Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο σύνολο σχεδόν του Νότου της Ευρωζώνης προεξοφλείται ως περίπατος για την καγκελάριο η εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου.
Με προβάδισμα επί των Σοσιαλδημοκρατών που κινείται σταθερά πάνω από το 15%, οι Χριστιανοδημοκράτες δίνουν εκτός συνόρων την εντύπωση ότι το μόνο που τους ανησυχεί είναι κάποιο ατύχημα -πολιτική κρίση ή κοινωνική έκρηξη- στην Αθήνα, τη Λισαβόνα, τη Μαδρίτη και τη Ρώμη, που θα ακύρωνε την τεχνητή και επιβεβλημένη από το Βερολίνο εικόνα ηρεμίας και σταθερότητας στην Ευρωζώνη.
Ολα τα παραπάνω είναι προφανές ότι αποτελούν μέρος της επικοινωνιακής τακτικής της Μέρκελ προς τα έξω: αφού η τρίτη θητεία της είναι δεδομένη, τότε το κόστος οποιασδήποτε διαφωνίας, υπόκλισης και πολύ περισσότερο αντιπαράθεσης με τη γερμανική πολιτική είναι απαγορευτικό...
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική: Ποτέ ένα υψηλό προβάδισμα στη μεταπολεμική ιστορία της Δυτικής και στη συνέχεια της Ενιαίας Γερμανίας, στον βαθμό που δεν δίνει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, δεν εξασφάλισε την κυριαρχία μιας παράταξης ή ενός ηγέτη. Στην πολιτική σκηνή, πρώτα της Βόννης και στη συνέχεια του Βερολίνου, ο καθοριστικός παράγων είναι η δυνατότητα σύναψης μετεκλογικών κυβερνητικών συμμαχιών και στο σημείο αυτό τα περιθώρια ελιγμών της Μέρκελ είναι στενά, αν όχι ασφυκτικά:
- Πρώτον, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, ο ήσσων εταίρος του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού, οι Φιλελεύθεροι, μόνον οριακά μπορούν να ελπίζουν ότι θα ξεπεράσουν το συνταγματικό πλαφόν του 5% και να μετέχουν στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Μεγάλη απειλή για τους Φιλελεύθερους είναι το ακραίο ευρωσκεπτικιστικό κίνημα Εναλλακτική για τη Γερμανία, που ευαγγελίζεται την επιστροφή στο μάρκο.
- Δεύτερον, παρά το τολμηρό άνοιγμα-στροφή της Μέρκελ, που στην αρχή της δεύτερης θητείας της δεσμεύτηκε να κλείσει όλες τις πυρηνικές μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν στάθηκε αρκετό να πείσει την ηγεσία των Πρασίνων να αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο μιας μετεκλογικής κυβερνητικής συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες, ένα πείραμα που έχει ήδη γίνει σε τοπικές κυβερνήσεις ομόσπονδων κρατιδίων.
- Τρίτον και σοβαρότερον, η μεγάλη πρόκληση για τους Χριστιανοδημοκράτες και τη Μέρκελ δεν είναι άλλη από τη μετεκλογική διαπραγμάτευση ενός νέου Μεγάλου Συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες. Το πρόβλημα της Μέρκελ είναι τα χαμηλά ποσοστά που θα πάρει το SPD και ο υποψήφιός του για την καγκελαρία Στάινμπρουκ, που πιθανόν να είναι και χαμηλότερα και από τα ιστορικά χαμηλά του Σεπτεμβρίου του 2009, όταν οι Σοσιαλδημοκράτες πλήρωσαν ακριβά τη φθορά της συγκυβέρνησης με τη Μέρκελ. Ετσι αυτή τη φορά οι Σοσιαλδημοκράτες θα ζητήσουν ακριβό αντίτιμο για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση, ώστε να ανακόψουν μια ραγδαία φθορά που τους απειλεί πλέον σοβαρά ως κόμμα εξουσίας, ζητώντας είτε μέτρα και πολιτικές κοινωνικού χαρακτήρα είτε ακόμη και την αποχώρηση της ίδιας της Μέρκελ από την καγκελαρία.
Ακόμη όμως κι αν υποθέσουμε ότι η Μέρκελ ξεπερνά τις μετεκλογικές δυσκολίες και εκλέγεται καγκελάριος για τρίτη συνεχή θητεία, τα δύσκολα είναι μπροστά της: ο Νότος της Ευρωζώνης και η Γαλλία είναι μια ωρολογιακή βόμβα που μπορεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή με ανεξέλεγκτες παρενέργειες στο σύνολο της Ευρωζώνης, ενώ η πτωτική τάση των γερμανικών εξαγωγών -4,6% συνολικά και 9,8% για την Ευρωζώνη η οποία απορροφά ποσοστό 40% του συνολικού όγκου- προαναγγέλλουν ύφεση και ανεργία μέσα στο 2014. Η δυσμενής αυτή πτωτική τάση των εξαγωγών φωτίζεται ακόμη περισσότερο ως μη αντιστρέψιμη με δεδομένη τη συνολική επιβράδυνση της ανάπτυξης σε χώρες όπως η Κίνα και η Βραζιλία με άμεσες πτωτικές παρενέργειες στις εξαγωγές και εισαγωγές των χωρών αυτών.
Ετσι, με ή χωρίς τη Μέρκελ στην καγκελαρία, ο επόμενος κυβερνητικός συνασπισμός στο Βερολίνο θα βρεθεί μέσα στον επόμενο χρόνο μπροστά στην πρόκληση αλλαγής πολιτικής τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρωζώνη. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου ως ορόσημο όχι μόνο δεν δίνουν βεβαιότητα τρίτης θητείας στην καγκελάριο, αλλά δεν θα είναι σε καμιά περίπτωση το σημείο στροφής στη στρατηγική του Βερολίνου. Ο πονοκέφαλος της Μέρκελ δεν θα αρχίσει το εκλογικό βράδυ της 22ας Σεπτεμβρίου. Μπορεί οι ηγέτες της Ευρωζώνης να έχουν υποταγεί στο προεκλογικό σιωπητήριο που έχει επιβάλει το Βερολίνο, η πραγματικότητα έχει όμως τη δική της ανησυχητική δυναμική με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να αποκλείσουμε πλέον ατυχήματα και πριν από τις εκλογές:
- Στην Πορτογαλία φάνηκε ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός είναι ετοιμόρροπος και ότι μπορεί ανά πάσα στιγμή να παρουσιαστεί και νέα κυβερνητική κρίση.
- Στην Ισπανία το σκάνδαλο του Μαύρου Ταμείου του Λαϊκού Κόμματος αποτελειώνει τον ήδη κλινικά... νεκρό πολιτικά Ραχόι.
- Στην Ιταλία η κυβέρνηση συνασπισμού του Λέτα είναι όμηρος των δικαστικών εκκρεμοτήτων του Μπερλουσκόνι.
- Στη Γαλλία η κυβέρνηση Ολάντ καταρρέει στις δημοσκοπήσεις με την Κεντροδεξιά να μην μπορεί να εισπράξει τη φθορά που καρπώνεται το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν. Η επιστροφή του Σαρκοζί στην πολιτική σκηνή έναν χρόνο μετά την ήττα του είναι ενδεικτική του συνολικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει η χώρα.
Στα παραπάνω να προσθέσουμε ότι η επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας, όπως αποτυπώνεται στην πρόσφατη σχετική έκθεση του ΔΝΤ, καθιστά τη σημερινή πολιτική της Γερμανίας στην Ευρωζώνη παγκόσμιο παράγοντα αστάθειας.
Θα ενταθούν οι πιέσεις από ΗΠΑ
Ετσι, παρά την πρόσφατη επίσκεψη Ομπάμα στο Βερολίνο και τη σχετικά ελεγχόμενη αντίδραση της γερμανικής πλευράς στις αποκαλύψεις Σνόουντεν, εκ των πραγμάτων η Ουάσιγκτον θα επανέλθει στις πιέσεις ώστε η Γερμανία να χαλαρώσει την πολιτική λιτότητας που έχει επιβάλει στην Ευρωζώνη.
Ετσι, παρά την πρόσφατη επίσκεψη Ομπάμα στο Βερολίνο και τη σχετικά ελεγχόμενη αντίδραση της γερμανικής πλευράς στις αποκαλύψεις Σνόουντεν, εκ των πραγμάτων η Ουάσιγκτον θα επανέλθει στις πιέσεις ώστε η Γερμανία να χαλαρώσει την πολιτική λιτότητας που έχει επιβάλει στην Ευρωζώνη.
Η σχετική αρθρογραφία των «New York Times» για τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού προγράμματος είναι φανερό ότι προαναγγέλλει ψυχροπολεμική επιδείνωση στις σχέσεις Ουάσιγκτον - Βερολίνου.
Μετά τις εκλογές η Μέρκελ ή ο όποιος διάδοχός της θα βρουν μπροστά τους το αδιέξοδο που δημιούργησαν οι ίδιοι με τη συμπίεση του Νότου της Ευρωζώνης, με την παγκόσμια οικονομική συγκυρία να δείχνει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στρατηγική.
Η επιστροφή της Ευρωζώνης στην ανάπτυξη προβάλλει ως η μόνη εγγύηση για να θωρακιστεί η Γερμανία από την ύφεση και την ανεργία, μια επιλογή όμως που δεν είναι αυτονόητο ότι θα γίνει έγκαιρα. Ο πειρασμός της πολιτικής κυριαρχίας στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ με εργαλείο τις πολιτικές λιτότητας είναι μεγάλος και τροφοδοτεί αντιστάσεις και μάχες οπισθοφυλακής στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι αν ο χρόνος που χρειάζεται η Γερμανία για να κάνει μια συνολική ρεαλιστική στροφή συμπίπτει με τις αντοχές κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας των εταίρων του Βερολίνου, δηλαδή του Νότου της Ευρωζώνης αλλά και της Γαλλίας.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΠΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου