Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Σπάζοντας τη σιωπή στη Βραζιλία

Το 1983, περίπου 30 χρόνια προτού η Βραζιλία εγκαινιάσει μια επιτροπή για να διερευνήσει τα εγκλήματα της βάναυσης στρατιωτικής δικτατορίας, επτά φοιτητές έκαναν τη ζωή τους θεατρικό έργο. Η δικτατορία ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αλλά το μόνο που γνώριζε αυτή η ομάδα ήταν το στρατιωτικό καθεστώς.
Η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρούσεφ όταν ανακοίνωσε τη δημιουργία επιτροπής έρευνας για την βία της πρώην δικτατορίας της χώρας. (Ueslei Marcelino / Reuters)

Ο Χούλιο Κόντε και οι φίλοι του σπούδαζαν θέατρο στο Πόρτο Αλέγκρε, μια πόλη στη νότια Βραζιλία. Είχαν μάθει να είναι προσεκτικοί όταν μιλούσαν δυνατά. Στη διάρκεια της ζωής τους, περίπου 500 Βραζιλιάνοι είχαν σκοτωθεί και 20.000 βασανιστεί από την κυβέρνηση. Ο Κόντε είχε κουραστεί να περιμένει τη δημοκρατία. «Η λογοκρισία σε κάνει να αγωνίζεσαι να εκφραστείς», είπε ο φίλος του Φλάβιο Μπίκα Ρόχα, σε πρόσφατη συνέντευξή του.

Οι φοιτητές κατάφεραν να εκφράσουν την αβεβαιότητα και την ελπίδα στη Βραζιλία της εποχής λέγοντας τις δικές τους ιστορίες σε ένα θεατρικό έργο, το Bailei na Curva. Ο τίτλος σημαίνει, «χόρεψα στη στροφή», και στην αργκό περιγράφει κάποιον που πληγώθηκε ή έχασε το δρόμο του. Ένας από τους κύριους χαρακτήρες του έργου, του οποίου ο πατέρας έχει απαχθεί από τη στρατιωτική αστυνομία, θα έχει, αργότερα στο έργο, την ίδια μοίρα. Άλλοι χαρακτήρες προσπαθούν να κατανοήσουν τη συνεργασία των γονιών τους με το στρατό, και όλοι τους έχουν να αντιμετωπίσουν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που ακούν στο ραδιόφωνο και σε αυτό που βλέπουν στην πραγματικότητα.
Η έμπνευση ήταν ξεκάθαρη: ο πατέρας τού Κόντε, ένας εκ των πολιτικών αντιφρονούντων, ήταν πάντοτε οπλισμένος. Ο πατέρας τού Ρόχα ήταν στον στρατό. Η οικογένεια μιας άλλης μαθήτριας, της Κλαούντια Ακούρσο, εστάλη στην εξορία μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα.
Τα μέλη του αρχικού καστ θα ανέβουν πάλι στη σκηνή αυτό τον Οκτώβριο, σε ένα πολύ διαφορετικό πολιτικό σκηνικό. Οι μαζικές διαδηλώσεις των τελευταίων εβδομάδων, με πρωτοστάτες εκείνους που παραμένουν οικονομικά εκτεθειμένοι παρά την άνθηση της οικονομίας της χώρας, κατέδειξαν πόσο βαθιά αισθάνονται οι Βραζιλιάνοι το δικαίωμα να μιλήσουν εναντίον της κυβέρνησής τους.
Οι κινήσεις συμβιβασμού της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ δείχνουν κάποια αναγνώριση της υποχρέωσης της κυβέρνησης να ακούσει τους πολίτες της. «Η Βραζιλία αγωνίστηκε πολύ για να γίνει μια δημοκρατική χώρα», είπε σε τηλεοπτική ομιλία της, δύο εβδομάδες πριν, «και αγωνίζεται πολύ για να γίνει ακόμη περισσότερο». Τρεις μέρες αργότερα, συναντήθηκε με τους ηγέτες των διαδηλώσεων και στη συνέχεια συζήτησε τα αιτήματά τους με τους τοπικούς κυβερνήτες και τους δημάρχους σε όλη την χώρα.
Παρά τη δύναμη της δημοκρατίας της, ωστόσο, η Βραζιλία έχει μείνει πίσω από πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής στην αντιμετώπιση του δικτατορικού της παρελθόντος. Μέχρι η Ρούσεφ να εγκαινιάσει μια επιτροπή έρευνας το 2012, η Βραζιλία ήταν μία από τις λίγες μετα-δικτατορικές χώρες της Λατινικής Αμερικής που δεν είχε ιδρύσει μια επιτροπή έρευνας ή δεν είχε προχωρήσει στη δίωξη πρώην αξιωματούχων τού καθεστώτος για τα εγκλήματά τους. Λέγεται ότι το Bailei προβαλλόταν στους κινηματογράφους της Βραζιλίας και στα λύκεια για 30 χρόνια. Οι εκπαιδευτικοί έχουν χρησιμοποιήσει το έργο για να διδάξουν στους μαθητές μια ιστορία που τα σχολεία σπάνια ανέφεραν.
Το Bailei αποκτά διαφορετική σημασία τώρα που η χώρα, η οποία κάποτε κυβερνιόταν από στρατιωτικούς, έχει στο τιμόνι της μια πρόεδρο η οποία βασανίστηκε όταν εναντιώθηκε στην εξουσία τους. Οι σημερινοί Βραζιλιάνοι φοιτητές έχουν γνωρίσει μόνο τη δημοκρατία. Αλλά οι ερωτήσεις στον πυρήνα τού Bailei -για το πότε να μιλήσουν, πώς, γιατί και σε ποιον - ηχούν εξίσου έντονα σήμερα.
«ΑΠΛΑ ΘΕΛΑΜΕ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ»
Στη δεκαετία του 1970 και του 1980, η νότια Βραζιλία ήταν το φυτώριο της μη βίαιης αντίστασης κατά της δικτατορίας που άγγιξε πολλές από τις ζωές νέων θεατρικών συγγραφέων. Ο Χερμές Μάντσιλα, ένα από τα αρχικά μέλη του καστ, μπήκε για πρώτη φορά στο θέατρο όταν ήταν οκτώ ετών. Πήγε να δει μια γειτόνισσα ηθοποιό, κι εκείνο που αντίκρυσε ήταν να την σέρνει από τη σκηνή η στρατιωτική αστυνομία. Αλλά όταν διδάχθηκε την πολιτική ιστορία τής Βραζιλίας στο σχολείο, δεν βρήκε καμία αναφορά στη βία που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια.
«[Στο κολέγιο,] διαβάζαμε βιβλία ιστορίας, και πέφταμε σε ονόματα και γεγονότα που δεν μας λέγανε τίποτα», θυμάται η Μαρία ντο Κάντο, η οποία ήταν τότε παντρεμένη με τον Κόντε. Μαζί με τους συμμαθητές τους, Ρόχα, Ακούρσο, Μαντσίλα, Λουτσία Σέρπα και Ρεγκίνα Γκουλάρτ, δημιούργησαν ένα αυτοσχεδιαστικό θέατρο με τις δικές τους εμπειρίες και τη δική τους πολιτική ματιά. Οι έξι κύριοι χαρακτήρες του Bailei είναι παιδιά όταν ξεκινά η δικτατορία το 1964, έφηβοι όταν εντείνεται η καταστολή και ενήλικοι όταν το έργο τελειώνει.
«Ζούσαμε σε μια περίοδο κατά την οποία όλα λέγονταν χαμηλόφωνα», λέει η Κάντο - χαμηλόφωνα ή και καθόλου. Το Bailei γράφτηκε τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, κατά τη διάρκεια αυτού που ο ιστορικός Τζέιμς Γκριν αποκαλεί «επιστροφή στη δημοκρατία σε αργή κίνηση». Εκείνη την εποχή, όμως, δεν υπήρχε καμία βεβαιότητα ότι η δικτατορία θα τελείωνε. Ήταν ασφαλέστερο να ανεβάσει κάποιος ένα πολιτικά ευαίσθητο έργο το 1983 από ό, τι θα ήταν πριν από δέκα χρόνια, όταν η καταστολή ήταν πιο βάναυση και οι καλλιτέχνες συχνά συλλαμβάνονταν. Αλλά, παρέμενε μια εποχή επικίνδυνη για να λέγονται τέτοιες ιστορίες, εν μέρει επειδή ο στρατός ήταν ακόμα στην εξουσία κι εν μέρει επειδή οι ιστορίες ήταν τόσο ωμές.
Όταν ξεκίνησε το Bailei, οι σελίδες της Folha de São Paulo, μιας σημαντικής βραζιλιάνικης εφημερίδας, ήταν ακόμα γεμάτες με συνταγές που οι συντάκτες χρησιμοποιούσαν για να γεμίσουν τους χώρους από τους οποίους οι λογοκριτές τής κυβέρνησης αφαιρούσαν άρθρα. Τα θεατρικά έργα έπρεπε να παίζονται για τους λογοκριτές πριν την επίσημη πρεμιέρα, και οι θίασοι που δούλευαν με αμφιλεγόμενο υλικό έφτιαχαν συνήθως μια συντομευμένη εκδοχή για την περίσταση. Αυτό ήταν και το σχέδιο του Κόντε, έως ότου εμφανίστηκε ο λογοκριτής. Κατάλαβε ότι ο θίασος χρειαζόταν μια επιπλέον πρόβα τζενεράλε και τους είπε, «Ας το κάνουμε ένα πραγματικό σόου».
Ο λόγος που το Bailei ξεγλίστρησε από τους λογοκριτές είναι ίσως ο ίδιος που είχε στην εποχή του τόσο μεγάλη επιτυχία και που συνεχίζει να είναι επιτυχημένο θεατρικό έργο μέχρι σήμερα: δεν είναι σκληροπυρηνικό. Η ιστορία πίσω από τις ιστορίες (είναι εμφανές, αν το ψάξεις) είναι ο τρόπος με τον οποίο η δικτατορία διαμόρφωσε ζωές και χώρισε οικογένειες. Αλλά σε πρώτο επίπεδο, οι κακουχίες των χαρακτήρων είναι τυπικές εφηβικές αδεξιότητες. Το έργο κατάφερε να αποκαλύψει τα ρήγματα της δικτατορίας χωρίς μια κατά μέτωπο επίθεση.
Οκτώ χιλιάδες άνθρωποι είδαν το Bailei, στις έξι εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του, τον Οκτώβριο του 1983. Κάθε παράσταση ξεπουλούσε τα εισιτήριά της, οπότε το έργο παιζόταν εκ νέου σε άλλο θέατρο και στη συνέχεια σε άλλο, και μόλις πέρασαν τρεις μήνες, οι ηθοποιοί περιόδευσαν στην χώρα, μένοντας έκπληκτοι με το πόσο ευρεία απήχηση είχαν οι ιστορίες τους. Η Λίζα Γκερτούμ Μπέκερ, ηθοποιός και μεταφράστρια από το Πόρτο Αλέγκρε, θυμάται να διαβάζει συνεντεύξεις από Βραζιλιάνους που είχαν βασανιστεί, και στη συνέχεια να βλέπει μια από τις πρώτες παραστάσεις του Bailei, επιδιώκοντας να ακούσει εμπειρίες από πρώτο χέρι για το τι είχε συμβεί στην χώρα της κατά τη διάρκεια της ζωής της. «Ήμασταν τόσο διψασμένοι για να ακούσουμε [ιστορίες]», λέει. «Εμείς απλά θέλαμε να ξέρουμε».
Μετά την πρεμιέρα, το κοινό ξεχύθηκε στα καμαρίνια και άρχισε να λέει ιστορίες από τις εμπειρίες του κατά τη δικτατορία. Σπάζοντας τη σιωπή στη σκηνή, το Βailei είχε αρχίσει επίσης να αίρει σταδιακά έναν τοίχο σιωπής εκτός σκηνής.
ΕΝΑΣ ΤΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ
Στην τρίτη και τελευταία σκηνή, που αναφέρεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μια δημοσιογράφος που ονομάζεται Άννα επισκέπτεται την μητέρα τού παιδικού της φίλου Πέδρο, ο οποίος είχε απαχθεί και σκοτωθεί από το στρατιωτικό καθεστώς. Μόνες στη σκηνή, οι δύο γυναίκες διαφωνούν:
Άννα: «Άκου. Προσπαθώ να γράψω ένα άρθρο [γι’ αυτό που συνέβη στον Πέδρο] και πρέπει να μου μιλήσεις».
Δόνα Ελβίρα: «Δεν αξίζει να μιλάμε γι’ αυτά τα γεγονότα, μόνο μας πληγώνουν».
Άννα: «Είναι επώδυνο για εσένα και για πολλούς ανθρώπους, όμως είναι σημαντικό για την εθνική μας μνήμη».
Δόνα Ελβίρα: «Ποιος θέλει να ξέρει γι’ αυτά; Μιλάμε, γίνεται πρωτοσέλιδο, και δύο μέρες αργότερα όλοι το ξεχνάνε. … Με τον καιρό έμαθα να σιωπώ».
Οι Βραζιλιάνοι εξακολουθούν να είναι διχασμένοι για το αν θα μιλάνε για το παρελθόν. Η Ναντέτζντα Μάρκεζ, η οποία έχασε τον πατέρα της στην δικτατορία και τώρα διαχειρίζεται το Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Στάνφορντ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αναφέρει ότι κατά τις δεκαετίες μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, «το ζήτημα της κακοποίησης και των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας δεν αναφερόταν ανοιχτά και δεν συζητιόταν». Οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θρησκευτικές οργανώσεις διοργάνωναν συναντήσεις και εκδηλώσεις, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους, αλλά στα σχολεία, στις δουλειές και σε πολλές οικογένειες, το θέμα παρέμενε ταμπού.
Η κυβέρνηση έμεινε επίσης σχετικά σιωπηλή. Το 1995, κι ενώ η χώρα βρισκόταν δέκα χρόνια σε δημοκρατία, ο πρόεδρος Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο απολογήθηκε επισήμως για τη βία που ασκήθηκε από το κράτος. Συμφώνησε να καταβάλει αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι αγαπημένοι τους είχαν σκοτωθεί από το στρατό. Αλλά το βάρος για να αποδείξουν ότι τα εγκλήματα όντως έλαβαν χώρα έπεσε στις οικογένειες, και τα στρατιωτικά αρχεία παρέμεναν απόρρητα, οπότε ήταν δύσκολο να βρεθούν αποδεικτικά στοιχεία. Λίγο πριν την λήξη της θητείας του, το 2002, ο Καρντόσο εξέδωσε ένα διάταγμα για να κρατήσει τα αρχεία απόρρητα έως και 100 χρόνια ακόμη.
Σε αυτό το υπόβαθρο και ειδικά σε αυτή την εποχή της διαμαρτυρίας, οι ιστορίες στο Bailei συνεχίζουν να βρίσκουν απήχηση στο σημερινό κοινό. Η Καθαρίνα Κόντε, η 21χρονη κόρη του Κόντε η οποία εντάχθηκε στο καστ το περασμένο έτος, εκτιμά ότι η γενιά της εξακολουθεί να «αισθάνεται τη βία της δικτατορίας».
«Η δικτατορία είναι ένας τρόμος που όσο τον αναμασάμε και τον αναμασάμε, δεν φεύγει», λέει.
Ούτε το ζήτημα της αστυνομικής βίας φεύγει. Οι αναφορές και τα βίντεο των αστυνομικών που στοχεύουν πολίτες κατά τη διάρκεια των πρόσφατων διαδηλώσεων με δακρυγόνα, σπρέι πιπεριού, σφαίρες από καουτσούκ και συλλήψεις θυμίζουν σε πολλά τον ισχυρό βραχίονα του στρατού κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Πολλοί κάτοικοι στις φαβέλες του Ρίο και του Σάο Πάολο, ή στις αστικές παραγκουπόλεις, λένε ότι δεν χρειάζεται να πάει κανείς τόσο πίσω για να κάνει τη σύγκριση – διότι η μεσαία τάξη των Βραζιλιάνων που βγήκαν στους δρόμους τις τελευταίες εβδομάδες και ήρθαν σε επαφή με την αστυνομική βία, πήραν μια γεύση για το τι υφίστανται κάθε μέρα οι φτωχότεροι πολίτες της Βραζιλίας. Η ανθρωπολόγος Μαριάννα Καβαλκάντι λέει ότι οι κάτοικοι στις φαβέλες που είδαν τη βία, της είπαν, «Αυτό είναι ακριβώς που συμβαίνει στις φαβέλες».
Ο Ρόμπσον Σάβιο, που ήταν ένας από τους πρώτους μελετητές που πήραν συνέντευξη από την Ρούσεφ για τα βασανιστήρια που υπέστη, υποστηρίζει ότι μέχρι η Βραζιλία να τιμωρήσει τους βασανιστές τού παρελθόντος, δεν μπορεί να είναι αξιόπιστη ως προς την αποτροπή των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πιστεύει ότι η κυβέρνηση της Βραζιλίας πρέπει επίσης να προτάξει έναν σαφή αντίλογο στο αφήγημα του στρατού, κατά τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. «Η επίσημη ιστορία», λέει, «υποστηρίζει ότι η δικτατορία στη Βραζιλία έγινε σε μια στιγμή κατά την οποία δεν υπήρχε εναλλακτική».
Τα περισσότερα δημόσια γυμνάσια πραγματεύονται την περίοδο μόνο εν τάχει. «Υπάρχει μια ολόκληρη γενιά που δεν ξέρει τι συνέβη στη διάρκεια αυτής της περιόδου ή γνωρίζει μόνο τη μισή ιστορία», λέει ο Κάρλος Πεστάνα, ο επικεφαλής προσωπικού του κυβερνήτη τού νοτιότερου κράτους της Βραζιλίας, Ρίο Γκράντε ντο Σουλ, όπου έκανε πρεμιέρα το Βailei.
Οι αλλαγές των τελευταίων ετών δείχνουν ότι το κλίμα στρέφεται αργά-αργά εναντίον της σιωπής, αν και η αντίσταση εξακολουθεί να είναι έντονη. Το 2009, ο πρόεδρος Λουίς Ινάθιο Λούλα ντα Σίλβα (γνωστός και ως Λούλα) πρότεινε ένα νέο πρόγραμμα για τα ανθρώπινα δικαιώματα που περιελάμβανε τη δημιουργία μιας επιτροπής έρευνας. Τρεις ημέρες αργότερα, ο υπουργός Άμυνας και τρεις κορυφαίοι στρατηγοί απείλησαν να παραιτηθούν. Σε έκτακτη συνεδρίαση, ο Λούλα συμφώνησε να αλλάξει τη διατύπωση της πρότασης για να τους πάρει με το μέρος του. Η διερεύνηση εγκλημάτων που πραγματοποιήθηκαν «στο πλαίσιο της πολιτικής καταστολής» έγιναν «στο πλαίσιο της πολιτικής σύγκρουσης». Ήταν ακόμα πολιτικά αδύνατο να ονομάσει καταστολή το θάνατο σχεδόν 500 ανθρώπων και τα βασανιστήρια 20.000 υπό το στρατιωτικό καθεστώς.
Αλλά η Ρούσεφ, η διάδοχος του Λούλα, υπέγραψε ένα νέο νόμο για την ελευθερία της πληροφορίας, το Νοέμβριο του 2011, και τελικά εγκαινίασε την επιτροπή έρευνας, το επόμενο έτος. Πολλά αμφισβητούν το τι μπορεί να επιτύχει μια επιτροπή έρευνας με διετή χρονικό ορίζοντα και χωρίς δικαστική εξουσία. Άλλοι ελπίζουν ότι θα οδηγήσει στην κατάργηση του νόμου του 1979 περί αμνηστίας ή ότι οι άνθρωποι που θα βρεθούν ένοχοι από την επιτροπή, θα δικαστούν από το Διαμερικανικό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το γεγονός ότι ένας εκλεγμένος ηγέτης μπορεί να φέρει εις πέρας τη δημιουργία μιας επιτροπής αλήθειας και να αντιμετωπίσει τις μαζικές διαδηλώσεις μέσω διαπραγμάτευσης με τους διαδηλωτές, σηματοδοτεί μια σημαντική αλλαγή στη Βραζιλία. Αλλά η ερώτηση της Δόνα Ελβίρας εκκρεμεί: Ποιος θα ακούσει; Ποιος θα πιεστεί να μιλήσει;
Καθώς οι Βραζιλιάνοι συνεχίζουν να κατεβαίνουν στους δρόμους και το αρχικό καστ του Βailei ετοιμάζεται να εντάξει μια νέα γενιά ηθοποιών για την 30η επέτειο της παράστασης τον Οκτώβριο, το ευρύτερο ζήτημα αποκτά κεντρικό ρόλο: Μια δημοκρατική Βραζιλία θα βρει άραγε τον τρόπο να διατηρήσει ζωντανή μια συζήτηση για τις αδικίες του παρόντος και τη βία του παρελθόντος; Μπορεί να κινδυνεύουν λιγότερες ζωές σε σχέση το 1983, αλλά το διακύβευμα παραμένει σοβαρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου