Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Θα αλλάξει η γερμανική πολιτική έναντι της Ρωσίας;

Η γερμανική πολιτική για τη Ρωσία πρόκειται να αλλάξει; Η γερμανική συζήτηση για την αναδιαμόρφωση της πολιτικής της χώρας αναφορικά με τη Ρωσία, δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα  της απογοήτευσης για την επιστροφή του Vladimir Putin, αλλά εδράζεται και επηρεάζεται από την ευρύτερη συζήτηση για το ποιοι θα πρέπει να είναι οι θεμελιώδεις στόχοι της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Το βασικό ερώτημα σε αυτό το πλαίσιο είναι εάν η γερμανική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να έχει επίκεντρο την αξία ή το συμφέρον. Στο παρελθόν, η γερμανική εξωτερική πολιτική είχε σε μεγάλο βαθμό διαμορφωθεί από πραγματιστές, με επίκεντρο τη στήριξη της γερμανικής οικονομίας, αλλά τώρα το στρατόπεδο που υποστηρίζει την πολιτική με επίκεντρο την αξία, φαίνεται να έχει το πάνω χέρι.

Καθοδηγούμενη από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, η δημόσια συζήτηση στη Γερμανία είναι πολύ στοχευμένη στον όλο και πιο αυταρχικό Vladimir Putin, ο οποίος πατάσσει τους κοινωνικούς οργανισμούς, φυλακίζει υποψηφίους της αντιπολίτευσης και αρνείται οποιαδήποτε στήριξη σε διεθνείς διαμάχες. Ένας «νέος ψυχρός πόλεμος» με τη Ρωσία γίνεται όλο και περισσότερο το κυρίαρχο πλαίσιο της γερμανικής συζήτησης. Για πρώτη φορά, τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης εξέθεσαν τους στενούς δεσμούς μεταξύ των γερμανικών πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ και του Κρεμλίνου. Είναι ενδιαφέρον πως τα άρθρα αυτά συζητήθηκαν ευρέως, και δεν αγνοήθηκαν όπως στο παρελθόν.

Αυτή η νέα λαϊκή πίεση είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η Angela Merkel άσκησε τόσο σκληρή κριτική στον πρόεδρο Putin στη συνάντησή τους στο Αννόβερο τον περασμένο Απρίλιο. Αν και η κριτική ήταν εν μέρει μια αντίδραση στο γεγονός ότι οι ρωσικές εισαγγελικές αρχές προχώρησαν σε μια απρόσμενη επίθεση στα γραφεία στη Μόσχα δύο μεγάλων γερμανικών πολιτικών οργανισμών (συμπεριλαμβανομένου του Konrad Adenauer Foundation, που συνδέεται με το CDU), είναι ξεκάθαρο ότι αυτό απλώς συνέβαλε στη γενικότερη αρνητική δημόσια συζήτηση για τη Ρωσία, την οποία η Merkel δεν ήταν πλέον σε θέση να αγνοήσει.

Η Angela Merkel δεν έχει αναπτύξει μια νέα ρωσική πολιτική στα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αυτό είναι πιθανώς το αποτέλεσμα περιορισμένων πόρων κατά την κρίση του ευρώ, αλλά οφείλεται επίσης στη γενικότερη αδιαφορία της για την Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο, καθοδηγούμενη από προσωπικές επιφυλάξεις σχετικά με τον Putin και τη δυσαρέσκεια μεταξύ της γερμανικής πολιτικής ελίτ για την απουσία προόδου της Ρωσίας σε ό,τι αφορά τον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό, η Ρωσία βρίσκεται υπό αυξημένη «επιτήρηση» και κριτική.

Η αποτυχία της «εταιρικής σχέσης εκσυγχρονισμού» της Γερμανίας με την Ρωσία, καθιστά την έλλειψη ενός εναλλακτικού οράματος ξεκάθαρη σε όλους. Παρόλα αυτά, στη διάρκεια μιας ομιλίας για την εξωτερική πολιτική στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου τον Ιούνιο, ο Σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος για την Καγκελαρία, Peer Steinbruck, προωθούσε ακόμη την έννοια του «change through interweavement» -πολιτικός εκσυγχρονισμός μέσω οικονομικής συνεργασίας- σε μια στιγμή που αυτή η προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική δεχόταν ακόμη κριτική στο Βερολίνο, εξαιτίας της απουσίας αποτελεσμάτων. Επομένως, η Angela Merkel φαίνεται να είναι πολύ πιο εκσυγχρονισμένη σε σχέση με τους Σοσιαλδημοκράτες, με τους οποίους πιθανώς θα καταλήξει να σχηματίσει έναν συνασπισμό. Επομένως, τι μπορούμε να περιμένουμε τώρα;

Το Βερολίνο είναι ο πιο σημαντικός εταίρος της ΕΕ για τη Μόσχα. Η ρωσική ηγεσία ενδιαφέρεται για τη συνεχιζόμενη συζήτηση στη Γερμανία, η οποία πηγαίνει στις ρίζες των σχέσεών της με την Ευρώπη. Φαίνεται επίσης σαν να μην καταλαβαίνει πλήρως το Κρεμλίνο αυτή τη νέα θέση της Γερμανίας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική. Για να το θέσουμε σε ένα πλαίσιο: ούτε η ρωσική νομοθεσία για τις ΜΚΟ το 2004, η ομιλία του Putin στο Μόναχο το 2007 ούτε ο ρωσογεωργιανός πόλεμος το 2008 ακολουθήθηκε από μια ευρεία κριτική συζήτηση στη Γερμανία για τις σχέσεις της με τη Ρωσία. Επομένως, τι είναι στ αλήθεια καινούριο στη Γερμανία; Γιατί οι γερμανικές επιχειρήσεις γίνονται όλο και πιο νευρικές  για το κλίμα μεταξύ των δύο χωρών και ελπίζουν για έναν Σοσιαλδημοκράτη υπουργό Εξωτερικών;

Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτή τη νέα ρητορική: πρώτον, στη Ρωσία το καθεστώς του Vladimir Putin δέχεται πιέσεις στο εξωτερικό καθώς προσπαθεί να υποβαθμίσει το πραγματικό ενδιαφέρον για τον εκσυγχρονισμό μεταξύ τμημάτων της ρωσικής κοινής γνώμης που έχουν κουραστεί από τον Putin. Ο Putin έχει σιωπήσει στο Κρεμλίνο λόγω σκληροπυρηνικών από τις δυνάμεις ασφαλείας και έχει παραιτηθεί, για την ώρα τουλάχιστον, από κάθε έννοια εξευρωπαϊσμού. Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτική απομονωτισμού η οποία αγνοεί οποιαδήποτε κριτική από τους εταίρους στην Ευρώπη. Δεύτερον, η Angela Merkel έχει περιορισμένο μόνο ενδιαφέρον για την εμβάθυνση των δεσμών με τη Ρωσία. Είναι η πρώτη Καγκελάριος από την πτώση του Τείχους ου αδιαφορεί για τις γερμανό-ρωσικές σχέσεις. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η εμπειρογνωμοσύνη σχετικά με τη Ρωσία τόσο μεταξύ της γερμανικής πολιτικής ελίτ και εντός της ερευνητικής κοινότητας, έχει επίσης μειωθεί. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό καθιστά τη γερμανική πολιτική λιγότερο ανθεκτική σε ένα υστερικό δημόσιο διάλογο για τον αυταρχισμό του Putin, ενώ θεμελιώδεις αλλαγές στη ρωσική κοινωνία παραμένουν απαρατήρητες.

Οι οικονομικές σχέσεις έχουν γίνει επίσης πιο σύνθετες. Οι προηγούμενες προσδοκίες για μεγάλη δυναμική ανάπτυξης για τις γερμανικές επιχειρήσεις στη Ρωσία, δεν έχουν υλοποιηθεί. Οι εταιρείες είναι ιδιαίτερα απογοητευμένες για τις νομικές αβεβαιότητες και την εκτεταμένη διαφθορά. Αυτό είναι ιδιαίτερα ένα πρόβλημα για τη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας, τη Mittelstand, που αντίθετα με τις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις, δεν απολαμβάνουν απευθείας πρόσβαση στο Κρεμλίνο. Στο τομέα της ενέργειας, οι σχέσεις με τη Ρωσία έχουν γίνει περισσότερο ένα ζήτηση διαμάχης παρά συνεργασίας, ιδιαίτερα ως ένα αποτέλεσμα της γερμανικής στροφής προς τις ανανεώσιμες και την ενεργειακή απόδοση, του τρίτου ενεργειακού πακέτου της Κομισιόν και της υπόθεσης για το μονοπώλιο της Gazprom. Επιπλέον, η Gazprom επικεντρώνεται ακόμη σε μακροπρόθεσμα συμβόλαια και σε αγωγούς φυσικού αερίου, ενώ η άνθιση του σχιστόλιθου αερίου και του LNG προσφέρει στις γερμανικές ενεργειακές εταιρείες χαμηλότερες και περισσότερο ευέλικτες τιμές στο χρηματιστήριο.

Ένας νέος Μεγάλος Συνασπισμός θα σήμαινε ενδεχομένως ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο Βερολίνο για τη Ρωσία και την ανατολική γειτονιά. Εάν ένας Σοσιαλδημοκράτης γίνει υπουργός Εξωτερικών, θα μπορούσαμε να δούμε μια νέα έμφαση στην καλλιέργεια των δεσμών με τη Ρωσία, και αυτό θα μπορούσε με τη σειρά του να υποχρεώσει τη Merkel να δείξει ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την περιοχή. Ωστόσο, η αυταρχική κατάσταση στη Ρωσία και η επικριτική δημόσια συζήτηση στη Γερμανία θα καταστήσει πολύ δύσκολη τη δημιουργία μιας στενής γερμανό-ρωσικής σχέσης, που άνισε την εποχή ου Gerhardt Schroeder. Η πιο θετική έκβαση ωστόσο θα ήταν μια αυξημένη εμπλοκή με τη Ρωσία και την μετά-σοβιετική εποχή, ισορροπημένη από μια Καγκελάριο λιγότερο απρόθυμη να ασκήσει ανοιχτά κριτική στις αντιδημοκρατικές τάσεις σε αυτές τις χώρες. Ένα λιγότερο θετικό σενάριο θα μπορούσε να είναι άλλος ένας γύρος ανταγωνισμού μεταξύ της Καγκελαρίας και του υπουργείου Εξωτερικών, μια κατάσταση που χαρακτήρισε τον τελευταίο μεγάλο συνασπισμό μεταξύ 2005-2009.

Η Γερμανία και η Ρωσία πρέπει να αλλάξουν εάν θέλουν να δημιουργήσουν ένα νέο κεφάλαιο στις γερμανό-ρωσικές σχέσεις. Χρειάζεται να υπάρξει πραγματική πρόοδος στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία. Η γερμανική εξωτερική πολιτική δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται αποκλειστικά στο Κρεμλίνο αλλά να διευρύνει την προσέγγισή του σε μια περισσότερο κοινωνικά προσανατολισμένη εξωτερική πολιτική. Η συνέχιση της αδιαφορίας στη Ρωσία και μια έλλειψη ηγεσίας σε βασικά ζητήματα στην ανατολική γειτονιά, θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό για τη Γερμανία και την Ευρώπη.

Του Stefan Meister

Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ:http://ecfr.eu/blog/entry/After_the_election_A_change_in_Germanys_Russia_policy


ΑΠΟΔΟΣΗ:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου