Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Σε ελεύθερη πτώση οι αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ

Οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Όπως αναδείχθηκε στη διάρκεια σεμιναρίου που διοργάνωσε το CER το Δεκέμβριο στο πλαίσιο του Γαλλό-Βρετανικού αμυντικού φόρουμ, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από κοινού μείωσαν τις αμυντικές τους δαπάνες, από τα 200 στα 170 δισ. ευρώ, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008. Ως απάντηση, οι κυβερνήσεις έχουν υπογράψει σειρά νέων διμερών και πολυμερών πρωτοβουλιών. Στόχο έχουν να περιορίσουν την επίδραση των περικοπών του προϋπολογισμού για τις ένοπλες δυνάμεις τους. Αλλά μέχρι στιγμής, η εξοικονόμηση που επιτυγχάνεται ότι συγκριτικά πολύ χαμηλή. Στις συζητήσεις του Δεκεμβρίου, οι συμμετέχοντες εκτιμούσαν το ποσό στα 200-300 εκατ. ευρώ. Πολλές ευαισθησίες που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια καθιστούν δύσκολο για τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν προσπάθειες συνεργασίας στην άμυνα. Αλλά σε μια περίοδο που η γειτονιά της Ευρώπης είναι ιδιαίτερα ασταθής και οι ΗΠΑ περικόπτουν επίσης τις δικές τους ένοπλες δυνάμεις, οι Ευρωπαίοι χρειάζεται να κάνουν περισσότερα για να σταματήσουν τη ζημιά στις δικές τους ένοπλες δυνάμεις.

Παρά τις περικοπές στους προϋπολογισμούς τους, συνολικά τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν τις δεύτερες μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες παγκοσμίως. Και δεν μειώνουν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες το επίπεδο χρηματοδότησης των ενόπλων δυνάμεών τους. Σύμφωνα με έρευνα του 2011 για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι Φινλανδία και Δανία έχουν διατηρήσει σταθερές τις αμυντικές τους δαπάνες τα τελευταία χρόνια, ενώ οι Πολωνία και Σουηδία τις έχουν αυξήσει.


Αλλά ακόμη και πριν από την οικονομική κρίση, οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες δαπανούσαν λιτότερο από το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, αν και τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ θεωρητικά δεσμεύονται να αφιερώσουν τουλάχιστον αυτό το ποσοστό για τις ένοπλες δυνάμεις τους. Και σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι περισσότερες μεσαίες χώρες-μέλη της ΕΕ έχουν μειώσει τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 10%-15% από το 2009. Αρκετά από τα μικρότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η Λετονία και η Λιθουανία, έχουν προχωρήσει σε μειώσεις ακόμη και πλέον του 20%. Η Βρετανία μειώνει τον αμυντικό της προϋπολογισμό κατά 7,5% σε διάστημα τεσσάρων ετών. Και σύμφωνα με τον Andrew Dorman του Chatham House, η πραγματική μείωση είναι κοντά στο 25% καθώς το υπουργείο Άμυνας έχει πολλές μη χρηματοδοτούμενες υποχρεώσεις και πρέπει εκτάκτως να πληρώσει για την αντικατάσταση της πυρηνικής αποτροπής του Ηνωμένου Βασιλείου. Η Γαλλία αναμένεται να μειώσει τις στρατιωτικές της δαπάνες μόλις ανακοινώσει τις νέες αμυντικές της προτεραιότητες φέτος. Ως αποτέλεσμα, Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν ότι οι Ευρωπαίοι σύντομα δεν θα είναι σε θέση να αναπτύξουν μια αποστολή όπως αυτή που έστειλαν στη Λιβύη το 2011.

Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει ότι η στενότερη συνεργασία μεταξύ των δικών τους ενόπλων δυνάμεων θα μπορούσε να αντισταθμίσει –τουλάχιστον εν μέρει- την επίδραση τέτοιων μεγάλων περικοπών δαπανών. Έχουν εισάγει κάποια ευπρόσδεκτα μέτρα. Για παράδειγμα, πέρυσι, 14 χώρες συμφώνησαν να αγοράσουν μη επανδρωμένα σκάφη από μια κοινή επιχείρηση του ΝΑΤΟ. Επίσης, 18 κράτη τώρα λαμβάνουν μέρος σε ένα δίκτυο της ΕΕ για τη διευκόλυνση της θαλάσσιας επιτήρησης, μέσω ανταλλαγής πληροφοριών. Τον προηγούμενο Απρίλιο, το Βέλγιο και η Ολλανδία αποφάσισαν να συνεργαστούν στη συντήρηση ελικοπτέρων. Το Σεπτέμβριο, Βουλγαρία και Ρουμανία συμφώνησαν τους όρους για να καταστεί ευκολότερη η αστυνόμευση του εναέριου χώρου και των δύο. Η Βρετανία και η Γαλλία εκπαιδεύονται μαζί για την ανάπτυξη μιας από κοινού εκστρατευτικής δύναμης. Και το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλοι Ευρωπαίοι έχουν παράσχει υλικοτεχνική υποστήριξη στην ανάπτυξη της αποστολής στο Μάλι.

Αλλά οι κυβερνήσεις παραμένουν δύσπιστες για την κοινή συγκέντρωση των στρατιωτικών ικανοτήτων. Φοβούνται ακόμη ότι οι εταίροι τους μπορεί να μπλοκάρουν την πρόσβαση στον κοινό εξοπλισμό εάν διαφωνήσουν σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση. Τα κράτη επίσης διαφωνούν για το ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για την ανάπτυξη νέων στρατιωτικών τεχνολογιών. Για παράδειγμα, το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να αποκτήσει αμυντικό εξοπλισμό με τη Γαλλία σε διμερές επίπεδο. Αλλά από τότε που ο Πρόεδρος Francois Hollande ανέλαβε την εξουσία, η Γαλλία έχει γίνει ιδιαίτερα πρόθυμη να επιτρέψει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες να συμμετάσχουν στα γαλλό-βρετανικά projects. Πολλές χώρες είναι αντίθετες με τη δέσμευσή τους σε φιλόδοξες πρωτοβουλίες καθώς γνωρίζουν ότι αυτές μπορεί να έχουν κόστος βραχυπρόθεσμα. Το περασμένο έτος η Βρετανία εγκατέλειψε τα σχέδιά της για να προσαρμόσει έτσι το αεροπλανοφόρο της ώστε τα γαλλικά αεροπλάνα να μπορούν να προσγειώνονται σε αυτό, αφού συνειδητοποίησε πόσο ακριβή θα είναι η προσαρμογή. Αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ είναι απρόθυμα να ενσωματώσουν τις αμυντικές τους εταιρείες με αυτές άλλων χωρών, όπως απέδειξε η Γερμανία όταν αρνήθηκε να υποστηρίξει τη συμμαχία μεταξύ της ΒΑΕ και της EADS. Τελικώς, οι κυβερνήσεις δεν θέλουν οι αμυντικές τους εταιρείες να χάνουν συμβόλαια. Πολλοί στη Γαλλία ανησυχούν ότι μερικά από τα προγράμματος εξοικονόμησης κόστους που προτείνονται από το ΝΑΤΟ, μεταξύ των οποίων και η πυραυλική άμυνα και η από κοινού αγορά συστημάτων παρακολούθησης, ευνοούν τις αμερικανικές αμυντικές εταιρείες.

Οι Ευρωπαίοι πρέπει να ξεπεράσουν αυτή τη συνεχιζόμενη αποστροφή που εμφανίζουν στις συνεργασίες. Ακόμη κι εάν οι κυβερνήσεις τους θα προτιμούσαν να αποφύγουν τη χρήση στρατιωτικής δύναμης, ίσως να μην έχουν τη δυνατότητα επιλογής. Αρκετές διαμάχες ρισκάρουν να υπονομεύσουν τη σταθερότητα στην περιφέρεια στο Νότο της Ευρώπης τα επόμενα λίγα χρόνια, και όχι για την μερική κατάληψη του Μάλι από ισλαμιστές μαχητές, όπου οι γαλλικές δυνάμεις έχουν ήδη αισθανθεί υποχρεωμένες να παρέμβουν, τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και μια πιθανή αντιπαράθεση με το Ιράν. Και η Ουάσιγκτον, έχοντας να αντιμετωπίσει τις δικές της μειώσεις στον αμυντικό προϋπολογισμό, θέλει οι σύμμαχοί της σε όλο τον κόσμο να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για την περιφερειακή τους ασφάλεια.

Η κυβέρνηση του προέδρου Hollande μπορεί να καθησυχάσει μερικές από τις γαλλικές ανησυχίες για την έλλειψη ευρωπαϊκής βιομηχανικής συμμετοχής στις πρωτοβουλίες μείωσης του κόστους εντός του ΝΑΤΟ. Για να γίνει αυτό, το Παρίσι θα μπορούσε να προτείνει projects στη Συμμαχία τα οποία περιλαμβάνουν και εξοπλισμό που κατασκευάζεται στην Ευρώπη. Όπως πρότεινε ένας συμμετέχων στο σεμινάριο του CER, το Βερολίνο, το Λονδίνο, το Παρίσι ή η Ρώμη θα μπορούσαν να πουλήσουν μερικά από τα παλαιότερα μαχητικά αεροσκάφη σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης που θα ήθελαν να ενισχύσουν φθηνά το οπλοστάσιό τους.

Όπως προτάθηκε από έναν άλλο συμμετέχοντα στις συζητήσεις του Δεκεμβρίου, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αγοράζουν στρατιωτική τεχνολογία αιχμής, μόνο όταν είναι απαραίτητο. Τις τελευταίες δεκαετίες, το κόστος του αμυντικού εξοπλισμού έχει αυξηθεί εκθετικά. Ακόμη και όταν οι οικονομίες τους είναι ισχυρότερες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να εξοπλίσουν τις ένοπλες δυνάμεις τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η εθνική ασφάλεια θα απαιτεί οι κυβερνήσεις να συνεχίσουν να αποκτούν τα τεχνολογικά πιο εξελιγμένων ικανοτήτων όπλα. Αλλά για λιγότερο ευαίσθητες περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διερευνούν φθηνότερες εξοπλιστικές επιλογές και μεγαλύτερη χρήση των αστικών προμηθευτών, για παράδειγμα στις επικοινωνίες.

Τέλος, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να διασφαλίσουν ότι δεν θα επαναληφθούν οι προσπάθειές τους για την κατασκευή βομβών επόμενης γενιάς. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εδώ και καιρό υποστηρίζουν ότι είναι πολύ ανεπαρκές για την Ευρώπη να έχει τρία προγράμματα επανδρωμένων μαχητικών αεροσκαφών (Rafale, Eurofighter και Gripen). Αυτό έχει αποτρέψει διάφορα προγράμματα από το να επωφεληθούν από τις οικονομίες κλίμακας, έχει περιορίσει τη δια-λειτουργικότητα μεταξύ των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων, και έχει οδηγήσει τους Ευρωπαίους να ανταγωνίζονται μεταξύ τους στις αγορές εξαγωγών.

Μέσα στα επόμενα χρόνια οι Ευρωπαίοι θα αποφασίσουν πώς θα αναπτύξουν τα μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη και άλλες εξελιγμένες βόμβες. Είναι ακόμη αδιευκρίνιστο το πώς θα προχωρήσουν οι κυβερνήσεις. Οι Γαλλία και Βρετανία έχουν ανακοινώσει σχέδια για την ανάπτυξη επόμενης γενιάς βομβών, σε διμερές επίπεδο. Οι EADS και Finmeccanica, η μεγαλύτερη ιταλική εταιρεία αμυντικών δαπανών, έχει κοινοποιήσει τις φιλοδοξίες της για να κάνει το ίδιο. Και η Γαλλία έχει συμφωνήσει να εργαστεί πάνω σε μη επανδρωμένα μαχητικά αεροσκάφη με τη Γερμανία.

Με βάση τις τρέχουσες τάσεις στις δαπάνες, δεν υπάρχει επαρκής ζήτηση στην Ευρώπη ώστε να υποστηρίξει διάφορα ανταγωνιστικά προγράμματα αεροσκαφών επόμενης γενιάς. Επομένως οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να αποφύγουν να λάβουν χώρα διάφορες μη συντονισμένες προσπάθειες ταυτόχρονα. Οι ευρωπαϊκές χώρες μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να αντέξουν την επανάληψη δαπανηρών αεροναυπηγικών προγραμμάτων, όπως πριν από την κρίση. Απλώς δεν μπορούν να το αντέξουν οικονομικά τώρα.
Της Clara Marina O’  Donnell

*Μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο εδώ:http://www.cer.org.uk/insights/time-bite-bullet-european-defence


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου