαϊκές χώρες και το Ισραήλ το θελήσουν. Αντ' αυτού, οι τρεις πλευρές πιστεύουν ότι η σχετικά αδιάλλακτη αλλά ειρηνική ηγεσία της ΠΑ είναι πολύ πιο ελκυστική από ό,τι οποιαδήποτε από τις εναλλακτικές λύσεις. Αυτό έχει αποδειχτεί επανειλημμένα: Οι Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι ηγέτες έχουν διαπραγματευτεί βάζοντας το πιστόλι στον κρόταφο της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά στην πραγματικότητα, και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι κανένας από τους δύο δεν θα τραβήξει τη σκανδάλη. Πιο πρόσφατα, το Νοέμβριο του 2012, οι Ισραηλινοί ηγέτες έκαναν λόγο για βίαιη κατάρρευση της ΠΑ αν ο Αμπάς επιδιώξει αναβάθμιση του καθεστώτος της Παλαιστίνης στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ο Αμπάς έκανε ακριβώς αυτό, και όπως ήταν αναμενόμενο, οι ισραηλινές απειλές αποδείχθηκαν ανούσιες. Τον επόμενο μήνα, ο Αμπάς απείλησε με διάλυση της ΠΑ μετά από ένα σχέδιο για την επέκταση των ισραηλινών εποικισμών γύρω από την Ιερουσαλήμ, αλλά και αυτά τα λόγια αποδείχτηκαν κενά περιεχομένου.
Παρομοίως, η στρατηγική τής όλο και πιο στενής συνεργασίας με το Ισραήλ και τους χορηγούς της Δύσης θα επέφερε κάποια εσωτερική κριτική, αλλά τίποτα που θα μπορούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση. Τον Ιανουάριο του 2012, οι ενστάσεις για τις άμεσες συνομιλίες της ΟΑΠ με το Ισραήλ δύσκολα υπερέβαιναν τον απλό ψίθυρο. Και αν οι Παλαιστίνιοι ηγέτες συμφωνούσαν να έχουν ένα κράτος με προσωρινά σύνορα, θα αντιμετώπιζαν πολύ μικρότερη εσωτερική αντιπολίτευση από ό, τι αναμένουν. Στην πραγματικότητα, οι Παλαιστίνιοι ζουν ήδη μέσα σε ένα κράτος, όπως αποφασίστηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με προσωρινά σύνορα, όπως προβλέπεται από τις συμφωνίες του Όσλο. Και η de jure δημιουργία ενός κράτους με προσωρινά σύνορα είναι απίθανο να αποσύρει τη μικρή πίεση που αντιμετωπίζει τώρα το Ισραήλ για να φθάσει σε μια τελική συμφωνία. Ελλείψει μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, οι διαμαρτυρίες κατά των κατασχέσεων γης και του διαχωριστικού τείχους, οι προσπάθειες για την επιβολή κυρώσεων και μποϊκοτάζ του Ισραήλ και οι διεθνείς αντιρρήσεις για τους εποικισμούς, οι κατεδαφίσεις σπιτιών, οι μετατοπίσεις πληθυσμού και οι περιορισμοί στις μετακινήσεις, θα συνεχιστούν.
Τέλος, η αγανάκτηση εναντίον «των διαπραγματεύσεων για τις διαπραγματεύσεις» - όπως πολλοί Παλαιστίνιοι χαρακτηρίζουν τις συνομιλίες – αποκρύπτει το κόστος της αδράνειας. Πρόσφατα, καθώς οι Παλαιστίνιοι ηγέτες αρνήθηκαν να εισέλθουν σε επίσημες απευθείας συνομιλίες, το Ισραήλ προχώρησε σε ανέγερση οικισμών στη Δυτική Όχθη, σε ενοποίηση του ελέγχου πάνω από την Ανατολική Ιερουσαλήμ και στην περαιτέρω απομόνωση της Γάζας από τη Δυτική Όχθη. Η OΑΠ δεν αποκόμμισε κανένα αντάλλαγμα. Αν είχε προσέλθει στις συνομιλίες, μπορεί να μην ήταν σε θέση να ανακόψει τις ενέργειες του Ισραήλ, αλλά πιθανότατα θα είχε κερδίσει κάποιες παραχωρήσεις.
Βεβαίως, οι ηγέτες της ΠΑ δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για τη σημερινή στασιμότητα. Οι περισσότεροι απλώς ανταποκρίνονται στις αντιφατικές απαιτήσεις των ψηφοφόρων τους. Οι κάτοικοι της Δυτικής Όχθης φαίνεται να θέλουν να τα έχουν όλα: να ξεκινήσουν μια πιο αποτελεσματική αντίσταση στην ισραηλινή κατοχή, αλλά χωρίς να ρίξουν το βιοτικό τους επίπεδο ή να υποστούν τις συνέπειες μιας ακόμη ιντιφάντα.
Η ηγεσία της Δυτικής Όχθης δεν έχει καταστήσει σαφές στο λαό της -και ενδεχομένως ούτε καν στον εαυτό της- ότι αυτοί οι δύο στόχοι βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Όμως, η κοινή γνώμη έχει τις προτιμήσεις της που έχουν γίνει γνωστές από την κραυγαλέα διαμαρτυρία ενάντια στην παύση καταβολής των μισθών και των αυξήσεων του κόστους ζωής, ενώ εκφράζει συγκρατημένες επικρίσεις για την αναθέρμανση των διαπραγματεύσεων, τη συνεργασία με το Ισραήλ ως προς την ασφάλεια και την αμφιθυμία της Παλαιστινιακής Αρχής απένταντι στις λαϊκές διαμαρτυρίες. Προς το παρόν, οι Παλαιστίνιοι θα παραμείνουν σε σύγχυση, και δεν θα έχουν πλέον τον Φαγιάντ να τον κατηγορούν για τις επιλογές που δεν κάνουν.
ΤΟΥ Nathan Thrall
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου