Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Ένα Αδύναμο Κράτος με μια «Ισχυρή Κρατική Παράδοση»: η Περίπτωση της Τουρκίας

Μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, το τουρκικό κράτος χαρακτηρίζεται από μία σχετικά αδύναμη κοινωνία των πολιτών και από μία «ισχυρή κρατική παράδοση». Πολλές από τις ιδρυτικές ελίτ της Τουρκίας, ηγέτης των οποίων υπήρξε ο Κεμάλ Ατατούρκ, αποτελούνταν από στρατιωτικούς οι οποίοι προτιμούσαν να εξαλείψουν σχεδόν οτιδήποτε ανήκε στο παρελθόν, θεωρώντας το ως αναχρονιστικό και αρχαϊκό. Έκλεισαν τις θρησκευτικές αδελφότητες, τις οποίες και χαρακτήρισαν ως απειλή για την κρατική εξουσία και την κοινωνική ενότητα. Ανέδειξαν το κράτος σε υπέρτατη οντότητα και αντιμετώπισαν την κοινωνία και τις κοινωνικές οργανώσεις ως μορφώματα δεύτερης κατηγορίας.



Σύμφωνα με τον Metin Heper, η Τουρκία έχει μια ισχυρή κρατική παράδοση, στην οποία, οι κρατικές ελίτ και οι κρατικοί θεσμοί – ιδρύματα, έχουν κυρίαρχο ρόλο. Αντίθετα, οι μη κρατικές μονάδες, όπως οι κοινωνικές οργανώσεις πολιτών και κάποιοι από τους οικονομικούς δρώντες που δεν έχουν τις ρίζες τους σε κρατικές δομές, λειτουργούν ως αδύναμοι και παθητικοί παίκτες.

Παρά το γεγονός ότι το τουρκικό κράτος είχε την κυριαρχία στους μη-κρατικούς δρώντες- όπως οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ή τα συνδικάτα εμπορίου- η νομιμοποίηση της εξουσίας του σύγχρονου τουρκικού κράτους πλέον βρίσκεται σε καθεστώς αυξανόμενης αμφισβήτησης. Ο λόγος για τη νομιμοποίηση των κρατικών πολιτικών και τη χρήση του όρου  της «κρατικής ισχύος» που τις περιβάλλει. Η οικονομική και η στρατιωτική δύναμη ενός κράτους, σίγουρα καθορίζει πόσο ισχυρό είναι. Πέραν τούτου όμως, η σχέση ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στον καθορισμό της ισχύος. Mε λίγα λόγια, εάν το κράτος δεν νομιμοποιείται στα μάτια των πολιτών του, η εξουσία του αμφισβητείται.

Η αδυναμία της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία και η δυσπιστία των κρατικών ελίτ απέναντι σε μη κρατικούς δρώντες, έχει τις ρίζες της στην Οθωμανική περίοδο. Με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αναδύθηκε η Τουρκική Δημοκρατία, η οποία και κληρονόμησε πολλά από τα χαρακτηριστικά και τις κρατικές πρακτικές του προκατόχου της, όπως η κρατική κυριαρχία έναντι των πολιτικών οργανισμών, και η επικράτηση του αυταρχισμού έναντι των δημοκρατικών χαρακτηριστικών στην πολιτική ζωή.
Η αναγκαία σχέση ανάμεσα στην κοινωνία των πολιτών και των κρατικών δρώντων, μέσα από πολιτικά κανάλια, έχει ευρέως αγνοηθεί. Η επίδραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη φύση της  κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία μας παρέχει ένα μέρος της ερμηνείας για αυτό.

 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Sinem Gürbey, στο έργο του «Civil Society and Islam in Turkey»:
«Η Τουρκική Δημοκρατία κληρονόμησε ένα ισχυρό γραφειοκρατικό καθεστώς από την Οθωμανική Αυτοκρατορία …..οι Οθωμανοί ήταν πεπεισμένοι πως για να διατηρήσουν μια εθνικά, θρησκευτικά και γλωσσικά ομοιογενή αυτοκρατορία, έπρεπε να ενισχύσουν τον κρατικό μηχανισμό και να καταπιέσουν ομάδες που δυνητικά θα αμφισβητούσαν την κυριαρχία τους. Η Οθωμανική επιμονή στη συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια της άρχουσας ελίτ, προκειμένου να διατηρηθούν διαφορετικές διακριτές ομάδες κάτω από ένα κράτος, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενδιάμεσων σωμάτων, οδήγησε στη δημιουργία του διαχωρισμού ανάμεσα σε κέντρο και περιφέρεια, στα ζητήματα της κουλτούρας».
Όχι μόνο κατά την Οθωμανική περίοδο, αλλά και η πολιτική ιστορία της σύγχρονης Τουρκίας, ειδικά η πρώιμη περίοδος  της δημοκρατίας, παρουσιάζει μια ξεκάθαρη εικόνα των βασικών χαρακτηριστικών της σχέσης κράτους-κοινωνίας. Δεν είναι δύσκολο να πει κάποιος ότι η διαδικασία οικοδόμησης του έθνους στα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας αποτέλεσε σχέδιο της ελίτ και αντιμετώπισε το λαό ως «αδαή μάζα» που χρειάζονταν την καθοδήγησή της (ελίτ). Παράλληλα, η επίσημη ιδεολογία του κράτους, ο Κεμαλισμός, - την οποία ο Mehmet Altan κατονόμασε «ιδεολογία του στρατώνα»- προσπάθησε να ομογενοποιήσει και να κατηγοριοποιήσει τις μάζες εντός των ορίων που καθόριζε η υψηλή κοινωνία.
Αυτή η σύντομη παρουσίαση των κρατικών δομών και της κοσμοθεωρίας των κεμαλικών κρατικών ελίτ, αποκαλύπτουν μια σημαντική διάσταση, χρήσιμη για την ανάλυση της φύσης του τουρκικού κράτους. Η ιστορική παράδοση αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες της κρατικής κυριαρχίας έναντι της κοινωνίας των πολιτών στη σύγχρονη Τουρκία.
Από την άλλη πλευρά, είναι αξιοσημείωτη η ύπαρξη, στην Τουρκία, μίας παράδοσης δαιμονοποίησης της αντιπολίτευσης. Αυτή η παράδοση έχει αναπαραχθεί μέσα από γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό και έχει ενισχυθεί από μια φιλοσοφία κοινωνικού ελέγχου που ασπάζονται οι παραδοσιακές γραφειοκρατικές τάξεις της Τουρκίας. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, «η κοινωνία πρέπει να κυβερνάται, το κράτος θα αναλάβει αυτό το έργο και ο γραφειοκράτης είναι αυτός που θα εκπροσωπεί το κράτος».

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Τουρκία ήταν ένα εσωστρεφές κράτος, με στατικές οικονομικές πολιτικές και αδύναμες μη-κρατικές οντότητες. Με το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος, το 1983 και την κυβέρνηση του Τουργκούτ Οζάλ, (1983-1993), η Τουρκία άρχισε να κάνει βήματα προς την πολιτική και οικονομική  φιλελευθεροποίηση. Ωστόσο, παρά την πρόοδο σε τομείς όπως η φιλελευθεροποίηση της αγοράς, οι σχέσεις μεταξύ κράτους και κοινωνίας ακόμα χαρακτηρίζονται από σημαντικά κενά. Με τη διαδικασία εισδοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  η Τουρκία έχει πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά στη δημοκρατία, στο νομικό πλαίσιο και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Όμως, έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει.
Η Τουρκία σήμερα είναι πολύ πιο δημοκρατική και φιλελεύθερη από ότι ήταν στο παρελθόν. Η κοινωνία των πολιτών είναι πιο δυναμική, και η κατανομή της εξουσίας ανάμεσα στις πολιτικές και τις κρατικές ελίτ είναι πολύ πιο ισορροπημένη. Παρόλα αυτά, η Τουρκία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ισχυρό κράτος, παρά την «ισχυρή κρατική της παράδοση».

Όπως προαναφέρθηκε, οι κρατικές ελίτ και οι κρατικοί θεσμοί παραμένουν σχετικά αυταρχικοί, ενώ στα κρατικά θέματα δεν χωρά αμφισβήτηση. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικοί δρώντες εξακολουθούν να είναι σχετικά αδύναμοι. Ισχυρό κράτος είναι εκείνο που διαθέτει εύρωστους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, σχέσεις κοινωνίας-στρατού που βασίζονται σε δημοκρατικά ιδεώδη, κυριαρχία των νόμων και μια δημοκρατική πολιτική κουλτούρα. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, «μια ισχυρή κρατική παράδοση» αναφέρεται σε ένα κράτος όπου οι κρατικοί μηχανισμοί μπορούν εύκολα να καταπιέσουν τις μη-κρατικές μονάδες, ενώ οι δημοκρατικές νόρμες και οι διαδικασίες μπορούν εύκολα να αγνοηθούν.
Για ποιο λόγο όμως η Τουρκία χαρακτηρίζεται ακόμη ως αδύναμο κράτος;
Πρώτον, χωρίς εδραιωμένη δημοκρατία και χωρίς την εγκαθίδρυση ενός ισχυρού νομοθετικού πλαισίου που θα εφαρμόζεται, η Τουρκία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ισχυρό κράτος. Η Τουρκία έχει επιτύχει ένα σημαντικό βαθμό προόδου όσον αφορά στους νόμους, αλλά έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει ώστε να επιτύχει μια ισχυρή κυριαρχία του νόμου (εφαρμογή). Βασικό στοιχείο που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την εδραίωση της δημοκρατίας, είναι το Σύνταγμα του 1982, το οποίο αποτελεί προϊόν στρατιωτικής κυριαρχίας.
Δεύτερον, η Τουρκία εξακολουθεί να στερεί τα δικαιώματα των ίδιων της των πολιτών ( όπως το δικαίωμα της εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα και την ίδρυση κρατικού καναλιού που θα εκπέμπει στα  Κουρδικά) και αντιμετωπίζει την εθνοτική και θρησκευτική διαφορετικότητα ως απειλή. Πώς μπορεί κανείς να αποκαλέσει ένα τέτοιο κράτος ισχυρό;
Ένα κράτος εγκλωβισμένο ανάμεσα στο τζαμί και το στρατώνα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί  ως ισχυρό.

Begum Burak , A Weak State with a ‘Strong State’ Tradition: The Case of Turkey

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου