Όπως είναι γνωστό εδώ και μερικούς μήνες, οι βουλευτικές εκλογές στην γειτονική Αλβανία ανέδειξαν νικήτρια την «Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Αλβανία», συνασπισμό κομμάτων υπό την ηγεσία τού δυναμικού πρώην δημάρχου Τιράνων και ηγέτη τού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Εντί Ράμα, ο οποίος ανέλαβε ήδη τα καθήκοντά του ως νέος πρωθυπουργός. Η αλλαγή στην ηγεσία τής χώρας σηματοδοτεί το τέλος όχι μόνο της οκτάχρονης διακυβέρνησης του Δημοκρατικού Κόμματος υπό τον Σαλί Μπερίσα, αλλά και την αποχώρηση του τελευταίου από το πολιτικό προσκήνιο, στο οποίο πρωταγωνίστησε τα τελευταία 20 χρόνια περίπου. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι ο Μπερίσα ήταν ο τελευταίος από τα πρόσωπα εκείνα που σηματοδότησαν με την παρουσία τους την πρώτη εικοσαετία των μεγάλων πολιτικών αλλαγών που συνέβησαν στη μετακομουνιστική Αλβανία, τότε σίγουρα θα μπορούσε κανείς να μιλήσει με ασφάλεια για ένα «τέλος εποχής», για την έναρξη μιας νέας σελίδας στην πορεία τής βαλκανικής μας γείτονος μέσα σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο όσο και προκλητικό διεθνές κλίμα.
Ο νέος πρωθυπουργός τής Αλβανίας, Εντί Ράμα (δεξιά) με τον πρόεδρο της χώρας Bujar Nishani αμέσως μετά την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, στις 15 Σεπτεμβρίου 2013, στα Τίρανα. Arben Celi / Reuters
Πάντως, επρόκειτο για μια καθαρή –για μερικούς δε και απρόσμενη− νίκη, που χάρισε στη νικήτρια παράταξη 84 από τις 140 έδρες τού αλβανικού κοινοβουλίου (έναντι 66 εδρών που κατείχε κατά την προηγούμενη περίοδο), ή ποσοστό 57,63% σύμφωνα με τα τελικά αποτελέσματα, μια άνετη δηλαδή κοινοβουλευτική πλειοψηφία [1]. Πιο σημαντικό, ωστόσο, θα μπορούσε να θεωρηθεί το γεγονός πως το αποτέλεσμα προέκυψε από μια γενικά αποδεκτή ως προς την εγκυρότητά της εκλογική διαδικασία, διαπίστωση που με δυσκολία θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς για το παρελθόν.
Αυτό βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μειώνει την σημασία τής ύπαρξης δύο θυμάτων κατά την προεκλογική περίοδο –όσο κι αν η σχετική έκθεση του ΟΑΣΕ, που είχε την ευθύνη τής παρακολούθησης της εκλογικής διαδικασίας στη χώρα, προσπερνά με σχετική συντομία την απώλεια δύο ανθρώπων χαρακτηρίζοντας απλά το εκλογικό περιβάλλον «γενικά ήρεμο και ειρηνικό» [2]. Επισημαίνει, ωστόσο, πως το κλίμα των προηγούμενων εβδομάδων ήταν εξαιρετικά τεταμένο εξαιτίας τής χρόνιας δυσπιστίας μεταξύ των κύριων αντιπάλων, δυσπιστίας που είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα κατά την διάρκεια της προετοιμασίας των εκλογών και δυσλειτουργίες ως προς την συγκρότηση και την στελέχωση της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής. Από την άλλη πλευρά, δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώθηκε από τον ΟΑΣΕ προσπάθεια εξαγοράς ψήφων και από τους δύο αντιπάλους, που αφορούσαν κυρίως τις οικονομικά και κοινωνικά αδύναμες ομάδες τού πληθυσμού (τους Ρομά ή τις περισσότερο φτωχές κοινότητες στην ύπαιθρο) με αντάλλαγμα χρήματα, κάλυψη χρεών, υλικά αγαθά ή υποσχέσεις για μια θέση στον δημόσιο τομέα, καθώς και προσπάθειες εκμετάλλευσης των κρατικών δομών και άσκησης πίεσης σε βάρος των δημόσιων υπαλλήλων προς όφελος του τότε κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος.
Εκείνο που αξίζει να σημειωθεί είναι πως είχε καταστεί ξεκάθαρο στην αλβανική πλευρά, και μάλιστα αρκετά νωρίς, πως η τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών κατά την διεξαγωγή των εκλογών αλλά και οι πολιτικές συμπεριφορές των αντιπάλων θα καταγράφονταν από την διεθνή κοινότητα ως ένα είδος δοκιμασίας τής Αλβανίας: δοκιμασίας συμμόρφωσης προς το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο, απαραίτητη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε πρόοδο στην προσπάθεια ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Αλβανία, άλλωστε, έχει καταθέσει σχετικό αίτημα ήδη από το 2009, αλλά έναν χρόνο αργότερα οι Βρυξέλες δεν προώθησαν την αλβανική υποψηφιότητα με κεντρικό επιχείρημα ότι η χώρα δεν πληροί όλα τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις –πρωτίστως δε όσα σχετίζονται με την ισχύ των θεσμών και των νόμων και την ομαλή λειτουργία τού κράτους δικαίου. Το 2012, η σχετική εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έθεσε εκ νέου τους ίδιους προβληματισμούς συνδυάζοντάς τους ειδικά με την διεξαγωγή των εκλογών τού 2013 ως λυδία λίθο των εξελίξεων [3].
Από την άλλη πλευρά, η ταυτόχρονη με την απόρριψη της αλβανικής υποψηφιότητας θετική εισήγηση και η κατοπινή πλήρης ένταξη της Κροατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη που διευρύνει το «βαλκανικό» μέτωπο εντός της Ένωσης, ασφαλώς συνιστά μια περαιτέρω θετική πρόκληση για την Αλβανία, ανοίγει ένα αισιόδοξο μονοπάτι στο κατά τα άλλα συγκεχυμένο τοπίο τής λεγόμενης «ευρωπαϊκής διεύρυνσης». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ράμα είχε κάνει και προεκλογικά συγκεκριμένη αναφορά στο παράδειγμα της Κροατίας, ως προτύπου−οδηγού για την αλβανική πορεία προς την Ευρώπη.
Έτσι κι αλλιώς, η ευρωπαϊκή προοπτική τής Αλβανίας όχι μόνο αποτέλεσε ένα από τα κεντρικά επιχειρήματα της προεκλογικής εκστρατείας και των δύο συνασπισμών, αφού συνιστά αδιαμφισβήτητο εθνικό στόχο σε μια χώρα που παρουσιάζει τα χαμηλότερα ποσοστά ευρωσκεπτικισμού, αλλά βάφτισε όπως είδαμε και τον έναν από τους δύο συνασπισμούς θέλοντας μ’ αυτόν τον παραστατικό τρόπο να προδιαγράψει την πορεία και τις επιλογές της χώρας στο διεθνές σκηνικό. Στο πρόγραμμά του, επίσης, το Σοσιαλιστικό Κόμμα τού Ράμα έκανε λόγο για προσωπική δέσμευση του πρωθυπουργού στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, με αυστηρή τήρηση των όρων τής Συμφωνίας Σύνδεσης που έχει υπογραφεί ήδη από το 2006 και τέθηκε σε εφαρμογή το 2009 [4].
Και η πρώτη ενθαρρυντική χειρονομία−απάντηση στα αλβανικά ανοίγματα φαίνεται πως ήρθε αρκετά γρήγορα, αφού ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μπαρόζο, δήλωσε σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Εντί Ράμα μόλις πρόσφατα πως η Αλβανία θα μπορούσε να λάβει το καθεστώς τής υπό ένταξη χώρας σχετικά σύντομα, αφού με κάθε τρόπο διατυπώνει εμφατικά την αφοσίωσή της στην προσπάθεια να ικανοποιήσει τα κριτήρια και να σημειώσει προόδους στον τομέα αυτό [5]. Επρόκειτο για το πρώτο, συγχαρητήριο «χτύπημα στην πλάτη» προς τον νεοεκλεγέντα Αλβανό πρωθυπουργό, που φρόντισε αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του να επισκεφθεί την καρδιά τής Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην επίμονη κατάφαση τής αλβανικής επιλογής προς την Ευρώπη θα μπορούσε ίσως να δει κανείς και μια δεύτερη ανάγνωση −ερμηνεία, αν τοποθετηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο των διεθνών ισορροπιών και των δεδομένων που χαρακτηρίζουν την περιοχή και όχι μόνο. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το 1992 η Αλβανία του Σαλί Μπερίσα (τότε) έγινε δεκτή ως μέλος τής Ισλαμικής Διάσκεψης, μια επιλογή που αμφισβητήθηκε έντονα ακόμη και στο εσωτερικό τής χώρας, δεν επικυρώθηκε ούτε από το αλβανικό Κοινοβούλιο, αλλά και προκάλεσε προβληματισμό στο ευρωπαϊκό περιβάλλον [6]. Αργότερα, βέβαια, έγιναν προσπάθειες η αρνητική εικόνα που είχε δημιουργηθεί να ατονήσει και η ίδια η Αλβανία υποβάθμισε την συμμετοχή της στον ρόλο τού απλού παρατηρητή. Έκτοτε, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διαβεβαιώσουν με κάθε τρόπο τους Ευρωπαίους προς τους οποίους απευθύνονται, για την απαρέγκλιτη προσήλωση προς το ευρωπαϊκό δημοκρατικό πλουραλιστικό ιδανικό και την αποχή από οποιαδήποτε κίνηση (ή και σκέψη ακόμη) ανοχής προς τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Η ευρωπαϊκή επιλογή για την χώρα, επομένως, δηλώνεται και αποδεικνύεται με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία.
Πέραν της Ευρώπης δε, ο συνασπισμός του Δημοκρατικού Κόμματος έσπευσε να αξιοποιήσει προεκλογικά και το μεγάλο επίτευγμα της περιόδου διακυβέρνησής του, την ένταξη δηλαδή της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ το 2009, επίσης διακηρυγμένο στόχο από τις αρχές τής δεκαετίας του 1990 και την πτώση του κομουνιστικού καθεστώτος των Τιράνων. Στη χώρα τονίστηκε κατ’ επανάληψη ο νέος στρατηγικός ρόλος που καλείται να παίξει στην περιοχή, ως προπύργιο της ειρήνης και της σταθερότητας. Όταν δε, τον Φεβρουάριο του 2013, η εικόνα αυτή βρέθηκε να κινδυνεύει ύστερα από τις καυστικές επισημάνσεις των ΗΠΑ πως η προεκλογική διαδικασία ολίσθαινε σε ιδιαίτερα εθνικιστικές ατραπούς επιτρέποντας επικίνδυνη όξυνση του εσωτερικού κλίματος και αποσχιστικές ρητορείες [7], οι πολιτικοί άντρες των Τιράνων έσπευσαν να συμμορφωθούν ρίχνοντας τους τόνους τής αντιπαράθεσης.
ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ
Εξήντα έξι συνολικά κόμματα (αριθμός ρεκόρ) και δύο ανεξάρτητοι υποψήφιοι αναμετρήθηκαν στις εκλογές της 23ης Ιουνίου, με το μεγαλύτερο μέρος από αυτά να συμμετέχει σε έναν από τους δύο αντίπαλους συνασπισμούς: 25 κόμματα στην «Συμμαχία για την Απασχόληση, την Πρόοδο και την Ενσωμάτωση» υπό την ηγεσία τού Δημοκρατικού Κόμματος και 37 στην «Συμμαχία για την Ευρωπαϊκή Αλβανία» των σοσιαλιστών. Μόνον οι δύο συνασπισμοί κατόρθωσαν τελικά να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο, αφού ξεπέρασαν το προβλεπόμενο από τον εκλογικό νόμο ως ελάχιστο 5% των ψήφων. Τα υπόλοιπα κόμματα, που δεν έλαβαν το απαιτούμενο 3%, έμειναν τελικά εκτός της αλβανικής Βουλής.
Αυτό που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει εξίσου εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως, σπάζοντας την παράδοση των τελευταίων αναμετρήσεων, όλες οι πλευρές έσπευσαν σχετικά γρήγορα να αναγνωρίζουν με δημόσιες δηλώσεις τους τα εκλογικά αποτελέσματα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό είχε ιδιαίτερη αξία σε ό,τι αφορά τον ηττημένο των εκλογών Σαλί Μπερίσα, ο οποίος ανέλαβε μάλιστα προσωπικά την ευθύνη για την ήττα και δεσμεύτηκε να αποχωρήσει από την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, θέση την οποία ανέλαβε πλέον ο υπ’ αριθμόν δύο στην ιεραρχία, ο 39χρονος Lulzim Basha, δήμαρχος Τιράνων από το 2011 και πρώην υπουργός Εξωτερικών (2007-09) και Εσωτερικών (2009-11).
Σε ό,τι αφορά την ελληνική μειονότητα, αυτή στήριξε δύο διακριτούς κομματικούς σχηματισμούς: το Κόμμα της Ένωσης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (PBDNj) που συμμετείχε στο συνασπισμό υπό τον νικητή Εντί Ράμα και έλαβε 14.722 ψήφους ή ποσοστό 0,85% και εξέλεξε έναν βουλευτή στην περιφέρεια της Αυλώνας (είχε συγκροτήσει ψηφοδέλτια σε 11 εκλογικές περιφέρειες), το γνωστό και δραστήριο μέλος τής μειονότητας, Βαγγέλη Ντούλε, που κατείχε και κατά το παρελθόν βουλευτική έδρα. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι στις εκλογές του 2009 το ΚΕΑΔ είχε λάβει 18.078 ψήφους ή ποσοστό 1,19%.
Επίσης, το Κόμμα τής Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας για το Μέλλον (MEGA) που συμμετείχε στον συνασπισμό υπό τον Σαλί Μπερίσα και έλαβε 3.305 ψήφους ή 0,19% και δεν εξέλεξε κανέναν βουλευτή στις τέσσερις περιφέρειες στις οποίες συγκρότησε ψηφοδέλτια. Βεβαίως, αρκετοί ελληνικής καταγωγής βουλευτές εξασφάλισαν την εκλογή τους στο νέο αλβανικό Κοινοβούλιο μέσω της συμμετοχής τους στα υπόλοιπα κόμματα της χώρας, ονόματα επίσης γνωστά από το παρελθόν.
Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να διαφύγει της ελληνικής προσοχής το γεγονός ότι, στον αντίποδα της ισχνής μειονοτικής εκπροσώπησης στην αλβανική Βουλή, το γνωστό για την υποστήριξή του προς τους Τσάμηδες της Αλβανίας και για τη βαθιά ανθελληνική ρητορική του «Κόμμα για τη Δικαιοσύνη, την Ενσωμάτωση και την Ενότητα» (Partia për Drejtësi, Integrim dhe Unitet - PDIU) βγήκε ιδιαίτερα ενισχυμένο από τις πρόσφατες εκλογές, αποκομίζοντας 44.957 ψήφους ή ποσοστό 2,61%. Το αποτέλεσμα αυτό το ανέδειξε τρίτη δύναμη στην «Συμμαχία για την Απασχόληση, την Πρόοδο και την Ενσωμάτωση» και του εξασφάλισε 4 βουλευτές στη νέα Βουλή, που εκπροσωπούν τις περιφέρειες Τιράνων, Φίερι, Ελμπασάν και Αυλώνας, περιοχές δηλαδή της μέσης και νότιας Αλβανίας. Το ποσοστό αυτό καθίσταται ακόμη πιο εντυπωσιακό αν λάβει κανείς υπόψη του ότι μόλις το 2009 το PDIU (τότε PDI), παρά το γεγονός ότι συμμετείχε στον συνασπισμό που είχε κερδίσει τις εκλογές, είχε λάβει μόλις 14.477 ψήφους ή ποσοστό 0,95%. Πρόκειται για ένα καινούριο δεδομένο που σηματοδοτεί, αν όχι επίσημες πολιτικές, τουλάχιστον τάσεις τής αλβανικής κοινωνίας.
Η ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Στις αρχές Σεπτεμβρίου ανέλαβε την εξουσία η νέα αλβανική κυβέρνηση υπό τον Εντί Ράμα, η σύνθεση της οποίας είχε γίνει γνωστή στο κοινό από την πρώτη εβδομάδα τού Αυγούστου. Όπως επισημαίνεται και από πολλά ξένα μέσα ενημέρωσης, για πρώτη φορά στην χώρα ένα κυβερνητικό σχήμα θα περιλαμβάνει έξι γυναίκες υπουργούς, σηματοδοτώντας πιθανόν κατ’ αυτόν τον τρόπο τον αέρα ανανέωσης που επιθυμεί ο νέος και κατά τα άλλα αντισυμβατικός πρωθυπουργός να πείσει ότι θα διαπνέει την διακυβέρνησή του.
Περισσότερο, όμως, και από την σημειολογία των προσώπων, σημασία έχουν οι επιλογές τους ως προς την πολιτική διακυβέρνηση, την στοχοθεσία και την αντιμετώπιση των όχι ασήμαντων προβλημάτων που ταλανίζουν την Αλβανία.
Περισσότερο, όμως, και από την σημειολογία των προσώπων, σημασία έχουν οι επιλογές τους ως προς την πολιτική διακυβέρνηση, την στοχοθεσία και την αντιμετώπιση των όχι ασήμαντων προβλημάτων που ταλανίζουν την Αλβανία.
Ο νέος πρωθυπουργός εκλέχθηκε από τον λαό υποσχόμενος αλλαγές ουσίας στην αλβανική πολιτική, το κράτος, την κοινωνία, την οικονομία, τους θεσμούς. Στο πρόγραμμά του πρόβαλλε ως γενικούς στόχους τής μελλοντικής διακυβέρνησής του την εφαρμογή μιας προοδευτικής πολιτικής σε όλους τους τομείς, την αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών τού αλβανικού κράτους (διαφθορά, οργανωμένο έγκλημα, απουσία κράτους δικαίου κ.λπ.). Αλλά και πιο ειδικά μέτρα, που θα αφορούν στην προσπάθεια στήριξης των Αλβανών μεταναστών στο εξωτερικό, την παροχή κινήτρων για την επιστροφή τους στην πατρίδα και την διευκόλυνση των επενδύσεων, την φροντίδα του κράτους για την εκπαίδευση των παιδιών τους και την σύσφιξη των σχέσεων με τις γειτονικές χώρες, τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης, κ.λπ.
Οι περισσότερο δυναμικές παρεμβάσεις, ασφαλώς είναι αναγκαίες στο χώρο της οικονομίας η οποία, όσο κι αν αυτό αποφεύχθηκε να τονιστεί κατά την προεκλογική περίοδο, υποφέρει από την οικονομική κρίση όσο και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα, μάλιστα, με την πολύ πρόσφατη έκθεση του Ινστιτούτου Στατιστικής των Τιράνων, το 14,3% του αλβανικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ποσοστό που αυξήθηκε κατά 32% σε σχέση με την προηγούμενη τετραετία κυρίως για τις αστικές περιοχές. Περί τις 400 χιλ. Αλβανών επιβιώνουν με μόλις 32 ευρώ το μήνα (4.800 λεκ), με τα μεγαλύτερα προβλήματα να παρουσιάζονται στις βορειότερες περιοχές της χώρας (Kukës, Fier), ενώ καλύτερη παραμένει η εικόνα στο νότο παρά το αδιαμφισβήτητο γεγονός, που και η έκθεση επισημαίνει, ότι η κρίση που έχει πλήξει την Ελλάδα και την Ιταλία, χώρες μεγάλης υποδοχής Αλβανών μεταναστών, έχει επιφέρει δραματικές μειώσεις στα εμβάσματα αυτών των μεταναστών προς την χώρα, επομένως έχει επιβραδύνει την ανάπτυξη της αλβανικής οικονομίας [8].
Υπ’ αυτή την οπτική, είναι απολύτως κατανοητή η προεκλογική δέσμευση και η μετεκλογική έμφαση που έδωσε ο νέος πρωθυπουργός στην ανάγκη για αναδιάρθρωση της αλβανικής οικονομίας και κυρίως της εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής έτσι ώστε να μειωθεί η εξάρτησή της από τα εμβάσματα των μεταναστών, καθώς αυτά αποτελούν πλέον έναν αστάθμητο παράγοντα υπό το φως τής γενικευμένης ευρωπαϊκής οικονομικής ανασφάλειας.
Οι προκλήσεις, πάντως, είναι πολλές και πρώτη από όλες, όπως επισημάνθηκε, μάλιστα, και κατά την προαναφερθείσα συνάντηση Ράμα-Μπαρόζο, είναι η υποχρέωση της νέας κυβέρνησης να εργαστεί αποτελεσματικά για την καταπολέμηση της διαφθοράς που μαστίζει ολόκληρο τον δημόσιο βίο τής χώρας και όχι μόνο τον πολιτικό κόσμο, την πάταξη της συναλλαγής μεταξύ πολιτικής και ιδιωτικών συμφερόντων και την δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος που έχει λάβει τραγικές διαστάσεις στη χώρα.
Το ερώτημα, βέβαια, που τίθεται αναπόφευκτα είναι το κατά πόσο το σύστημα της διαπλοκής που εν τω μεταξύ έχει εδραιωθεί στο αλβανικό κράτος θα του επιτρέψει να προχωρήσει γρήγορα στις μεταρρυθμίσεις που υπόσχεται. Ίσως μπορεί να θεωρηθεί ενδεικτικό τής σκληρής στάσης που θα τηρήσει η αντιπολίτευση, το γεγονός πως οι βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος, ακολουθώντας το παράδειγμα του Σαλί Μπερίσα (που εκλέχθηκε μεν βουλευτής αλλά εγκατέλειψε την αρχηγία τού Δημοκρατικού Κόμματος), αποχώρησαν από την πρώτη κιόλας ημέρα των εργασιών της νέας Βουλής μετά τον εναρκτήριο λόγο τού νέου πρωθυπουργού καθώς θεώρησαν προσβλητικά τα όσα ανέφερε περί αλλαγής τού ύφους τής εξουσίας που πρόκειται να υιοθετήσει, περί εγκατάλειψης της αλαζονείας και των ξεπερασμένων συμπεριφορών του παρελθόντος.
Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Επίσημος διακηρυγμένος στόχος τής Αλβανίας τις δύο τελευταίες δεκαετίες, όπως έχει επανειλημμένα διατυπωθεί από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, είναι η μετατροπή τής χώρας σε υπολογίσιμο στρατηγικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή τής νοτιοανατολικής Ευρώπης, μια προοπτική που προκειμένου να επιτευχθεί οφείλει να αξιοποιήσει δύο δεδομένα: την γεωγραφική θέση τής χώρας και την παρουσία των αλβανικών πληθυσμών στην περιοχή, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αυτοί ζουν εντός διαφορετικών κρατικών οντοτήτων. Με αυτά τα βασικά «χαρτιά» στα χέρια τους πορεύθηκαν οι κυβερνήσεις κατά το παρελθόν εκμεταλλευόμενες τις συγκυρίες που δημιουργήθηκαν στην Βαλκανική –οι οποίες ομολογουμένως δεν ήταν λίγες − προκειμένου να πετύχουν την εμπέδωση της αντίληψης περί της αναγκαίας αλβανικής σύμπραξης σε κάθε εξέλιξη που αφορά τη σταθερότητα και το μέλλον των Βαλκανίων [9].
Από αυτό το βασικό στόχο αναμφίβολα δεν πρόκειται να παρεκκλίνει ούτε ο νέος πρωθυπουργός. Η σχετική διατύπωση του προγράμματος του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι χαρακτηριστική: «Δέσμευσή μας: Η ευρωπαϊκή Αλβανία ως μοντέλο έμπνευσης στην περιοχή, παράγοντας ειρήνης και δημοκρατικής σταθερότητας, αξιοπρεπής παρουσία και ταύτιση λόγων και έργων, που αντανακλούν τις αξίες των στρατηγικών μας εταίρων, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης» −η σειρά αναφοράς των στρατηγικών εταίρων οπωσδήποτε δεν είναι τυχαία. Στο πλαίσιο αυτό, λοιπόν, ο Ράμα υποσχέθηκε πρωτίστως όχι μόνο αναβάθμιση των σχέσεων αλλά συμπόρευση με την Πρίστινα και φρόντισε να θέσει τις προϋποθέσεις για να τηρήσει την υπόσχεση αυτή ευθύς αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του: από τις πρώτες ενέργειές του ήταν η επιλογή του Shkëlzen Maliqi, διανοητή, πολιτικού αναλυτή, επικεφαλής του Ινστιτούτου Gani Bobi και ενός από τους ιδρυτές τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Κοσόβου, ως ειδικού συμβούλου του για την ανάπτυξη των διμερών –και όχι μόνο− σχέσεων, για την εμβάθυνση του «ειδικού» δεσμού που συνδέει τα Τίρανα με την Πρίστινα.
Μετά, λοιπόν, από την προνομιακή αυτή θέση που κατέχει το Κόσοβο στην «καρδιά» τής Αλβανίας και σε συνέχεια των στρατηγικών συμπαθειών της προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη θα πρέπει κανείς να δει και την σχέση της με την Ελλάδα, μια σχέση που, όπως έχει επισημανθεί διεξοδικά από άλλους αναλυτές, δεν διανύει την καλύτερη εποχή της [10].
Δεν νομίζουμε ότι είναι δόκιμο αυτή τη στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τους γνωστούς συνήθεις χαρακτηρισμούς περί φιλελληνικής ή ανθελληνικής πολιτικής των αλβανικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών. Ούτε χρειάζεται να μετρήσουμε πόσο φιλέλληνας ή ανθέλληνας έχει εμφανιστεί ο Εντί Ράμα στο παρελθόν μέσα από τις δηλώσεις του. Όλα αυτά απλώς προδίδουν μια λανθασμένη θεώρηση της ουσίας του θέματος: ότι δηλαδή η συγκρότηση των διπλωματικών επιλογών τής εκάστοτε κυβέρνησης βασίζεται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των αλβανικών συμφερόντων, με τον τρόπο τουλάχιστον που η κυρίαρχη πολιτική πιστεύει κάθε φορά ότι αυτά τα συμφέροντα εξυπηρετούνται. Μέσα σ’ αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, λοιπόν, πρέπει να εντάξει κανείς και την τακτική που ακολουθείται έναντι της Ελλάδας, και όχι αντίστροφα, μια τακτική που παρουσιάζει διακυμάνσεις εξαιτίας των εκάστοτε ευρύτερων συγκυριών ή των εσωτερικών αλβανικών ισορροπιών.
Τα μείζονα προβλήματα που υπάρχουν στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι λίγα, αλλά είναι γνωστά: η αντιμετώπιση των θεμάτων που αφορούν την ελληνική μειονότητα, η υπαναχώρηση της Αλβανίας από την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλάσσιων Ζωνών, η διαφορά ως προς την ορθή αναγραφή των ελληνικών τοπωνυμίων στα επίσημα αλβανικά ταξιδιωτικά έγγραφα, οι διεκδικήσεις ως προς τη μεταχείριση και τα δικαιώματα των Αλβανών μεταναστών στην Ελλάδα, για να αναφερθούμε μόνο στα πιο σημαντικά ή στα διαρκώς επαναλαμβανόμενα. Η ανάληψη πρωτοβουλιών για την επίλυσή τους υπάρχει ήδη ως διακηρυγμένος στόχος τής νέας κυβέρνησης.
Η συγκυρία ασφαλώς δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Ελλάδα, για τους γνωστούς λόγους που συνδέονται με τη δυσμενή θέση της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, την απαξίωσή της ως οικονομικής δύναμης−προτύπου στην περιοχή ή ως κεφαλαιώδους αξίας συμμάχου για την ευρωπαϊκή πορεία τής Αλβανίας. Η επιλογή σκληρών διαπραγματευτικών τακτικών από αλβανικής πλευράς κατά την τελευταία διετία και η ανοχή που επιδείχθηκε σε εθνικιστικές ρητορικές και πρακτικές, με ανθελληνικό περιεχόμενο πολλές φορές, μπορούν με σχετική ασφάλεια να αποδοθούν στο γενικότερο κλίμα τής εποχής.
Από την άλλη πλευρά, είναι απολύτως αναγκαίο και για την Αλβανία, εφόσον επιθυμεί την προώθηση των ευρύτερων στρατηγικών της στόχων, να προχωρήσει σε συνεννοήσεις με την Ελλάδα για τα εκκρεμή θέματα, πιθανότατα ξεκινώντας από τα μικρά και εύκολα διαχειρίσιμα και ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ένα «ξεπάγωμα» των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Οι γενικότερες εξελίξεις στην περιοχή, αλλά και οι νέες προοπτικές που γεννούν οι αλλαγές στον ενεργειακό και επιχειρηματικό χάρτη της ανατολικής Μεσογείου, εκ των πραγμάτων ωθούν τις δύο χώρες προς μια ειλικρινή και εποικοδομητική προσέγγιση.
Δεν αποκλείεται, ωστόσο, τυχόν πρωτοβουλίες να αναληφθούν εκ μέρους των Τιράνων στηριζόμενες επάνω στην αντίληψη ότι (κατά κάποιον τρόπο) ξεκινούν από θέση ισχύος, με ατζέντα και επιχειρηματολογία ιδιαίτερα διεκδικητική. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τελικά ο Εντί Ράμα διαθέτει μεν ισχυρή πλειοψηφία στη νέα Βουλή, ηγείται ωστόσο ενός ευρύτατου συνασπισμού μικρότερων κομμάτων, μια πραγματικότητα δηλαδή που στο παρελθόν αποδείχθηκε αρκετά επικίνδυνη για τη σταθερότητα του πολιτικού βίου της Αλβανίας, με αποτέλεσμα να είναι ίσως υποχρεωμένος να ισορροπεί μεταξύ διαφορετικών απόψεων ή να ικανοποιεί ποικίλα αιτήματα.
Μένει, επομένως, να δούμε στην πράξη των διπλωματικών επαφών να γίνονται πραγματικότητα οι διαβεβαιώσεις τού νέου και πολλά υποσχόμενου πρωθυπουργού, Εντί Ράμα, πώς ο πολυαναμενόμενος φρέσκος αέρας θα πνεύσει όχι μόνο στην εσωτερική πολιτική της χώρας αλλά και στις ταλαιπωρημένες σχέσεις με την Ελλάδα.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΝΤΙ ΡΑΜΑ
Γεννημένος στις 4 Ιουλίου 1964, ζωγράφος και πρώην καθηγητής στην Ακαδημία των Τεχνών, ασχολήθηκε σχετικά νωρίς με την πολιτική μέσα στο ανήσυχο περιβάλλον των μεγάλων πολιτικών αλλαγών στην Αλβανία τής δεκαετίας του 1990, για να τοποθετηθεί υπουργός Πολιτισμού το 1998 και να εκλεγεί δήμαρχος των Τιράνων τρεις φορές, από το 2000 και εξής. Οι εικαστικές και πολεοδομικές παρεμβάσεις του στην αλβανική πρωτεύουσα είναι και σήμερα εμφανείς (προσθήκη χρωμάτων στις προσόψεις των σοβιετικού τύπου κτηρίων, απομάκρυνση αυθαίρετων κτισμάτων από δημόσιες και δημοτικές εκτάσεις, απελευθέρωση χώρων πρασίνου κ.λπ.), πρωτοποριακές επιλογές –όχι μόνο για τα αλβανικά δεδομένα− που του χάρισαν αρκετά βραβεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διεθνή αναγνωρισιμότητα.
Το 2005 εκλέχθηκε στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και έκτοτε τήρησε δριμεία αντιπολιτευτική τακτική απέναντι στο κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα κατηγορώντας το για αυταρχισμό ως προς την άσκηση της εξουσίας, διαφθορά, νόθευση των εκλογικών διαδικασιών, αποτυχία ως προς την εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που θα άνοιγαν την πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Αλβανία∙ τακτική που έφθασε μέχρι και στην αποχή από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στις αντιδημοκρατικές μεθόδους τού πρωθυπουργού Μπερίσα. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, το γεγονός ότι η προεκλογική εκστρατεία τού Εντί Ράμα το 2013 στηρίχθηκε στο σύνθημα για «αναγέννηση τής Αλβανίας», επιλογή που, εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, αποδείχθηκε επιτυχημένη.
ΤΗΣ Ελευθερία Κ. Μαντά
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1] Komisioni Qendror I Zgjedhjeve, Rezultati perfundimtar 2013, στο www.cec.org.al.
[2] OSCE, Office for Democratic Institutions and Human Rights, Election Observation Mission, Republic of Albania, Interim Report 15 May-3 June 2013.
[3] European Commission, Albania 2012 Progress Report, Brussels 10-10-2012.
[4] Partia Socialiste e Shqipërisë, Programi 2013, στο www.ps.al/programi.
[5] Statement by President Barroso following his meeting with Edi Rama, Prime Minister of Albania, Brussels 17-9-2013.
[6] Περισσότερα για τις πολιτικές και διπλωματικές επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων βλ. Στ. Ντάγιος, «Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε. Διλήμματα στα Τίρανα, 100 χρόνια μετά την ανεξαρτησία» (5-2-2013), στο foreignaffairs.gr/articles/69162/stayros-g-ntagios/albania-ellada-kai-ee.
[7] “U.S. warns Albania against stocking nationalism”, Reuters (15-2-2013).
[8] Republika e Shqipërisë, Instituti i Statistikës, Shqipëria: Trendi I varfërisë 2002-2005-2008-2012, Tirana Shtator 2013.
[9] Βλ. ενδεικτικά Ελ. Μαντά, «H Aλβανία σε αναζήτηση νέου στρατηγικού ρόλου στη Bαλκανική», Γεωπολιτική 5 (Mάρτιος 2000), 50-55 και «Aλβανία και Kοσσυφοπέδιο: Aπό την απομόνωση στη δυναμική της ενσωμάτωσης», στον τόμο Tο Kόσοβο και οι αλβανικοί πληθυσμοί της Bαλκανικής, Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου του Aίμου, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 271-326.
[10] Βλ. σχετικά Αλ. Μαλλιάς, «Η Ελλάδα και οι Αλβανοί γείτονές της. Το πλαίσιο και οι όροι μιας συνολικής συνεργασίας» (26-2-2012), στο http://www.metarithmisi.gr και Στ. Ντάγιος, «Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε.», ό.π.
[1] Komisioni Qendror I Zgjedhjeve, Rezultati perfundimtar 2013, στο www.cec.org.al.
[2] OSCE, Office for Democratic Institutions and Human Rights, Election Observation Mission, Republic of Albania, Interim Report 15 May-3 June 2013.
[3] European Commission, Albania 2012 Progress Report, Brussels 10-10-2012.
[4] Partia Socialiste e Shqipërisë, Programi 2013, στο www.ps.al/programi.
[5] Statement by President Barroso following his meeting with Edi Rama, Prime Minister of Albania, Brussels 17-9-2013.
[6] Περισσότερα για τις πολιτικές και διπλωματικές επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων βλ. Στ. Ντάγιος, «Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε. Διλήμματα στα Τίρανα, 100 χρόνια μετά την ανεξαρτησία» (5-2-2013), στο foreignaffairs.gr/articles/69162/stayros-g-ntagios/albania-ellada-kai-ee.
[7] “U.S. warns Albania against stocking nationalism”, Reuters (15-2-2013).
[8] Republika e Shqipërisë, Instituti i Statistikës, Shqipëria: Trendi I varfërisë 2002-2005-2008-2012, Tirana Shtator 2013.
[9] Βλ. ενδεικτικά Ελ. Μαντά, «H Aλβανία σε αναζήτηση νέου στρατηγικού ρόλου στη Bαλκανική», Γεωπολιτική 5 (Mάρτιος 2000), 50-55 και «Aλβανία και Kοσσυφοπέδιο: Aπό την απομόνωση στη δυναμική της ενσωμάτωσης», στον τόμο Tο Kόσοβο και οι αλβανικοί πληθυσμοί της Bαλκανικής, Ίδρυμα Mελετών Xερσονήσου του Aίμου, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 271-326.
[10] Βλ. σχετικά Αλ. Μαλλιάς, «Η Ελλάδα και οι Αλβανοί γείτονές της. Το πλαίσιο και οι όροι μιας συνολικής συνεργασίας» (26-2-2012), στο http://www.metarithmisi.gr και Στ. Ντάγιος, «Αλβανία, Ελλάδα και Ε.Ε.», ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου