Με τις μεταφερόμενες κατασκηνώσεις τους, τις ανθρώπινες αλυσίδες και τις λευκές κορδέλες, οι αντικυβερνητικοί διαδηλωτές που γεμίζουν τακτικά τους δρόμους της Μόσχας από τον περασμένο Δεκέμβριο, τότε που διεξήχθησαν οι αμφισβητούμενες βουλευτικές εκλογές στη Ρωσία, έχουν κλονίσει τις παλιές βεβαιότητες για την πολιτική της εποχής Πούτιν. Περισσότερο από κάθε άλλο γεγονός που συνέβη από την προ δωδεκαετίας άνοδο του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία, οι διαδηλώσεις έχουν αναγκάσει το Κρεμλίνο να βρεθεί σε θέση άμυνας.
Εντούτοις, οι ακτιβιστές των πόλεων που έκαναν την εμφάνισή τους στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων όλου του κόσμου, αποτελούν μια μηδαμινή μερίδα του ρωσικού πληθυσμού, μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, σε μια χώρα 143 εκατομμυρίων. Το μεγάλο ερώτημα που θα καθορίσει το πολιτικό μέλλον της Ρωσίας είναι το κατά πόσον η μεγάλη και σιωπηλή αυτή πλειοψηφία που κατοικεί εκτός Μόσχας και Αγίας Πετρούπολης θα υποστηρίξει αυτήν την πολιτικοποιημένη πρωτοπορία.
Λίγοι πολιτικοί παρατηρητές στις μητροπόλεις της Ρωσίας ή στο εξωτερικό είναι σε θέση να κατανοήσουν σε βάθος αυτήν την κοινωνική ομάδα. Το στερεότυπο για τον Ρώσο της επαρχίας είναι αυτό του απολίτικου κομφορμιστή, του αγανακτισμένου με τους κακομαθημένους Μοσχοβίτες, του κοινωνικά συντηρητικού, του κατά το μάλλον ή ήττον πουτινικού, του φιλύποπτου απέναντι στη Δύση και νοσταλγού της σοβιετικής τάξης.
Παρά ταύτα, χάρη σε νέα στοιχεία, έχει αρχίσει να διαφαίνεται μια διαφοροποιημένη εικόνα της επικρατούσας τάσης στη σημερινή Ρωσία. Μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου, το εδρεύον στη Μόσχα Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών (CSR) συγκρότησε 62 ομάδες εστίασης (focus groups) από κατοίκους 16 ρωσικών περιφερειών, που εκτείνονταν από το Καλίνινγκραντ, στα πολωνικά σύνορα, μέχρι την πόλη του Νοβοτρόιτσκ, σε περίπου 2,5 χλμ. απόσταση από το Καζακστάν. Οι εργασίες τους πραγματοποιήθηκαν στη Μόσχα και σε μια ακόμη μεγάλη πόλη, το Αικατερίνμπουργκ στα Ουράλια, αλλά και στις μεσαίου μεγέθους πόλεις, Βλαντιμίρ, Τολιάτι, Αστρακάν, και, τέλος, σε μικρές πόλεις, όπως η Τσερνογκόλοφκα στην περιφέρεια της Μόσχας. Σε όλες τις ομάδες εστίασης συμμετείχαν από δέκα άτομα. Για λόγους σύγκρισης, η μία ομάδα εστίασης αποτελούνταν από Μοσχοβίτες που είχαν λάβει μέρος στις πρόσφατες διαμαρτυρίες. Οι διευθύνοντες τη συζήτηση ζήτησαν από τους συμμετέχοντες (μιας ποικιλίας ηλικιών, φύλου, μορφωτικού επιπέδου και κοινωνικο-οικονομικού στάτους) να μιλήσουν για τις πολιτικές τους αξίες, τους πολιτικούς προβληματισμούς τους και τις εκτιμήσεις τους για τους σημερινούς και τους πιθανούς μελλοντικούς ηγέτες της χώρας.
Οι απαντήσεις προκάλεσαν αίσθηση. Πράγματι, οι Ρώσοι εκτός Μόσχας και Αγίας Πετρούπολης δεν δείχνουν προτίμηση για τη θορυβώδη πολιτική των δρόμων και τα θεωρητικά συνθήματα των ομολόγων τους στις μεγάλες πόλεις. Αλλά δεν είναι ευχαριστημένοι ούτε και με το ισχύον πολιτικό σύστημα, το οποίο κατακρίνουν ως απελπιστικά διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό όσον αφορά την παροχή βασικών υπηρεσιών στους πολίτες. Η υποστήριξή τους στον Πούτιν φθίνει μήνα με τον μήνα και μια μείζων οικονομική κρίση θα μπορούσε αρκετά εύκολα να τους σπρώξει σε μαζικές διαμαρτυρίες.
Παρά το γεγονός ότι τα ενδιαφέροντα και η καλλιέργεια των ανθρώπων που κατοικούν στις ρωσικές μητροπόλεις και στη ρωσική ύπαιθρο διαφέρουν, δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στα όνειρα των ακτιβιστών των πόλεων για περισσότερη ελευθερία και δημοκρατία και των πόθων των παραδοσιακών Ρώσων για έντιμους αστυνομικούς και καλά οργανωμένα νοσοκομεία. Πράγματι, ένα πιο υπεύθυνο κράτος θα ήταν σίγουρα και πιο αποτελεσματικό. Η ύστατη, λοιπόν, πρόκληση για τους φιλελεύθερους ακτιβιστές της Ρωσίας είναι να σφυρηλατήσουν αυτά τα δύο ρεύματα δυσαρέσκειας σε έναν ενιαίο συνασπισμό με κεντρικό αίτημα την αλλαγή. Και κορυφαία προτεραιότητα για το Κρεμλίνο είναι να εμποδίσει κάτι τέτοιο να συμβεί.
ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΙ, ΤΕΛΙΚΑ
Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν την ύπαρξη μιας βαθιάς διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στις δυσαρεστημένες ελίτ των μητροπόλεων και στην υπόλοιπη χώρα. Οι συμμετέχοντες στις ομάδες εστίασης (εκτός από εκείνους που συμπεριελήφθησαν στην ομάδα για λόγους σύγκρισης), έδειξαν ελάχιστη συμπάθεια για τους αντικυβερνητικούς διαδηλωτές και ακόμη λιγότερη διάθεση να συμπράξουν στον αγώνα τους. Οι διαδηλώσεις στη Μόσχα, με τη συχνή-πυκνή εμφάνιση διασημοτήτων, δεν αντιμετωπίζονται τόσο με αισθήματα εχθρότητας όσο με έλλειψη κατανόησης.
Ανεξαρτήτως του αν οι συμμετέχοντες θεωρούν δίκαιες ή όχι τις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου και τις προεδρικές του Μαρτίου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποδέχονται τα αποτελέσματα ως οριστικά. Ταυτόχρονα, τάχθηκαν έντονα κατά οποιασδήποτε μορφής βίας ή επαναστατικής πρόκλησης κατά του καθεστώτος. Οι απαντήσεις τους συνέβαλαν στο να εξηγηθεί γιατί οι διαμαρτυρίες για νοθεία και άλλες εκλογικές παρατυπίες δεν έχουν διαδοθεί και στην υπόλοιπη χώρα.
Όλα τα παραπάνω συμπίπτουν και με άλλες πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε τον Μάρτιο από το αξιόπιστο Levada Center, το 52% των Ρώσων αντιτίθεται στις διαδηλώσεις, ενώ το 32% τις υποστηρίζει. Μόνο ένα 8% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι θα ήθελαν να συμμετάσχουν σε μια πορεία. Το 59% όσων ρωτήθηκαν, αποδέχονται τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών ενώ μόνο το 21% δήλωσε ότι επιθυμεί την ακύρωση των εκλογών από πλευράς της κυβέρνησης και την προκήρυξη νέων.
Παρ’ όλα αυτά, Ρώσοι από κάθε πτυχή του κοινωνικού φάσματος παρουσιάζουν, όπως και οι φιλελεύθεροι ακτιβιστές, έντονη επιθυμία για αλλαγή. Εστιάζουν, όμως, σε διαφορετικό σημείο. Ενώ τα πλήθη στη Μόσχα διαδηλώνουν για θεωρητικές έννοιες όπως η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης χώρας είναι έντονα μη-ιδεολογικό και ενδιαφέρεται κατά βάση για συγκεκριμένα ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος. Οι Ρώσοι από διάφορες περιφέρειες και κοινωνικές τάξεις ανησυχούν περισσότερο για τη ελλειμματική ικανότητα του κράτους να παρέχει ουσιώδεις υπηρεσίες, όπως η περίθαλψη, η εκπαίδευση, η στέγαση, η προσωπική ασφάλεια και η αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης.
Σε μια χώρα με 39 εκατομμύρια συνταξιούχους και 18 εκατομμύρια βετεράνους πολέμου, ανάπηρους και άλλους δικαιούχους προνοιακών επιδομάτων, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ο λαός απαιτεί ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας. Αυτό που είναι εντυπωσιακό (και καινούργιο) είναι η έκταση της δυσπιστίας στις τάξεις των απλών Ρώσων για τις δυνατότητες των πολιτικών του κέντρου να παρέχουν αποτελεσματικά υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και άλλες υπηρεσίες, ακόμη και σε πείσμα της γενναιόδωρης χρηματοδότησης των κρατικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, οι κάτοικοι της επαρχίας επικεντρώνουν τις ελπίδες τους σε τοπικές πρωτοβουλίες. Ακόμη και οι καταγγελίες για διαφθορά κρίθηκαν δημαγωγικές από την πλειοψηφία των συμμετεχόντων στις ομάδες εστίασης, εφόσον δεν είναι δυνατόν να συνδεθούν με συγκεκριμένες περιπτώσεις και πρακτικές ενέργειες. «Στη χώρα μας», παραπονέθηκε ένας 46χρονος άνδρας από το Ντζερζίνσκ, «ο αγώνας κατά της διαφθοράς είναι μάστιγα. Πρέπει το συντομότερο ν’ απαλλαγούμε από όλα αυτά τα δίκτυα διαφθοράς. Αλλά τι να πει κανείς για έναν συνολικό αγώνα όταν δεν μπορεί να οδηγήσει γιατί ο δρόμος είναι γεμάτος λακκούβες;».
Αν και αντίθετοι στις επαναστατικές εξάρσεις, οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στις ομάδες εστίασης δήλωσαν ότι θα ήταν κάτι περισσότερο από ευχαριστημένοι αν δεν επρόκειτο να ξαναδούν μερικά από τα γνωστά πρόσωπα που τους κυβέρνησαν κατά την τελευταία δωδεκαετία. «Έχουμε ανάγκη από ριζική αλλαγή των κυβερνώντων», τόνισε ένας 46χρονος από το Τολιάτι. «Κουράζεσαι να βλέπεις όλους αυτούς τους τύπους που μένουν στη Δούμα για καμιά δεκαριά χρόνια χωρίς να κάνουν τίποτα», εξήγησε ένας άλλος 46χρονος από το Βλαντιμίρ.
Πράγματι, η υποχώρηση της δημοτικότητας του Πούτιν, του πρωθυπουργού Μεντβέντεφ και του κόμματός τους, της Ενωμένης Ρωσίας, είναι σχεδόν εξίσου μεγάλη στους Ρώσους της επαρχίας όσο και στις ελίτ των μεγάλων πόλεων. Η δυσαρέσκεια αυτή έχει πιο βαθιές ρίζες από όσο μπορεί να δείξει η βραδεία κάμψη της δημοτικότητας του προέδρου (στο 64% τον Ιούνιο σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό 88% του 2008, σύμφωνα με στοιχεία του Levada Center). Η τάση αυτή αποκαλύπτεται πιο έντονα μέσα από τα επίθετα που οι ερωτώμενοι στις δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τον αρχιστράτηγο της Ρωσίας. Σε ερωτηματολόγιο του Levada Center τον περασμένο Απρίλιο, σχετικά με τα «δυνατά σημεία» του Πούτιν, μόνο το 39% τον χαρακτήρισε «μεθοδικό, δραστήριο, ενεργητικό», δηλαδή ένα ποσοστό πολύ κατώτερο από το 62% που τον Φεβρουάριο του 2008 χαρακτήριζε με αυτά τα επίθετα τον Ρώσο ηγέτη. Ένα 18% των ερωτηθέντων απάντησε ότι είναι «έξυπνος, καλλιεργημένος» έναντι 43% και μόνο ένα 7% θεωρεί ότι είναι «ειλικρινής, αξιοπρεπής, αδιάφθορος» έναντι 24% στο παρελθόν. Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, ποσοστό μόλις 11% δήλωσε με βεβαιότητα πως ο Πούτιν ποτέ δεν προέβη σε κατάχρηση της εξουσίας του.
Οι ομάδες εστίασης αποκάλυψαν ότι το κύρος του Πούτιν έχει τρωθεί σε εθνική κλίμακα. Αν και υπάρχουν ακόμη θύλακες ένθερμων υποστηρικτών του, περιθωριοποιούνται ολοένα και περισσότερο. Ακόμη κι εκείνοι που δήλωσαν πως ψήφισαν υπέρ του Πούτιν στις τελευταίες εκλογές, συνήθως εξηγούσαν την επιλογή τους επισημαίνοντας την έλλειψη άλλων αποδεκτών υποψηφιοτήτων. Πολλοί Ρώσοι βλέπουν στον Πούτιν και στον Μεντβέντεφ εκδηλώσεις αταβιστικού φαινομένου. Μια 43χρονη γυναίκα από τη Μόσχα είπε ότι ο Πούτιν εκπροσωπεί «ένα είδος εποχής που έχει περάσει». Και μια άλλη 46χρονη από την Τσερνογκόλοφκα συνόψισε: «οι άνθρωποι έχουν μια ροπή προς το κακό, ειδικά όταν βρίσκονται σε υψηλές θέσεις».
Για να ερευνήσει τι ζητούν οι σημερινοί Ρώσοι από έναν ηγέτη, το CSR έδειξε στους συμμετέχοντες σύντομα βίντεο με αρκετούς νέους πολιτικούς την ώρα που αγορεύουν. Και πάλι το αποτέλεσμα φανέρωσε πως οι Ρώσοι διψούν για πολιτικούς που θα επιλύουν προβλήματα μη ιδεολογικού χαρακτήρα. Ο ιδανικός υποψήφιος, είτε για τη θέση του προέδρου της χώρας ή του κυβερνήτη ή του τοπικού δημάρχου, θα πρέπει να είναι γύρω στα 40, να έχει διοικητική εμπειρία, ένα ιστορικό με απτά επιτεύγματα και ένα ακριβές, εφικτό πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στα πιο ουσιώδη αιτήματα των ψηφοφόρων. Η υπερβολική ή η αφηρημένη ρητορεία δοκιμάζει απλώς την υπομονή τους.
ΠΙΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ
Από τότε που τερματίστηκε η κομμουνιστική διακυβέρνηση της χώρας, η ρωσική πολιτική καθορίζεται από τη σχέση μεταξύ δύο Ρωσιών, εκ των οποίων η πρώτη απαρτίζεται από εκσυγχρονιζόμενες μητροπόλεις και μέρη πλούσια σε φυσικούς πόρους, ενώ η δεύτερη περιλαμβάνει τις καθυστερημένες επαρχίες. Από οικονομική άποψη, το μεγαλύτερο μέρος της Ρωσίας είναι εξαρτημένο από την κρατική χρηματοδότηση. Εννέα από τις συνολικά 83 περιφέρειές της παράγουν συνολικά πάνω από το μισό ΑΕΠ της χώρας. Οι υπόλοιπες χωλαίνουν. Το 2010, οι 41 περιφέρειες έλαβαν από το ομοσπονδιακό ταμείο οικονομική βοήθεια μεγαλύτερη από τα συνδυασμένα καθαρά κέρδη όλων των τοπικών επιχειρήσεών τους. Μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μεταξύ των ετών 2007 και 2010, η ετήσια ομοσπονδιακή χρηματοδότηση των περιφερειών και των εκτός προϋπολογισμού ταμείων (π.χ. ταμεία συντάξεων και κοινωνικής ασφάλισης), εκτινάχθηκαν από το 5,7% στο 9,2% του ΑΕΠ, μια αύξηση της τάξεως των 58 δισ. δολαρίων.
Η ανάγκη μιας αναδιανομής, από τις πιο πλούσιες στις πιο φτωχές περιφέρειες και από τους φορολογούμενους στους δικαιούχους ενίσχυσης του δημοσίου, έχει κομβική σημασία και όχι μόνο για την οικονομία της χώρας. Από το 1991, η αναδιανομή είχε αναδειχθεί σε ζήτημα μείζονος σημασίας για μια νίκη στις εκλογές. Πολιτικοί που τάσσονταν υπέρ της δυτικού τύπου δημοκρατίας και άλλοι υπέρμαχοι του οικονομικού φιλελευθερισμού, που αντλούν την εκλογική τους δύναμη στις πόλεις, δεν μπορούν να ελπίζουν σε εκλογική νίκη αν δεν προσεγγίσουν ψηφοφόρους που δεν ταυτίζονται με τις θέσεις τους. Ακόμη και στις σχετικά καθαρές εκλογές των αρχών της δεκαετίας του ’90, τα κόμματα που ευνοούσαν τις οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις δεν προσήλκυσαν ποτέ ποσοστό μεγαλύτερο του 35% των ψήφων (συνήθως μάλιστα λάμβαναν πολύ μικρότερο). Οι εκκλήσεις για δημοσιονομική λιτότητα και ίσες ευκαιρίες δεν βρήκαν ανταπόκριση σε κείνους που έβλεπαν ελάχιστες ευκαιρίες στην υποβαθμισμένη γειτονιά τους.
Αν ήθελαν να ελπίζουν σε κάποια επιτυχία, οι προερχόμενοι από τις αστικές ελίτ προεδρικοί υποψήφιοι, όφειλαν να δείχνουν ότι καταλαβαίνουν τις ανάγκες και τις ανησυχίες των επαρχιών. Ο Μπορίς Γιέλτσιν τελειοποίησε αυτήν την εξισορροπητική τακτική, καθώς υπερασπιζόταν την ιδέα της οικονομικής ελευθερίας την ώρα που ταυτόχρονα σκόρπιζε με απλοχεριά χρήμα στην περιφέρεια. Η τραχιά προφορά του από τα Ουράλια και οι τρόποι του, που θύμιζαν επαρχιακό γραμματέα του κόμματος, άρεσαν περισσότερο στους ψηφοφόρους της Σιβηρίας παρά στη διανόηση της Μόσχας. Ο Πούτιν πάλι, ακόμη και σε ένα πλαίσιο οικονομικής άνθησης, έπρεπε να συμβιβάζει τα ορθόδοξα μακροοικονομικά με τις παροχές στην ενδοχώρα. Το λεγόμενο δίδυμο Μεντβέντεφ και Πούτιν επινοήθηκε εν μέρει για να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις δύο Ρωσίες, με τη μέθοδο του καταμερισμού εργασιών: ο Μεντβέντεφ, με το iPhone στο χέρι, υποτίθεται ότι πλησίαζε τους φιλελεύθερους εκσυγχρονιστές. Ο Πούτιν, με τα πεζά αποφθέγματά του, τον σαρκασμό του για τη Δύση και τα «μάτσο» κατορθώματά του (να διασχίζει τη Σιβηρία με ένα Λάντα, για παράδειγμα, ή να ιππεύει με το στήθος γυμνό) ήθελε να έχει πρόσβαση στην επαρχιακή κουλτούρα.
Ωστόσο, οι ομάδες εστίασης του CSR απέδειξαν ότι κάτι θεμελιώδες αλλάζει. Είτε ζουν στην επαρχία είτε στις πιο ευημερούσες πόλεις, οι Ρώσοι δεν εντυπωσιάζονται πλέον από υποσχέσεις για αναδιανομή του πλούτου που προέρχεται από το πετρέλαιο της χώρας. Αφενός, οι δεσμεύσεις των γλυκομίλητων πολιτικών έχουν χάσει την αξιοπιστία τους. «Έχουμε μπουχτίσει από τέτοιες υποσχέσεις», παραπονέθηκε μια γυναίκα 51 ετών από το Γιαροσλάβ. «Τώρα υπόσχονται τα πάντα, αλλά είναι φως φανάρι πως δεν υπάρχει αλήθεια στα λεγόμενά τους». Αφετέρου, οι Ρώσοι συνειδητοποιούν ότι για να διορθωθεί το κράτος απαιτείται κάτι περισσότερο από το να δίνεις χρήματα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων και ότι η αύξηση της χρηματοδότησης στα χέρια διεφθαρμένων και αναποτελεσματικών γραφειοκρατών ίσως κάνει τα πράγματα χειρότερα. «Τα χρήματα τα ρουφάει η άμμος», σχολιάζει ένας 48χρονος από το Αικατερίνμπουργκ.
Η εθνικιστική ρητορική, επίσης δεν είχε απήχηση στις ομάδες εστίασης, πιθανότατα λόγω των φόβων για πιθανές βιαιότητες και αστάθεια. (Το πρόγραμμα δεν συμπεριέλαβε περιφέρειες που βρίσκονται κοντά στον βόρειο Καύκασο, όπου ο σοβινισμός θα ήταν ενδεχομένως ισχυρότερος). Στο Βλαντιμίρ, μερικοί συμμετέχοντες δυσανασχέτησαν με ένα βιντεοκλίπ του εθνικιστή ακτιβιστή Κονσταντίν Κριλόφ. «Στα λεγόμενά του υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στην ειρηνική και στην αιματηρή επανάσταση. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα περάσει τη γραμμή», είπε μια 53χρονη. «Πάει καιρός από τότε που καταλάβαμε ότι η Ρωσία δεν είναι μόνο για τους γεννημένους Ρώσους», τόνισε. Γεγονότα που οδηγούν σε πόλωση, όπως μια τρομοκρατική επίθεση που αποδίδεται σε Τσετσένους ή μια τοπική εθνική εξέγερση, θα μπορούσαν με βεβαιότητα να προκαλέσουν συγκρούσεις με θύματα μετανάστες ή μειονότητες. Αλλά οι απλοί Ρώσοι είναι ευαισθητοποιημένοι απέναντι στους κινδύνους.
Σίγουρα, οι Ρώσοι δεν έχουν ολότελα αποκηρύξει τον λαϊκισμό και οι συμμετέχοντες στην έρευνα δεν έκρυψαν την τάση τους να ενθαρρύνουν τηναύξηση των στρατιωτικών δαπανών για την αποκατάσταση της ισχύος του στρατού. Η καχυποψία απέναντι στη Δύση ήταν ένας τομέας στον οποίον η ρητορική του Πούτιν άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή των ομάδων εστίασης. Εντούτοις, ο εκνευρισμός τους με την εθνικιστική και την αριστερίστικη ιδεολογία συνάδει με άλλα δείγματα μιας εξελισσόμενης διαφοροποίησης των αξιών στη Ρωσία γενικότερα, και όχι μόνο στις ελίτ των μητροπόλεων.
Όπως σημειώνει ο πολιτικός αναλυτής Κιρίλ Ρογκόφ, μια τέτοια μεταβολή αξιών θα είναι η τρίτη που συμβαίνει στη Ρωσία από το 1991. Πρώτα ήρθε ο ενθουσιασμός για την δυτικού τύπου δημοκρατία και τις αγορές, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ύστερα, αντιδρώντας στις χαοτικές αλλαγές της δεκαετίας του ’90, οι Ρώσοι άρχισαν να δείχνουν μια προτίμηση προς τον συγκεντρωτισμό, την ιεραρχία και τον κρατικό έλεγχο. Τέλος, η απογοήτευση λόγω της αναποτελεσματικής και διεφθαρμένης, από την κορυφή ως τη βάση, διακυβέρνησης του Πούτιν, σπρώχνει πάλι τη Ρωσία πίσω προς την επιθυμία μιας πιο ανοιχτής και λιγότερο παρεμβατικής ηγεσίας.
Αν και αυτή η καινούργια ευαισθησία απέχει ακόμη από το να γίνει καθολική, εντούτοις είναι αισθητή στις δημοσκοπήσεις του Levada Center. Το ποσοστό των ερωτηθέντων, που από το 2000 αποφάνθηκε πως μια αντιπολίτευση είναι αναγκαία για την πολιτική ζωή στη Ρωσία, αυξήθηκε από 47% σε 72%. Στο ερώτημα του περασμένου Μαρτίου, αν ο πρόεδρος και η κυβέρνηση θα πρέπει να «ασκούν πιο αυστηρό έλεγχο στην οικονομία και στην πολιτική» ή να «δίνουν στον λαό την ελευθερία να κάνει τη δουλειά του στο πλαίσιο της νομιμότητας», ένα ποσοστό 48% επέλεξε τη δεύτερη εκδοχή, ενώ το 2001 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 33%. Οι ερωτηθέντες που προτιμούν τον πιο αυστηρό έλεγχο μειώθηκαν από 53% σε 35%.
Αυτή η μετατόπιση της κοινής γνώμης αποτελεί ακολουθία του πρόσφατου οικονομικού εκσυγχρονισμού της Ρωσίας. Κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 140%. Ο μέσος μηνιαίος μισθός, προσαρμοσμένος με την ισοτιμία αγοραστικής δύναμης, υπερβαίνει ήδη τα 1.000 δολάρια. Η βελτίωση αυτή απλώθηκε ευρύτατα σε όλο τον πληθυσμό. Η αναλογία των Ρώσων που ζουν σε καθεστώς φτώχειας (το οποίο σήμερα ορίζεται σε ημερήσιο ατομικό εισόδημα κατώτερο των 10,8 δολαρίων) μειώθηκε από το 29% του 2000 στο 13% του 2011. Αν όμως ληφθεί υπόψη το όριο των 2 δολαρίων ημερησίως, που έχει ορίσει η Παγκόσμια Τράπεζα, τότε το πλήθος των θεωρούμενων ως φτωχών στη Ρωσία είναι σημαντικά χαμηλότερο.
Τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε επίσης μια τεχνολογική επανάσταση. Το ποσοστό του πληθυσμού της Ρωσίας που διαθέτει κινητό τηλέφωνο είναι ανώτερο εκείνου της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ. Σήμερα, το 60% των νοικοκυριών (εκ των οποίων το 46% στην επαρχία) διαθέτει ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ μόλις πριν από έξι χρόνια το ποσοστό αυτό ήταν στο 25%. Η οικονομία έχει εντυπωσιακά διεισδύσει στη ρωσική ζωή: οι άνθρωποι απολαμβάνουν μια χωρίς προηγούμενο χρήση πιστωτικών καρτών και ΑΤΜ. Το 22% της οικιακής κατανάλωσης χρηματοδοτείται σήμερα από τραπεζικά δάνεια, σε σύγκριση με το 15%, μόλις πριν από ένα χρόνο.
Με την άνοδο των εισοδημάτων, η Ρωσία έγινε μια γνήσια καταναλωτική κοινωνία και το φαινόμενο δεν περιορίζεται μόνο στις μητροπόλεις. Περίπου τα πρώτα δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του κομμουνισμού, οι καταναλωτικές αγορές της χώρας ήταν σε υψηλό βαθμό κατακερματισμένες. Σε κάθε περιφέρεια κυριαρχούσαν οι τοπικοί παραγωγοί και η πρόσβαση στην εθνική αγορά ήταν περιορισμένη. Όμως, η πρόσφατη έκρηξη του λιανικού εμπορίου έφερε τις αλυσίδες καταστημάτων ακόμη και στις μικρές πόλεις απομακρυσμένων περιοχών. Η παγκόσμια βιομηχανία ψυχαγωγίας είναι, επίσης, ένας τομέας που καταργεί τους φραγμούς. Στο Νοβότροϊτσκ, πόλη της μιας επιχείρησης, που είναι χτισμένη γύρω από μια χαλυβουργία κοντά στα σύνορα με το Καζακστάν, οι κοινωνιολόγοι του CSR ανακάλυψαν με έκπληξη κινηματογραφική αίθουσα με δυνατότητα 3-D, να παίζει την Οργή των Τιτάνων την εβδομάδα της παγκόσμιας πρεμιέρας της.
Σε άλλες χώρες, τέτοιες δραστικές εκσυγχρονιστικές εκρήξεις συνοδεύτηκαν γενικά από μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος του κοινού, από την οικονομική επιβίωση σε αυτό που ο πολιτικός επιστήμων Ρόναλντ Ίνγκλχαρτ αποκαλεί «αξίες αυτο-έκφρασης». Οι άνθρωποι δεν νοιάζονται πλέον αποκλειστικά πώς να ταΐσουν και να ντύσουν την οικογένεια, αλλά αρχίζουν να ενδιαφέρονται και για ζητήματα όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η ισότητα των φύλων, η ελευθερία της έκφρασης και, εντέλει, η πολιτική συμμετοχή. Οι φιλελεύθεροι Ρώσοι των μεγάλων πόλεων βαδίζουν ήδη στα χνάρια αυτής της τάσης.
Η πλειοψηφία των Ρώσων της επαρχίας, αλλά και πολλοί κάτοικοι των πόλεων, δεν έχουν ακόμη φθάσει σ’ αυτό το επίπεδο. Παραμένουν πιο παραδοσιακοί στις αξίες και στον τρόπο ζωής. Παράλληλα, όμως, είναι φανερό ότι έχουν σαφώς ξεπεράσει το στάδιο της καθημερινής μάχης για την επιβίωση, στο πλαίσιο της οποίας το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να μπαίνει ο μισθός στο σπίτι, με συνακόλουθη την εύκολη εξαγορά πολιτικής στήριξης. Οι Ρώσοι που δεν ανήκουν σε ελίτ δεν απαιτούν ακόμη να έχουν συμμετοχή στο κράτος, αλλά επιθυμούν ένα κράτος που να λειτουργεί.
Αν αυτό που πράγματι συμβαίνει στη Ρωσία είναι ετούτη η μεταστροφή αξιών, θα μπορούσε ίσως να ερμηνευθεί η πρόσφατη αινιγματική αλλαγή εκείνων που καθοδηγούν την κοινή γνώμη στη χώρα. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της περασμένης εικοσαετίας, το ποσοστό αποδοχής του προέδρου ανέβαινε ή κατέβαινε ευθυγραμμιζόμενο με την αντίληψη που διαμόρφωνε η κοινή γνώμη για τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας. Από τον Ιανουάριο του 2011, εντούτοις, οι δύο αυτές παράμετροι έχουν αποσυνδεθεί: το κλίμα στην οικονομία είναι -κατά το μάλλον ή ήττον- σταθερό, αλλά η υποστήριξη στα πρόσωπα των Πούτιν και Μεντβέντεφ έχει υποχωρήσει σημαντικά.
Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ
Προκειμένου να καταπολεμήσει την αιφνίδια εξάπλωση του κύματος διαμαρτυρίας, το Κρεμλίνο επεδίωξε να οικοδομήσει ένα αμυντικό τείχος που να χωρίζει τους ακτιβιστές των μητροπόλεων από τους συμπατριώτες τους της επαρχίας. Η ομάδα Πούτιν έχει ήδη χάσει την αστική μεσαία τάξη και ο υποβιβασμός του Μεντβέντεφ από τη θέση του προέδρου σημαίνει ότι ο Πούτιν παραδέχεται το γεγονός. Τώρα ο πρόεδρος είναι αποφασισμένος να σταματήσει τη διάδοση της δυσπιστίας προς την κυβέρνησή του.
Για να πετύχει τον στόχο του, ο Πούτιν έχει στραφεί σε δύο προσφιλείς τακτικές του. Η πρώτη είναι η ενίσχυση του συστήματος παροχών. Παρά την απουσία ουσιαστικού αντιπάλου στις προεδρικές εκλογές, ο Πούτιν έδωσε κατά την προεκλογική περίοδο υποσχέσεις που κοστολογούνται στα 160 δισ. δολάρια. Δεσμεύθηκε να αυξήσει τις συντάξεις και τους μισθούς για τους γιατρούς και τους εκπαιδευτικούς, καθώς επίσης να χορηγήσει επιδόματα σε μητέρες που γεννούν τρίτο παιδί. Τον Ιανουάριο διπλασίασε τους μισθούς των στρατιωτικών.
Η δεύτερη τακτική του Πούτιν ήταν να εκμεταλλευθεί τις φανερές πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στους φιλελεύθερους των μεγάλων πόλεων και στους πιο παραδοσιακούς, εργάτες των επαρχιών. Κατά τη διάρκεια της ετήσιας τηλεοπτικής εμφάνισής του τον περασμένο Δεκέμβριο, ένας εργοδηγός από κάποιο εργοστάσιο στα Ουράλια, ο Ιγκόρ Χολμάνσκι, προσφέρθηκε να διαθέσει ένα συνεργείο από τη γραμμή συναρμολόγησης, το οποίο ερχόμενο στη Μόσχα θα «συγύριζε» τους διαδηλωτές. Ο Πούτιν χρησιμοποίησε τον συγκεκριμένο εργάτη, ο οποίος όργωσε τη χώρα με ιδιωτικό αεροπλάνο, για να εμφανίζεται σε εκδηλώσεις της προεκλογικής του εκστρατείας, και μετά τις εκλογές τον διόρισε πληρεξούσιο του Κρεμλίνου στην Ομοσπονδιακή Περιφέρεια Ουραλίων, μολονότι δεν είχε απολύτως καμία διοικητική εμπειρία.
Από τη στιγμή που ξεκίνησαν οι διαδηλώσεις, οι εκπρόσωποι του Κρεμλίνου επεδίωξαν να τις παρουσιάσουν σαν ψυχαγωγικές εκδηλώσεις για κακομαθημένους Μοσχοβίτες, κακόφημες διασημότητες, αντιδημοφιλείς μειονοτικές ομάδες και βίαιους αναρχικούς. Οι αρχές όρμησαν με χαιρεκακία στην υπόθεση των Pussy Riot, ενός γυναικείου πολυμελούς πανκ-ροκ συγκροτήματος, τα μέλη του οποίου μπήκαν τον περασμένο Φεβρουάριο στον καθεδρικό ναό του Σωτήρος φορώντας μάσκες με έντονα χρώματα, ανέβηκαν στην Αγία Τράπεζα και χόρεψαν έναν άγριο χορό. Το σχετικό βίντεο, υπό τον ήχο ενός τραγουδιού, που με τους στίχους του παρακαλούσε την Παναγία να «διώξει τον Πούτιν», αναρτήθηκε αργότερα στο διαδίκτυο. Τρία από τα μέλη του συγκροτήματος συνελήφθησαν και αντιμετώπισαν κατηγορίες για χουλιγκανισμό, που επισύρουν επταετή ποινή κάθειρξης. Ο επικεφαλής της ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας πατριάρχης Κύριλλος, κατήγγειλε την ενέργεια ως «βλάσφημη» και οργισμένος δήλωσε: «ο διάβολος γελάει μαζί μας».
Αν οι υπεύθυνοι επί των δημοσίων σχέσεων του Κρεμλίνου είχαν κατασκευάσει ένα ψεύτικο βίντεο για να σοκάρουν τον απλό Ρώσο και να δυσφημίσουν τη νεολαία της πρωτεύουσας, δεν θα μπορούσαν να έχουν φτιάξει κάτι πιο αποτελεσματικό. Τον περασμένο Απρίλιο, το 47% των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση του Levada Center για την υπόθεση των Pussy Riot, συμφώνησαν ότι μια επταετής ποινή κάθειρξης είναι δίκαιη, ενώ το 42% θεώρησε την ποινή υπερβολική. Μόλις ένα 10% αντιτάχθηκε στην επιβολή οποιασδήποτε ποινής. Εν τω μεταξύ, η Ενωμένη Ρωσία εγκαινίασε μια πολυδιαφημισμένη εκστρατεία κατά των ακτιβιστών που μάχονται για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, προωθώντας τοπικής ισχύος νόμους σε ολόκληρη τη χώρα, για την ποινικοποίηση της «ομοφυλοφυλικής προπαγάνδας». Ο σχεδόν απροσχημάτιστος σκοπός είναι να παρουσιαστούν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις ως σκευωρία του φεμινιστικού πανκ κινήματος, των βλάσφημων αρνητών της Εκκλησίας και των ατόμων με σεξουαλική απόκλιση.
Καθώς φθίνει η δημοτικότητα της Ενωμένης Ρωσίας, οι προσπάθειες της ομάδας Πούτιν να κατασταλούν οι διαμαρτυρίες, τείνουν να γυρίσουν ως μπούμερανγκ ή απλώς να αποτύχουν. Οι απόπειρες προσεταιρισμού των μετριοπαθών κύκλων της αντιπολίτευσης ή και ακόμη πιο ουδέτερων κύκλων, δεν είχαν μεγάλη απήχηση. Προκειμένου να σχηματίσει μια κυβέρνηση με νέα πρόσωπα, τον περασμένο Μάιο ο Πούτιν αναγκάστηκε να σκάψει βαθιά στις τάξεις των αναπληρωτών υπουργών και η λίστα των υποψηφίων που σχηματίστηκε χτενίστηκε διεξοδικά, επειδή περιελάμβανε πολλά γνωστά πρόσωπα του πολιτικού περιβάλλοντος και γραφειοκράτες δεύτερης σειράς. Ορισμένοι από αυτούς που εκλήθησαν από τον Πούτιν, αρνήθηκαν να αναλάβουν τις προταθείσες θέσεις. Ο διορισμός του Σεργκέι Νεβερόφ, ενός υπαλλήλου «σοβιετικού τύπου», στο δεύτερο υψηλότερο αξίωμα του κόμματος της Ενωμένης Ρωσίας μοιάζει σχεδόν εσκεμμένη ξεροκεφαλιά. Στις ομάδες εστίασης που χρησιμοποίησε το CSR, ο Νεβερόφ αναδείχθηκε σε έναν από τους πιο αντιδημοφιλείς πιθανούς ηγέτες.
Παράλληλα, ο Πούτιν έδωσε εντολές για μια πιο σκληρή απάντηση απέναντι στις ίδιες τις διαδηλώσεις, με περισσότερες συλλήψεις και αύξηση των προστίμων για τους διαδηλωτές. Αλλά αυτές οι μέθοδοι, πάλι, φαίνεται ότι όχι μόνο δεν εκφοβίζουν την αντιπολίτευση αλλά και την εξοργίζουν. Η κοινωνιολόγος Όλγα Κριστανόφσκαγια μίλησε με 112 άτομα που συμμετείχαν σε πρόσφατη διαδήλωση στη Μόσχα και διαπίστωσε ότι το 90% εξ αυτών δήλωσαν διατεθειμένοι να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέρος σε τέτοιου είδους κινητοποιήσεις, παρά τη δραματική αύξηση προστίμων και ποινών. Επίσης, η ομάδα εστίασης του CSR με Μοσχοβίτες διαδηλωτές, έδειξε ότι η αστυνομική βία ενίσχυσε την αποφασιστικότητά τους. Όπως εξήγησε ένας 46χρονος Μοσχοβίτης με πανεπιστημιακή μόρφωση:
«Όλοι ήμαστε φοβισμένοι για το πώς θα μας χτυπούσε η αστυνομία. Αποδείχθηκε ότι δεν ήταν τίποτα τρομερό. Μερικά μελανιασμένα μάτια, μώλωπες, αλλά όλοι είμαστε ακόμη ζωντανοί. Εκείνη τη στιγμή, πέθανε ο φόβος της αστυνομίας στις ψυχές πολλών χιλιάδων ανθρώπων. Μετατοπίστηκαν τα όρια του κινδύνου που οι άνθρωποι αισθάνονται στη θέα των σωμάτων ασφαλείας. Θα ξαναπάω. Δεν με νοιάζει πια».
Στις 11 Ιουνίου, μονάδες της αστυνομίας έκαναν έρευνα στα διαμερίσματα γνωστών ηγετικών στελεχών της αντιπολίτευσης, κάνοντάς τα φύλλο και φτερό και κατάσχοντας πληθώρα αντικειμένων. Οι ενέργειες αυτές, που προφανή σκοπό είχαν τον εκφοβισμό, επέφεραν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, δηλαδή την αθρόα προσέλευση περίπου 50.000 ανθρώπων σε πορεία διαμαρτυρίας που πραγματοποιήθηκε την επόμενη ημέρα, παρά την καταρρακτώδη βροχή και την τριήμερη αργία.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Ασφαλώς, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για ν’ ανακόψει η κυβέρνηση Πούτιν την ανοδική τάση της λαϊκής δυσφορίας, θα ήταν να φέρει το κράτος πιο κοντά στον πολίτη και να το κάνει πιο αποδοτικό. Εκατομμύρια Ρώσων πολιτών, που εξοργίζονται από τις λακκούβες στους δρόμους και από τα «φακελάκια» που χρειάζεται να δίνουν για να έχουν την κατάλληλη ιατρική φροντίδα, πιστεύουν ότι οι αποτυχίες του δημόσιου τομέα είναι κραυγαλέες. Στη Ρωσία αναλογούν διπλάσιοι γιατροί και τριπλάσιες νοσοκομειακές κλίνες ανά κάτοικο σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, αλλά η παιδική θνησιμότητα είναι κατά 40% υψηλότερη. Στα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Ρωσίας αναλογεί ένας καθηγητής ανά οκτώ μαθητές, ενώ στις ΗΠΑ ένας ανά 14, αλλά, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Levada Center, λιγότεροι από το ένα τρίτο των Ρώσων πιστεύουν ότι τα παιδιά ή τα εγγόνια τους μπορούν να έχουν καλό επίπεδο εκπαίδευσης ενώ οι μισοί δήλωσαν ότι δεν μπορούν να έχουν καλό επίπεδο.
Η ειρωνεία είναι ότι ο Πούτιν και οι συνεργάτες του αντιλαμβάνονται την ανάγκη για ολοκληρωμένες μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα. Πριν από τις προεδρικές εκλογές, κατόπιν αιτήματος του Κρεμλίνου, μια ομάδα οικονομικών εμπειρογνωμόνων από δύο κορυφαία πανεπιστήμια εκπόνησε ένα σχέδιο για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος και άλλων κρατικών υπηρεσιών. Όμως, καθώς η κυβέρνηση αποτελείται από τεχνοκράτες δεύτερης διαλογής και επειδή στηρίζεται σε μια αργυρώνητη και αργοκίνητη γραφειοκρατία για την εφαρμογή των όποιων αλλαγών, δεν έχει ούτε τη δυνατότητα ούτε την αξιοπιστία να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση πολύπλοκων θεσμών που επηρεάζουν τις ζωές των Ρώσων σε εννέα ζώνες ώρας.
Μέσα από τις ομάδες εστίασης αποκαλύφθηκε ότι οι πολιτικοί ηγέτες μπορούν να παραγάγουν σημαντικό κεφάλαιο εμπιστοσύνης μόνο σε τοπικό επίπεδο. Εάν το ρωσικό κράτος επρόκειτο να επανιδρυθεί με μια πιο αποτελεσματική και λιγότερο διεφθαρμένη μορφή, η σχετική πρωτοβουλία θα πήγαζε από τα κάτω, από ένα μικρό σύνολο δημάρχων οι οποίοι με τα επιτεύγματά τους έχουν κερδίσει την υποστήριξη των τοπικών κοινοτήτων συνεργαζόμενοι με ένα ανθηρό δίκτυο ομάδων πολιτών, που έκαναν την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια. Παρά τα πολυάριθμα εμπόδια, οι σύλλογοι αυτοί έχον οργανωθεί για να υπερασπίζονται τα δικαιώματα των ιδιοκτητών αυτοκινήτων, να αναδεικνύουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους, να προβάλλουν αντίσταση σε αντιλαϊκά σχέδια ανάπτυξης και να βοηθούν τα θύματα της κρατικής βαρβαρότητας
Προς μεγάλη έκπληξη των επιστημόνων που εδώ και πολύ καιρό επισημαίνουν την απουσία μιας ζωντανής κοινωνίας πολιτών στη Ρωσία, στη διάρκεια των τελευταίων ετών έχει εμφανιστεί μια εντυπωσιακή γκάμα τοπικών πρωτοβουλιών σχετικών με την ποιότητα ζωής. Σε αυτές τις προσπάθειες περιλαμβάνονται εθελοντές που συντονίζονται μέσω διαδικτύου για την καταπολέμηση των πυρκαγιών στα δάση, φίλοι του περιβάλλοντος που μάχονται για την προστασία του και τάσσονται κατά του σχεδίου ανέγερσης ουρανοξύστη στην Αγία Πετρούπολη ή κάνουν εκστρατεία κατά της κατασκευής αυτοκινητοδρόμου που θα περνά μέσα από τον εθνικό δρυμό του Κίμκι, στα περίχωρα της Μόσχας.
Προς μεγάλη έκπληξη των επιστημόνων που εδώ και πολύ καιρό επισημαίνουν την απουσία μιας ζωντανής κοινωνίας πολιτών στη Ρωσία, στη διάρκεια των τελευταίων ετών έχει εμφανιστεί μια εντυπωσιακή γκάμα τοπικών πρωτοβουλιών σχετικών με την ποιότητα ζωής. Σε αυτές τις προσπάθειες περιλαμβάνονται εθελοντές που συντονίζονται μέσω διαδικτύου για την καταπολέμηση των πυρκαγιών στα δάση, φίλοι του περιβάλλοντος που μάχονται για την προστασία του και τάσσονται κατά του σχεδίου ανέγερσης ουρανοξύστη στην Αγία Πετρούπολη ή κάνουν εκστρατεία κατά της κατασκευής αυτοκινητοδρόμου που θα περνά μέσα από τον εθνικό δρυμό του Κίμκι, στα περίχωρα της Μόσχας.
Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς, υπό την παρούσα ηγεσία, ένα πρόγραμμα τοπικών μεταρρυθμίσεων σχεδιασμένο με τη συνεργασία του κόσμου. Αλλά η απαξίωση της ιεραρχίας που έχει επιβάλει η εξουσία του Πούτιν, έχει ανοίξει τον δρόμο για μια ριζική αποκέντρωση μετά την αποχώρησή του. Πράγματι, δεδομένης της διάχυτης δυσπιστίας που αποκάλυψαν οι ομάδες εστίασης, είναι δύσκολο να περιμένει κανείς από τον μελλοντικό ηγέτη να δημιουργήσει έναν εθνικό συνασπισμό, αν δεν απευθυνθεί σε λαϊκούς αγωνιστές, σε ευυπόληπτους τοπικούς αξιωματούχους και σε απλούς πολίτες. Ένα πρόγραμμα επανόδου της εξουσίας στις τοπικές κοινότητες και εφαρμογής μικρής κλίμακας δοκιμαστικής διακυβέρνησης, θα μπορούσε να ενεργοποιήσει στις πόλεις και στις επαρχίες έναν κόσμο που έχει αποξενωθεί από τη συγκεντρωτική πολιτική διακυβέρνηση, την οποία παρακολουθεί μέσω της τηλεόρασης. Θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει ελκυστική πολιτική για τον διάδοχο του Πούτιν.
Επί του παρόντος, ωστόσο, συνεχίζεται μια ρευστή αναμέτρηση. Οι μεταμοντέρνοι διαδηλωτές της Μόσχας βρίσκουν όλο και πιο επινοητικούς τρόπους να δραματοποιήσουν την αντίστασή τους, από ξαφνικές χορευτικές εκδηλώσεις μέσα απ’ το πλήθος (flash mobs) μέχρι κατασκήνωση γύρω απ’ την πόλη. Κάθε εβδομάδα που περνάει, οι κυβερνώντες απομονώνονται κοινωνικά όλο και περισσότερο. Κάθε φορά που ένα περιπολικό περνά με τον μπλε φάρο της εξουσίας ν’ αναβοσβήνει μέσα στην κίνηση των δρόμων, οι άλλοι οδηγοί ξεσπάνε με μανία πάνω στην κόρνα του αυτοκινήτου τους.
Έξω από τις μεγάλες πόλεις το καζάνι απλώς σιγοβράζει. Μια πιθανή σοβαρή επιδείνωση της οικονομίας, που ενδεχομένως προκληθεί από την πιθανή κατάρρευση της ευρωζώνης, θα μπορούσε να κινητοποιήσει και την άλλη Ρωσία. Κάποιες αδέξιες αποφάσεις των αρχών, όπως -ίσως- μια απόπειρα εισαγωγής αναγκαίων αλλά αντιδημοφιλών μεταρρυθμίσεων, πιθανόν να οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Διαδηλώσεις σε εθνική -πλέον- κλίμακα, θα ενθάρρυναν ίσως σημαντικές προσωπικότητες από τον χώρο των επιχειρήσεων, των μέσων ενημέρωσης, ακόμη και των σωμάτων ασφαλείας, να αποστασιοποιηθούν από το Κρεμλίνο. Αυτές οι ελίτ θα έφθαναν να θεωρούν ως μεγαλύτερη ελπίδα για την επιβίωσή τους μια αλλαγή στην ηγεσία.
Αν αποκλειστεί μια κάμψη της οικονομίας και πιθανά σοβαρά λάθη, η αποσύνθεση θα είναι μάλλον πιο αργή διαδικασία. Αλλά η διαχείριση των καθημερινών προκλήσεων θα απαιτήσει όλη τη δεξιοτεχνία των σημερινών ηγετών. Όσο για την άλλη Ρωσία, αν και δεν έχει ακόμη ταχθεί στο πλευρό των αστών της μεσαίας τάξης, φαίνεται ότι βρίσκεται κοντά στα όρια ανοχής του ισχύοντος στάτους κβο.
ΤΩΝ Mikhail Dmitriev και Daniel Treisman
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69089/mikhail-dmitriev-kai-daniel-treisman/i-alli-rosia?page=show
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου