«Στη Δυτική Γερμανία οι άνθρωποι δεν ξέρουν σχεδόν τίποτα για μια 35ετία από τη ζωή μου», είπε η Άνγκελα Μέρκελ, η σημερινή ισχυρή πρωθυπουργός μιας ενοποιημένης Γερμανίας, σε μια συνέντευξη της το 2004. Αυτό το απόσπασμα χρησιμεύει τώρα ως υπότιτλος στο νέο βιβλίο δύο Γερμανών δημοσιογράφων, του Günther Lachmann και του Ralf Georg Reuth, που αφορά στις ρίζες της Γερμανίδας καγκελαρίου στην Ανατολική Γερμανία. Οι συγγραφείς του Das Erste Leben der Angela M. («Ο πρότερος βίος της Άνγκελα Μ.») θέλουν να κάνουν τους αναγνώστες τους να καταλάβουν ότι η Άνγκελα Μέρκελ, η οποία έζησε τα πρώτα τριάντα πέντε χρόνια της ζωής της στην κομμουνιστική Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ήταν μέρος αυτής της κοινωνίας με πολύ πιο βαθύ τρόπο από ό,τι έχει γίνει αντιληπτό.
(Charles Platiau /Reuters)
Το βιβλίο έχει καταφέρει να προκαλέσει έντονη συζήτηση στη Γερμανία επικεντρωνόμενο στην πραγματική προσωπικότητα της Μέρκελ και τις πολιτικές της πεποιθήσεις. «Μόνο η ίδια η Άνγκελα Μέρκελ μπορεί να πει τι παραμένει σε ισχύ από την παλιά της ζωή», κατέληξε ένα πρόσφατο άρθρο του περιοδικού. Αυτό που αποκαλύπτει η αντιπαράθεση, όμως, δεν είναι ότι οι Γερμανοί γνωρίζουν πολύ λίγα πράγματα για την καγκελάριο, οκτώ χρόνια μετά την εκλογή της, αλλά μάλλον ότι γνωρίζουν πολύ λίγα για το κομμουνιστικό παρελθόν της Ανατολικής Γερμανίας, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά την πτώση του κομμουνισμού.
Τα βασικά στοιχεία της βιογραφίας της Μέρκελ έχουν δημοσιοποιηθεί εδώ και καιρό. Η Μέρκελ γεννήθηκε το 1954 στην Δύση, στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο πατέρας τής Μέρκελ, ένας προτεστάντης ιερέας και σοσιαλιστής εκ πεποιθήσεως, μετακόμισε με την οικογένειά του στην ανατολική πλευρά, λίγο αργότερα. Είχε σταλεί εκεί από την εκκλησία του, της οποίας η ηγεσία ήθελε να υποστηρίξει τους Χριστιανούς που υφίσταντο παρενοχλήσεις από το κυβερνών Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας. Οι συγγραφείς του Das Erste Leben der Angela M. τονίζουν ότι παρά το επάγγελμα τού πατέρα της, η Μέρκελ δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θεολογία. Τα ρωσικά ήταν προφανώς το αγαπημένο της θέμα. «Αγαπούσε τη ρωσική γλώσσα, επειδή ήταν γεμάτη συναίσθημα. Και τη μάθαινε με ενθουσιασμό», γράφουν. Περιγράφουν τον τρόπο που το 1970, έχοντας κερδίσει την Ολυμπιάδα της ρωσικής γλώσσας στην Ανατολική Γερμανία, η Μέρκελ ταξίδεψε στη Μόσχα για να συμμετάσχει στη διεθνή Ολυμπιάδα ρωσικών. Αυτό που υπονοείται είναι ότι η δεινότητά της στην εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας ήταν ύποπτη.
Η Μέρκελ έγινε στη συνέχεια φυσικός. Ενώ ήταν νέα ερευνήτρια στην Ακαδημία των Επιστημών στο Ανατολικό Βερολίνο, συνέχισε τη συμμετοχή της στην Freie Deutsche Jugend (Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία), τη σοσιαλιστική οργάνωση νεολαίας που πριμοδοτείτο από το κράτος. Ποτέ δεν απέκρυψε τη συμμετοχή της. Ο πυρήνας της κατηγορίας του βιβλίου που εκλαμβάνεται σήμερα ως σκανδαλώδης είναι το γεγονός ότι η Μέρκελ δεν ήταν, όπως η ίδια είχε υποστηρίξει, ένα «πολιτιστικό στέλεχος» της οργάνωσης, αλλά, μάλλον, μια «γραμματέας κινητοποίησης και προπαγάνδας». Η Μέρκελ συνήθιζε να διοργανώνει εξορμήσεις στο θέατρο και αναγνώσεις Σοβιετικών συγγραφέων. Ο Lachmann και ο Reuth καταγράφουν τον πρώην υπουργό Μεταφορών, Günther Krause, να λέει ότι το πρόσωπο που κατείχε αυτή τη θέση ήταν «υπεύθυνο για την πλύση εγκεφάλου με τη μαρξιστική έννοια. Αυτό ήταν το έργο της και δεν ήταν πολιτιστικό έργο».
Η Άνγκελα Μέρκελ δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι ήταν από τους αντιφρονούντες. («Όντως δεν ήμουν ακτιβίστρια της αντίστασης», έχει πει για τον εαυτό της). Παρ' όλ' αυτά, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα πρέπει να έχουν σοκαριστεί, αναφέρουν οι συγγραφείς, από το ενδεχόμενο η Μέρκελ να ήταν ίσως κατά κάποιο τρόπο μια μεταρρυθμίστρια κομμουνίστρια -δηλαδή, μια από τους δυσαρεστημένους με το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας που προσέβλεπε στις μεταρρυθμίσεις του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μετά το 1985 ως ένδειξη ότι ο δρόμος προς ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό θα μπορούσε να υπάρξει. «Η Άνγκελα Μέρκελ», γράφουν, «η οποία είχε μια ιδιαίτερα στενή σχέση με όλα όσα ήταν ρωσικά, θεωρούσε την υπόσχεση της γκλάσνοστ και της περεστρόικα ως μια ουσιαστική ευκαιρία».
Εκείνο που συχνά ξεχνάμε είναι ότι ακόμη και οι αντιφρονούντες, όσοι ήταν πιο θαρραλέοι και ειλικρινείς από την Μέρκελ, προέρχονταν συχνά από το μαρξισμό. Οι ήρωες του 1989, δεν ήταν όλοι φιλελεύθεροι της Δύσης από τα γεννοφάσκια τους, οι οποίοι κατανοούσαν πάντα το «Τέλος της Ιστορίας», με τον τρόπο του Francis Fukuyama. Οι πιο ισχυρές επικρίσεις του κομμουνιστικού συστήματος προέκυψαν από γνώσεις που θα μπορούσαν να προέλθουν μόνο από τη συμμετοχική εμπειρία. Η εξέχουσα προσωπικότητα της πολωνικής αντιπολίτευσης, ο Adam Michnik ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα όταν ήταν ένας ώριμος έφηβος με ενδιαφέροντα στον ρεβιζιονιστικό μαρξισμό. Η πρώτη σύλληψη του Michnik, το 1965, προέκυψε από τη διανομή τής «Ανοικτής Επιστολής προς το Κόμμα» των Jacek Kuroń και Karol Modzelewski, η οποία διακήρυσσε ότι η επανάσταση των εργατών είχε προδοθεί.
Ακόμη και οι διαφωνούντες που δεν ήταν ποτέ μαρξιστές δεν εξιδανίκευαν απαραίτητα τη Δύση. Οι Lachmann και Reuth φέρουν την Μέρκελ να λέει στην γυναίκα ενός θεολόγου, «Αν μεταρρυθμίσουμε τη ΛΔΓ, δεν θα χρησιμοποιήσουμε το μοντέλο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας». Αυτό θα μπορούσε να μπει σε ένα γενικότερο πλαίσιο: ο Václav Havel, ο επί μακρόν φυλακισμένος αντιφρονών της Τσεχίας που έγινε ο μετα-κομμουνιστικός Πρόεδρος της χώρας, γράφει στο περίφημο παράνομο (σαμιζντάτ) δοκίμιό του, το 1978 «Η δύναμη των αδύναμων»: «Δεν υπάρχει πραγματική απόδειξη ότι η δυτική δημοκρατία ... μπορεί να προσφέρει πιο βαθιές λύσεις».
Γράφοντας για το νέο βιβλίο των Lachmann και Reuth, η εφημερίδα Die Welt περιγράφει την υποστήριξη της Μέρκελ για το δημοκρατικό σοσιαλισμό ως «ένα αναπάντεχο σημείο εκκίνησης» για τη μελλοντική καγκελάριο της Ομοσπονδίας και επικεφαλής της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Το ερώτημα είναι: γιατί τούτο είναι τόσο αναπάντεχο; Στο κάτω - κάτω, κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1980, εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι έβλεπαν επίσης ως κάτι ελπιδοφόρο την γκλάσνοστ και την περεστρόικα. Εκείνη την εποχή, σχεδόν κανείς από όλο το κομμουνιστικό μπλοκ - είτε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, είτε αντιφρονούντες, είτε μέλη της μεγάλης σιωπηρής πλειοψηφίας - φανταζόταν ότι ο κομμουνισμός θα κατέληγε όπως κατέληγε, όσο ζούσαν.
Αυτό που είναι αναπάντεχο είναι ίσως η ίδια η υπενθύμιση ότι η κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία υπήρξε πράγματι. Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που οι Ευρωπαίοι έμαθαν με έκπληξη ότι οι προσωπικότητες που θαύμαζαν, είχαν κάποτε εμπλακεί με τον κομμουνισμό. Όταν, το 2008, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πιθανότητα ο Τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα, ως νεαρός άνδρας, να είχε αναφέρει στην κομμουνιστική αστυνομία την παρουσία ενός δυτικού κατασκόπου στον κοιτώνα του, οι αναγνώστες σοκαρίστηκαν. Μια βιογραφία του Ryszard Kapuściński το 2010, του πιο σημαντικού ανταποκριτή της κομμουνιστικής Πολωνίας στον Τρίτο Κόσμο, προκάλεσε αίσθηση με την αποκάλυψη ότι ο αυτός ο γίγαντας της λογοτεχνίας παρέμεινε όλη του την ζωή κατά κάποιο τρόπο μαρξιστής, ελπίζοντας για έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο.
Και στις δύο περιπτώσεις, η ουσία εκείνου που «αποκαλύφθηκε» με τόσο δραματικό τρόπο, δεν είχε ποτέ κρυφτεί στην πραγματικότητα. Η αφοσίωση των δύο νεαρών, του Κούντερα και του Kapuściński, κατά τη σταλινική εποχή, ήταν ζήτημα δημοσίευσης των αρχείων. Και οι ευαίσθητοι αναγνώστες είναι σίγουρο ότι θα καταλάβαιναν ότι η κριτική αυτών των συγγραφέων στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό ήταν τόσο διεισδυτική ακριβώς επειδή προέρχονταν από το εσωτερικό του. Είναι αδύνατον να διαχωριστούν το σταλινικό παρελθόν του Κούντερα και οι δια βίου αριστερές συμπάθειες του Kapuściński από τα σημαντικότερα γραπτά τους.
Ο Kapuściński και ιδίως ο Κούντερα – αν δεν υπάρξουν περαιτέρω αποκαλύψεις – είχαν πολύ πιο μεγάλη εμπλοκή από ό,τι η Μέρκελ. Η Γερμανίδα καγκελάριος δεν θα μπορούσε να ήταν σταλινική, καθώς έζησε τη νεότητά της αρκετά μετά το θάνατο του Στάλιν: και οι συγγραφείς του Das Erste Leben der Angela M. δεν ισχυρίζονται, ούτε καν αφήνουν να εννοηθεί, ότι η Μέρκελ συνεργάστηκε με την κομμουνιστική μυστική αστυνομία. Παρ' όλ' αυτά, ορισμένες αναλογίες στο πώς ανταποκρίθηκαν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης υποδηλώνουν ένα κοινό φαινόμενο ιστορικής αμνησίας που «μεταμφιέζεται» σε ιστορική κρίση.
Είτε ο επίσημος ρόλος της Μέρκελ στην Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία είχε τον τίτλο «πολιτιστικό στέλεχος» είτε «γραμματέας προπαγάνδας», εκείνοι που έχουν ενστερνιστεί τη φαινομενικά ριζοσπαστική αυτή διάκριση παρουσιάζουν είτε ηθελημένα κακή πίστη - από επιθυμία να δυσφημίσουν μια πολιτική αντίπαλο - ή απλά άγνοια για το τι σημαίνει να ζεις υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Στην Ανατολική Γερμανία, όπως και σε άλλες κομμουνιστικές χώρες, η διάκριση μεταξύ «κουλτούρας» και «προπαγάνδας» ήταν ασαφής, τόσο στη θεωρία όσο και στην πρακτική. Ο σκοπός οργανώσεων όπως η Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία ήταν να επιβεβαιώσουν ότι δεν υπήρχε ανεξάρτητος πολιτιστικός χώρος εκτός σοσιαλισμού, όπως τον αντιλαμβανόταν το κράτος. Η γλώσσα του σοσιαλισμού ήταν πανταχού παρούσα.
Ίσως η γερμανική ενοποίηση - η απορρόφηση της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δυτική Γερμανία – να έχει δημιουργήσει συνθήκες που συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ιστορική αμνησία. Οι ανατολικοί Γερμανοί θα ήταν δυνατόν να «αναμιχθούν» με μια μεγαλύτερη εθνική αφήγηση. Επιπλέον, η Γερμανία εξακολουθεί να είναι μια χώρα που λειτουργεί κάτω από το βάρος της αναμέτρησης με το ναζιστικό παρελθόν της. Τα ναζιστικά εγκλήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό εγκλήματα που έγιναν εις βάρος άλλων. Τα κομμουνιστικά εγκλήματα ήταν σε μεγάλο βαθμό εγκλήματα κατά των ίδιων των πολιτών, και ως εκ τούτου παρουσιάζουν διαφορετικές προκλήσεις για την εθνική ολοκλήρωση, ενοποίηση και ταυτότητα. Αυτό που ήταν κοινό και στα δύο ολοκληρωτικά πειράματα ήταν η δημιουργία ενός συστήματος που εξαρτιόταν από τη συνενοχή λίγο - πολύ όλων. Υπό αυτή την έννοια, εκείνο που έγραψε η Hannah Arendt το 1945 έχει επίσης σχέση και με τη μετα-κομμουνιστική αναμέτρηση με το παρελθόν: «Η ολοκληρωτική πολιτική ... έχει καταστρέψει εντελώς την ουδέτερη ζώνη όπου ζουν συνήθως οι άνθρωποι την καθημερινή τους ζωή».
Οι Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι θα προτιμούσαν όλοι οι ηγέτες τους να είναι σήμερα «ανέγγιχτοι» από τα κακά του κομμουνισμού. Και όμως, η ιστορία του κομμουνισμού (και όχι μόνο ως μια ιστορία αλλόκοτων συνεπειών καλών προθέσεων) έρχεται σε αντίθεση με τη λαχτάρα για την ηθική καθαρότητα. Κατά γενικό κανόνα, όποιος έζησε τον κομμουνιστικό κόσμο συμμετείχε σε αυτόν και διαμορφώθηκε από αυτόν. Κανείς δεν βγήκε ανέγγιχτος. Το ότι κάποιος θα μπορούσε να έχει βγει ανέγγιχτος, τείνει να είναι μια ψευδαίσθηση εκείνων που, όπως ανέφερε σε μια φράση του ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Κολ για τις μετα-ναζιστικές γενιές, «είχαν την τύχη να γεννηθούν αργότερα» - ή σε τούτη την περίπτωση, είχαν την τύχη να γεννηθούν αλλού.
«Στη Δυτική Γερμανία οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν σχεδόν τίποτα για 35 χρόνια από τη ζωή μου», δήλωσε η Άνγκελα Μέρκελ. Με αυτή την αναφορά, οι συγγραφείς υπαινίσσονται την απόκρυψη ενός σκοτεινού παρελθόντος. Ωστόσο, η φράση θα μπορούσε να διαβαστεί κάπως διαφορετικά: δηλαδή, ότι σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Δυτική Ευρώπη κατανοεί λίγα πράγματα ή ίσως σχεδόν τίποτα για το τι σήμαινε να ζεις υπό τον κομμουνισμό.
ΤΗΣ Marci Shore
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου