Οι πολιτικοί ηγέτες της Ευρώπης δεν ήταν καθόλου φειδωλοί στο να εκφράσουν την οργή τους για τις πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με την κατασκοπία των ΗΠΑ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Γερμανίας είπε ότι τα αμερικανικά επεκτατικά προγράμματα κατασκοπίας - οι Ηνωμένες Πολιτείες φέρονται να έχουν κατασκοπεύσει όχι μόνο τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες των Ευρωπαίων πολιτών, αλλά επίσης την πρεσβεία της ΕΕ στην Ουάσιγκτον και την έδρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις Βρυξέλλες, όπου τα ευρωπαϊκά κράτη λαμβάνουν τις βασικές αποφάσεις που καθοδηγούν την ευρωπαϊκή πολιτική– του θυμίζουν «τις μεθόδους των εχθρών μας κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου». Ο υπουργός Δικαιοσύνης της Γαλλίας το περιέγραψε ως «μια πράξη ανεπιφύλακτης εχθρότητας» ενώ ο υπουργός Εξωτερικών της ζήτησε μια εξήγηση, λέγοντας ότι η αμερικανική κατασκοπία είναι «εντελώς απαράδεκτη».
(Jason Reed / Courtesy Reuters)
Αυτές οι αντιδράσεις δεν μπορεί να καμφθούν με την απάντηση - κλισέ ότι οι Ευρωπαίοι έχουν μια αδικαιολόγητη εμμονή με την προστασία της ιδιωτικής ζωής. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια μακροχρόνια διαμάχη στην Ευρώπη, μεταξύ πολιτικών και αξιωματούχων που θέλουν να προωθήσουν την ασφάλεια και εκείνων που επιδιώκουν να εξασφαλιστεί η προστασία τής ιδιωτικής ζωής. Στα τελευταία αρκετά χρόνια, όσοι ενδιαφέρονται για την προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κερδίσει. Αν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αποφασίσουν τώρα να περιορίσουν την εν λόγω συνεργασία - μια απόφαση που φαίνεται όλο και πιο πιθανή – η Ουάσιγκτον θα έχει να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό της.
Είναι αλήθεια ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία περί προσωπικών δεδομένων οδήγησε στο παρελθόν σε εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες νοιαζόταν περισσότερο για την ασφάλεια από όσο για τα πολιτικά δικαιώματα των αλλοδαπών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες κρυφά απαιτούσαν από το SWIFT, μια κοινοπραξία οικονομικών υπηρεσιών με έδρα στην Ευρώπη, να παραβεί το ευρωπαϊκό δίκαιο παρέχοντας πληροφορίες για το Πρόγραμμα Εντοπισμού της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας (Terrorist Financing Tracking Program, TFTP). Αυτό οδήγησε σε μια μεγάλη πολιτική διαμάχη, όταν αποκαλύφθηκε από τους New York Times. Η απαίτηση των ΗΠΑ να παρέχουν οι ξένες αεροπορικές εταιρίες στοιχεία σχετικά με τους επιβάτες πτήσεων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκάλεσε παρόμοια διαμάχη και δύσκολες διαπραγματεύσεις για μια περίοδο ετών.
Αλλά οι παλιές μάχες για την προστασία της ιδιωτικής ζωής πρόσφατα αντικαταστάθηκαν από μια στενή συνεργασία στον τομέα των πληροφοριών και της αντιτρομοκρατίας. Κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση άρχισαν να μοιράζονται μια άνευ προηγουμένου ποσότητα δεδομένων σχετικά με τους πολίτες τους. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αποδεχθεί συμφωνίες για ανταλλαγή οικονομικών πληροφοριών και πληροφοριών για τους επιβάτες αεροπορικών εταιρειών. Πιο πρόσφατα, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαπραγματεύτηκαν ήσυχα μια εξαίρεση από την επικείμενη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί προσωπικών δεδομένων. Η εξαίρεση αυτή θα επέτρεπε σε εταιρείες πληροφοριών των ΗΠΑ να παρέχουν στις αμερικανικές Υπηρεσίες πληροφορίες που θα συλλέγονταν στην Ευρώπη, χωρίς να παραβαίνουν την κοινοτική νομοθεσία. Αμερικανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένης της Γραμματέως Εσωτερικής Ασφάλειας Janet Napolitano και του Cameron Kerry, αδερφού τού John Kerry, πίεσαν παρασκηνιακά σε μεγάλο βαθμό για να περάσει αυτή η εξαίρεση από τις Βρυξέλλες.
Η σχέση αυτή ήρθε περίπου ως αποτέλεσμα μιας πολιτισμικής αλλαγής στην ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας. Οι διατλαντικές αντιπαραθέσεις τής περιόδου 2002-2004 για τα δεδομένα των επιβατών αεροπορικών εταιρειών, και από το 2006 για το αμερικανικό πρόγραμμα TFTP, οδήγησαν σε έντονες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι υπερασπιστές της ιδιωτικότητας περιθωριοποιήθηκαν από τις διαπραγματεύσεις αυτές, οι οποίες γρήγορα κυριαρχήθηκαν από στελέχη ασφαλείας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι αξιωματούχοι ασφαλείας ανέπτυξαν έναν πυκνό ιστό διπλωματικών καναλιών, συμπεριλαμβανομένων ομάδων εργασίας και άλλων ημιεπίσημων επαφών, για να εξομαλυνθούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις τους επί των σχετικών ρυθμίσεων.
Αυτό όχι μόνο μετέβαλλε τις σχέσεις μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων αλλά έδωσε και νέα επιρροή στους Ευρωπαίους αξιωματούχους ασφάλειας, οι οποίοι προτιμούσαν πάντα την αμερικανική προσέγγιση από την ευρωπαϊκή. Οι αξιωματούχοι αυτοί έχουν χρησιμοποιήσει την διατλαντική συνεργασία για να τους βοηθήσει να αναδομήσουν τους εσωτερικούς κανόνες της Ευρώπης. Έχουν καταφέρει να υπερκεράσουν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο κάποτε ήταν ανένδοτος αντίπαλος της διατλαντικής ανταλλαγής πληροφοριών. Το 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο έβλεπε κάποτε το αμερικανικό TFTP ως μια παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άλλαξε πορεία εντελώς. Όχι μόνο συμφώνησε σε μια νέα συμφωνία ΕΕ - Η.Π.Α., αλλά ώθησε και την ΕΕ να σχεδιάσει ένα δικό της TFTP.
Αυτή η ήσυχη διατλαντική συνεργασία για την πολιτική αντιτρομοκρατίας βοηθά να εξηγηθεί γιατί οι ανώτεροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν ήταν πραγματικά εξοργισμένοι από το πρόγραμμα PRISM της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Οι αξιωματούχοι των υπηρεσιών ασφαλείας, που εδρεύουν στα Υπουργεία Δικαιοσύνης και Εξωτερικών και στις υπηρεσίες πληροφοριών, είχαν ως επί το πλείστον κερδίσει την εσωτερική διαμάχη τους με τους υποστηρικτές της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι απαραίτητο να θορυβούν δημοσίως σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής, αλλά δεν βλέπουν το πρόγραμμα των ΗΠΑ ως ένα σοβαρό πρόβλημα. Πράγματι, η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ επέκρινε τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα κατά την επίσκεψή του στη Γερμανία, αλλά επίσης, φαίνεται να υποδήλωσε ότι το πρόγραμμα PRISM δεν θα διαταράξει σοβαρά τις σχέσεις τους.
Αλλά όταν έγγραφα που διέρρευσαν αποκάλυψαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες κατασκόπευαν επίσης αξιωματούχους της ΕΕ - για θέματα εντελώς άσχετα με την τρομοκρατία – το πολιτικό εκκρεμές στην Ευρώπη ταλαντεύθηκε πίσω υπέρ των υποστηρικτών τής προστασίας των δεδομένων. Αυτή η κατασκοπία δεν έχει καθόλου πιθανά οφέλη για τους Ευρωπαίους πολίτες, και είναι πολιτικά ιδιαίτερα προσβλητική. Πράγματι, το κτίριο του Συμβουλίου Υπουργών είναι ένας συμβολικός ακρογωνιαίος λίθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Πράσινοι» και φιλελεύθεροι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι οποίοι εδώ και καιρό ήταν ανοιχτά αντίπαλοι της επιτήρησης που εδραζόταν στις ΗΠΑ, απαιτούν τώρα η ΕΕ να χαλάσει τις υφιστάμενες συμφωνίες της σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πρόεδρος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης της Γερμανίας πρότεινε ότι ο Edward Snowden θα μπορούσε να τύχει της «προστασίας μαρτύρων» σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ασφαλείας έχουν περάσει σε αμυντική θέση. Οι κεντρώοι που υποστήριζαν ότι οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να εμπιστεύονται τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι θα σεβαστούν την ιδιωτική τους ζωή, με την αποκάλυψη ότι οι δικοί τους συνάδελφοι ήταν στο στόχαστρο της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (National Security Agency, NSA), έμειναν εκτεθειμένοι. Τώρα, συντηρητικοί και οι σοσιαλιστές ενώνονται με τους Πράσινους και τους φιλελεύθερους, ζητώντας την κατάργηση της εξαίρεσης των ΗΠΑ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα για να εμποδίσει τη συνεργασία στην ανταλλαγή δεδομένων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διερευνά το κατά πόσον οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παραβεί το νόμο.
Η διαμάχη θα έχει επίσης και οικονομικές συνέπειες για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ορισμένοι οικονομικοί αξιωματούχοι της ΕΕ ζήτησαν να ανασταλούν οι εκκρεμείς εμπορικές συνομιλίες μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ. Αλλά η πιο σημαντική απειλή προέρχεται από τους εγχώριους Ευρωπαίους αξιωματούχους και όχι τους διεθνείς διαπραγματευτές. Κάθε ευρωπαϊκό κράτος έχει έναν ανεξάρτητο επίτροπο για τα προσωπικά δεδομένα, με την εξουσία να ερευνά παραβιάσεις της ιδιωτικής ζωής και να επιβάλλει πρόστιμα. Οι νέοι νόμοι της ΕΕ περί την ιδιωτική ζωή θα μπορούσαν να αυξήσουν τα πρόστιμα σε ένα μέγιστο 2% επί των παγκόσμιων ετήσιων εταιρικών εσόδων. Οι νέες αποκαλύψεις πιθανώς θα ενθαρρύνουν τους επιτρόπους για τα προσωπικά δεδομένα να ασκήσουν πλήρως τις εξουσίες τους για την επιβολή μέτρων εναντίων των αμερικανικών επιχειρήσεων - συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων εταιρειών του διαδικτύου που φέρονται να συνεργάζονται με την NSA. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι έχουν παραβιάσει το ευρωπαϊκό δίκαιο περί την προστασία της ιδιωτικής ζωής, μπορεί να αντιμετωπίσουν σύντομα την απωθητική επιλογή να αρνηθούν να συνεργαστούν με την NSA ή να πληρώσουν τεράστια πρόστιμα στις ευρωπαϊκές αρχές.
Αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν να περιστείλουν αυτή την διαμάχη, θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι, για τους Ευρωπαίους, η προστασία της ιδιωτικής ζωής είναι πολιτικό ζήτημα. Θα πρέπει να καθιερώσουν το δικό τους σύστημα αξιόπιστης και ανεξάρτητης εποπτείας της ιδιωτικής ζωής και να το ενσωματώσουν στις υπάρχουσες διατλαντικές ρυθμίσεις ασφαλείας. Αυτό θα επιτρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες να ξαναχτίσουν τις σχέσεις με τους φίλους τους και να καθησυχάσουν τις υποψίες των σκεπτικιστών της.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει ήδη ένα Συμβούλιο Εποπτείας της Ιδιωτικότητας και των Ατομικών Ελευθεριών (Privacy and Civil Liberties Oversight Board), αλλά είναι αναποτελεσματικό και δικαίως όλοι το αγνοούν. Μια πραγματικά ανεξάρτητη επιτροπή με ανακριτικές αρμοδιότητες, με υποχρέωση δημόσιας υποβολής εκθέσεων, καθώς και ισχυρές διεθνείς σχέσεις θα καθησυχάσει τόσο τους Ευρωπαίους όσο και τους Αμερικανούς. Η εσωτερική ασφάλεια έγινε διεθνής πριν από πολύ καιρό. Ήρθε η ώρα το ίδιο να γίνει και με την εποπτεία.
ΤΩΝ Henry Farrell και Abraham Newman
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου