Βάζοντας κατά μέρος την «χωρίς ανάσα» δημοσιογραφική κάλυψη των αποκαλύψεων ότι η Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) έχει παρακολουθήσει ξένους συμμάχους ηγέτες, η κατασκοπεία στους συμμάχους - ακόμα και στους φιλικούς - δεν είναι κάτι νέο στην διεθνή πολιτική. Στα μέσα του δέκατου έκτου αιώνα, ο ευσεβής βασιλιάς Φίλιππος Β’ της Ισπανίας και ο Πάπας παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον απόπλου τής ισπανικής αρμάδας ενάντια στη Μεγάλη Βρετανία. Ο λόγος; Ο πάπας πίστευε ότι ο βασιλιάς ήταν αναποφάσιστος, και ο βασιλιάς πίστευε ότι ο Πάπας αντιστάθμιζε το διακύβευμα.
(Pawel Kopczynski / Courtesy Reuters)
Αιώνες αργότερα, στις αρχές τού 1917, η βρετανική κυβέρνηση ήθελε τις τότε ουδέτερες Ηνωμένες Πολιτείες να εισέλθουν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό της. Σύμφωνα με τον Keith Jeffery, τον επίσημο ιστορικό τής MI6, της υπηρεσίας πληροφοριών τού Λονδίνου, οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν ένα «ευρύ φάσμα» απροκάλυπτων και παράνομων μεθόδων για να συγκεντρώσουν πληροφορίες και να διευθύνουν τις επιχειρήσεις επιρροής. Για παράδειγμα, χάρη στη μυστική παρακολούθηση του αμερικανικού υπερατλαντικού καλωδίου, η MI6 έμαθε για ένα γερμανικό σχέδιο προσέλκυσης του Μεξικού ως συμμάχου με την υπόσχεση ότι θα του παραδοθεί ένα μεγάλο κομμάτι τής επικράτειας των ΗΠΑ. Καλύπτοντας τις πηγές της, η MI6 προώθησε την ανησυχητική είδηση στον πρόεδρο των ΗΠΑ Woodrow Wilson και έτσι ώθησε τις Ηνωμένες Πολιτείες προς την κήρυξη του πολέμου.
Οι παρακολουθήσεις σημάτων δεν ήταν η μόνη πηγή πληροφοριών τού Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τον σύμμαχο που ήλπιζε να αποκτήσει: ο Sir William Wiseman, ένας Βρετανός, στέλεχος της υπηρεσίας πληροφοριών, διείσδυσε στον Λευκό Οίκο, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τού Wilson και του πιο στενού συμβούλου του, του συνταγματάρχη Edward House. Ενώ έτρεχε κι άλλες παράνομες μυστικές επιχειρήσεις στο έδαφος των ΗΠΑ, ο Wiseman συγκέντρωνε πληροφορίες σχετικά με τις απόψεις τής Ουάσινγκτον για την διεξαγωγή τού πολέμου, τις προτιμήσεις για το πώς μερικά εδαφικά ζητήματα θα πρέπει να επιλυθούν μεταπολεμικά και την στρατηγική της για την Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έκαναν τα ίδια, παρακολουθώντας τις επικοινωνίες φιλικών δυνάμεων κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Ακόμη και καθώς ο Wilson ευαγγελιζόταν δημόσια την ανοικτή διπλωματία, οι στενότεροι σύμβουλοί του είχαν προσλάβει τον κρυπτογράφο Herbert Yardley να λειτουργήσει μια μονάδα κρυπτογράφησης σημάτων που μάζευε πληροφορίες για τις άλλες αντιπροσωπείες. Ο Yardley παρείχε μια παρόμοια υπηρεσία στη Ναυτική Διάσκεψη της Ουάσινγκτον, κατά την διάρκεια της οποίας, χάρη στην εργασία του, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε θέση να κερδίσουν σημαντικούς περιορισμούς για την παρουσία ξένων στόλων στον Ειρηνικό. Συγκλονισμένος μόλις έμαθε για τις δραστηριότητες του Yardley, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Στίμσον, έκλεισε το «Μαύρο Τμήμα» το 1929, δηλώνοντας ότι «οι κύριοι δεν διαβάζουν το ταχυδρομείο του άλλου». Αλλά ο Στίμσον άλλαξε γνώμη αμέσως μετά, υποστηρίζοντας την δημιουργία ενός διαδόχου, της NSA, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι φίλοι δεν παγιδεύουν μόνο τα τηλέφωνα των φίλων τους και διαβάζουν την αλληλογραφία τους. Σε μια ιδιαίτερα διαβόητη υπόθεση, η ισραηλινή κυβέρνηση αγόρασε ευαίσθητες πληροφορίες από έναν Αμερικανό αναλυτή, τον Jonathan Pollard, ο οποίος έλαβε ποινή ισόβιας κάθειρξης για κατασκοπεία το 1987. Παρά τις εκκλήσεις από τα υψηλότερα επίπεδα στο Τελ Αβίβ, ο Pollard παραμένει σε φυλακή στην Βόρεια Καρολίνα. Εν τω μεταξύ, το 2003, οι Ηνωμένες Πολιτείες πιάστηκαν να κατασκοπεύουν στην Ιταλία, επειδή ήθελαν να βγάλουν έναν τρομοκράτη έξω από τη χώρα. Οι Ιταλοί δεν χάρηκαν και, το 2009, καταδίκασαν τον Αμερικανό σταθμάρχη και 22 άλλους. Για να πιάσουν τους πράκτορες, οι ιταλικές διωκτικές αρχές είχαν παρακολουθήσει τα κινητά τηλέφωνα μιας φιλικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Το ότι ο καθένας το κάνει, φυσικά, δεν αποτελεί δικαιολογία για να πάθει κανείς αμόκ με την κατασκοπεία, όπως οι γνώστες υποστηρίζουν ότι συνέβη με την κατασκοπεία τού Pollard. Η ισραηλινή κυβέρνηση είχε προσλάβει και ανταμείψει τον Pollard για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις αραβικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά δέχτηκε προφανώς και τις πληροφορίες του για τις αμερικανικές πηγές και μεθόδους. Η επέκταση αυτή δύσκολα θα μπορούσε να συμβάλλει προς το συμφέρον τού Ισραήλ δεδομένων των κινδύνων για την ευρύτερη σχέση του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Υπάρχουν, ωστόσο, πολλοί σοβαροί λόγοι για τους οποίους οι σύμμαχοι κατασκοπεύουν οι μεν τους δε: για να προστατεύσουν τα συμφέροντά που ένας σύμμαχος παραβλέπει, για να προφυλαχθούν κατά της διγλωσσίας ή από προδοσία, για να προστατευθούν από τρωτά σημεία των συμμάχων, για να προφυλαχθούν από εκπλήξεις που απορρέουν από αποκλίνοντα συμφέροντα, και για να προστατευθούν από ένα καλό «φίλο» που απλά κάνει τα πράγματα με λάθος τρόπο. Ο ρόλος τού Wiseman στην πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών προς την είσοδό τους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας ρόλος που επαναλήφθηκε από τον William Stephenson στην πορεία μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μπορούσε να τεθεί στην τελευταία αυτή κατηγορία. Παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντα των ΗΠΑ ήταν με το Ηνωμένο Βασίλειο και στις δύο περιπτώσεις, η είσοδος των ΗΠΑ στους πολέμους ήταν αβέβαιη. Η αποστολή τού Λονδίνου ήταν να μάθει τον αμερικανικό σκεπτικό και να ωθήσει την Ουάσιγκτον να προχωρήσει μαζί του.
Μια από αυτές τις νόμιμες κατηγορίες αφορά την αμέλεια για τα συμφέροντα ενός συμμάχου. Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί στρατιώτες μερικές φορές πάνε σε πόλεμο κατά κρατών εξοπλισμένων με εξαιρετικά προηγμένα όπλα που πωλούνται σε αυτά από τρίτους, συμπεριλαμβανομένων και των συμμάχων. Η κατανόηση του πώς να αμύνονται ενάντια σε αυτά τα όπλα μπορεί να απαιτήσει πληροφορίες σχετικά με το πώς λειτουργούν. Παρά το γεγονός ότι είναι παράλογο οι κυβερνήσεις να συγκεντρώσουν τις πληροφορίες αυτές από οίκους τού εξωτερικού για λόγους ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, το να το κάνουν για να προστατεύσουν την ζωή των στρατιωτών τους και να κερδίζουν πολέμους μπορεί να είναι απαραίτητο αν μια συμμαχική κυβέρνηση αρνείται να παραδώσει τα δεδομένα ή να βάλει την βιομηχανία της να τα αποκαλύψει. Οι σύμμαχοι αρνούνται τέτοιες πληροφορίες ο ένας στον άλλο, διότι, αν και πολιτικά είναι φίλοι, εξακολουθούν να είναι οικονομικοί ανταγωνιστές. Οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας τους είναι, ως εκ τούτου, συχνά σε πόλεμο μεταξύ τους.
Η προστασία από προδοσία, σκόπιμη ή τυχαία, είναι επίσης απαραίτητη. Κανένας από τους εταίρους των Ηνωμένων Πολιτειών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν εμπιστευόταν απόλυτα τους άλλους, ιδίως καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέπτυσσαν τα πυρηνικά τους όπλα. Ακόμη και στο πλαίσιο της αμερικανοβρετανικής ειδικής σχέσης, η οποία γρήγορα έγινε πιο στενή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δύο κυβερνήσεις παρακολουθούσαν από κοντά η μια την άλλη - και για σοβαρό λόγο. Το Σχέδιο Venona των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο αφορούσε στην αποκρυπτογράφηση των σοβιετικών μηνυμάτων κατά την διάρκεια του πολέμου, αποκάλυψε ότι ευαίσθητα έγγραφα είχαν σταλεί στη Μόσχα από την βρετανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον. Πριν οι κυβερνήσεις μπορέσουν να αντιδράσουν, δύο Βρετανοί διπλοί πράκτορες, ο Donald MacLean και ο Guy Burgess, είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση. Έτσι, η Ουάσιγκτον έμαθε ότι ο σύμμαχός της είχε αποτύχει να ανιχνεύσει Σοβιετικούς κοριούς που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των ΗΠΑ. Παρόμοιο πρόβλημα δημιουργήθηκε για τις Ηνωμένες Πολιτείες στην δεκαετία του 1970, όταν ο ΝΑΤΟϊκός εταίρος της, η Δυτική Γερμανία, ανακάλυψε ότι η υπηρεσία πληροφοριών τής Ανατολικής Γερμανίας είχε φυτέψει έναν κομμουνιστή κατάσκοπο, τον Günter Guillaume, στον στενό κύκλο τού Δυτικογερμανού καγκελάριου Βίλι Μπράντ. Όταν η διείσδυση αποκαλύφθηκε, ο Μπράντ παραιτήθηκε, αλλά η ζημιά είχε γίνει σε όλο το εύρος τού ΝΑΤΟ. Ανάμεσα στα μυστικά που ο Guillaume προφανώς προώθησε στην κυβέρνησή του ήταν επιστολές προς τον Μπράντ από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, σχετικά με την πυρηνική στρατηγική του ΝΑΤΟ.
Μερικές φορές, είναι ακριβώς η διαδικασία λήψης των αποφάσεων από τον σύμμαχο που αποτελεί το πρόβλημα. Είναι καλά κατανοητό ότι η φτωχή πληροφόρηση των ΗΠΑ σχετικά με τα όπλα μαζικής καταστροφής πριν από τον πόλεμο του Ιράκ δηλητηρίασε την διαδικασία λήψης αποφάσεων στην Ουάσιγκτον. Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ, αντιμετωπίζοντας έναν «πόλεμο επιλογής» και αμφίβολες αμερικανικές πληροφορίες, παρακολουθούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες για να καταλάβουν τι πραγματικά πίστευαν οι Αμερικανοί πολιτικοί. Αυτό ακριβώς έκαναν, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Στο περίφημο σημείωμα προς την Downing Street, ο Βρετανός επικεφαλής τής MI6 ανέφερε ότι «[ο Τζορτζ Ου.] Μπους [1] ήθελε να εκδιώξει τον Σαντάμ Χουσεΐν [2] μέσω στρατιωτικής δράσης, δικαιολογημένης από τον συνδυασμό τής τρομοκρατίας και των όπλων μαζικής καταστροφής. Όμως, οι πληροφορίες και τα γεγονότα είχαν καθοριστεί γύρω από την πολιτική». Οι σύμμαχοι που δεν άσκησαν κριτική στην αμερικανική συλλογιστική πλήρωσαν το τίμημα.
Στην διεθνή πολιτική, η φιλία είναι ψευδεπίγραφη. Οι σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν μπορεί - ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε – να συνεπάγονται πραγματική εμπιστοσύνη. Τα κράτη υπάρχουν για να κρατήσουν τα αντίστοιχα έθνη τους ασφαλή, και ακόμη και οι σύμμαχοι μπορεί να βάλουν ο ένας τον άλλον σε κίνδυνο. Σε έναν κόσμο γεμάτο πολύπλοκα συμφέροντα, οι χώρες συνεργάζονται όπου μπορούν αλλά αναζητούν πληροφορίες εκεί όπου πρέπει, σταθμίζοντας τους κινδύνους για συμμαχίες, για διεθνείς οργανισμούς και για στρατηγικές, καθώς προχωρούν. Αν και υπάρχουν λόγοι για τους οποίους η κατασκοπεία των ΗΠΑ στην Γερμανία ή σε άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μπορεί να είναι απαραίτητη, υπάρχουν επίσης σοβαροί λόγοι για τους πολιτικούς ηγέτες να εξασφαλίζουν ότι αυτές οι αποστολές εκτελούνται με μεγάλη διακριτικότητα και μόνο όταν η τακτική διπλωματία ή τα κανάλια επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών δεν επαρκούν. Με την σειρά τους, οι συμμαχικές κυβερνήσεις, οι οποίες γνωρίζουν καλά τις ιστορίες των δικών τους Υπηρεσιών Πληροφοριών, θα κάνουν καλά να ανταποκριθούν στις αποκαλύψεις με εγκράτεια αντί με έντονες ρητορείες. Στο κάτω-κάτω, οι πληροφορίες των ΗΠΑ βοήθησαν να αποφευχθεί να γίνει «θερμός» ο Ψυχρός Πόλεμος και βοήθησαν την Γερμανία να γίνει και πάλι ενιαία. Το ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δαπάνησαν και διακινδύνευσαν τόσα για την Ευρώπη, δείχνει όχι μόνο ότι οι δύο είναι καλοί σύμμαχοι, αλλά ότι αυτό που η Γερμανίδα καγκελάριος σκέφτεται είναι ακριβώς στην καρδιά αυτού που οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ξέρουν για να παραμείνουν ένας καλός φίλος.
sourche: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69570/jennifer-sims/kataskopeia-metaksy-filon?page=show
Return to Article: http://www.foreignaffairs.com/articles/140247/jennifer-sims/i-spy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου