Τις τελευταίες εβδομάδες, το επιχείρημα ότι μια αποφασιστική νίκη των ανταρτών της Συρίας δεν θα ήταν κατ' ανάγκη μια καλή εξέλιξη, έχει κερδίσει έδαφος στους κύκλους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ένας διακανονισμός ύστερα από διαπραγμάτευση μεταξύ του Σύριου ηγέτη Μπασάρ αλ-Άσαντ και των ανταρτών, συνεχίζει το ίδιο επιχείρημα, θα ήταν προτιμότερη. Μια τέτοια κατάληξη θα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να σταματήσει την βία και να προλάβει τον ολοκληρωτικό σεχταριστικό πόλεμο κυρίως μεταξύ των σουνιτών ανταρτών – που «διψούν» για εκδίκηση ενάντια στους Αλεβίτες - και της υπόλοιπης χώρας.
Μαχητής του Ελεύθερου Συριακού Στρατού κουβαλά το άδειο κέλυφος μιας βόμβας διασποράς. (Reuters)
Ωστόσο, μετά από σχεδόν δύο χρόνια αιματοχυσίας από την κυβέρνηση της Συρίας, υπάρχει μικρή πιθανότητα ο διαχωρισμός των διαφορών μεταξύ των παρατάξεων να τερματίσει την σύγκρουση. Ακόμα χειρότερα, ένα αποτέλεσμα από διαπραγμάτευση θα διαιωνίσει την αγαπημένη στρατηγική του Άσαντ – την οποία έχει διαμορφώσει εδώ και δεκαετίες - να χρησιμοποιεί την απειλή του σεχταριστικού (θρησκευτικού) πολέμου για να κάνει τους αντιπάλους του στη διεθνή κοινότητα να είναι επιφυλακτικοί στο να εμπλακούν. Αντιθέτως, το τέλος του καθεστώτος του Άσαντ θα πρέπει να είναι αποφασιστικό και ολοκληρωμένο.
Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που διαφωνούν. Πρώτον, ο Γκλεν Ρόμπινσον, ο αναπληρωτής καθηγητής στη Ναυτική Μεταπτυχιακή Σχολή, υποστήριξε ότι αν οι αντάρτες της Συρίας κερδίσουν, θα προσπαθήσουν να πάρουν εκδίκηση και δεν θα αποδεχθούν ούτε την δημοκρατία ούτε τον φιλελευθερισμό. Επιχειρηματολογώντας προς την ίδια κατεύθυνση, ο Μαντχάβ Τζόσι, ένας ανώτερος ερευνητής του Ινστιτούτου Κροκ για Διεθνείς Μελέτες υπέρ της Ειρήνης, στο Πανεπιστήμιο Νοτρ Νταμ, και ο Ντέιβιντ Μάσον, καθηγητής στο Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, έχουν υποστηρίξει ότι μια καθοριστική στρατιωτική νίκη σε έναν εμφύλιο πόλεμο είναι επικίνδυνη. Η νικηφόρα πλευρά, λένε, είναι πιθανό να προσπαθήσει να αποκλείσει την άλλη από την κυβέρνηση (και να επιβάλει τον αποκλεισμό αυτόν μέσω της στρατιωτικής κυριαρχίας της), αντί να προσπαθήσει να εμπλέξει τους υποστηρικτές του πρώην αντιπάλου της συμπεριλαμβάνοντάς τους σε εκλογικές διαδικασίες.
Αλλά η ιστορία δεν το επιβεβαιώνει αυτό κατ΄ ανάγκη. Στην πραγματικότητα οι διακανονισμοί που έχουν προέλθει από διαπραγμάτευση έχουν αποδειχθεί αδύναμοι όσον αφορά την προώθηση του αμοιβαίου αφοπλισμού, της στρατιωτικής ενοποίησης και του πολιτικού καταμερισμού της εξουσίας. Λιγότερο από το ένα τέταρτο του συνόλου των εμφυλίων πολέμων από το 1945 έχουν καταλήξει σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων. Πολλές από αυτές τις συμφωνίες κατανομής της εξουσίας διερράγησαν προτού να μπορέσουν να εφαρμοστούν (όπως στην Ουγκάντα το 1985 και στην Ρουάντα το 1993). Οι κυβερνήσεις εκείνων που εφαρμόστηκαν κατέρρευσαν από μία νέα σύγκρουση (στον Λίβανο το 1958 και το 1976, στο Τσαντ το 1979, στην Αγκόλα το 1994 και στην Σιέρα Λεόνε το 1999). Άλλοι πρόσφατοι διακανονισμοί μέσω διαπραγματεύσεων παραμένουν αδύναμοι (στην Βοσνία το 1995, στην Βόρεια Ιρλανδία το 1998, στο Μπουρούντι το 2000 και στην Π.Γ.Δ.Μ. το 2001).
Οι συμφωνίες μέσω διαπραγματεύσεων συνήθως σκοντάφτουν αρχικά στο ζήτημα του αφοπλισμού, όπως έχει διαπιστώσει ο Αλεξάντερ Ντάουνς, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τζωρτζ Ουάσινγκτον. Επιπλέον, η έρευνα της Μπάρμπαρα Γουόλτερ, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, στο Σαν Ντιέγκο, υποδηλώνει ότι οι διαπραγματεύσεις απαιτούν από τους εμπόλεμους να κάνουν ό, τι θεωρούν αδιανόητο: Σε μια εποχή που δεν υπάρχει νόμιμη κυβέρνηση και δεν υπάρχουν νομικά όργανα για την εφαρμογή οποιασδήποτε σύμβασης, οι μαχητές καλούνται να αποστρατευτούν, να αφοπλιστούν και να προετοιμαστούν για την ειρήνη. Αλλά, από τη στιγμή που θα καταθέσουν τα όπλα τους, καθίσταται σχεδόν αδύνατο να επιβάλλουν την συνεργασία της άλλης πλευράς ή να επιβιώσουν από μια επίθεση. Οι αντίπαλοι απλά δεν μπορούν να υπόσχονται αξιόπιστα ότι θα τηρήσουν τόσο επικίνδυνους όρους.
Πιο ανθεκτικές από τις λύσεις μέσω διαπραγματεύσεων είναι οι νίκες των επαναστατών. Η Μόνικα Ντάφι Τοφτ, αναπληρώτρια καθηγήτρια της σχολής Διακυβέρνησης Τζον Φ. Κέννεντυ του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, υποστήριξε ότι οι αντάρτες συνήθως πρέπει να αποκτήσουν σημαντική υποστήριξη των συμπολιτών τους για να κερδίσουν. Από την στιγμή που οι αντάρτες θα αναλάβουν την διακυβέρνηση, είναι επίσης πιο πιθανό να επιτρέψουν στους πολίτες το δικαίωμα λόγου στην πολιτική για να ενισχύσουν περαιτέρω την νομιμοποίησή τους.
Κάθε σύγκρουση είναι, φυσικά, μοναδική. Στη Συρία, δεδομένης της άτολμης διεθνούς αντίδρασης, των ανταγωνιστικών συμφερόντων της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών και των επί δεκαετίες τοπικών διαφωνιών, είναι πολύ πιθανό η σύγκρουση να κριθεί στο πεδίο της μάχης και η ζυγαριά γέρνει υπέρ των ανταρτών.
Αλλά ας υποθέσουμε ότι εντός των προσεχών εβδομάδων οι περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις θα αποφασίσουν να σταματήσουν τη βία με την χρήση της διπλωματίας. Τέσσερα σημαντικά θέματα θα εξακολουθήσουν να στέκονται ως εμπόδια.
Το πρώτο είναι το ζήτημα της αντίληψης. Με απλά λόγια, οι αντάρτες έχουν αγωνιστεί πολύ και σκληρά, έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες και έχουν την αίσθηση ότι η νίκη είναι κοντά. Πιστεύουν ότι έχουν την δυναμική και τον χρόνο με το μέρος τους και είναι σίγουροι ότι μια τελική ώθηση στην πρωτεύουσα θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανατροπή του Άσαντ. Ως εκ τούτου, δεν ενδιαφέρονται να του δώσουν διέξοδο μέσω μιας πολιτικής συμφωνίας.
Δεύτερον, όπως και σε όλες αυτού του είδους τις συγκρούσεις, το θέμα της εμπιστοσύνης είναι ζωτικής σημασίας. Δύο χρόνια πολέμου - γεμάτα με ανείπωτες βαρβαρότητες και από τις δύο πλευρές - έχουν εφοδιάσει κάθε ομάδα με άφθονα στοιχεία για τις κακές προθέσεις του άλλου. Καμία ποσότητα μελανιού σε μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων δεν θα αλλάξει αυτό το γεγονός, κάτι που καθιστά ακόμη πιο απίθανο ότι και τα δύο μέρη θα είναι πρόθυμα να εγκαταλείψουν τα όπλα τους όταν η διεθνής κοινότητα τους ζητήσει να το κάνουν.
Το τρίτο είναι το θέμα της επιβολής του νόμου. Η διεθνής κοινότητα είναι πολύ πιθανό να προτείνει τα Ηνωμένα Έθνη ως εγγυητή της ασφάλειας. Μελέτες έχουν δείξει ότι μια ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ έως 10.000 στρατιώτες θα μπορούσε να αποσταλεί στη Συρία, στο πλαίσιο ενός διακανονισμού από διαπραγμάτευση, όπως περιέγραψε ο Ειδικός Εκπρόσωπος του ΟΗΕ στην Συρία, ο Λακντάρ Μπραχίμι τον περασμένο μήνα. Ωστόσο, δεδομένων των λιγότερο από τέλειων επιδόσεων του ΟΗΕ σε επιχειρήσεις σταθεροποίησης, δεν υπάρχουν πολλοί Σύριοι που θα χαρούν από την άφιξη των κυανόκρανων. Επιπλέον, τώρα που η Ουάσιγκτον χαρακτήρισε την Τζαμπχάτ αλ- Νούσρα, μία από τις πλέον εξέχουσες δυνάμεις κατά του Άσαντ, ως τρομοκρατική οργάνωση, οποιαδήποτε πολιτική διευθέτηση ή ρύθμιση καταμερισμού της εξουσίας θα την αφήσει απ’ έξω. Αυτό θα αφήσει έναν ακόμη εχθρό που θα πρέπει να νικηθεί και ένα ακόμη εμπόδιο που θα πρέπει να ξεπεραστεί.
Τέταρτο είναι το θέμα των περιφερειακών πατρώνων, ιδίως του Ιράν. Για να διαπραγματευτούν την ειρήνη, οι εξωτερικοί παίκτες που έχουν τροφοδοτήσει τις μάχες με χρήματα, εκπαίδευση, ασφαλή καταφύγια και όπλα, θα πρέπει να αρχίσουν να συμμετέχουν σε μια δημιουργική και σύνθετη διπλωματία. Επειδή η Συρία επηρεάζει την ασφάλεια όλων των κρατών της Μέσης Ανατολής, η λύση θα πρέπει να περιλαμβάνει όλες τις μεγάλες δυνάμεις της περιοχής. Αυτό θα σήμαινε ότι θα συμπεριληφθεί και το Ιράν, ενώ συγχρόνως γίνονται προσπάθειες για να απομονωθεί. Η Τεχεράνη έχει ήδη επισημάνει στην κυβέρνηση Ομπάμα ότι είναι πρόθυμη να κάνει μια συμφωνία με τη Συρία για να κερδίσει διεθνή αναγνώριση για την εκεί επιρροή της, καθώς επίσης και να μοχλεύσει την δύναμή της στις μελλοντικές συνομιλίες για τα πυρηνικά.
Οποιαδήποτε διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων, θα πρέπει να παράγει δύο βασικά συλλογικά αγαθά για τους Σύριους: ασφάλεια και πολιτική διακυβέρνηση. Η απλή έκκληση στους Σουνίτες και τους Αλεβίτες να παραδώσουν τα όπλα τους δεν θα λειτουργήσει. Όμως, η παροχή μιας αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης για την ασφάλεια και η συμβολή στην ανάπτυξη ενός ανοικτού προς όλους κυβερνητικού συνασπισμού, θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα. Όσο ευρύτερος είναι ο μετα-Άσαντ κυβερνητικός συνασπισμός, άλλωστε, τόσο περισσότεροι Αλεβίτες και Σουνίτες θα ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της ειρήνης. Αλλά ένα δύσκολο ερώτημα θα παραμείνει: Αν δεν υπάρξει συμφωνία σχετικά με την παροχή ενός ειρηνευτικού ρόλου στον ΟΗΕ, τι είδους αξιόπιστη διεθνής ή περιφερειακή δύναμη θα απαιτηθεί για να εξασφαλίσει την ασφάλεια; Η ιστορία δείχνει ότι οι τρίτοι σπάνια εξακολουθούν να εμπλέκονται στους μετεμφυλιακούς ειρηνευτικούς ρόλους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, μπορεί να αποδειχθούν μη αποτελεσματικοί και η εμπειρία του Κοσσυφοπεδίου το επιβεβαιώνει.
Αυτά τα πιθανά αποτελέσματα - μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων και μια στρατιωτική νίκη των ανταρτών στη Συρία – έχουν και τα δύο ρωγμές. Μέχρι στιγμής, οι περιφερειακές δυνάμεις έχουν εργαστεί προς το τελευταίο, επιλέγοντας παράταξη στη σύγκρουση και προσπαθώντας να βοηθήσουν την πλευρά τους να νικήσει. Αν οι περιφερειακές δυνάμεις αλλάξουν πορεία, επιλέγοντας σοβαρά τις διαπραγματεύσεις για να σταματήσουν την αιματοχυσία και να «χτίσουν» την ειρήνη, η διπλωματική πρόκληση θα είναι τεράστια. Όταν θα έρθει εκείνη η στιγμή, μια τέτοια προσπάθεια θα είναι – στην καλύτερη περίπτωση- ένα μεγάλο στοίχημα και θα παρατείνει πιθανότατα την σύγκρουση στη Συρία αντί να την τερματίσει.
ΤΩΝ Bilal Y. Saab και Andrew J. Tabler
ΠΗΓΗ: http://www.foreignaffairs.gr/articles/69126/bilal-y-saab-kai-andrew-j-tabler/den-symferei-o-diakanonismos-stin-damasko?page=show
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου